Από τον νεολαίο του έθνους στον νεολαίο της οικουμένης – Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χριστοδούλου.

Παιδιά μου,
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι ανάμεσά σας και έχω την ευκαιρία να συζητήσω μαζί σας και να ακούσω τους προβληματισμούς σας. Να σας πω πρώτα ότι η λέξη «νεολαίος», που χρησιμοποιείται στον τίτλο της Ημερίδος, πιστεύω ότι έχει την έννοια του νέου στην ηλικία ανθρώπου, και όχι εκείνου που είναι εντεταγμένος σε κάποια ιδεολογική, ή άλλη κίνηση. Εμείς οι Χριστιανοί έχουμε βιώματα και όχι ιδεολογήματα.

Ο νέος κατά την ηλικία άνθρωπος λοιπόν είναι ο γεμάτος ιδανικά, ο γεμάτος ορμή, ο γεμάτος θέληση, ο επαναστάτης, ο αυστηρός στην κρίση του, ο πλήρης δημιουργικότητας. Όποιος νέος δεν είναι έτσι έχει γεράσει πριν από την ώρα του… Ο νέος είναι αγνός, ειλικρινής και ανιδιοτελής. Εμείς οι μεγάλοι τον χαλάμε. Εμείς σας κακομαθαίνουμε, εμείς σας διδάσκουμε την αδικία και το ότι χωρίς μέσον δεν γίνεται τίποτε, εμείς σας διδάσκουμε την αναξιοκρατία, τη ρουσφετολογία, την αδιαφάνεια, τη διαφθορά. Εμείς σας εισάγουμε στο ρατσισμό, στην ξενοφοβία, στη διάκριση, στην έλλειψη ανεκτικότητας προς τον άλλον και την ετερότητά του. Εμείς σας διδάσκουμε τη σκληρότητα στη ζωή, την εκμετάλλευση, την μοναξιά, την ανία, την ακεφιά για το μέλλον. Εμείς σας έχουμε προκαλέσει σύγχυση στις έννοιες του «Έθνους» και της «Οικουμένης».

Πριν να μπω στο κυρίως θέμα θα μου επιτρέψετε να σας πω πώς βλέπει ο ιδρυτής της Εκκλησίας μας και Απόστολος των Εθνών Παύλος το νέο. Γράφοντας προς τον ακόμη νέο στην ηλικία μαθητή του Τιμόθεο του λέγει: «Ας μη σε καταφρονεί κανείς επειδή είσαι νέος, αλλά να γίνεις το παράδειγμα για τους πιστούς, στην ομιλία, στη συμπεριφορά, στην αγάπη, στο πνεύμα, στην πίστη, στην αγνότητα. Έως ότου έρθω και τα πούμε από κοντά προσηλώσου στην ανάγνωση, το κήρυγμα, τη διδασκαλία. Μην παραμελείς τα χαρίσματα που έχεις μέσα σου και σου δόθηκαν όταν χειροτονήθηκες. Αυτά να μελετάς, με αυτά να ζεις, για να είναι φανερή η πρόοδός σου σε όλους. Πρόσεχε τον εαυτόν σου και τη διδασκαλία σου και να επιμένεις σε αυτά. Διότι κάνοντας αυτά και τον εαυτόν σου θα σώσεις και εκείνους που σε ακούνε. Μην επιπλήξεις πρεσβύτερο στην ηλικία, αλλά να τον νουθετείς ως πατέρα, τους νεότερους ως αδελφούς, τας πρεσβυτέρας στην ηλικία ως μητέρας, τας νεοτέρας ως αδελφάς με πάσαν αγνότητα». (Α΄ Τιμ. δ΄ 12). Κοιτάξτε παιδιά μου πόση αξία δίνει ο Παύλος στο νέο στην ηλικία μαθητή του και πώς τον συμβουλεύει για να είναι πετυχημένος στη ζωή και παράδειγμα για όλους. Έτσι σας θέλει όλες και όλους σας και η Εκκλησία μας για να σας καμαρώνει, να αγάλλεται και να αποτελείτε γι’ Αυτήν καύχησιν εν Χριστώ Ιησού (Ρωμ. ιε΄ 18).

Το θέμα της Ημερίδος είναι «από τον νεολαίο του έθνους στον νεολαίο της οικουμένης». Το σχήμα από –στον, παραδηλώνει μία μετάβαση, από μία κατάσταση σε μίαν άλλη. Πρώτο λοιπόν ζητούμενο εδώ είναι αν πράγματι πρόκειται για μετάβαση και ποιας μορφής είναι. Θα σας αναφέρω ορισμένα παραδείγματα από την Ιστορία.

