Ανδρούτσος – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Καλοκαιρι, Ιούλιος μήνας ήταν και η ζέστη ανυπόφορη. Το σκοτεινό κελί στο κάτεργο, το «Μπάνιο», όπως το έλεγαν οι Ρωμιοί, πίσω απ’ τον τούρκικο ναύσταθμο στην Πόλη, μύριζε βαριά μούχλα. Το λιοντάρι της Κλεφτουριάς, ο αδάμαστος Ανδρούτσος, μαζί με τους δυο συντρόφους του, τον ηγούμενο Ιωσήφ Γκινάκα και τον αρματωλό Πάνο Τζίρα, ανάσαινε βαριά σαν το άγριο θεριό που κλείνεται στο κλουβί. Κοίταζε γύρω στους τοίχους τους σιδερένιους χαλκάδες, κοίταξε και τις αλυσίδες που έσερνε στα πόδια του, θυμόταν και τον ελεύθερο αέρα που ανάπνεε στα βουνά και τα λημέρια της κλεφτουριάς και τον έπνιγε η πίκρα και η νοσταλγία. Ούτε στιγμή δεν έφευγε απ’ το μυαλό του και η φαμίλια του. Η λατρευτή του γυναίκα, η Ακριβή και τα αγαπημένα του παιδιά. Από την Τζάρα μόλις οι Βενετσιάνοι τον παράδωσαν στους Τούρκους, έγραψε στη γυναί¬κα του.
«Ακριβή σε χαιρετώ.
Σας φανερώνω την ανέλπιστη δυστυχία μου, ότι το Σενάτο αποφάσισεν και μας επαράδωσεν των Τούρκων, οπού αυτό δεν το ήλπιζα. Όθεν και ανίσως και ο Θεός και μάθεις πως μας εθανάτωσαν, σε παρακαλώ, εις το ψωμί οπού εφάγαμεν, να μου κάμης καλά της ψυχής μου, οπού είμαι αμαρτωλός.
Συγχωρά με και ο Θεός συγχωρά σας. 1793 Σεπτεμβρίου 4 Τζάρα Ο δικός σας Ανδρούτσος».
Και τώρα απ’ το κάτεργο της φυλακής του καταφέρνει να της ξαναγράψει: «Ακριβή σε χαιρετώ, τα παιδιά μας τα φιλώ στα μάτια, συν το Χριστός Ανέστη. 1974 Απριλίου 9….
Ακριβή συμβία.
Εψές έλαβα το γράμμα σου και εχάρηκα κατά πολλά την υγείαν σου, ας έχη δόξα ο Θεός οπού είστε όλοι καλά. Μου γράφεις ότι πικραίνεσαι δια λόγου μου κι εγώ το ομοίως, ξεχωριστά τα βάσανα καθημερινώς, όμως ελπίζω εις τον Θεόν και εις την Κυρίαν Θεοτόκον να έλθω να αποθάνω με τα παιδιά μου.
Ο εδικός σας πάντα Ανδρούτσος»
Ένα πρωί άνοιξε ξαφνικά η πόρτα της φυλακής. Μια κρυφή ελπίδα φώτισε το πρόσωπο του μήπως και του έφερναν κάποιο καλό μαντάτο. Ανασηκώθηκε, είδε το πρόσωπο του φύλακα στο αντιφέγγισμα του λυχναριού που κρατούσε και του φάνηκε περισσότερο αγριεμένο. Κατάλαβε πως κάτι κακό θα τους ανάγγελνε.
-Τον παπά και τον Τζίρα η Υψηλή Πύλη λευτερώνει. Μην παντυχαίνεις Ζορμπά ποτέ κάτι τέτοιο και για σένα, είπε ο φύλακας, κοιτάζοντας τον Ανδρού¬τσο.
Σε λίγο οι τρεις φυλακισμένοι φιλήθηκαν σταυρωτά πολλές φορές, ευχήθηκαν οι δυο λευτεριά και στον Ανδρούτσο κι αποχωρίστηκαν. Ο Ανδρούτσος, όταν έκλεισε ξανά η πόρτα του κελιού του κι έμεινε μόνος, έπεσε μπρούμητα και σκεφτόταν πως δε θ’ αργούσε ο χαλασμός του. Και η δόλια του μάνα, όταν έμαθε πως οι άλλοι δυο κρατούμενοι λευτερώθηκαν κι έμεινε μονάχα ο γιός της στο κάτεργο, κατάλαβε πως δε θ’ αργούσε ο χαμός του. Μαυροφορέθηκε και καθη¬μερινά τον έκλαιγε. Ο λαός έκαμε μοιρολόι το κλάμα της με τους στίχους:
«Τ’ ανδρούτσου η μάνα χλίβεται, τ’ Ανδρούτσου η μάνα κλαίει.
