Κυριακή ιΖ΄ Λουκά, Κυριακή του ασώτου: Η φωτογραφία μας – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

«Πάτερ, ήμαρτον εις τον
ουρανόν και ενώπιόν σου»
( Λουκ.15,21)

Υπήρχε, αγαπητοί μου, ένας πατέρας, καλός πατέρας. Τέτοιος πατέρας δεν υπήρχε άλλος. Ήταν γεμάτος στοργή στα δυό του παιδιά. Φρόντιζε να μην τους λείπη τίποτε. Ζούσαν ευτυχισμένα. Τα έβλεπε ο κόσμος και τα ζήλευε. Τι ευτυχισμένα παιδιά! Ζούσαν σαν πριγκιπόπουλα.

Αλλά μιά μέρα ένας ξένος, που φθονούσε την ευτυχία των παιδιών, πλησίασε το νεώτερο παιδί. Ώ τον κακό, ώ τον καταραμένο άνθρωπο! Σαν να τον ακούω να λέη στο νεώτερο παιδί τού καλού πατέρα·

-Νέε μου, νομίζεις ότι στο πατρικό σου σπίτι υπάρχει ευτυχία; Απατάσαι. Εγώ, πού έχω γυρίσει τον κόσμο όλο, ξέρω μιά πολιτεία, πού εκεί οι άνθρωποι ζουν μιά ζωή τόσο ευτυχισμένη, που ούτε στο όνειρό σου έχεις δεί. Εδώ ζης πολύ περιωρισμένα. Εκεί θα ζής ελεύθερα. Δεν θα έχης κανένα πάνω απ’ το κεφάλι σου. Ό,τι θέλεις θα κάνης κι ό,τι επιθυμείς θα το έχης. Άκουσε με, άφησε το πατρικό σου σπίτι, κι ό,τι επιθυμείς θα το έχης. Άκουσέ με, άφησε το πατρικό σου σπίτι, κ’ έλα να πάμε στα ξένα…

Μ’ αυτά τα λόγια ο πονηρός ξεγέλασε το νεώτερο γιό. Τίποτε πιά δεν τον ευχαριστεί. Όλα τού φαίνονται μαύρα και σκοτεινά. Ο καλός πατέρας τού φαίνεται σαν εχθρός. Και το πατρικό του σπίτι σαν φυλακή. Να φύγη, να φύγη όσο πιό σύντομα! Αυτός είνε ο ζωηρός του πόθος.

-Πατέρα, λέει, θα φύγω· θα πάω στα ξένα. Η απόφασί μου είνε οριστική και αμετάκλητη. Μη με κρατάς. Μοίρασε την περιουσία σου και δός μου το δικό μου μερίδιο.

Λυπήθηκε ο πατέρας, αναστέναξε, δάκρυσε. Αλλά τού κάκκου. Το παιδί δεν ήθελε ν’ ακούση τίποτε. Ο καλός πατέρας δεν ήθελε να μεταχειρισθή βία και να τον κρατήση κοντά του. Του έδωσε το μερίδιό του, και τον άφησε ελεύθερο. Και ο γυιός, φορτωμένος λεφτά, ανεβαίνει στο άλογο, το κεντά καί τρέχει. Τρέχει για να πάη στον παράδεισο…

Να κ’ έθφασε στον παράδεισο. Παράδεισος; Κόλασι ήταν η μακρινή πολιτεία όπου πήγε. Άπειρος καθώς ήταν, έμπλεξε με κακές παρέες κ’ έπεσε με τα μούτρα στη διαφθορά. Τα λεφτά που είχε πολύ τον βοηθούσαν. Φαγοπότια, κρασί, γυναίκες, ξενύχτια. Έτσι περνούσε τη ζωή του. Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και τα λεφτά σώθηκαν. Οι φίλοι και οι διεφθαρμένες γυναίκες, πού σαν βδέλλες ρουφούσαν το αίμα του, όταν είδαν πως δεν έχει πιά λεφτά, τον άφησαν. Τι να τον κάνουν; Δεν αγαπούσαν αυτόν αλλά τα λεφτά του. Τα έφαγαν, και τώρα φεύγουν τα κοράκια, για να πάνε να βρούν άλλον ηλίθιο, να τον μαδήσουν κι αυτόν.