Γνωρίζετε ότι η Ιταλία, από το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως τον 19ο αιώνα, ήταν απλώς μία χερσόνησος, μία γεωγραφική περιοχή στην οποία υπήρχαν πολλά κράτη, συχνά συγκρουόμενα μεταξύ τους. Το γενικό αίσθημα ήταν ότι στην περιοχή αυτή ζούσαν πολλοί λαοί, με έντονα ανταγωνιστικά αισθήματα. Η Ιταλία έγινε μία χώρα, μία πατρίδα με πρωτεύουσα τη Ρώμη, μόλις το 1870, χάρις στους πολιτικούς αγώνες του Καβούρ και τους επαναστατικούς αγώνες του Γκαριμπάλντι.
Οι αγώνες αυτοί μπορεί να είχαν αποτέλεσμα και να ολοκληρώθηκαν κατά τον 19ο αιώνα, αλλά τα σπέρματά τους ξεκινούν από τον 13ο και 14ο αιώνα με τον μέγιστο των Ιταλών ποιητών Ντάντε Αλιγκιέρι. Και αναγνωρίζοντας οι Ιταλοί αυτήν του την υπηρεσία, στο μεγαλοπρεπές μαυσωλείο του, στη Ραβέννα, όπου απέθανε, χάραξαν την ευγνωμοσύνη τους με μία δωρικής λιτότητας επιγραφή: «Στον Δάντη, η Ιταλία». Τίποτε άλλο. Κι όμως, τόσο μεγάλο, τόσο εκφραστικό ευχαριστώ. Το επίγραμμα υπογράφει η Ιταλία, που σημαίνει ότι καταργήθηκαν τα έως τότε ισχύοντα, και δεν ένοιωθαν οι λαοί εκείνοι πια διαφορετικοί μεταξύ των, δεν ένοιωθαν Ρωμαίοι και Οστρογότθοι, ούτε Φλωρεντινοί και Πιεμοντέζοι και Σικελοί, αλλά όλοι Ιταλοί, με κοινή πατρίδα την Ιταλία.

Αντίστοιχη πορεία ακολούθησε, καθώς γνωρίζετε, και η Γερμανία. Κι εκεί υπήρχαν μία σειρά κράτη, με τις αντιθέσεις και τους πολέμους τους. Κι εκεί, ένας μεγάλος ποιητής υπήρξε ο σπορέας της ιδέας της ένωσης όλων αυτών σε ένα έθνος με ένα κράτος: ο Γκαίτε. Κι εκεί υπήρξαν πολιτικοί, όπως Βίσμαρκ, που εμπνεύσθηκαν από το έργο του ποιητή και έχτισαν τη Γερμανία, ένα ενιαίο κράτος.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο ενώθηκε η Γερμανία, υπήρξε το πρότυπο για την ένωση της Ευρώπης: σχηματίστηκε πρώτα, το 1834, μία ένωση της Πρωσίας με όλα τα άλλα Γερμανικά κράτη σε καθαρά εμπορική και οικονομική βάση, το Τσόλβεραϊν, κι έπειτα, σιγά –σιγά, άρχισε η ένταξη των κρατών στο ευρύτερο πολιτικό σχήμα, που σήμερα γνωρίζουμε όλοι ως Γερμανία.

Δε θέλω να επεκταθώ, ούτε να επικαλεσθώ άλλα παραδείγματα, αλλά θέλω να επιστρέψω στο αρχικό ερώτημα, έχοντας ήδη φέρει στο νου σας την ιστορική εμπειρία. Αλλά στο θέμα μας μιλάμε για μία τέτοια μετάβαση; Μιλάμε για μία μετάβαση που συνεπάγεται αλλαγή συνείδησης, αλλαγή της έννοιας της κοινότητας μέσα μας, αλλαγή της αντίληψής μας περί του πού ανήκουμε και ποιοι είμαστε; Προσέξτε τώρα τι ακριβώς συνέβη: στα παραδείγματά μας έχουμε μίαν υπέρβαση, όχι απλώς ενός τοπικισμού αλλά πραγματικών διαφορών. Τις οποίες εξέφραζε ο τοπικισμός. Διότι από τα αρχαία χρόνια, άλλο έθνος ήσαν οι Ρωμαίοι, άλλο οι Ενετοί, άλλο οι Ετρούσκοι, άλλο οι λατινόφωνοι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, άλλο οι Κέλτες, και άλλο οι Οστρογότθοι.