Και τα βουνά συχνογερνά, και όλο τα μαλώνει.
-Αγράφων άγρια βουνά, Αγράφων κορφοβούνια,
τι κάματε το γιόκα μου, τον καπετάν Αντρούτσο;
που είναι και δε φαίνεται τούτο το καλοκαίρι;»
Και το άλλο:
«Ανδρούτσο μ’ για δεν φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι,
να βγεις ψηλά στη Λιάκουρα, ψηλά στα κορφοβούνια,
να στείλεις τα μπουλούκια σου σ’ ούλα τα βιλαέτια.
Μ’ ούδ’ είναι, μ’ ούδε φαίνεται, μ’ ούδε χαρτί τους στέλνει.
Κύριε μου τι να γίνηκαν ο καπετάν Ανδρούτσος;
Ούλος ο κόσμος καρτερούν κι η μάνα του παντεχένει».
Ο αδάμαστος όμως πρωτοκλέφτης, ο αετός της Ρωμιοσύνης, αργόσβηνε στα μπουντρούμια. Η ελπίδα σιγά σιγά τον εγκατέλειπε και η πίκρα του σαράκωνε αγάλια αγάλια την καρδιά. Καθημερινά τον έφερναν δεμένο μπροστά στο θρόνο του πασά, που πότε με το καλό και πότε με παιδεμούς και φοβέρες προσπάθαγε να τον αλλαξοπιστήσει και να τον κάμει τσιράκι του. Κι όσο ο λεοντόκαρδος έμεινε πεισματικά στη γνώμη του την πρώτη, τόσο και το πείσμα του πασά μεγάλωνε και τα μαρτύρια γίνονταν σκληρότερα. «Όταν είπον εις τον Ανδρούτσον -γράφει ο ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος- ότι ασπαζόμενος μεν τον ισλαμισμόν Θέλει αξιωθή τιμών εξαιρέτων, εμμένων δε πιστός εις το ίδιον θρήσκευμα θέλει αποθάνει οικτρώς εις το κάτεργον, ο γενναίος αθλητής επροτίμησε το δεύτε¬ρον»
Μια μέρα πήγαν τον Ανδρούτσο δεμένο μπροστά στον πασά Κιουτσούκ Χουσεϊν, ο οποίος τον ρώτησε τι θάκανε αν του ξανάδινε τη λευτεριά του. Ο αλυσσοδεμένος πρωτοκλέφτης απάντησε θαρρετά:
-Θα σκότωνα τους διπλούς Τούρκους από όσους σκότωσα ως τώρα!
Μια από κείνες τις σκηνές που ο πασάς καλούσε τον Ανδρούτσο να δηλώσει υποταγή στο δοβλέτι μας ζωντανεύει η γλαφυρή πένα του Δημήτρη Σταμέλου:
Πασάς: Όπου νάναι θα περάσει κι ο χειμώνας. Και λόγου σου μπορείς στο σπίτι σου να την καρτερέσεις την Άνοιξη. Νισάφι πια. Δεν απόκαμες τόσα χρόνια μακριά απ’ τη φαμελιά σου;
Ανδρούτσος; Η φαμελιά μου μπορεί και υπομονεύει όπως υπομονεύω και εγώ. Κουμαντάρει κι ο Θεός όσα δεν μπορούν να τα κουμαντάρουν οι άνθρωποι.
Πασάς; Ο Θεός; Ποιος Θεός, ο Θεός των γκιαούρηδων;
Ανδρούτσος: Κουβέντα δεν έχουμε να κάνουμε, πασά, μια και βλαστημάς το Θεό μου. Παίδεψε με, χάλασε με, κρατάς στο χέρι το κορμί μου, μα τη ζωή μου άλλοι την ορίζουν.
Πασάς: Καλά, ας αφήσουμε το Θεό του καθένα μας να κουμαντάρει τους δικούς του. Όμως για άλλα ήρθε η στιγμή να κουβεντιάσουμε. Κρατάω φιρμάνι του πολυχρονεμένου μας βεζύρη που σε καλό πια δρόμο όλα τα πράγματα τα βάνει. Του λόγου σου δίνεις υποταγή, παίρνεις της Λιβαδιάς τ’ αρματολίκι και βγαίνεις ταχιά απ’ το κάτεργο.
