Η δολοφονία του Ενρίκο Τελίνι και των υπόλοιπων τεσσάρων μελών της ιταλικής επιτροπής (του ταγματάρχη Corti, του υπασπιστή λοχαγού Bonaccini, του οδηγού του αυτοκινήτου και ενός διερμηνέα) στις 27 Αυγούστου 1923, στο δρόμο Ιωαννίνων-Αργυροκάστρου, μέσα στο ελληνικό έδαφος και κοντά στην Κακαβιά, έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα μιας νέας πολεμικής σύρραξης, έναν χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μόλις ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης. Όσα ακολούθησαν της δολοφονίας είναι αποκαλυπτικά της αδυναμίας της νεοσύστατης τότε Κοινωνίας των Εθνών να παρεμβαίνει και να λειτουργεί αποτρεπτικά σε διεθνείς κρίσεις. Ήταν επίσης ένας κακός οιωνός για το μέλλον καθώς αποτέλεσε την πρόγευση των κρίσεων του Μεσοπολέμου, οι οποίες οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι ιταλικές επιδιώξεις
Από συστάσεώς του, το ιταλικό κράτος επεδίωκε να συμπεριληφθεί μεταξύ των Mεγάλων Δυνάμεων, διευρύνοντας την επιρροή του αλλά ακόμη και την εδαφική του κυριαρχία, αρχικά σε Ήπειρο και Επτάνησο (κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κεφαλονιά) και κατόπιν στη Βόρειο Αφρική και στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Kέρκυρα, το ιταλικό προξενείο διοργάνωσε συλλαλητήρια με αίτημα την «ένωση της νήσου μετά της μητρός Iταλίας» ήδη από το 1866. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Pώμη εξασφάλισε την άδεια των δυνάμεων της Αντάντ για να αποβιβάσει στρατό στο νησί (μια μεραρχία), που σύντομα μετατράπηκε σε στρατό κατοχής. Εν τέλει, οι Iταλοί αναγκάσθηκαν να φύγουν και από την Kέρκυρα το 1919, προς μεγάλη ανακούφιση των Kερκυραίων.
Η διαχάραξη των αλβανικών συνόρων
Στις 15 Μαΐου 1920, η Ελλάδα και η Αλβανία συμφωνούσαν να αποδεχθούν τον διακανονισμό που θα πρότεινε η Πρεσβευτική Διάσκεψη (ένα νεόκοπο διεθνές όργανο) για τα κοινά τους σύνορα. Η Διάσκεψη, η οποία άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1920, ιδρύθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με σκοπό τη ρύθμιση εθνικών διαφορών που θα παρουσιάζονταν από την εφαρμογή των συνθηκών της ειρήνης. Σε αυτή μετείχαν αντιπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, ενώ ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ παρευρισκόταν μόνο ως παρατηρητής, καθώς το Κογκρέσο είχε αρνηθεί να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ένα μήνα μετά την ελληνο-αλβανική συμφωνία, η Γαλλία παραχώρησε στην Αλβανία την περιοχή της Κορυτσάς που βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή από το 1916. Η Κορυτσά είχε περιληφθεί στα αλβανικά εδάφη από το 1913, αλλά η Ελλάδα πρόβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις για την τελική ένταξη, υποδεικνύοντας την ελληνικότητα του πληθυσμού της περιοχής. Εκτός από την Ελλάδα, τον διακανονισμό του 1913 αμφισβητούσε και η Γιουγκοσλαβία και ζητούσε επίσης επανεκτίμηση και των δικών της συνόρων με την Αλβανία.
Η Διάσκεψη ωστόσο εξέδωσε απόφαση να τηρηθούν τα σύνορα του 1913, και μάλιστα όρισε ως σύνορο Ελλάδος και Αλβανίας τα όρια μεταξύ των καζάδων Κορυτσάς και Καστοριάς αντί του υδροκρίτη μεταξύ του άνω ρου του Δέβολη και του άνω ρου του Αλιάκμονα, που περιλαμβανόταν στο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913, με αποτέλεσμα 14 χωριά του καζά της Κορυτσάς που ανήκαν στην Ελλάδα από τότε να περιέλθουν στην Αλβανία. Στις 7 Μαρτίου 1923 η επιτροπή χάραξης με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini έφτασε στην Ήπειρο, αλλά άρχισε τις εργασίες της μόλις τον Μάιο εκείνου του χρόνου.