Με το έργο των Καβούρ και Γκαριμπάλντι, σημειώθηκε πράγματι μία μετάβαση από –στο, δημιουργήθηκε μία νέα συνείδηση κοινότητος. Έτσι, η λέξη Ιταλοί, εκφράζει πλέον μία ταυτότητα, κι όχι μία διαφοροποίηση.

Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση στη Γερμανία. Ήδη ο Ιούλιος Καίσαρ μας περιγράφει τους Γότθους και τους Γερμανούς και τους Αλεμάνους ως διαφορετικά έθνη, και ξέρουμε ότι επί Βυζαντινών οι διαιρέσεις αυτές ήσαν πιο έντονες. Είναι αμφίβολο αν πριν τον Γκαίτε υπήρχε σε κανέναν το αίσθημα ότι όλοι αυτοί οι λαοί απαρτίζουν ενιαίο έθνος. Σημειώνουμε λοιπόν και εκεί μία μετάβαση σε αντίληψη ενότητος που δεν υπήρξε ποτέ πριν.
Διερωτώμαι λοιπόν, αν στην Ημερίδα αυτή μιλάμε για μία τέτοια μετάβαση. Αν δηλαδή μιλάμε για την ανεύρεση κοινών πολιτισμικών στοιχείων, ώστε πολλά έθνη να αποτελέσουν μία νέα, ευρύτερη εθνική οντότητα. Είναι αυτό που υποστηρίζομε για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν δεν υπάρξει πολιτισμική και κοινωνική συνάφεια μεταξύ των εθνών που την αποτελούν, δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ πραγματική ένωσή τους.

Κι έρχομαι τώρα στο ερώτημα αν ο καθένας πρέπει πρώτα να τρέφει αγάπη για το έθνος του. Πρώτον να πούμε ότι ο Κύριός μας δεν απορρίπτει την αγάπη του κάθε ανθρώπου προς το Έθνος του, Ο ίδιος αγαπούσε την πατρίδα του. Ακούστε με πόση θλίψη λέγει εκείνον τον θρήνο για την Ιερουσαλήμ, την κοιτίδα του Έθνους του: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, που σκοτώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς τους απεσταλμένους εις σε. Πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα παιδιά σου, όπως η κλώσα μαζεύει τα μικρά της κάτω από τα φτερά της για να τα προστατεύσει και να τα ζεστάνει κι εσείς δεν το θελήσατε» (Λουκ. ιγ΄ 34). Να σας πω και μια λεπτομέρεια στην ιστορία με τον εκατόνταρχο και τον ασθενή δούλο του, που δεν είναι και τόσο γνωστή αλλά είναι ενδεικτική. Ο εκατόνταρχος, όπως γνωρίζετε, είχε πολύ άρρωστο τον δούλο του, έτοιμο να πεθάνει. Όταν άκουσε για τον Κύριο, του έστειλε μερικούς από τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων για να τον παρακαλέσουν να σώσει τη ζωή του δούλου του. Ξέρετε τι του είπαν οι εν λόγω πρεσβύτεροι, γιατί έτσι νόμιζαν ότι θα τον έπειθαν να κάνει το θαύμα; Του είπαν «Του αξίζει να του κάνεις του εκατόνταρχου την καλωσύνη γιατί αγαπά το έθνος μας, και τη συναγωγή μας αυτός την έκτισε» (Λουκ. ζ’ 3-5). Ο Κύριός μας ως καρδιογνώστης και υπεράνω των ανθρώπινων σκέψεων έκαμε το θαύμα για άλλους λόγους, αλλά το ιστορούμενο από τον Ευαγγελιστή Λουκά επιχείρημα είναι ενδεικτικό της αγάπης που είχαν και οι πρεσβύτεροι και ο Ιησούς για το Έθνος τους.

Την ίδια αγάπη προς το Έθνος τους είχαν και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Όλοι τους ήσαν υπέρ της ειρήνης των λαών, αλλά και υπέρ της υπερασπίσεως της Πατρίδος, όταν Αυτή δεχόταν επίθεση και κινδύνευαν τα όσια και τα ιερά τους. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων τονίζει ότι ο κάθε χριστιανός οφείλει να αγαπά και να ευεργετεί την Πατρίδα του, διότι αυτή «είναι το ιερό θησαυροφυλάκιο όλων των πραγματικών ημών καλών και των ελπίδων». (Κων. Οικονόμου Λόγοι, Επιμ. Θ. Σπεράντσα, Αθήναι, 1971, σελ. 336 -339).

