Η επανάσταση της ελπίδας και η ελπίδα της επανάστασης – Σαράντου Καργάκου.

“Own spiro, spew”- εφόσον αναπνέω, ελπίζω. Ήταν η πρώτη φράση ενός παλιού λατινικού αναγνωσματαρίου, μια φράση που, παρά το χρηστικό χαρακτήρα της, δίνει το φιλοσοφικό στίγμα της ανθρώπινης ύπαρξης: ζωή και ελπίδα. Ένα στίγμα, που θα έπρεπε, ίσως, να είναι ο ψυχικός βηματοδότης κάθε παραπαίοντος ανθρώπου, το φως που δείχνει το στενό μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή. Το φως, όμως, δεν είναι χρήσιμο στους τυφλούς και, δυστυχώς, ο σημερινός άνθρωπος είναι ένας εκούσιος τυφλός, αφού οικειοθελώς κλείνει τα μάτια στα προβλήματα του καιρού του. Χωρίς ηθικό έρμα, όσο ζει, απελπίζεται. Ο στρουθοκαμηλισμός φαντάζει στα μάτια του σαν η πιο εύκολη λύση. Αλλ’ αν δεν υπάρχουμε εμείς για τα προβλήματα, δε σημαίνει πως τα προβλήματα δεν υπάρχουν για μας.
Όλα αυτά λειτουργούν αρνητικά στην κάθε προσπά¬θεια για επανάσταση. Δεν είναι απαραίτητο η επανάσταση να στρέφεται εναντίον κάποιου πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος. Μπορεί να στρέφεται εναντίον κάθε μικρού τυράννου, που καταδυναστεύει τη ζωή μας. Ενός τυράννου ύπουλου, γιατί μπορεί να είναι αόρατος ή ορατός, αλλ’ όχι εύκολα αναγνωρίσιμος. Γιατί συχνά εμφανίζεται μ’ ένα αγαθό προσωπείο, με το γλυκό λόγο των εύκολων παροχών και των άφθονων τέρψεων, αλλά που επιδιώκει και σταδιακά επιτυγχάνει την εξαθλίωση και υποδούλωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Διαβρώνει εσωτερικά τον αμυντικό βουλητικό μηχανισμό. Διαμορφώνει το όργανο ομιλίας έτσι ώστε να ξεχνάει να πει “ό¬χι”. Δημιουργεί καλούπια εγκεφάλων, εγκαινιάζοντας έτσι μια σειρά τυποποιημένων, εσωτερικά όμοιων ανθρώπων. Η πρωτοβουλία είναι μίασμα, δείγμα εγωκεν¬τρικού ατομικισμού, άρα πρέπει να παταχθεί, για να μη μεταδοθεί το “μικρόβιο” της στο φιλήσυχο πολίτη, που αρκείται στο να εκτελεί εντολές. Όποιος παίρνει πρωτοβουλίες, μπαίνει σε “καραντίνα” και, ή “συμμορφώνεται” ή “εξατμίζεται”, όπως συμβαίνει στην Ωκεανία του Όργουελ.
Γιατί, λοιπόν, να επιδιώξει μια προσωπική επανά¬σταση ο άνθρωπος, γιατί “ν’ αντισταθεί στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών και στον κοντό άνθρωπο του γραφείου”; Για να χάσει την ησυχία του, την τάξη, την ασφάλεια του; Για να χάσει τη θέση του στο κοιμητήριο της κοινωνίας; Μόνο έτσι, δυστυχώς, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σύγχρονη κοινωνία. Οι λευκές, ξεπλυμένες συνειδήσεις χαρακτηρίζουν μια ζοφερή κατάσταση, που θα χρειαστεί μεγάλος αγώνας, εσωτερικός κι εξωτερικός, για να την αλλάξουμε. Κι αυτό γιατί ο βολεμένος, ο ικανοποιημένος, “αυτός που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ”, δεν είναι ο διπλα¬νός, ο γείτονας, ο φίλος. Είμαστε εμείς. Και γι’ αυτό δεν τον βλέπουμε. Συμβιβαζόμαστε με το παραμικρό κι όμως πείθουμε τον εαυτό μας πως ήταν η έσχατη αλλά και η καλύτερη λύση, πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, να βαρέσουμε γροθιά στο μαχαίρι. Βάζουμε τρικλοποδιά στον καλύτερο που προπορεύεται, κι ύστερα δικαιολογούμε την πράξη καλυπτόμενοι πίσω από τον χυδαίο και ανήθικο —φυσικό τον λένε- όμως ανθρώπινος είναι— νόμο τού “ο θάνατος σου ζωή μου”. Ψυχές φτηνές και ανώνυμες υποκύπτουν εύκολα στην κτηνώδη απαίτηση της ατομικής επιβολής, στην κατάλυση και ισοπέδωση κάθε αξιολογικής κυριαρχίας, την ευελιξία του ψεύδους, τη στεγνή ωφελιμιστική ερμηνεία της ύπαρξης μας μέσα στον κόσμο.