Ο νέος έμεινε χωρίς λεφτά. Η πείνα τον θέριζε. Κανείς δεν τού έδινε τίποτε. Αναγκάστηκε να πάη να γίνη χοιροβοσκός. Χοιροβοσκός; Ποιός; Αυτός που ζούσε σαν πρίγκιπας μέσα στο πατρικό του σπίτι, αυτός που είχε τόσους υπηρέτες, τώρα κατήντησε ένας ελεεινός υπηρέτης. Αυτός, που ήταν ντυμένος με τα καθαρά ρούχα, τώρα φοράει βρώμικα κουρέλια. Αυτός, που είχε τα καλύτερα φαγητά, τώρα περιμένει ν’ αρπάξη κανένα χαρούπι από ’κείνα πού ρίχνουν στα γουρούνια. Αυτός, που είχε έναν πατέρα μάλαμα, τώρα έχει στο κεφάλι του ένα σκληρό αφέντη, που τον εκμεταλλεύεται άγρια.
Αχ, δυστυχισμένο παιδί! Γιατί να φύγης από το πατρικό σου σπίτι; Γιατί ν’ ακούσης τη συμβουλή του πονηρού ανθρώπου….

Αλλά, δόξα τω Θεώ! Η συνείδησί του, που κοιμόταν μέχρι τώρα, ξυπνά. Ο νέος βλέπει καθαρά το κατάντημά του. Όχι σε παράδεισο, αλλά σε κόλασι τον ωδήγησε η αμυαλωσύνη του. Αισθάνεται πόσο λύπησε τον καλό του πατέρα και πόσο κακό έκανε στον εαυτό του. Η καρδιά του συγκινείται. Δάκρυα έρχονται στα μάτια του. Θυμάται το πατρικό του σπίτι. Όλα τώρα τα έχασε. Ένα μόνο τού έμεινε· η ελπίδα. Η ελπίδα, ότι ο καλός του πατέρας, και σ’ αυτή την ελεεινή κατάστασι που κατήντησε, δεν έπαυσε να τον αγαπά. Σ’ αυτή τηn ελπίδα στηρίζεται και παίρνει την απόφασι. Θα επιστρέψω, λέει, στον πατέρα του. Θα πέσω στά πόδια του και θα τού πώ· «Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν σου. Δεν είμαι άξιος να λέγωμαι παιδί σου. Κάνε με έναν από τούς υπηρέτες σου, Πατέρα, συγχώρεσέ με…»
Ξεκινά….

Κι ο πατέρας; Ώ ο πατέρας! Περιμένει το παιδί του να επιστρέψη. Και μόλις βλέπει από μακριά να έρχεται, τρέχει τον αγκαλιάζει, τον φιλεί.

-Παιδί μου!…

-Πατέρα μου!….

Όλοι χαίρονται για το γυρισμό τού παιδιού. Μόνο ένας λυπάται. Κι αυτός είνε ο μεγαλύτερος αδελφός. Αυτός θα προτιμούσε, ο αδελφός του να πεθάνη σαν αλήτης στα ξένα, παρά να γυρίση στο πατρικό του σπίτι. Τι κακία, τι φθόνος!

***
Αυτή , αγαπητοί, με κάποια ανάπτυξι, είνε η παραβολή τού ασώτου, που διαβάζεται τη δευτέρα Κυριακή τού Τριωδίου σε όλες τίς εκκλησίες. Η παραβολή αυτή είνε ένας καθρέφτης. Μέσα σ’ αυτή την παραβολή βλέπουμε τον εαυτό μας. Όποιος διαβάζει την παραβολή αυτή με προσοχή και με ταπείνωσι, βλέπωντας την εικόνα τού ασώτου όπως τη ζωγράφισε ο Χριστός, δεν δυσκολεύεται να φωνάξη· Χριστέ μου, εγώ είμαι ο άσωτος!