Η αγάπη προς το Έθνος μας βοηθεί στην αγάπη του πλησίον, όποιος κι αν είναι αυτός, σε ό, τι κι αν πιστεύει. Για μας τους Χριστιανούς «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ’ πάντες γαρ ημείς έν εσμέν εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ΄ 28). Επίσης ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του δίδει την εντολή στους μαθητές Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματ. κη΄ 19). Προσέξτε, δεν περιορίζει το κήρυγμά του στο έθνος του, αλλά το στέλνει σε όλο τον κόσμο, στην οικουμένη για να σώσει όλο τον κόσμο από την αμαρτία.

Η αγάπη του Κυρίου μας προς το Έθνος του, αλλά και προς την Οικουμένη αποτελεί το κλειδί της Σύναξής μας. Ο νέος αν δεν αγαπά το Έθνος του δεν μπορεί να αγαπήσει την Οικουμένη. Ο νέος που δεν τρέφει κανένα συναίσθημα για το έθνος στο οποίο γεννήθηκε και ανατράφηκε και στο οποίο ανήκουν η μητέρα και ο πατέρας του και οι πρόγονοί του, των οποίων αποτελεί τη συνέχεια, δεν μπορεί να αγαπήσει, δεν μπορεί, δεν έχει τη δύναμη να αγκαλιάσει τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του. Αυτός που ισχυρίζεται ότι «δεν είναι πατριώτης αλλά κοσμοπολίτης», τελικά δεν είναι τίποτε άλλο, από ένα φτερό στον άνεμο, ή ένα ανεμοδείκτη.

Η αγάπη αυτή προς το Έθνος δεν πρέπει βεβαίως να διολισθαίνει προς εθνικισμούς, και ακόμη χειρότερα προς σωβινισμούς, διότι τότε παύει να είναι αγάπη, που πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα ανέχεται και πάντα υπομένει. Παύει να είναι αίσθημα χρέους και διακονίας, και μετατρέπεται σε εγωιστική αντίληψη υπεροχής.

Κι έρχομαι τώρα στο ερώτημα τί είναι η οικουμενικότητα; Σας φαίνεται ένας ομόκεντρος κύκλος, που περικλείει την εθνικότητα; Νομίζετε ότι υπάρχει μία κλίμακα, πρώτη βαθμίδα της οποίας είναι ο τοπικισμός, δεύτερη η εθνότητα και τελευταία η οικουμενικότητα; Σύμφωνα με τις ιδικές μας τις ορίζουσες δεν ισχύει το ανωτέρω σχήμα, αλλά το «πρόσωπο, οικογένεια, συγγένεια, τοπική κοινότητα, πατρίδα, εθνότητα, πολιτιστική κοινότητα».

Η οικουμενικότητα, όπως την εδίδαξαν ο Κύριός μας, οι μαθητές Του, οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος και Κοσμάς ο Αιτωλός, αλλά και από την πλευρά του ο Ρήγας ο Βελεστινλής και την οποία βιώνουμε κι εμείς όλοι ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, έχει ως γνωρίσματα την ειρήνη στον κόσμο, την αλληλεγγύη μεταξύ των εθνών, την αγάπη μεταξύ των και κυρίως το σεβασμό της ταυτότητας του κάθε έθνους. Γι’ αυτό και στην Ευρωπαϊκή Ένωση την ενότητα των εθνών που την αποτελούν, την βλέπουμε με την προϋπόθεση της διατήρησης της ιδιοπροσωπίας τους.

Η παγκοσμιοποίηση αντιθέτως προς την οικουμενικότητα, όπως εμείς την ορίζουμε, είναι η σύγκραση των λαών και η επ’ αυτών επιβολή ενός μοντέλου ζωής, που δεν είναι ακριβώς πολιτισμός, αλλά τρόπος συμπεριφοράς που διευκολύνει την ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς. Γι’ αυτό εμείς δεν δεχόμεθα την παγκοσμιοποίηση, διότι έχομε κυριαρχία της συμπεριφοράς των κατά κόσμον ισχυρότερων επί των ασθενέστερων, και αυτό είναι σε απόλυτη αντίθεση προς τη Χριστιανική διδασκαλία. Για εμάς αντί να επιβάλλεται ο ισχυρός θα έπρεπε να προστατεύεται ο αδύνατος. Η αγάπη έξω βάλλει την εκμετάλλευση. Η παγκοσμιοποίηση δεν στηρίζεται στην αγάπη, αλλά στον εγωισμό και τον ωφελιμισμό, με την κοσμική έννοια του όρου.

