Η ιερουργία της θείας Ευχαριστίας, η εξομολόγηση και η κοινωνία, κυρίως η ανάγκη του να έχει κανείς πνευματικό πατέρα, έθεταν ενώπιον του Συμεών ένα πρόβλημα, που έντονα αισθανόταν. Άραγε κάθε ιερέας ή επίσκοπος, από μόνο το γεγονός της χειροτονίας του, έχει τη δύναμη να ιερουργεί και να δίνει την άφεση των αμαρτιών; Ποιος είναι ικανός να κατευθύνει πνευματικά τους άλλους και ποια πνευματικά χαρίσματα πρέπει να έχει για να εξομολογεί; Οι απόψεις του Συμεών πάνω σε αυτά τα ζητήματα, αν και είναι σύμφωνες με την εν γένει πνευματικότητά του, παρουσιάζουν κάποια διακύμανση, καλύπτοντας όλο το φάσμα από τις πιο ριζοσπαστικές μέχρι τις πιο μετριοπαθείς πνευματικές θέσεις, όπως συμβαίνει συχνά με αυτόν.
Ο Συμεών δεν αρνείται διόλου τη σημασία της μυστηριακής ιερωσύνης. Του άρεσε να υπογραμμίζει στους αντιπάλους του πως και ο ίδιος είχε χειροτονηθεί από έναν επίσκοπο. Έτσι λέει:
Ανακαλύπτομεν το τάλαντον ο εδόθη ημίν και το χάρισμα διά προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του αρχιερέως, του εις την ιερωσύνην ημάς τελειώσαντος. (Κατηχητικός λόγος Αγ. Συμεών Νέου Θεολόγου 34, 142-145.)
Ο Συμεών αναγνωρίζει λοιπόν ότι κατά τη χειροτονία που επιτελείται από τον επίσκοπο μεταδίδεται ένα προφητικό χάρισμα, δηλαδή ένα δώρο του Αγίου Πνεύματος. Παρά ταύτα ο Συμεών τονίζει ακόμα πως η χειροτονία, αν και είναι απαραίτητη, δεν αρκεί για να είναι κανείς άξιος λειτουργός, όπως ακριβώς και το μυστήριο του βαπτίσματος δε φτάνει, για να γίνει κανείς αυθεντικός χριστιανός. Χρειάζεται παράλληλα και μια ζωή σύμφωνη με τις εντολές του Θεού και κυρίως η συνειδητοποίηση των δώρων του Αγίου Πνεύματος και η εσωτερική ελευθερία που απορρέει από τα δώρα αυτά. Ο Συμεών μας δείχνει πρώτα απ’ όλα τη μοναδική μεγαλοπρέπεια που έχει η ιερουργίας της θείας Ευχαριστίας.
Τις δε Θεός γενόμενος χάριτι της Τριάδος
και δόξης καταξιωθείς της άνω τε και πρώτης,
πλέον τι εννοήσειεν ενδοξότερον άρα
του λειτουργείν τε και οράν την ανωτάτω φύσιν,
την παντουργόν, την άφραστον,
την απρόσιτον πάσιν;
Ή τινός επιθυμήσειε λαμπρότερου εν βίω,
τω τε τούτω, λογίσθητι, τω ολιγοχρονίω,
ή τω άλλω μοι νόησον, τω μη έχοντι τέλος;
Ει ήδεις το κρυπτόμενον βάθος των μυστηρίων,
ουκ αν με κατηνάγκαζες ταύτα λαλείν ή γράφειν.
Φρίττω γαρ ευλαβούμενος εγχαράττων τα θεία
και γράμμασι σκιαγραφών τα απόρρητα πάσιν.
Ει εθάσω τον Χριστόν, ει ελαβες το Πνεύμα
και προσηνέχθης τω Πατρί διά τούτων των δύο,
γινώσκειν είχες α λαλώ και α σοι εξηγούμαι,
και ότι μέγα και φρικτόν και επέκεινα πάσης
δόξης τε και λαμπρότητος, αρχής και εξουσίας,
πλούτου τε και δυνάμεως και πάσης βασιλείας
το λειτουργείν εν καθαρή καρδίας συνειδήσει
τη καθαρή και Αγία και αχράντω Τριάδι.
(Υμν. 19, 56-75)
Ο Συμεών παρακινεί λοιπόν επίμονα να μην λειτουργεί κανείς, αν δεν έχει απαρνηθεί εντελώς τον κόσμο:
Μη πλανηθήτε, αδελφοί, μη τολμήσετε όλως
Άψασθαι ή προσελθείν τω απροσίτω φύσει!
