Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, Θ., Κατά των Μονοθελητών – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

Κατά του δυσσεβούς Ευτυχίου και Διοσκούρου, και των αφρόνων Αρμενίων και Ιακωβιτών και των Ακεφάλων. Έτι δε κατά Σεργίου και Πύρρου και Ονωρίου και των λοιπών Μονοθελητών.

Αρχιερεύς: Ευτυχής τις, πρεσβύτερος την τάξιν, μάλλον δε δυστυχής και υιός της απωλείας εις το γήρας του, και πολλοί άλλοι ομού με αυτόν. Διόσκουρός τις όστις κατεμόλυνε τον θρόνον της Αλεξανδρείας, και άλλοι πολλοί συν αυτώ, οι οποίοι μετέδωκαν την δυσσέβειάν των εις τους Αρμενίους και Ιακωβίτας και εις τους λεγόμενους ύστερον Μονοθελητάς. Όλοι αυτοί, εναντιούμενοι τρόπον τινά εις τον Νεστόριον, άλλοι μεν μίαν φύσιν επί Χριστού, άλλοι δε εν θέλημα και μίαν ενέργειαν ανοήτως εδογμάτισαν. Έξαρχοι δε των Μονοθελητών εχρημάτισαν ο Πύρρος και Ονώριος και Μακάριος και Ζωόρας, και με αυτούς άλλοι πολλοί, νομίζοντες ότι κηρύττουσι με τούτο τον σαρκωθέντα λόγον αδιαίρετον, και δεν ήξευραν οι άθλιοι ότι ανατρέπουσι και αναιρούσι το μυστήριον της σωτηρίας μας, και συγχέουσι τας φύσεις, μάλλον δε αθετούσι την οικονομίαν του λόγου. Εάν είναι μία φύσις, ο λόγος ο σαρκωθείς, κατά την άφρονα δόξαν των, έπεται ότι ή εις θεότητα μετεβλήθη η ανθρωπότης, το οποίον είναι δυσσεβές, και αδύνατον να γένη άκτιστον το κτίσμα. Ή η θεότης μετεβλήθη εις ανθρωπότητα, το οποίον και αυτό είναι άθεον και ασύμφωνον. Επειδή η φύσις του Θεού, και ηνωμένη με την ανθρωπότητα, πάλιν μένει αναλλοίωτος, και μήτε κιρνάται μήτε σύγχυσιν υπομένει.
Οι δογματίζοντες λοιπόν μίαν φύσιν και εν θέλημα, δεν περιπίπτουσιν εις μικράν δυσσέβειαν, καθώς τινές άφρονες νομίζουσιν, αλλά εις την εσχάτην και άκραν και εις το πλήρωμα πάσης βλασφημίας. Διότι ή δεν εσαρκώθη ο λόγος, κατά την δόξαν των, αλλά και μόνον κατά φαντασίαν εφάνη, καθώς τινές εβλασφήμησαν, και επομένως μήτε εγεννήθη εκ Παρθένου μήτε εβαπτίσθη μήτε συνανεστράφη με τους ανθρώπους μήτε έπαθε δι’ ημάς μήτε ανέστη μήτε η σωτηρία μας ετελέσθη. Και εις μάτην τα Ευαγγέλια, εις μάτην όλον της σωτηρίας το κήρυγμα. Ή, εάν εσαρκώθη, το οποίον είναι αληθέστατον, ο σαρκωθείς αυτός ήτο ο Θεός. Επειδή ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και αληθώς ενηνθρώπισε. Και εις μίαν υπόστασιν είναι διφυής Χριστός, διότι έμεινεν εκείνο το οποίον ήτο. Επειδή ήτο λόγος, και λόγος πάλιν ενανθρωπήσας διέμεινε, και προσέλαβεν εκείνο το οποίον δεν ήτο. Διότι έγινε σαρξ και αδιαίρετος έμεινεν, ων είς εκ δύο φύσεων. Διότι και εις την υπόστασίν του ο λόγος προσέλαβε την φύσιν μας τελείαν. Επειδή και αληθώς, ως είπομεν, ενηνθρώπησεν. Εάν λοιπόν αληθώς ενηνθρώπησε, πώς είναι εις αυτόν μία φύσις, και τι είναι αυτή, ανθρώπινος ή θεία; Και ει μεν είναι ανθρωπίνη, πώς ημπορεί να δοξάζη γέννησιν εκ Παρθένου όστις λέγει μίαν φύσιν; Ή πώς βάπτισμα ή πώς αφήν χειρών; Πώς οδοιπορίαν Χριστού; Πώς ημπορεί να δοξάζη ότι επείνασεν, ότι εδίψασεν, ότι εκοπίασε και έφαγε και έπιε, και εκρύφθη, και ύπνωσεν; Ή πώς ότι εδεσμεύθη και εσταυρώθη και απέθανε και ετάφη και ανέστη; Ποία τάχα των φύσεων έπαθε και ανέστη; Ποία εφανερώθη μετά την ανάστασιν; Πού οι τύποι των ήλων; Πού η πληγή της λόγχης; Πώς ανέβη εις τους ουρανούς; Πώς πάλιν θέλει έλθη; Διότι αυτά είναι όλα του σώματος ιδιώματα.
