Εκάστην άνοιξιν, όταν η χιών αρχίζη να διαλύεται επί των κορυφών της Πίνδου, έκτακτος ζωή και κίνησις αρχίζει εις τας υψηλάς εκείνας ορεινάς τοποθεσίας.
Αρκετοί κάτοικοι ορεινών τινών χωρίων μεταναστεύουν το φθινόπωρον και μένουν τον χειμώνα εντός της Θεσσαλικής πεδιάδος˙ μόνον ολίγαι οικογένειαι μένουν ως φύλακες των χωρίων, όπου η άφθονος χιών τους παραχώνει επί πολλάς εβδομάδας και κάποτε επί ολοκλήρους μήνας εντός των μικρών, αλλά στερεών οικιών των. Εκεί απομεμονωμένοι, περνούν τον χειμώνα παρά την εστίαν, ενώ έξω σφυρίζει ο βορράς και αναστενάζουν και βογγούν τα πελώρια δένδρα των δασών, σειόμενα από σφοδρόν άνεμον. Με πόσην χαράν οι φυλακισμένοι αυτοί χαιρετούν τον καθαρόν ουρανόν και τον θερμόν ήλιον του Απριλίου!…
Εντός ολίγου φθάνουν από την πεδιάδα και οι κάτω διαχειμάσαντες συγχωριανοί των. Αι οικίαι επισκευάζονται και καθαρίζονται, οι πέριξ χώροι καθαρίζονται, καλλιεργούνται και μεταβάλλονται εις θαλερούς κήπους. Άλλοι αρχίζουν την καλλιέργειαν των φασολίων, του αραβοσίτου και κάπου κάπου και των γεωμήλων.
Η γεωργία των ορεινών τόπων δεν είναι επικερδής, διότι το κλίμα είναι ψυχρόν και οι καρποί βραδύτατα ωριμάζουν˙ άλλ’ εις μερικούς προσηλίους τόπους οι χωρικοί καλλιεργούν με επιμονήν τους μικρούς αγρούς των και τους ποτίζουν με ύδατα των αφθόνων πηγών και ρυακίων. Πολλοί ασχολούνται εις εργασίας δασικάς και αντηχεί εις τα δάση ο πέλεκυς των υλοτόμων. Αφρίζοντες καταρράκται κινούν τον νεροπρίονα και εκ των κορμών της ελάτης και της οξυάς γίνονται αι χονδραί εκείναι σανίδες, αι φημιζόμεναι δια την στερεότητά των.
Ο Άσπρος ποταμός (Αχελώος) διαρρέει την δασώδη εκείνην ορεινήν Θεσσαλίαν, την καλουμένην εξ αυτού Ασπροπόταμον, και με τα αφρίζοντα ύδατά του μετακομίζει τους βαρύς όγκους της ξυλείας μέχρι των εκβολών του. Να το εφαντάζοντο ποτέ τα πελώρια ταύτα δένδρα, ότι οι κορμοί των θα εταξίδευον μέχρι του Κορινθιακού κόλπου; Να εφαντάζοντο, ότι εις τα εργοστάσια Πατρών θα μετεβάλλοντο εις κομψά σταφιδοκιβώτια, ότι θα εδέχοντο εις την αγκάλην των την γλυκείαν σταφίδα και θα εταξίδευον χάριν αυτής εις τα πέρατα της οικουμένης;
Άλλ’ οι περισσότεροι κάτοικοι των βουνών της Θεσσαλίας είναι οι βλαχοποιμένες κτηνοτρόφοι. Μόλις αρχίσουν να διαλύωνται αι χιόνες, αναφαίνεται άφθονος χλόη και πρασινίζουν αι κοιλάδες και αι κορυφαί των ορέων. Τότε οι βλαχοποιμένες εγκαταλείπουν τας πεδιάδας, όπου είχον διαχειμάσει τα ποίμνιά των, και αναβαίνουν εις τα όρη.
Το πρόβατον, το νυσταλέον και αποκοιμισμένον τούτο ζώον, αλλάσσει και αυτό κατά την εποχήν αυτήν. Γίνεται ζωηρότερον, ευκινητότερον, υψώνει την κεφαλήν του και με λάμποντα βλέμματα στρέφεται προς τα βουνά. Με μεγάλην προθυμίαν τα πρόβατα αναβαίνουν εις τα βουνά.
Εκ των κτηνοτρόφων πολλοί δεν έχουν χωρία με μονίμους κατοικίας, αλλά περιφέρονται με τα ποίμνιά των ως σκηνίται. Ενοικιάζουν πολλοί μαζί μεγάλας ορεινάς περιφερείας και εκεί στήνουν εκάστην άνοιξιν τας σκηνάς των ή κατασκευάζουν μικράς προχείρους καλύβας εκ κλάδων.
Όσοι έχουν ταξιδεύσει ανά τα όρη γνωρίζουν βεβαίως την φιλοξενίαν των βλαχοποιμένων. Οι άνθρωποι αυτοί, μ’ όλην την πτωχείαν των, θυσιάζουν τον καλύτερον αμνόν, το ωραιότερον γάλα, την παχυτέραν γιαούρτην. Στρώνουν δια τον ξένον πυκνομάλλους θερμάς κουβέρτας, τας οποίας υφαίνουν αι γυναίκές των.
(Διασκευή Δ. Κ.) Ρ. Δημητριάδης.
Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.