Ματθ. 18, 23-35
«Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω
βασιλεί, ός ήθελησε συνάραι λόγον μετά των δούλων
αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη
αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων»
(Ματθ. 18, 23-24)
Υπήρχε, λέει ο Κύριος, ένας βασιλιάς. Βασιλιάς πλούσιος. Είχε στα ανάκτορά του αυλικούς και υπηρέτες. Αυτοί διαχειρίζονταν τα χρήματα τού β α σ ι λ ι ά. Δ ι κ ά τους χρήματα δεν είχαν. Ό,τι είχαν ήταν περιουσία τού βασιλιά και έπρεπε να τη διαχειρίζωνται με προσοχή και τιμιότητα, γιατί κάποια μέρα ο βασιλιάς θα τους καλούσε και θα ζητούσε ακριβή λογαριασμό. Αλλ’ επειδή ο βασιλιάς αργούσε να τους καλέση, οι δούλοι νόμισαν πως δεν θα τους καλέση πιά ποτέ και πως μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν.
Πόσο όμως έπεσαν έξω στις σκέψεις τους! Η μέρα του λογαριασμού ήρθε. Ο βασιλιάς διέταξε να παρουσιασθή μπροστά του ένας από τους δούλους. Ήρθε ο δούλος, μα η καρδιά του έτρεμε, γιατί ήξερε πως δεν ήταν εντάξει. Άνοιξαν τα βιβλία. Ό,τι ο δούλος είχε πάρει, ό,τι εισέπραξε και ό,τι ξώδεψε, όλα μέχρι δραχμής ήταν γραμμένα στα βιβλία. Ο έλεγχος που έγινε απέδειξε, ότι ο δούλος χρωστούσε στο βασιλιά δέκα χιλιάδες (10.000) τάλαντα, δηλαδή εξήντα εκατομμύρια σημερινές δραχμές. Τεράστιο χρέος! Το άκουσε ο δούλος κ’ έπεσε σε μεγάλη απελπισία, γιατί δεν είχε τίποτε, και ήταν αδύνατο να ξοφλήση το χρέος αυτό. Θα έπρεπε να μείνη για πάντα στη φυλακή, χωρίς καμμιά ελπίδα να ξοφλήση το χρέος. Ο δούλος πέφτει στα πόδια του βασιλιά και με δάκρυα τον παρακαλεί να του δώση κάποια παράτασι. Υποσχόταν, ότι θα ξοφλήση το χρέος του. Ο βασιλιάς, γεμάτος αγάπη και ευσπλαχνία, τον λυπήθηκε και του χάρισε το χρέος. Και ο δούλος, σαν να είχε φτερά στα πόδια, πετούσε από τη χαρά του.
Αλλ’ ενώ ο δούλος αυτός έβγαινε από το παλάτι ελεύθερος πιά από την αγωνία τού χρέους, συναντά έναν άλλο δούλο. Αυτός ο δούλος χρωστούσε σ’ αυτόν ένα μικρό ποσό, του χρωστούσε εκατό (100) δηνάρια, δηλαδή 1.500 σημερινές δραχμές. Μόλις τον είδε, θυμήθηκε τι είχε να λαμβάνη. Ζητάει λοιπόν τώρα να του τα δώση. Εκείνος δεν είχε. Αλλ’ αυτός επέμενε. Τον παρακαλεί να κάνη λίγη υπομονή για να του ξοφλήση το χρέος. Κλαίει, πέφτει στα πόδια του. Τίποτε. Σκληρός και απάνθρωπος, τον είχε αρπάξει από το λαιμό και πήγαινε να τον πνίξη. Τέλος τον έρριξε στη φυλακή. Ο βασιλιάς, όταν έμαθε ποιά συμπεριφορά έδειξε ο πρώτος δούλος στο δεύτερο, ωργίστηκε πολύ. Εγώ, είπε, να του χαρίσω ένα τόσο μεγάλο χρέος, κι αυτός να μη χαρίζη στο συνδούλο του ένα τόσο μικρό ποσό; Ανεκάλεσε αμέσως τη χάρι, που του είχε κάνει, και διέταξε να ρίξουν στη φυλακή το σκληρό και απάνθρωπο δούλο.