Και εάν εφόρεσε σώμα, και τα υπέμεινεν αυτά εν τω σώματι, αληθώς λοιπόν εκ δύο φύσεων είναι, και Θεός και άνθρωπος ο αυτός, και έχει διπλάς και των δύο φύσεων τας ενεργείας και τα θελήματα. Δεν τα έχει όμως εναντιούμενα μεταξύ των αλλά συμφωνότατα. Επειδή υποτάσσεται το ανθρώπινον εις το θείον, και είναι όλον θείον, ως ηνωμένον τω Θεώ. Ει δε και είναι μία φύσις και αυτή θεία, κατά τους βλασφήμους, λοιπόν ακολουθεί να είναι όλα του Ευαγγελίου ψευδή. Και διατί λοιπόν εκτελούν τα μυστήρια, και τι είναι το ιερουργούμενον σώμα και αίμα του Χριστού; Διατί προσκυνείται ο τάφος; Πώς ήλθε τάχα; Πώς θέλει έλθει πάλιν;
Βλέπεις πόσην ατοπίαν έχει αυτή η δόξα, και ότι τα τοιαύτα δόγματα είναι μία ανατροπή και αναίρεσις του μυστηρίου της ευσεβείας; Λοιπόν πρέπει να αποφεύγωμεν εκείνους όσοι νοούσι τα τοιαύτα άφρονα δόγματα, διότι είναι αποβεβλημένοι από τον Θεόν. Έγινε δε σαρξ ο λόγος δι’ ημάς, οι οποίοι εκτίσθημεν λογικοί παρά του λόγου και εξεπέσαμεν παρά λόγον, δια να μας επιστρέψη πάλιν ο λόγος προς τον Θεόν, και παραπεσόντας και συντριβέντας να μας αναπλάση και να μας χαρίση πάλιν το πρώτο κάλλος.
Τέλειος λοιπόν Θεός είναι ο λόγος αιωνίως εκ του Θεού του Πατρός, ως φως εκ φωτός, και απαύγασμα, και κατά την θεότητα αναλλοίωτος. «Εγώ ειμί και ουκ ηλλοίωμαι», λέγει δια του Προφήτου Μαλαχίου. Έγινε δε ύστερον σαρξ, και ων εν μορφή Θεού, και ισόθεος, και τούτο έχων όχι καθ’ αρπαγήν, ως λέγει και ο Παύλος: «Εγένετο εν ομοιώματι ανθρώπων, και μορφήν δούλου ανέλαβε». Και ων Θεός αληθώς ως λόγος του Θεού, εφάνη και άνθρωπος αληθώς «επί της γης, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Ο αυτός λοιπόν και Θεός είναι αληθινός, ως Υιός του Θεού μονογενής, και ζώσα Σοφία, και άνθρωπος αληθώς εν ταυτώ εκ της αειπαρθένου σεσαρκωμένος. Και ο αυτός είναι είς και διπλούς, και τέλειος κατά τα δύο ο αυτός. Επειδή ο αυτός τέλειος λόγος του ζώντος Θεού ανέλαβεν εις τον εαυτόν του εκ παρθένου την ανθρωπίνην φύσιν, όχι κεχωρισμένος ων από την θεότητα, αλλά αυτός εις την ανθρωπίνην φύσιν γινόμενος αρχή και υπόστασις. Δια τούτο πρόσλημμα αυτή η ανθρωπίνη φύσις ονομάζεται, επειδή αυτός την προσέλαβε και την ήνωσεν εις τον εαυτόν του απορρήτως και υπέρ λόγον. Και προσλαμβάνων αυτήν, δεν μετέλαβεν αυτός κανέν πάθος της ανθρωπότητος, αλλά μάλιστα μετέδωκεν εις αυτήν από τας εντελείας της θεότητος, το δε ανθρώπινον αυτού δεν μετέδωκε τίποτε εις την θεότητα του λόγου, αλλά ελάμβανε και ανυψούτο μεν η ανθρωπίνη φύσις από τον Σωτήρα μας, όστις την προσέλαβε, δεν εταπείνωσε δε τον λαβόντα, μολονότι και το να σαρκωθή ταπείνωσις λέγεται, αλλά πάλιν και δόξα αυτό, και βασιλεία Θεού, και ευπρέπεια ονομάζεται. «Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο».