Η δολοφονία
Στις 27 Αυγούστου 1923, τα μέλη της ιταλικής αντιπροσωπείας στην Επιτροπή Διαχαράξεως των ελληνοαλβανικών συνόρων δολοφονήθηκαν στην Kακαβιά κοντά στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Στο άριστα οργανωμένο έγκλημα δεν υπήρχε κανείς αυτόπτης μάρτυς. Η Αθήνα απέστειλε στην περιοχή αστυνομικούς και ανακριτές, ενώ αποκήρυξε τους δράστες. Οι έρευνες απέτυχαν και το τελικό ανακριτικό πόρισμα, παρόλο που υπεδείκνυε κάποιους ως δράστες, δεν είχε επαρκή νομική τεκμηρίωση.
Οι κακές σχέσεις μεταξύ του δολοφονηθέντος στρατηγού Tellini και του επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας αντισυνταγματάρχη Δ. N. Mπότσαρη ήταν δεδομένες, καθώς ο Iταλός στρατηγός υποστήριζε συνήθως τις αλβανικές απόψεις. H Pώμη συσχέτισε το γεγονός αυτό με τη βλάβη του ελληνικού οχήματος και με τη δήλωση ενός Iταλού-μέλους της αλβανικής αντιπροσωπείας περί εμφανίσεως Eλλήνων στρατιωτών στον τόπο του εγκλήματος. Στα παραπάνω σε συνδυασμό με τη σχεδόν επαγγελματική σχεδίαση και εκτέλεση του εγκλήματος «έπεισαν» τους Iταλούς πως ο Mπότσαρης ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας. Ωστόσο, η δολοφονία αποδείχτηκε αργότερα ότι ήταν σκηνοθετημένη, για να καλύψει τις επιθετικές πρωτοβουλίες του ιταλικού φασισμού, που είχαν σαν στόχο να δώσουν κύρος και αίγλη στο νεόκοπο φασιστικό καθεστώς του δικτάτορα Μουσολίνι στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας. Αργότερα κατηγορήθηκε από τον κόμη Σφόρτζα απ’ ευθείας ο Μουσολίνι σαν ηθικός αυτουργός, ενώ στην ανακριτική επιτροπή είχε εμπλακεί και ο λήσταρχος Κώτσο
Μέμο που είχε υποδείξει σαν ηθικούς αυτουργούς το διευθυντή της Αστυνομίας του Αργυροκάστρου, τον ανθυπασπιστή αδελφό του και τον Αλβανό λοχαγό Δημήτρη Μπέλια.
Τελεσίγραφο Μουσολίνι
Η δολοφονία Tellini δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη από τον Mουσολίνι, ο οποίος έσπευσε να αποστείλει μια τελεσιγραφική διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση, προδικάζοντας την ενοχή της, τη μεθεπομένη κιόλας του εγκλήματος. Με το τελεσίγραφό του ζητούσε:
Να ζητηθεί συγγνώμη από την ανώτατη ελληνική στρατιωτική αρχή ενώπιον του ιταλού πρέσβη στην Αθήνα,.
Να τελεστεί μνημόσυνο για τα θύματα, παρουσία του συνόλου του υπουργικού συμβουλίου
Να αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία την ημέρα του μνημόσυνου
Να διενεργηθεί ανάκριση με τη σύμπραξη του ιταλού στρατιωτικού ακολούθου, για την προσωπική ασφάλεια του οποίου η Ελλάδα θα αναλάμβανε την απόλυτη ευθύνη
Να καταδικαστούν οι ένοχοι σε θάνατο
Η Ελλάδα να καταβάλει 50 εκατ. ιταλικές λιρέτες, πέντε ημέρες από την επίδοση του τελεσιγράφου,
Να αποδοθούν στρατιωτικές τιμές στις σορούς των θυμάτων κατά τη μεταφορά τους στην Πρέβεζα.
