Αρκούδες ακόλουθοι
Ο Πατήρ Ναζάριος ανακαίνισε εκ βάθρων το Μοναστήρι του Βαλαάμ που βρίσκεται στην λίμνη Λατόγκα της Ρωσσίας. Με τον ερχομό του εκεί στα 1782, ως Γέροντας της Μονής, φρόντισε για την αναζωογόνησι της αδελφότητας και την πνευματική της ανάπτυξι.
Το 1801 έφυγε από το Βαλαάμ και απομονώθηκε σε μια κοντινή περιοχή για τρία χρόνια. Ύστερα γύρισε στο Σάρωφ, την Μονή της μετανοίας του, όπου έζησε σαν ερημίτης στο ομώνυμο δάσος μέχρι τον θάνατό του, στις 23 Φεβρουαρίου 1809.
Ο Πατήρ Ναζάριος ανέπτυξε μια φιλική σχέσι με τις αρκούδες της περιοχής. Τα βράδυα συνήθιζε να βαδίζη ανάμεσα στα δέντρα του δάσους, ψάλλοντας κατά την Αρχαία Τάξι των Δώδεκα Ψαλμών. Οι αρκούδες, όχι μόνο δεν τον πείραξαν ποτέ, αλλά συχνά τον ακολουθούσαν όσην ώρα έψελνε.
ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Τα θηρία υποκλίνονται στους Μάρτυρες
Η ιστορία των Μαρτύρων Ταρασίου, Πρόβου και Ανδρόνικου, όπως περιγράφεται στις Πράξεις των Χρονικών του Βαρόνιου, στα 290 μ. Χ., είναι μια ιστορία, όπου τα άγρια ζώα απεδείχθησαν πολύ πιο ειρηνικά και φιλικά από τους ανθρώπους.
Οι Μάρτυρες αυτοί, αφού βασανίσθηκαν φρικτά στην Ταρσό της Κιλικίας κι αφού πλέον δεν είχε απομείνει ούτε ένα σημείο του σώματός τους χωρίς πληγή, με τα κόκκαλά τους σπασμένα, σχεδόν ημιθανείς, μεταφέρθηκαν στην αρένα, όπου ο διοικητής Μαξέντιος θέλησε να τους επιδείξη στο πλήθος, πριν τους παραδώσει στα άγρια θηρία για να τους φάνε.
Όταν οι στρατιώτες απέθεσαν καταγής τα κατακρεουργημένα σώματα των Μαρτύρων, οι θεατές τρόμαξαν. Πολλοί απ’ αυτούς άρχισαν να κατηγορούν τον Μαξέντιο, άλλοι σηκώθηκαν να φύγουν σε ένδειξι διαμαρτυρίας γι’ αυτή την θηριωδία.
Ο Μαξέντιος, εξωργισμένος, παρήγγειλε στον αξιωματικό της φρουράς να σημειώση τα ονόματα όλων όσοι εγκατέλειπαν την αρένα, για να τους τιμωρήση. Ύστερα, διέταξε ν’ αφήσουν ελεύθερη μία άγρια αρκούδα. Το ζώο όμως δεν πλησίαζε τους Μάρτυρες και ο Μαξέντιος έδωσε εντολή να την μαστιγώσουν. Κατόπιν ελευθέρωσαν μία άλλη αρκούδα, που είχε ξεσκίσει τρεις ανθρώπους νωρίτερα, εκείνη την ημέρα. Κι αυτή όμως κάθησε στα πόδια του Ανδρόνικου και άρχισε να του τα γλύφη. Μάταια ο Μάρτυρας την πείραζε, τις τραβούσε τις τρίχες, προσπαθώντας να την εξαγριώση. Εκείνη εξακολούθησε να κάθεται στα πόδια του ατάραχη και να τον κοιτάζη.
Ο Τερεντάνιος, που προΐστατο των βασανιστηρίων, φοβούμενος την οργή του Μαξέντιου, έστειλε να φέρουν στην αρένα μία φοβερή λέαινα, που τους είχε στείλει από την Αντιόχεια ο Ηρώδης. Ωστόσο, η λέαινα πλησίασε τους Μάρτυρες και γονάτισε μπροστά στον Ταράσιο. Έτσι όπως καθόταν στα πόδια του, ήρεμη και απαθής, έμοιαζε περισσότερο με πρόβατο, παρά με άγριο θηρίο.
Οι θεατές άρχισαν να κραυγάζουν με θαυμασμό, πράγμα που έκανε έξαλλο τον Μαξέντιο. Διέταξε τους στρατιώτες να εξαγριώσουν το ζώο με κάθε τρόπο. Μάταιος κόπος. Κάποια στιγμή, αντίθετα, η λέαινα πέρασε την μάντρα της αρένας με μια δρασκελιά και μπήκε στο κλουβί της.
Ο Τερεντάνιος, διαπιστώνοντας ότι όλα τα θηρία, παρά τα άγρια ένστικτά τους, σεβάσθηκαν τους Μάρτυρες, διέταξε χωρίς καθυστέρησι τον αποκεφαλισμό τους.
ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων. Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006
Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.