Δια τούτο, είς μεν είναι ο Χριστός, καθότι είς είναι κατά την υπόστασιν, καθώς και ο Παύλος λέγει: «Είς Κύριος Ιησούς Χριστός». Δύο δε είναι αι φύσεις, επειδή ο λόγος σαρξ εγένετο και η ζωή εφανερώθη εν σαρκί, και «εκ του Θεού εστί πας ο ομολογών Κύριον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα», ως ο ηγαπημένος λέγει.
Και επειδή «τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου». Και βλέπε τους λόγους του θειοτάτου Παύλου, οι οποίοι ανατρέπουν πάσαν αίρεσιν. Λέγει «κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, προς ανατροπήν των Φαντασιαστών και του Νεστορίου, οι οποίοι αθετούσι την σάρκωσιν του λόγου, και προς αναίρεσιν των Μονοφυσιτών και Μονοθελητών. Επειδή πώς μετέσχε παραπλησίως των αυτών τοις παιδίοις, ως λέγει ο Παύλος, αν ίσως είναι μία φύσις και έν θέλημα; Πώς δε επιλαμβάνεται σπέρματος Αβραάμ, αν είναι μία φύσις;
Καταισχύνει δε και τον Απολινάριον ο Απόστολος λέγων: «ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου». Εάν δεν είχεν ψυχήν λογικήν και ανθρωπίνην, πώς απέθνησκε τη σαρκί και ανέστη δια του θανάτου, και έσωζε το γένος μας; Λόγος λοιπόν του Θεού και σαρξ ο αυτός είναι, είς εκ δύο φύσεων Κύριος Ιησούς Χριστός, και εις εν δυσί τοις θελήμασι. Μη έχων εναντιούμενα αλλήλοις τα θελήματα, ως είπομεν, αλλά έχων εν εαυτώ το φυσικόν και το ιδίωμα εκάστης αυτού φύσεως. Επειδή τελεία είναι εις αυτόν η διττή φύσις και δεν ηλλοιώθη παντάπασιν. Υποτάσσεται εις το θείον το ανθρώπινον θέλημα, ως μαρτυρεί τούτο η δι’ αυτού του Σωτήρος προς τον Πατέρα του φωνή: «Πάτερ, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», λέγων περί του θανάτου της σαρκός, δια το ανθρώπινον. Επειδή μας διδάσκει να ευχώμεθα και ημείς δια το ασθενές της φύσεώς μας, δια να μη εισέλθωμεν εις πειρασμόν, «πλην μη το θέλημά μου (δηλαδή το ανθρώπινον), αλλά το σον γενέσθω», ήγουν το θείον, το οποίον εν είναι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Βλέπεις ότι δεν είναι εναντίον το ανθρώπινον θέλημα εις το θείον, αλλά υπήκοον. Επειδή και έν είναι, ως είπομεν, το θέλημα του λόγου, και του Πατρός και του Πνεύματος, και μία η δύναμις, η θέλησις, η βουλή και η ενέργεια εις τα τρία πρόσωπα. Άλλο δε είναι το θέλημα το φυσικόν της σαρκός, δι’ ου ήθελε και να τρώγη και να πίνη, και εφοβείτο τον θάνατον και προσηύχετο δι’ αυτό λέγων, αν είναι δυνατόν να παρέλθει το ποτήριον τούτο του θανάτου. Το οποίον όμως θέλημα πάλιν το υπέτασσεν εις τον Πατέρα προσευχόμενος: «πλην, μη το θέλημά μου, αλλά το σον γενέσθω». Το θεϊκόν δηλονότι, και όχι εκείνο το της σαρκός. Δυσσεβείς λοιπόν και αναιρέται είναι της οικονομίας του Θεού λόγου και όσοι μίαν φύσιν, μίαν ενέργειαν και έν θέλημα δογματίζουσι.

Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.

***

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.