Ος γαρ αποτάξεται κόσμω και τοις εν τω κόσμω
Και την ψυχήν αρνήσεται την εαυτού και σώμα…
Ου δύναται την μυστικήν και αναίμακτον θύειν
Θεώ θυσίαν καθαρώς τω καθαρώ την φύσιν
(Υμν. 19, 86-103)
Εντούτοις δεν αρκεί μονάχα αυτό, πρέπει, ακόμα να έχει κανείς σαφώς την κλήση από το Θεό για την ιερωσύνη:
Ουδέ γαρ πάσιν (δηλ. αυτών που απαρνήθηκαν τον κόσμο κλπ) έξεστιν λειτουργείν τοις τοιούτις, αλλ’ ει και πάσαν δέξεται του Πνεύματος την χάριν
και καθαρός από μητρός υπάρχει αμαρτίας,
ει μη Θεού κελεύσματι και εκλογή εκείνου,
πληροφορούντος την αυτού ψυχήν ελλάμψει θεία
και εμπυρίζοντος αυτήν πάθω θείας αγάπης,
ουκ αν δοκεί μοι εύλογον ιερουργείν τα θεία
και των αψαύστων και φρικτών άπτεσθαι μυστηρίων.
(Υμν. 19, 185-165).
Θα μπορούσε να σημειώσει εντούτοις κανείς τον κάπως κατηγορηματικό τόνο της τελευταίας αυτής δηλώσεως.
Ο ίδιος ο Συμεών ήταν κατάπληκτος και γεμάτος λύπη: πώς τόλμησε να δεχτεί αυτό το ύψιστο αξίωμα της ιερωσύνης και της ηγουμενίας; Τρέμει μπροστά στη μεγαλωσύνη τους (Υμν. 14, 42-54). Γενικά δεν κάνει διάκριση στο δικαίωμα να τελεί κανείς τη λειτουργία από το να παρέχει άφεση των αμαρτιών. Τα δύο αυτά δικαιώματα είναι συνέπειες της μυστηριακής ιερωσύνης, στην οποία δεν πρέπει κανείς να προχωρεί, προτού να αποκτήσει κανείς το Άγιο Πνεύμα, και βέβαια η απόκτηση αυτή δεν ταυτίζεται με τη χειροτονία καθ’ εαυτήν.
Αλλά γαρ μη… πνευματικούς εαυτούς είναι προ του το Πνεύμα το άγιον λαβείν οίεσθαι, και διά τούτο εις το αναδέχεσθαι λογισμούς αλλοτρίους ασυνέτως επείγεσθαι και εις ηγουμενείας και αρχάς επιβαίνετε και ιερωσύνης αφόβως κατατολμάτε και προς μητροπόλεις και επισκοπάς του ποιμαίνειν τον του Κυρίου λαόν εαυτούς υμάς διά μυρίων μεθόδων αναιδώς επιδίδοτε (Ηθικ. 5, 519-528). (Και συμβουλεύει:) Βλέπε μη πρότερον ποιμαίνειν επιχειρήσεις, πριν αν τον καλόν σε ποιμένα φίλον γνήσιον κτήσασθαι, επεί ουδέν κερδήσεις έτερον, γίνωσκε, ή δούναι λόγον τω Θεώ, ου μόνον περί της σαυτού αναξιότητος, αλλά και περί των προβάτων, ων εξ απειρίας και εμπαθείας απώλεσας (Ηθικ. 6, 413-417).
Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό όταν πρόκειται για την άφεση των αμαρτιών:
Βλέπε, παρακαλώ, μη αναδέξη το σύνολον χρέη αλλότρια υπόχρεως υπάρχων αυτός εν τινι• μη άφεσιν δούναι τολμήσης, ο μη τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου εν τη καρδία κτησάμενος (Ηθικ. 6, 417-421).
Κατά τον ίδιο τρόπο δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους, πριν λάβουμε το Άγιον Πνεύμα (Ηθικ. 6, 421-428), και κυρίως να μην έχουμε το θράσος να επιδιώκουμε με πλάγιους τρόπους εκκλησιαστικά αξιώματα, χωρίς να έχουμε την άνωθεν κλήση (Ηθικ. 6, 429-453).
Από το βιβλίο «Μέσα στο φως του Χριστού», εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας. Μετάφραση Πίτσα Σκουτέρη.