Ναί, αγαπητοί. Κάθε άνθρωπος είνε ένας άσωτος. Άλλος περισσότερο κι άλλος λιγώτερο, όλοι πέφτουμε σε αμαρτίες. Αμαρτάνουμε με τις σκέψεις. Αμαρτάνουμε με τη γλώσσα, που κουτσομπολεύει, λέει ψέματα, διαβάλλει, συκοφαντεί, αισχρολογεί, ψευδορκεί, βλαστημάει το Θεό. Αμαρτάνουμε με τα μάτια. Αμαρτάνουμε με τ’ αυτιά. Αμαρτάνουμε με τα χέρια, με τα πόδια. Αμαρτάνουμε με το κορμί μας ολόκληρο…. Αμαρτάνουμε την ημέρα, αμαρτάνουμε τη νύχτα. Αμαρτάνουμε στα σπίτια, αμαρτάνουμε στους δρόμους και στις πλατείες. Αμαρτάνουμε αλλοίμονο, ακόμη και στην εκκλησιά, πού πάμε για να κάνουμε την προσευχή μας. Ποιός μπορεί νά μετρήση τις αμαρτίες; Είνε αναρίθμητες. Είνε σαν την άμμο της θαλάσσης. «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα σωτήρ μου;» Όσοι λένε, ότι δεν έχουν αμαρτίες, μοιάζουν με τον άρρωστο, που έχει μέσα του καρκίνο, και ο ταλαίπωρος νομίζει πως δεν έχει τίποτε.

***
Αμαρτωλοί είμαστε. Τι πρέπη να γίνη; Ν’ απελπιστούμε; Όχι. Η παραβολή τού ασώτου μας δίνει την ελπίδα ότι, όσο μεγάλα και τρομερά κι αν είνε τα αμαρτήματά τού ανθρώπου, ο ουράνιος Πατέρας είνε έτοιμος να τα συγχωρέση. Αρκεί ο αμαρτωλός να πή- όχι ψεύτικα αλλ’ αληθινά- το «ήμαρτον» τού ασώτου. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει, ότι οι αμαρτίες είνε φωτιά που καίει. Αλλ’ όπως η φωτιά, όσο μεγάλη κι αν είνε, αν τη ρίξουμε στη θάλασσα, δεν μπορεί παρά θά σβήση, έτσι κι εδώ!

Συναμαρτωλοί αδελφοί μου! Χρόνια και χρόνια περιμένει ο Χριστός μας να πούμε τό «ήμαρτον» τού ασώτου. Οι αμαρτίες μας είνε αναμμένα κάρβουνα. Κι όπως τα κάρβουνα, αν τα ρίξουμε στη θάλασσα, σβήνουν, έτσι και οι αμαρτίες. Πάρε τα αναμμένα κάρβουνα, πάρε τις αμαρτίες σου όλες, και ρίξε τις στην απέραντη θάλασσα, που είνε το έλεος τού Θεού. Η θάλασσσα νικά τη φωτιά· και το έλεος τού Θεού νικά την αμαρτία, όσο μεγάλη και βαρειά κι αν είνε.

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Παράβαλε και:
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ. Λουκά, ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγ. Γεναδίου του σχολαρίου, εις την παραβολήν του Ασώτου και περί μετανοίας.
Η παραβολή του ασώτου υιού – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Κυριακή του ασώτου – υμνολογική εκλογή.
Κυριακή ΛΔ. του ασώτου: το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., Εως πότε θα σέρνης τον θάνατον, Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου – Λόγος εις την Παραβολήν του ασώτου.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού – Κοντάκιον εις τον άσωτον υιόν.
Ομιλία Γ., εις την κατα τον Σεσσωσμένον άσωτον Του Κυρίου παραβολήν – Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά.
Ο μεγάλος αδελφός του ασώτου υιού – ηχογραφημένη ομιλία του αειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου (αρχείον ήχου, mp3).
Του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου – λόγος ΙΖ’, Α’ ΚΟΡ., Κεφ. ΣΤ, 12 – 14 «Πάντα μοι έξεστιν, άλλ’ ου πάντα συμφέρει…».
Το δακτυλίδι, «Δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού».
Οσίου Πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου – λόγος εξηκοστός εβδομος, περί μετανοίας.
Κυριακή του Ασώτου (videos).
Κυριακή του Ασώτου – ηχογραφημένη ομιλία του Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου (αρχείο ήχου, mp3).
Ασωτίες – ηχογραφημένη ομιλία του Μακαριστού Αρχιμ. Αυγουστίνου Ανδριτσοπούλου (αρχείο ήχου, mp3).
Κυριακή ΙΖ Λουκά, Κυριακή του ασώτου: Αποστασία και Επιστροφή – Μητροπ. Νέας Σμύρνης, Συμεών.
Κυριακή ΙΖ Λουκά, Κυριακή του ασώτου: Ο άσωτος είναι φίλος μου – π. Ανδρέα Κονάνου.

Δημοσιεύθηκε στην Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.