Και οι φίλοι και συνεργάται; – Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

Θα παρατηρήση ίσως ο αναγνώστης, ότι ναι υπήρχαν μεν αντίπαλοι, αλλά υπήρχαν και οι συναγωνισταί. Βεβαίως υπήρχαν. Δόξα τω Θεώ. Υπήρχαν και οι ομόφρονες και ο φίλοι. Αλλά πρώτον μεν αυτών ο αριθμός δεν ήταν τόσον μεγάλος όσον των αντιπάλων. Δεύτερον, οι φίλοι ήσαν τόσον ευπρεπείς και ευσυνείδητοι που δεν τους ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια όπλα, που εχρησιμοποίουν οι εχθροί μας. Τέλος, τρίτον, κατά το πλείστον, οι συνεργάται μου δεν ήσαν μαχητικοί, όπως όσοι εθίγοντο από τα λαμβανόμενα υπέρ της Εκκλησίας μέτρα. Ιδού τι έγραφα το 1970 εις το Ημερολόγιόν μου επί του ζητήματος των συνεργατών μου, και ιδιαιτέρως των Αρχιερέων της Ιεράς Συνόδου:

«Αισθάνομαι πολύν πόνον. Πρώτον, διότι βλέπω την νοοτροπίαν των Αρχιερέων, η οποία τίποτε το καλόν δια την Εκκλησίαν δεν προοιωνίζεται. Με τον επικρατούντα εις αυτούς δεσποτισμόν δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσωμεν αξιόλογον κλήρον. Ποίοι θα έχουν τόσην αυτοθυσίαν, ώστε να έλθουν εις τον κλήρον υπ’ αυτάς τας συνθήκας;… Δεύτερον δε, διότι όλοι με αφίνουν μόνον και ο καθείς φεύγει δια την επαρχίαν του. Όλα τα λεχθέντα (εννοώ κατά την 8 Μαρτίου 1969, ότε είχα υποβάλλει εις την Ιεραρχίαν την παραίτησίν μου, και όλοι με θερμοπαρεκάλουν να την αποσύρω) περί συμπαραστάσεως, βοηθείας κ.λπ. … είναι λόγια και μόνον λόγια. Ο (τάδε) έφυγεν από την Πέμπτην διότι… έχει ναόν εορτάζοντα… Ο (τάδε) δεν ήλθε καθόλου. Ο (τάδε) πρέπει να είναι εις… την Τρίτην κ.ο.κ. Ακόμη και ο (τάδε) όπως και παλαιότερα, καίτοι τον παρεκάλεσα, δεν θέλησε να παραμείνη ούτε ώραν. Έχω κουρασθή να ζητώ βοήθειαν και ο καθείς να ενδιαφέρεται κατά πρώτον και κύριον λόγον δια την επαρχίαν «του».

Όλοι έχουν απαιτήσεις από τον Πρώτο, όλοι δια των λόγων είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν, άλλ’ όταν έλθη η ώρα των έργων; Όλοι με συμβουλεύουν «να μη κουράζωμαι», αλλά κανείς δεν έρχεται να βάλη την πλάτην του κάτω από τον ζυγόν μαζί μου, ώστε να ελαφρύνη κάπως το φορτίον. Ησθανόμην περί τας 10.30’ πολλή κόπωσιν, ίσως και λόγω της στενοχωρίας. Απεφάσισα να μη εργασθώ, ετοιμάσθηκα και έπεσα περί τας 11. Όλα όμως αυτά τα πολλά και ποικίλα προβλήματα της Εκκλησίας, δεν με άφισαν μέχρι την 1.30’ να αποκοιμηθώ. Ο ύπνος μου ανήσυχος εις τας 5 πάλιν ξύπνιος. Τί θα γίνη; Πόσον θα μπορέση να τραβήξη αυτή η δουλειά; Φοβούμαι όχι επί μακρόν…»

Μία προειδοποίησις

Την κατάστασιν αυτή εσκέφθην, ότι έπρεπε να την καταστήσω και επισήμως πλέον γνωστήν εις την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον, δια να αναλάβη έκαστος τας ευθύνας του. Την 20ην, όθεν Ιανουαρίου του 1971, ανέγνωσα εις αυτούς προ της Ημερησίας Διατάξεως το ακόλουθον κείμενον:

Σεβασμ. Αντιπρόεδρε, Σεβασμ. Εν Χριστώ αδελφοί,

Κατακλείων τον ενθρονιστήριον λόγον μου την 17ην Μαΐου 1967 είπον τα εξής επί λέξει: «Όσα μέχρι της στιγμής ταύτης ελέχθησαν είναι μέρος των προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζει ο εκάστοτε Προκαθήμενος μετά της περί αυτόν Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και της Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος. Είναι όμως αρκετά δια να καταστήσουν σαφές αφ’ ενός μεν πόσον είναι τεράστιος ο όγκος της ευθύνης, την οποίαν έναντι του Δομήτορος της Εκκλησίας και του περιουσίου αυτής Λαού και της Ιστορίας αναλαμβάνει, αφ’ ετέρου δε ότι τούτο δεν είναι έργον ούτε ενός μόνον προσώπου, ούτε μόνον των μετεχόντων εις την Διοικούσαν Ιεράν Σύνοδον ούτε καν μόνον του συνόλου αριθμού των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών. Είναι έργον όλου του πληρώματος της Εκκλησίας. Εις την μεγάλην μάχην, η οποία αρχίζει από της στιγμής ταύτης, είναι απαραίτητος η βοήθεια πάντων των δυνάμεων να φέρουν όπλα».

Εν συνεχεία εκαλούντο οι πάντες μεν εις αγώνα προσευχής, ίνα ο Κύριος μας φωτίση «ώστε ορθώς να σκεπτώμεθα και επιμελώς και επωφελώς να ενεργώμεν» δεύτερον δε «εις αγώνα συστηματικής και συντονισμένης δράσεως».

Ομοίως, ότε την 9ην Μαρτίου του 1969 είχα υποβάλει την παραίτησίν μου εις την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας, ικανός αριθμός Σεβασμιωτάτων αδελφών Αρχιερέων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο αείμνηστος Τρίκκης κυρός Διονύσιος, ίνα με πείσουν, όπως αναθεωρήσω την απόφασίν μου εκείνην, μετά πολλής της επιμονής με διεβεβαίουν, ότι, αν εγώ απέσυρον την παραίτησίν μου, θα είναι κατά πάντα παρά το πλευρόν μου και θα μου συμπαρίστανται εν πάσι. Και ο μακαριστός μεν (ίνα μη είπω ο μακαριώτατος) εκείνος απήλθε του κόσμου τούτου, υπακούσας εις την πρόσκλησιν του της ζωής κυριεύοντος και του θανάτου˙ πλην όμως και ικανού αριθμού εκ των απολειφθέντων αδελφών οφείλω, εν αγάπη μεν πολλή, αλλά και εν πάση ειλικρινεία, να διαπιστώσω, ότι κατά τα έκτοτε διαρρεύσαντα δύο σχεδόν έτη δεν ησθάνθην ενεργόν την παρουσίαν και την συμπαράστασίν των.

Εάν μάλιστα την συγκρίνη τις προς τον βαθμόν και την έντασιν, τα οποία απαιτούν η εφαρμογή και η πραγματοποίησις των εν τω ενθρονιστηρίω εξαγγελθέντων, εν συνεχεία δε πλατύτερον εν τω προς την Ιεράν Σύνοδον υποβληθέντι υπομνήματί μου («Σχέδιον αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος») εκτεθέντων και μετά ταύτα δια συνοδικής αποφάσεως ομοφώνως εγκριθέντων, τόσον η παρουσία όσον και η συμπαράστασις των περισσοτέρων θα έπρεπε να χαρακτηρισθή κατά κανόνα ως υποτυπώδης και αναιμική. Ίσως τυπικώς, ήτοι από της απόψεως συμμετοχής εις τας συνεδριάσεις της ΔΙΣ ή των ΜΣΕ, ως και από απόψεως παρουσίας εις τας συνεδρίας των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, να είναι οι πάντες εν τάξει. Πλην η αδελφική συμπαράστασις, την οποίαν υπεσχέθησαν ολόψυχον, δεν είναι δυνατόν να νοηθή, ότι θα περιωρίζετο μόνον εις ταύτα. Δια να μη αοριστολογώ, θα παρακαλέσω ίνα έκαστος αναγνώση και πάλιν τα έργα του ΜΣΕ, της οποίας προεδρεύει, ως τούτο σημειούται εις τα άρθρα 15 και 41-50 του υπ’ αριθμ. 1 Κανονισμού και θα αντιληφθή ευχερώς ποίον είναι ακριβώς το νόημα των ανωτέρω σημειωθέντων.