Ο Μουσολίνι απαιτούσε απάντηση εντός 24 ωρών. Η εκπλήρωση των όρων του τελεσιγράφου προϋπέθετε όμως την παραδοχή της ελληνικής ενοχής για τη δολοφονία του ιταλού στρατηγού και της ομάδας του. Η κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά με διακοίνωσή της απέρριψε τα περισσότερα από τα ιταλικά αιτήματα, αποδεχόμενη τους τρεις από τους επτά ιταλικούς όρους, ενώ για τους υπόλοιπους δήλωσε πως θα προσέφευγε στην KτE. Kανείς δεν πρόσεξε ότι το ιταλικό κείμενο δεν ανέφερε το τι θα επακολουθούσε εάν η Αθήνα δεν συμβιβαζόταν.
Η ελληνική απάντηση κρίθηκε από την Ιταλία ως απορριπτική των αξιώσεων της φασιστικής κυβέρνησης και βάσει αυτού διετάχθη ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας, τέσσερις μόλις ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου του 1923.
Η κατάληψη και ο βομβαρδισμός
Το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου 1923 ισχυρή μοίρα του ιταλικού στόλου αγκυροβόλησε ανάμεσα στο λιμάνι του νησιού και της νησίδας Βίδο η οποία βρίσκεται απέναντι από το λιμάνι του νησιού, ενώ υδροπλάνα παραβίαζαν τον εναέριο χώρο της ουδέτερης (από την εποχή της Ένωσης) Κέρκυρας. Το μεσημέρι ο αρχιεπιστολέας της μοίρας αποβιβάστηκε στο λιμάνι και επέδωσε στο νομάρχη Ευριπαίο έγγραφο του αντιναύαρχου Σολάρι με το οποίο γνωστοποιούταν η απόφαση του Μουσολίνι να καταλάβει το νησί είτε ειρηνικά είτε διά της βίας (η φρουρά του νησιού περιλάμβανε μόλις 100 στρατιώτες). Οι Ιταλοί επέβαλαν ταπεινωτικούς όρους για την παράδοση του νησιού και ο νομάρχης Ευριπαίος αποφάσισε να μην προβάλει μεν αντίσταση (που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατη), αλλά και να μην παραδώσει με πρωτόκολλα.
Ειδικότερα, ο νομάρχης ζήτησε προθεσμία για να επικοινωνήσει με την Αθήνα και τον υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των ιταλικών αρχών για την παραβίαση της, διεθνώς κατοχυρωμένης από το 1864, ουδετερότητας της Κέρκυρας. Εν αναμονή των οδηγιών από την ελληνική κυβέρνηση, ο Ευριπαίος δήλωνε στους Ιταλούς ότι αρνείται να παραδώσει το νησί, αλλά και ότι δεν θα προέβαινε σε ένοπλη αντίσταση, γνωρίζοντας, άλλωστε, τη στρατιωτική αδυναμία της Κέρκυρας.
Καθώς όμως οι Ιταλοί δεν πήραν άμεση απάντηση, άρχισαν να βομβαρδίζουν στις 5 το απόγευμα τα δύο φρούρια και τις παρυφές της πόλης. Στα φρούρια έμεναν Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι μέτρησαν και τους περισσότερους νεκρούς και τραυματίες του βομβαρδισμού. Στη συνέχεια αποβιβάστηκαν αγήματα από τα πλοία, τα οποία κατέλαβαν την ανοχύρωτη πόλη και τα άδεια πια φρούρια. Όπως αποδείχτηκε, τίποτε δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον βομβαρδισμό του νησιού, το αποτέλεσμα του οποίου, πέραν του ισχυρού πλήγματος στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, ήταν 15 νεκροί (οι περισσότεροι εκ των οποίων πρόσφυγες), 30 τραυματίες και 2 ακρωτηριασμένοι.
