Το εκκλησιαστικόν «κατεστημένο» ανασυντάσσεται – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

Όταν απεδεχόμην την εκλογήν μου ως Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εγνώριζα, ότι απεδυόμην εις μίαν γιγαντιαίων διαστάσεων μάχην˙ ότι όμως η μάχη αυτή θα ελάμβανεν αυτήν την έκτασιν και αυτήν την σφοδρότητα, δεν μου ήταν δυνατόν να το προΐδω. Διότι η μάχη αυτή ήταν κατ’ ουσίαν και εξακολουθεί να είναι από την μίαν πλευράν η επίθεσις κατά του εκκλησιαστικού «κατεστημένου» και από την άλλην πλευράν η αντεπίθεσις του «κατεστημένου» εναντίον εκείνων, που επεχείρησαν να διαταράξουν τον απόλυτον κυριαρχίαν του. Αλλά δια να κατανοήσωμεν όλον το βάθος και την έκτασιν της διεξαγομένης μάχης δεν πρέπει χρονικώς να την περιορίσωμεν εις την περίοδον της ενεργού υπηρεσίας μου, δηλαδή εις την εξαετίαν 1967-1973.

Η μάχη είχεν αρχίσει περί τα μέσα του περασμένου αιώνος και δεν έχει λήξει ακόμη. Η μάχη ήρχισε με την εμφάνισιν εις τον εκκλησιαστικόν στίβον προσώπων όπως ο Κοσμάς Φλαμιάτος, ο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, ο γνωστός ως Παπουλάκος και ο Απόστολος Μακράκης. Συνεχίσθη δε κατόπιν εν μέρει από τον Κωνσταντίνον Διαλησμάν και τους περί αυτόν και τον Παναγιώτην Βαρυμποπιώτην, εκ δε των νεωτέρων από τον Ανδρέαν Κεραμίδαν, τον Χριστόφορον Καλύβαν, τον Αυγουστίνον Καντιώτην, τον Κωνσταντίνον Σακελλαρόπουλον κ.α. Το χαρακτηριστικόν όλων αυτών ήταν η σφοδρή πολεμική, την οποίαν ήσκησαν κατά «του εκκλησιαστικού κατεστημένου». Αυτό το «κατεστημένο» έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

1) Μίαν ελευθεριότητα περί τα γενετήσια, που φθάνει όχι μόνον μέχρι του να την ανέχεται, αλλά και να υποθάλπη ακόμη τας σεξουαλικάς διαστροφάς,

2) την δια παντός επιδίωξιν αποκτήσεως υλικών αγαθών και απολαύσεων, ακόμη και δια διαρπαγής της ιεράς περιουσίας της Εκκλησίας,

3) ένα άκρατον δεσποτισμόν, που εκράτει και κρατεί τους υπολοίπους κληρικούς εις την θέσιν των μουζίκων8 και

4) την δημιουργίαν και διατήρησιν ενός στενού κύκλου προσώπων, που εφρόντιζαν και ακόμη και σήμερα φροντίζουν με κάθε μέσον να μη διαφύγη από τας χείρας των η διοίκησις της Εκκλησίας.

«Σάρκα εκ της σαρκός» των

Επί του τελευταίου τούτου θα μου επιτραπή να αναφέρω μίαν συνομιλίαν μου με κάποιον μακαρίτην τώρα Μητροπολίτην. Η συνομιλία αυτή πρέπει να είχε γίνει περί το 1940, ήτοι προ 35 ετών, μου είχεν όμως κάμει τόσην εντύπωσιν, ώστε την ενθυμούμαι σαν να έγινε χθες. Καίτοι ήμουν ακόμη νεοχειροτόνητος, αλλά επειδή ήμουν αρκετά μεστωμένος εις την ηλικίαν, δεν εδίσταζα να εκφράζω προς τους πάντας απολύτως ελευθέρως τας σκέψεις και γνώμας μου.

Συνεζήτουν, λοιπόν, με τον μακαρίτην δια την ανάγκην να εκλέγωνται ως επίσκοποι οι κληρικοί εκείνοι, που διέθεταν προ παντός ήθος, αλλά και πραγματικήν μόρφωσιν και αποδεδειγμένας ικανότητας και είχαν ήδη εργασθή ευεργετικώς υπέρ της Εκκλησίας. Η συζήτησίς μας είχε γίνει εις το Γραφείον μου εντός του κτιρίου της Ιεράς Συνόδου, όπου τότε υπηρέτουν ως Γραμματεύς και την συνεχίζαμεν ακόμη, καθ’ ην ώραν ο μακαρίτης έφευγε. Κατέβαινε την σκάλαν και εστραμμένος προς εμέ, που ευρισκόμην εις το επάνω πλατύσκαλον μου είπε με την διακρίνουσαν αυτόν ελευθεροστομίαν τα εξής, που δεν μπορώ να τα λησμονήσω:

– «Βρε Ιερώνυμε, άκου να σου πω˙ εμείς θα κάνουμε δεσποτάδες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δική μας. Θα είναι σαρκ εκ της σαρκός μας και οστούν εκ των οστών μας. Κατάλαβες;»

– Κατάλαβα… το «εκκλησιαστικό κατεστημένο» είχε την αξίωσιν να διαιωνίση την μονοκρατορίαν του. Δι’ αυτό, το «εκκλησιαστικό κατεστημένο», ή, όπως λέγεται καμουφλαρισμένα, «η πρεσβυτέρα ιεραρχία», με κάθε μέσον προσπαθούσε να μη αφίση να εισέλθη εις τας τάξεις του, και αν ήταν δυνατόν ούτε και εις τον κλήρον, κανένα υγιές στοιχείον.