Ακόμη και οι δύο ή τρεις των Σεβασμιωτάτων Προέδρων των ΜΣΕ, οι οποίοι αποδίδουν ήδη πολλά δια των Επιτροπών των, ακόμη και ούτοι θα διαπιστώσουν, ότι πρέπει εις το μέλλον να πραγματοποιήσουν περισσότερα. Αφ’ ετέρου, εις τας προσωπικάς εναντίον μου και από πάσης πλευράς εξαπολυθείσας επιθέσεις αφέθην υπό πάντων ακάλυπτος και αβοήθητος.

Αδελφοί μου,

Πρέπει να σας εξομολογηθώ, ότι πολλάκις, δια να μη είπω σχεδόν πάντοτε, αισθάνομαι μόνος, κατάμονος και μάλιστα όταν αντιμετωπίζω τα ποικίλα και κολοσσιαία προβλήματα της Εκκλησίας, τα οποία ορθούνται ενώπιόν μου. Προστιθεμένων δε των ετών της ηλικίας και της συμπαρομαρτούσης ασθενείας της σαρκός, καθ’ εκάστην παρερχομένην ημέραν διαπιστώνω ολονέν και περισσότερον, ότι σχεδόν μόνος είναι αδύνατον να ανταποκριθώ εις τα τόσον βαρέα αρχιεπισκοπικά μου καθήκοντα».

Κωλυσιεργία και δια την κάθαρσιν του κλήρου.

Επ’ αυτής συνέχισα την ανακοίνωσίν μου ως εξής: «Ως εάν δε δεν ήτο αρκετή η εγκατάλειψις σχεδόν υπό πάντων, εμφανίζονται και διαφοραί απόψεων επί βασικωτάτων σημείων, ως επί παραδείγματι του της καθάρσεως της εκκλησίας, εκ των τυχόν αναξίων αυτής λειτουργών. Το θέμα τούτο μόνον εμνημονεύθη απλώς κατά τον ενθρονιστήριόν μου, εσημειώθη δε εν τω σχεδίω αναδιοργανώσεως δια των εξής: «Κατά την επιβολήν αυτών (=των ποινών) δεν πρέπει να λησμονήται παραλλήλως προς την αγάπην έναντι του πταίσαντος και η αγάπη έναντι του πληρώματος, το οποίον κατ’ ουδένα τρόπον επιτρέπεται να σκανδαλίζεται. Τούτο κατά το πρώτον έτος της αρχιερατείας μου, εν μέρει δε και κατά το δεύτερον, απετέλεσε σχεδόν κατά κανόνα την κατευθυντήριον γραμμήν των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Τοιουτοτρόπως, κατωρθώθη και απηλλάγη η Εκκλησία σημαντικού αριθμού διαβεβλημένων λειτουργών και ηδραιώθη εν τίνι μέτρω η εμπιστοσύνη του πληρώματος έναντι της πνευματικής ηγεσίας του.