Η αδυναμία της ΚτΕ να αναλάβει δράση
Παρά την ηθική υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους της διεθνούς κοινότητας, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει ένα υπέρογκο ποσό ως αποζημίωση στους Ιταλούς προκειμένου να απελευθερωθεί η Κέρκυρα, παρά το γεγονός ότι δεν της απεδόθησαν ευθύνες για τη δολοφονία. Η Ελλάδα είχε καταφύγει στην Κοινωνία των Εθνών από την 1η Σεπτεμβρίου 1923, ζητώντας από το Συμβούλιο του Οργανισμού να αναλάβει τη διευθέτηση της διαφοράς με την Ιταλία. Στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός αντιπρόσωπος απέκρουσε την επέμβαση της ΚτΕ με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι θα σεβαστεί το πόρισμα της Διάσκεψης και ότι συνεπώς παραδεχόταν την ενοχή της στην υπόθεση της δολοφονίας. Η ΚτΕ με ανακούφιση εγκατέλειψε την υπόθεση στην κρίση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης.
Η κατάληψη της Κέρκυρας έληξε όταν η Πρεσβευτική Διάσκεψη, στην οποία η Κοινωνία των Εθνών παρέπεμψε τη διευθέτηση του ζητήματος, υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει στην Ιταλία αποζημίωση 50 εκατομμυρίων λιρετών, να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες και να διενεργήσει ανακρίσεις για την ανεύρεση των δραστών, υπό την εποπτεία του διεθνούς παράγοντα. Τα 50 εκατομμύρια λιρέτες αντιστοιχούσαν με 500.000 λίρες Αγγλίας. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι η Ελλάδα με πολλούς κόπους εξασφάλισε από την Τράπεζα της Αγγλίας δάνειο 750.000 λιρών για να αντιμετωπίσει με προσωρινά μέτρα τις ανάγκες των προσφύγων, γίνεται αντιληπτό τι επιπτώσεις είχε η αποζημίωση αυτή στον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι έντονες ελληνικές διαμαρτυρίες και οι αναφορές στις αρχές της ηθικής και του δικαίου δεν απέτρεψαν την τελική αποδοχή των όρων. Ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην ΚτΕ Ι. Πολίτης εισηγήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, την οποία όμως η κυβέρνηση απέρριψε.
Η αποχή της ΚτΕ από οποιαδήποτε μεσολαβητική ενέργεια θεωρήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις προϋπόθεση ειρηνικής ικανοποίησης των ιταλικών απαιτήσεων. Η παρουσία των μικρών χωρών στον Οργανισμό δημιουργούσε κίνδυνο για την Ιταλία να θεωρηθεί η απροκάλυπτη στρατιωτική της επέμβαση κακό προηγούμενο που εγκυμονούσε κινδύνους για όλες τις μικρές χώρες. Μολονότι ακούστηκαν αυστηρές κρίσεις εναντίον της Ιταλίας μέσα στην ΚτΕ, ο Οργανισμός στάθηκε αμέτοχος στον διακανονισμό του ζητήματος. Η επιτυχία του Μουσολίνι στην πρώτη του διεθνή αναμέτρηση μεγάλωσε το γόητρό του αλλά και την περιφρόνησή του για τον θεσμό της συλλογικής ασφάλειας.
****
Οι πραγματικοί δολοφόνοι του στρατηγού Τελίνι δεν βρέθηκαν ποτέ, τουλάχιστον δικαστικά. Επίσης ποτέ δεν έγιναν γνωστά στην ελληνική κυβέρνηση τα αποτελέσματα στα οποία κατάληξε η Διασυμμαχική Ανακριτική Επιτροπή που είχε καταρτίσει η Πρεσβευτική, καθώς επίσης και οι δύο εκθέσεις που υπέβαλε η τελευταία.
Πηγές:
-Άγγελος Κωβαίος, «Όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κέρκυρα το 1923», Το Βήμα, 25-04-2010.
-Γιώργος Ζούμπος, << Το σημαντικότερο γεγονός μετά το «Μεγάλο Πόλεμο», το οποίο απείλησε την παγκόσμιο ειρήνη>>, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 29-09-2013.
-Θάνος Βερέμης, «Λάθος χειρισμοί από την ελληνική διπλωματία», Καθημερινή, 20-12-2009.
-Ιωάννης Παπαφλωράτος, «Η υπόθεση Tellini – Κέρκυρας», Επτά Ημέρες/Καθημερινή, 26-10-2003.
-Στέφανος Χελιδόνης, «Η ιταλική κατοχή της Κέρκυρας», Καθημερινή, 20-12-2009.
Η/Υ ΠΗΓΗ:
tvxs.gr: 18 Οκτωβρίου 2013