Ανδρούτσος: Τι αρματολίκια τσαμπούνας, πασά μου; Ποιος τ’ αποζήτησε και ποιος τα θέλει; Ζορμπάς πολέμησα, κουρσάρος πιάστηκα, κλέφτης θέλω να πολεμάω και λόγου σας και την αρβανιτιά.
Πασάς: Δε λογαριάζεις τους παιδεμούς; Δε λογαριάζεις και τη ζωή σου;
Ανδρούτσος: Τη ζωή μου την ξέγραψα όταν βγήκα στο κλαρί.
Πασάς: Και τη φαμελιά σου, την ξέγραψες κι αυτή;
Ανδρούτσος: Θα καταλάβουν όλοι πως δεν έκαμα τίποτα λιγότερο από όσα έπρεπε. Έχουνε τον τρόπο να βολευτούνε. Η λευτεριά να μην τους λείψει. Κι απέ όλα τ’ άλλα τ’ αντέχει ο άνθρωπος.
Πασάς: Στην κρεμάλα το γκιαούρη και με παιδεμούς.
Ανδρούτσος: Σκυλιά, ο χαλασμός μου ακριβά θα πληρωθεί. Του ραγιά οι παιδεμοί κ’ οι σκοτωμοί φωτιά θα γίνουν να σας κάψουν.
Ο πασάς κατάλαβε με τι σόι άνθρωπο είχε να κάμει. Απόκαμε και παράγγειλε τα καθέκαστα στο σουλτάνο. Και κείνος πήρε την απόφαση και δίνει προσταγή με τον κλέφτη να τελέψουν. Όλες οι ενέργειες της γυναίκας του Ανδρούτσου και οι επεμβάσεις της Ρωσίας και των Φραντσέζων να λευτερώσουν τον ήρωα της κλεφτουριάς στάθηκαν ανώφελες. Θεριό είχε γίνει ο βεζύρης με τη στάση του. Και όταν του προτάθηκε να τον αποφυλακίσει, απάντησε με πάθος:
-Προτιμάω να δώσω τρία εκατομμύρια, παρά ν’ αφήσω ελεύθερο αυτόν τον άνθρωπο.
Το τέλος του Ανδρούτσου είχε κριθεί αμετάκλητα.
Μέρες του χειμώνα του 1797 ήταν. Γενάρης, με τις πυκνές γιορτές του. Φορτωμένες με χιόνια οι βουνοκορφές, π’ αντιλαλούσαν τα κατορθώματα τ’ Ανδρούτσου κι οι κάμποι πνιγμένοι στα βροχόνερα. Τότε φτερούγισε σ’ όλα τα ελληνικά τα μέρη η θλιβερή είδηση πως πάει, χαλάστηκε το πρωτοπαλλήκαρο της κλεφτουριάς, ο αετός της Ρούμελης, ο Ανδρούτσος. Όχι δεν πέθανε από χολέρα ή βλογιά, όπως υποστήριξε ο Φωριέλ. Χαλάστηκε μέσα στο κάστρο ο Ανδρούτσος. Και κρέμασαν οι Αγαρηνοί το αποκεφαλισμένο κουφάρι του σε ανοιχτό χώρο στο Ναύσταθμο για να το ιδούν οι ραγιάδες και να κιοτεύουν. Κι ύστερα το ρίξανε στο Βόσπορο. Ο χάρος που δεν κατάφερε να τον ανταμώσει μέσα στις τόσες μάχες του, τον καρτέρεσε στο υγρό κι ανήλιαγο κελλί μιας φυλακής.
Τον θρήνησε όλη η σκλαβωμένη ακόμα ρωμιοσύνη. Μέσα στο χρόνο πέθανε κι η μάνα του. Η γυναίκα του Ακριβή έκρυψε την πίκρα στα φιλοκάρδια της, να μην μάθει το μεγάλο κακό ο γιος της Οδυσσέας που μοναδική παρηγοριά της της απόμεινε.
Χάθηκε ο Ανδρούτσος. Τα νερά του Βοσπόρου κατάπιαν το βασανισμένο κορμί του. Δεν κατάφεραν όμως να σβήσουν και τ’ όνομα του. Σε λίγα χρόνια θ’ ακουστεί ξανά στη Ρούμελη και σ’ όλη την Ελλάδα. Ο ορφανεμένος γιος του Οδυσσέας θα τιμήσει τη βαρειά πατρική κληρονομιά και με το παραπάνω. Θα στολίσει με τις πιο πολύτιμες δάφνες το όνομα Ανδρούτσος.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του ’21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.