Η οικουμενικότητα λοιπόν για εμάς δεν έχει σχέση με την παγκοσμιότητα ούτε βέβαια με την πολυφυλετικότητα. Διότι ο όρος οικουμενικότητα, όπως και καθολικότητα, δεν εκφράσουν μεταβάσεις, αλλά συνειδητοποιήσεις. Εμείς πιστεύουμε ότι η Εκκλησία μας είναι Μία, Αγία και Καθολική. Αλλά καθώς μας ειδοποιεί ο μέγας ρώσος θεολόγος Βλαδιμίρ Λόσκι «η καθολικότης αποκαλύπτεται εν τη αληθεί αυτής εννοία, τη καθαρώς χριστιανική, η οποία δεν δύναται να ερμηνευθή δια του αφηρημένου όρου ‘γενικότης’. Η λίαν συγκεκριμένη έννοια της λέξεως ‘καθολικότης’ περιλαμβάνει όχι μόνον την ενότητα, αλλά και την πολλαπλότητα’ υποδηλοί μίαν συμφωνίαν μεταξύ των δύο, ή μάλλον ταυτότητα τινά της ενότητος και της πολλαπλότητος, η οποία καθιστά την εκκλησίαν καθολικήν εν τω συνόλω της, καθώς επίσης και εν ενί εκάστω των μελών της». (Βλ. Λόσκι, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη, 1964, σελ. 208). Και όταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης γράφει «κατά πάσαν την οικουμένην απ’ άκρου του ουρανού και έως του άκρου αυτού» (Επιστολή 3η) δεν εννοεί μίαν πραγματικότητα χώρου, αλλά πνεύματος. Για τους Χριστιανούς λοιπόν οι όροι καθολικότητα και οικουμενικότητα δεν εκφράζουν μεταβάσεις, αλλά συνειδητοποιήσεις.

Αν δούμε τα πράγματα με αυτή τη λογική τότε για μας η οικουμένη δεν αποτελεί μία βαθμίδα, αλλά συνειδητοποίηση των διαστάσεών μας ως προσώπων, ως οικογένειας, ως έθνους, συνειδητοποιήσεις διαστάσεων που δρουν και συλλειτουργούν, την ίδια ώρα στον ίδιο άνθρωπο, χωρίς η μία να καταργεί την άλλη, χωρίς η μία να είναι υπέρτερη από την άλλη. Και μάλιστα αυτό μας επιτρέπει και μας υποχρεώνει να μαχόμεθα για τη διατήρηση στη ζωή της οικογένειάς μας, της τοπικής μας παράδοσης, της πατρίδας μας, του έθνους μας, του πολιτισμού μας και της κοινότητάς του, χωρίς καθόλου να αντιστρατευόμαστε την οικουμενικότητά μας.

Εμείς παιδιά μου, ως Χριστιανοί, ανήκουμε στην Οικουμένη, είμαστε άνθρωποι της Οικουμένης, αφού ο Κύριός μας «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», αλλά πρώτα ανήκουμε στο Έθνος μας, ανήκουμε στην Παράδοσή μας, έχουμε την Ταυτότητά μας. Μας αρέσει και «πάμε» το ψηφιδωτό και όχι τον λευκό τοίχο, έστω και αν έχει επένδυση χρυσού… Το κάθε Έθνος είναι μία πολύτιμη στη μοναδικότητά της ψηφίδα στην Οικουμένη, και η συνεργασία των Εθνών έχει ως αποτέλεσμα το όμορφο δημιούργημα της συνύπαρξής τους, με βάση το σεβασμό της ετερότητάς τους.

Παιδιά μου. Χωρίς την Παράδοσή μας δεν μπορούμε να ζήσουμε, αλλά και χωρίς διάλογο και χωρίς κοινωνία με τους πλησίον όλης της Οικουμένης, τους εγγύς και τους μακράν, δεν μπορούμε να επιζήσουμε. Και γι’ αυτό και το Έθνος και η Οικουμενικότητα είναι αναγκαίοι θεσμοί για την ίδια τη ζωή μας. Και κάθε φορά που προσευχόμαστε να συνειδητοποιούμε αυτή την αλήθεια.

30/01/2004 – Εισήγηση στην ημερίδα του Γραφείου Νεότητος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Από το βιβλίο του Δημήτρη Ριζούλη «Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου Παρακαταθήκη Λόγων», Ελληνικές Εκδόσεις 2008.)

Επιμέλεια κειμένου, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.