***
Αυτή είνε, κάπως ανεπτυγμένη, η παραβολή του οφειλέτου δούλου των μυρίων ταλάντων. Με την παραβολή, όπως γνωρίζουμε, ο Κύριος άλλα λέει και άλλα εννοεί. Από όλα όσα λέει η παραβολή αυτή θα παρακαλέσουμε τους αγαπητούς μας χριστιανούς να προσέξουν τι σημαίνει το χρέος του δούλου, το χρέος των μυρίων ταλάντων.
Το χρέος αυτό δεν είνε υλικό. Δεν είνε λεφτά, δεν είνε χρυσά νομίσματα. Το χρέος αυτό, για το οποίο μιλάει η παραβολή, είνε χρέος πνευματικό. Είνε χρέος, που δημιουργείται από τον άνθρωπο, όταν αυτός παραβαίνη τις εντολές του Κυρίου, όταν κάνη κατάχρησι της εξουσίας που του έδωσε ο Κύριος πάνω στα διάφορα αγαθά. Και τι δεν έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο! Του έδωσε μάτια για να βλέπη, αυτιά για ν’ ακούη, πόδια για να περπατάη, χέρια για να εργάζεται. Του έδωσε υγεία. Του έδωσε μυαλό για να σκέπτεται ορθά. Του έδωσε υλικά αγαθά, αέρα για ν’ αναπνέη, νερό για να δροσίζεται, ήλιο για να ζεσταίνεται, φυτά και δένδρα για να τρέφεται, ζώα για να υπηρετήται. Του έδωσε χρόνο πολύτιμο για να εργάζεται, να λατρεύη το Δημιουργό του και να κάνη καλό στον κόσμο, στους συνανθρώπους του.
Και ο άνθρωπος πώς συμπεριφέρεται; Πώς διαχειρίζεται τα υλικά και πνευματικά αγαθά; Αλλοίμονο! Αν γίνη ένας πρόχειρος έλεγχος, ο έλεγχος αυτός θ’ αποδείξη, ότι ο άνθρωπος δεν κάνη καλή χρήσι των αγαθών του Θεού. Κάνει κατάχρησι, σπαταλά τον πλούτο του Θεού. Ζη χωρίς να σκέπτεται την ευθύνη που έχει. Καθημερινώς αμαρτάνει. Το κορμί του υπηρετεί την αμαρτία. Τα μάτια του βλέπουν τα αισχρά. Τα αυτιά του ακούνε πράγματα που δεν πρέπει ν’ακούνε. Η γλώσσα του λέει ψέματα, κατακρίνει, διαβάλλει, συκοφαντεί, καταριέται και βλαστημά το Θεό. Τα χέρια του κλέβουν, χτυπούν και σκοτώνουν. Τα πόδια του τρέχουν σε κέντρα αμαρτωλά. Το μυαλό του όλο το πονηρό σκέπτεται. Ο χρόνος του πηγαίνει χαμένος. Μιά ώρα δεν διαθέτει για να πάη στην εκκλησία. Δεν διαθέτει λίγη ώρα για να κάνη την προσευχή του. Δέκα λεπτά δεν διαθέτει τη μέρα για να διαβάση την αγία Γραφή. Ένα «ευχαριστώ»δεν λέει. Αχάριστος στο Θεό, είνε σκληρός και απάνθρωπος και στους ανθρώπους. Να διψάνε, ένα ποτήρι νερό δεν προσφέρει. Να πεινάνε, ένα κομμάτι ψωμί δεν δίνει. Να είνε γυμνοί και να τουρτουρίζουν από το κρύο, δεν δίνει ένα ρούχο για να σκεπαστούν. Να είνε άρρωστοι, δεν τους επισκέπτεται. Να αδικούνται, δεν τους υπερασπίζεται. Ορφανά και χήρες δεν προστατεύει. Σκληρούς και απάνθρωπος είνε. Μέχρι το θάνατο κρατάει το μίσος.