Ατυχώς όμως η σωτήριος αύτη δια την Εκκλησίαν κατεύθυνσις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων τείνει να λησμονηθή ολίγον κατ’ ολίγον εις τοιούτον βαθμόν, ώστε συνεδριάζοντος μεν του Δικαστηρίου να ακούωνται φράσεις ως η ακόλουθος: «έ, όχι και να κόβουμε κεφάλια! Ο,τιδήποτε και αν κάνη κανείς, όχι και καθαίρεσις. Μία αργία και φθάνει» κατηντήσαμεν δε ούτως εις το να επιβάλλεται αργία 2 1)2 ετών εις επ’ αυτοφώρω συλληφθέντα κίναιδον…

Άγιοι αδελφοί,

Έχετε ιδίαν αντίληψιν, ότι και εγώ δεν είμαι των άκρων λύσεων και ότι, όπου μου είναι δυνατόν, προσπαθώ να αποφεύγω την δημιουργίαν δικαστικών φακέλλων και προ παντός θορύβου περί την ζωήν των κληρικών. Από του σημείου όμως αυτού μέχρι του να συγκαλύπτωμεν ή και να θωπεύωμεν δικαστικώς περιπτώσεις, κατά τας οποίας κληρικοί συνελήφθησαν επ’ αυτοφόρω ακολασταίνοντες παρά φύσιν, απλώς και μόνον δια «να μη κόψωμεν κεφάλια», υπάρχει πολύ μεγάλη, τεραστία απόστασις. Είμαι δε εν προκειμένω διατεθειμένος να προχωρήσω μέχρι του να διαχωρίσω τας ευθύνας μου, διότι το αίτημα της καθάρσεως απετέλεσε και αποτελεί έντονον απαίτησιν ολοκλήρου του πληρώματος της Εκκλησίας, την δε πραγματοποίησιν ταύτης αναμένει να την ίδη, καλώς ή κακώς, δεδικαιολογημένως ή αδικαιολόγητως αδιάφορον, επί της ιδικής μου αρχιερατείας.

Μετά πολλής δε λύπης μου, παρακαλώ να σημειωθή, ότι ο διαχωρισμός ούτος των ευθυνών, αν το πράγμα δεν αντιμετωπισθή υπευθύνως υπό πάντων, θα καταλήξη εις το να γίνη κατά το δυνατόν εντονώτερον τρόπον, εις τρόπον ώστε να γίνη υπό του πληρώματος σαφώς αντιληπτόν, ότι ουδέποτε εδέχθη ίνα το έντιμον και μαρτυρικόν ράσον και η ιδιότης του κληρικού επανέλθουν επί των ημερών της αρχιερατείας μου εις την ανυποληψίαν και την περιφρόνησιν, αι οποίαι του επεφυλάσσοντο προ τινών μόλις ετών. Είμαι δηλαδή αποφασισμένος, εάν η πλειοψηφία των Σεβ. Ιεραρχών δεν είναι διατεθειμένη να βοηθήση το έργον της καθάρσεως, να παραχωρήσω την θέσιν μου εις άλλον, ο οποίος θα δύναται να εφαρμόση έναντι των ενόχων κληρικών την επιείκειαν, καθ’ ον τρόπον εκείνοι την εννοούν.

Τέλος, παρακαλώ, ίνα μοι επιτραπή να προσθέσω κάτι, το οποίον εκ πρώτης μεν όψεως φαίνεται προσωπικόν, έχει όμως γενικωτέραν σημασίαν. Πρόκειται περί των κατά του προσώπου μου εκ διαφόρων κατευθύνσεων και κατά ποικίλους τρόπους εξαπολυθεισών επιθέσεων, των οποίων εμνημόνευσα προ ολίγου. Τούτο βεβαίως κατά την άσκησιν των διοικητικών του καθηκόντων πρέπει τις να το έχη υπ’ όψιν, θα έλεγα δε ότι είναι και αναπόφευκτον. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού. Το θέμα ανάγεται εις την στάσιν, η οποίαν εν προκειμένω ετήρησαν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Οφείλω και πάλιν εν αγάπη μεν πολλή, αλλά και εν πάση ειλικρινεία να ομολογήσω ότι αν και οσάκις επεχειρήθη προσπάθειά τις προς προστασίαν του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, ποια τις συμπαράστασις εις τον αγώνα του, αύτη υπήρξε τόσον χλιαρά και άτονος και μη ανταποκρινομένη ούτε προς την βαρύτητα της προσβολής, ούτε προς την θέσιν του προσβαλλομένου, ώστε δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθή υπολογίσιμος.