Κι από την άλλη πλευρά ο ύπνος, ο λήθαργος, ο χορτάτος “ωχαδερφισμός” κατευνάζουν τα εξεγερμένα συ¬ναισθήματα, υπνωτίζουν κι αποχαυνώνουν τα ελάχιστα δημιουργικά ξεσπάσματα, διοχετεύουν σε λάθος κανάλια το ένστικτο μάχης της νεολαίας. Πού είναι εκείνη η πνοή δημιουργίας, το πάθος της θυσίας που έκανε τον αδύ¬νατο άνθρωπο ν’ αψηφήσει δωδεκάθεα, Ιερές Εξετάσεις, ξενικούς ζυγούς, δικτατορίες; Αν η επαναστατική συ¬νείδηση του σύγχρονου ανθρώπου έγινε βορά του χρόνου και του κέρδους, καλύτερα να πατήσουμε μιαν ώρα γρη¬γορότερα το κουμπί που θα θέσει σε κίνηση το μηχανι¬σμό της αυτοκαταστροφής μας, που λέγεται τρίτος -και τελευταίος- παγκόσμιος πόλεμος. Τουλάχιστον, έτσι, με το τέλος του πλανήτη θα εξαφανισθεί και κάθε ίχνος της αναξιοπρεπούς και βάρβαρης παρουσίας μας στον τόσο αξιοπρεπή κι εύτακτο κόσμο του σύμπαντος. Δεν μπο¬ρούμε να ξέρουμε κατά πόσο είναι αληθινός ο λόγος του Λάιμπνιτς, ότι ζούμε στον καλύτερο των κόσμων. Ένα ξέρουμε: ότι εμείς οι άκοσμοι κάναμε τον πλανήτη μας τον χειρότερο των κόσμων. Με την απερισκεψία και την αλαζονεία μας έχουμε προκαλέσει το σύμπαν.
Πρέπει να ξαναφέρουμε τη συνείδηση στη ζωή μας να νομοθετήσει νέους κανόνες συμπεριφοράς, που να μη στηρίζονται στο γράμμα αλλά στο πνεύμα. Το πνεύμα ζωοδοτεί και ζωοποιεί. Κι όμως, παρά τις επιστημονικές επιτεύξεις, μας έλειψε πολύ. Γι’ αυτό χάσαμε το φως της ελπίδας. Και γι’ αυτό χρειάζεται μια νέα επανάσταση, η επανάσταση της ελπίδας. Δεν μπορούμε να μιλάμε για πρόοδο, τη στιγμή που ο άνθρωπος βλέπει ένα ανέλπιδο μέλλον. Πρέπει να ξανανάψει στην ψυχή του η ελπίδα της επανάστασης, μιας επανάστασης που θ’ αρχίζει από τον εαυτό του και θα προεκτείνεται στη συμπεριφορά προς το διπλανό του. Όταν οι άνθρωποι αποφεύγουν να λένε μεταξύ τους μια “καλημέρα”, πώς, άραγε, περιμέ¬νουν μιαν καλή μέρα; Η επανάσταση της ελπίδας αρχίζει μ’ έναν καλό -αλλ’ ειλικρινή- λόγο. Κι όταν ο λόγος αυ¬τός γίνεται πράξη, τότε έχουμε την πιο μεγάλη επανά¬σταση, την επανάσταση της αγάπης.
Κάπου στις μέρες μας οι έννοιες έχουν μπερδευτεί κι οι λέξεις έχουν χάσει το νόημα τους. Πρέπει να ξανα¬βρούμε το σωστό νόημα των λέξεων, για να βρούμε το δρόμο που χάσαμε. Αλλιώς, θα είμαστε άσκοποι οδοι¬πόροι. Αν δεν πειστούμε ότι εμείς πρέπει να είμαστε ρυθμιστές της ζωής μας, χάνουμε το παιχνίδι της ζωής, προτού καλά-καλά αρχίσουμε να το καταλαβαίνουμε. Τελευταία ελπίδα του κόσμου είναι το νεανικό αίμα, που βράζει και ξεχύνεται σαν λάβα, που παρασύρει στο διάβα της τα πάντα. Αν ο νεανικός ενθουσιασμός δεν παγιδευθεί στα πανούργα συστήματα αποπροσανατολι¬σμού, αν οι νέοι μας κατορθώσουν να αποεμπλακούν από τους μηχανισμούς, που τους μεταβάλλουν σε αλαλάζοντα κύμβαλα, αν δεν εμβολιασθούν από τον ιό του φα¬νατισμού ή αν δεν τους τσιμπήσει το υπνοφόρο έντομο του καταναλωτισμού, τότε αυτοί θα αποτελέσουν την ελ¬πίδα της επανάστασης, αυτοί θα πραγματώσουν την επα¬νάσταση της ελπίδας.
Ο νέος ζει με το συναίσθημα. Και το συναίσθημα εί¬ναι η άλλη όψη της δημιουργίας. Δε φτάσαμε ακόμη στο τέλος της κατάψυξης. Τα αισθήματα αντέχουν ακόμη. Ας το πιστέψουμε- ένας καινούργιος κόσμος θ’ ανατείλει αύριο. Ένας κόσμος ελεύθερος, που θ’ ανέχεται τις δικές μας απόψεις αλλά και τις αντίθετες. Ένας κόσμος που δε θα έχει κλειστά τα μάτια από τον αποτροπιασμό για τ’ ανθρώπινα εγκλήματα, αλλά ορθάνοιχτα για να θαυ¬μάζουν την ομορφιά, την αλλαγή του κόσμου από αιματοβαφή αρένα σε ειρηνικό πεδίο συνάντησης των λαών. Φτάνει ν’ αντισταθούμε σε καθετί που μας κάνει φτη¬νούς, σε καθετί που μας αποπροσανατολίζει και μας δια¬βρώνει. Και τότε σίγουρα, όπως λέει ο ποιητής, “σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει”
(16 Φεβρουαρίου 1986)

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄
GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Γενικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.