Να προχωρήσουμε και να εξετάσουμε πιό βαθειά τη ζωή των ανθρώπων; Όλο και νέες αμαρτίες θα παρουσιάζωνται. Το χρέος όλο και θ’ αυξάνη, και ο αριθμός των αμαρτημάτων θα ξεπεράση τα μύρια τάλαντα, θα ξεπεράση την άμμο της θαλάσσης. «Αμαρτιών μου τα πλήθη τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;».
***
Πού είνε τώρα εκείνοι, που λένε και καυχώνται, ότι δεν έχουν αμαρτίες, και ότι είνε οι καλύτεροι απ’ όλους τους ανθρώπους; Δυστυχισμένοι! Τους λείπει το «γνώθι σαυτόν». Τους λείπει η γνώσι και συναίσθησι των αμαρτιών τους. Τους λείπει ο φόβος του Θεού. Αν όμως κάθονταν να μελετήσουν την αγία Γραφή και γνώριζαν το θέλημα του Θεού, τις μικρές και μεγάλες εντολές του θείου νόμου, και εξέταζαν τον εαυτό τους, τότε θα έβλεπαν πόσο πλανώνται. Τότε θα τρόμαζαν. Και πως να μην τρομάξουν;
Πώς να μην τρομάξουμε όλοι οι άνθρωποι; Γιατί ο άνθρωπος, οσοδήποτε άγιος και να θεωρήται, δεν μπορεί μόνος του να ξοφλήση το χρέος των αμαρτιών του. Τι λέω; Όχι όλο το χρέος, αλλ’ ούτε μιά αμαρτία από ’κείνες, που θεωρεί μικρές και ασήμαντες. Εκατό χρόνια να ασκητεύης μέσα σε μιά σπηλιά, να νηστεύης και να κάνης χιλιάδες προσευχές, δεν φτάνουν για να συγχωρηθή μιά σου αμαρτία και μόνο. Αν μπορούσε ο άνθρωπος μόνος του να σωθή, δεν θα ερχόταν ο Χριστός στον κόσμο. Ήρθε και σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλων μας, και με το τίμιο αίμα του ξώφλησε το χρέος μας. Οι αμαρτωλοί είνε πιά ελεύθεροι και συχωρεμένοι. Ένα μόνο ζητάει ο πολυεύσπλαχνος Κύριος· να δίνουμε κ’ εμείς συγχώρησι σ’ εκείνους που μας φταίνε. Μας χάρισε Εκείνος ένα δισεκατομμύριο; Ας χαρίσουμε κ’ εμείς στον άλλον μιά δραχμή! Είνε δίκαιο και πρέπον. Δεν το κάνουμε; Τότε θα μείνουμε ασυγχώρητοι. Ποιός θα φταίη τότε; Εμείς και κανείς άλλος.
Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»
Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.
Παράβαλε και:
Κυριακή ΙΑ. Ματθαίου: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Παραβολήν του τα μύρια τάλαντα.
Κυριακή ΙΑ. επιστολών: το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «Τί άραγε να είναι;», Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Κυριακή ΙΑ. Ματθαίου: Η παραβολή του άσπλαχνου δούλου – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Κυριακή ΙΑ’ Ματθαίου: Η παραβολή του χρεοφειλέτου των μυρίων ταλάντων – ηχογραφημένη ομιλία του Μακαριστού Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου (αρχείο ήχου, mp3).
Κυριακή ΙΑ’ Ματθαίου: «Ούτω και ο Πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν) – Ι. Μητροπ. Σερβιών και Κοζάνης.