Προϋπόθεσις, λοιπόν, παραμονής μου εις την θέσιν μου είναι η πλήρης και ολόψυχος συμμετοχή πάντων, κατ’ εξοχήν δε των μελών της ΔΙΣ, εις το έργον αφ’ ενός μεν της καθάρσεως, αφ’ ετέρου δε της αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας, ενώ αι τυχόν κατά του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου ή των μελών αυτής υπό καλοθελητών εκτοξευόμεναι προσβολαί θα αντιμετωπίζωνται ως κοινή πάντων των μελών της ΔΙΣ υπόθεσις.

Η παρούσα υποβάλλεται ευλαβώς ως προειδοποίησις, ίνα έκαστος αναμετρήση τας έναντι του Αρχιποίμενος και του ποιμνίου ευθύνας του. Είπον και ελάλησα». Την Ιεράν Σύνοδον απετέλουν κατά την εποχήν εκείνην οι Ιεράρχαι, τους οποίους με μεγάλην πλειοψηφίαν είχεν εκλέξει η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας τον Μάρτιον του 1969.

Την υπ’ εμού ανάγνωσιν του κειμένου αυτού, όπως ήταν επόμενον, ηκολούθησε κατάπληξις. Την κατάπληξιν διεδέχθη η έκδηλος εις τα πρόσωπα όλων ανησυχία, η οποία κατέληξεν εις την θερμήν εκ μέρους των παράκλησιν όπως μη καταχωρηθή το κείμενον αυτό εις τα Πρακτικά της Ιεράς Συνόδου. Επειδή όμως εγώ επέμενα όπως γίνη η καταχώρησις, διεκόπη η συνεδρία και η συζήτησις συνεχίσθη εις σύσκεψιν εντός του Γραφείου του Προέδρου, το οποίον ευρίσκεται παρά την αίθουσαν των Συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου. Εκεί, προ των επιμόνων παρακλήσεων όλων των Συνοδικών, υπεχώρησα και εδέχθην να μη καταχωρηθή η δήλωσίς μου αυτή εις τα συνοδικά Πρακτικά.

Άλλ’ ατυχώς η κατάστασις δεν εσημείωσε καμμίαν βελτίωσιν. Μετά 2 1)2 περίπου μήνας, συγκεκριμένως εις τας 3)4)1971, γράφω πάλιν εις το Ημερολόγιόν μου:

Το ποτήρι ξεχείλισε.

«Σήμερα δεν κατώρθωσα πλέον να συγκρατηθώ. Εις επίσκεψιν του (τάδε), ο οποίος ήλθε να παραπονεθή δια το (τάδε) ζήτημα, άφισα να εκδηλωθή όλη η κόπωσις και η αηδία, η οποία με έχει καταλάβει εξ αφορμής των συμβαινόντων εν τη Εκκλησία και περί αυτήν. Υποκρισία, μίσος, κακία, ιδιοτέλεια από το ένα μέρος, αβουλία, επιφυλακτικότης, ίσως υπολογισμοί από το άλλο. Αισθάνομαι ότι δεν μου είναι πλέον δυνατόν να προχωρήσω. Δεν έχω ούτε τας ψυχικάς, ούτε τας σωματικάς δυνάμεις. Εσκέφθην να φωνάξω τον κ. Παττακόν και να του εκθέσω τα της στάσεως του Πρωθυπουργού και των λοιπών παραγόντων της Επαναστάσεως, ανέβαλα όμως διότι είμαι αποφασισμένος να τα παρατήσω όλα και να φύγω, δεν θα ήθελα δε τούτο να συμβή προ της υπογραφής της συμβάσεως με… Με βασανίζει το ερώτημα, μήπως η διάθεσίς μου να παραιτηθώ αποτελή λιποταξίαν, αλλά παρηγορούμαι εκ του γεγονότος, ότι δεν έχω ούτε τας ψυχικάς ούτε τας σωματικάς δυνάμεις και την αντοχήν εις τοιούτου είδους αγώνας.

Δεν αντέχω να αποδυθώ εις τοιαύτα έργα. Έχω χάσει την μαχητικότητά μου και τας δυνάμεις μου˙ δεν μπορώ πια».

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., “Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου”. Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.