Την σκοπιμότητα αυτήν θα την διαπιστώση κανείς εις όλα τα σχέδια του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας, που έχουν γίνει από το 1930 και εξής και εις όλους τους Καταστατικούς Χάρτας, που εφηρμόσθησαν από τότε μέχρι τώρα. Επίσης, με κάθε μέσον το «εκκλησιαστικό κατεστημένο» προσεπάθει να αποκλείση κάθε φορά από τον «κατάλογον των προς αρχιερατείαν εκλογίμων» τα πρόσωπα εκείνα, που δεν ήσαν ιδικά του, σύμφωνα με το πνεύμα του, θα έλεγα «αφομοιώσιμα», ή καλύτερα «σαρξ εκ της σαρκός του».

Το παράπονον δια το «αγκάλιασμα» της Ιεραρχίας.

Το παράπονον, που επανειλημμένως και κατά την διάρκειαν ακόμη των συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου μου εξέφραζεν ένα μέλος της «πρεσβυτέρας Ιεραρχίας», ήταν ότι δεν αγκάλιασα την Ιεραρχίαν. Δεν είναι αλήθεια όμως, ότι δεν αγκάλιασα την Ιεραρχίαν, διότι εγώ ηθέλησα να συνεργασθώ με όλους ανεξαρτήτως τους Αρχιερείς. Απόδειξις είναι, ότι εις μεν την Ιεράν Σύνοδον του 1969-1972 και τα δέκα μέλη της ήσαν από την «πρεσβυτέραν Ιεραρχίαν», εις δε την Ιεράν Σύνοδον του 1972 τα εξ μέλη ανήκαν εις την «πρεσβυτέραν Ιεραρχίαν» και μόνον πέντε εις τους χειροτονηθέντας μετά το 1967, ήτοι επί της αρχιερατείας της ιδικής μου. Επομένως, εγώ «αγκάλιασα» ολόκληρον την Ιεραρχίαν, και την «πρεσβυτέραν» και την «νεωτέραν». Το ίδιον όμως δεν έγινε μετά την παραίτησίν μου, αλλά το όλως εναντίον, δηλαδή η Ιεραρχία, με Συντακτικήν Πράξιν εχωρίσθη εις δύο.

Εκείνο, που εγώ δεν «αγκάλιασα» ούτε δε φυσικά και επρόκειτο να «αγκαλιάσω» ποτέ, ήταν τα χαρακτηριστικά του «κατεστημένου». Έτσι και εκείνο ούτε πριν ούτε και μετά την εκλογήν μου ως Αρχιεπισκόπου μπόρεσε ποτέ να με «αγκαλιάση». Με αισθανόταν σαν ένα μεταμοσχευμένο ξένο μέλος, που ήθελε, όσον μπορούσε πιο γρήγορα να με αποβάλη.

Με όλα αυτά δεν θέλω να ισχυρισθώ, ότι εις το Σώμα της Ιεραρχίας δεν υπήρχαν και προ του 1967 και υγιά στοιχεία. Θα έλεγεν όμως κανείς, ότι και αυτά ήσαν και είναι ένα «ξένον» σώμα, που εισήλθε… κατά λάθος.

Το καλόν προ της εκλογής μου ήταν, ότι εκτός από τα υγιά στοιχεία της Ιεραρχίας, χάρις και εις αυτά, και εις όσους ηγωνίζοντο έξω από αυτήν, όπως επίσης χάρις και εις αρκετούς δημοσιογράφους, σημαντικόν μέρος της κοινής γνώμης ήταν εναντίον του «εκκλησιαστικού κατεστημένου». Δυστυχώς, όμως, και από ιδικήν μου εσφαλμένην εκτίμησιν των δυνατοτήτων των Δημοσίων Σχέσεων, «το εκκλησιαστικό κατεστημένο», με την βοήθειαν όλων των πολλών και ποικίλων αντιπάλων μου, και αυτής ακόμη της δικτατορίας και εις τα δύο της στάδια, ιδίως όμως κατά το δεύτερον, κατώρθωσε πάλιν να μονοκρατορεύη, και μάλιστα υπό πολύ χειροτέραν μορφήν από ό,τι εγίνετο προ της εκλογής μου. Διότι τώρα κατώρθωσε να συκοφαντήση κάθε καλήν προσπάθειαν, η οποία έγινεν επί της αρχιερατείας μου και να αρχίση ένα πρωτοφανή διωγμόν κάθε υγιούς στοιχείου, που είχεν εν τω μεταξύ εισέλθει εις τον κλήρον.

Το μεγάλο ατύχημα δια την Εκκλησίαν ήταν, ότι το βαθύτερον νόημα της διεξαγομένης μάχης δεν το κατενόησαν ούτε εκείνοι, οι οποίοι προ της εκλογής μου την διεξήγον είτε εντός είτε εκτός της Ιεραρχίας. Πολύ δε ολιγώτερον συνέλαβαν το νόημα του αγώνος και πολλοί άλλοι, που είμαι βέβαιος ότι επιθυμούν ειλικρινώς την αλλαγήν εις την κατάστασιν της ηγεσίας της Εκκλησίας μας. Δι’ αυτό όχι μόνον δεν εβοήθησαν εις την μάχην κατά του «εκκλησιαστικού κατεστημένου», αλλά και εν πολλοίς, είτε αρνητικώς είτε πότε – πότε ακόμη και θετικώς, συνωδοιπόρησαν μαζί του. Έτσι το «κατεστημένο» μπόρεσε να επανέλθη εις την εξουσίαν «εν θριάμβω».

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., “Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου”. Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.