Στην Καλύβη του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, στο Άγιον Όρος, ζούσε ο καλοπροαίρετος, υποχωρητικός, φιλάδελφος και αγαθώτατος Γέροντας Συμεών (Γεώργιος Κανάτσος, του Εμμανουήλ και της Ελένης, γέννησις 1904, προσέλευσις 1933, κουρά 1935, κοίμησις 12-3-1988). Παραχωρήσει Θεού, στα τελευταίά του χρόνια είχε χάσει το φως των οφθαλμών του, και έτσι ο βίος του στα απόκρημνα Καυσοκαλύβια απέβη, πέρα του φύσει και θέσει σκληρός, αφεγγής και ακινδυνώδης. Καθόλου δεν βαρυγκόμησε όμως ο αείμνηστος.
Απ’ εναντίας εξέλαβε το πάθημα ως θεία επίσκεψη και ειδική οικονομία, και αφού έβαλε νέα αρχή για τα αφορώντα στην σωτηρία του, έστρεψε το φρόνημα, τον νου και το όμμα της καρδιάς του στης ψυχής του τα ενδότερα, τα φωταυγή και ουρανοσήμαντα, και με την δύναμη της αδιαλείπτου προσευχής, γνώρισε, Χάριτι Θεού, της χαρμολύπης την ανεκτίμητη αξία, ώστε την βαναυσότητα της τυφλότητός του ήρθε, και όχι απλώς εξισορρόπησε, αλλά υπερκέρασε η ηδύτης της προγεύσεως των μελλόντων αγαθών.
Κοινή ήταν η πεποίθησις των Καυσοκαλυβιτών συνασκητών του, ότι ο Θεός του εδώρησε το χάρισμα των δακρύων. Και ήταν να ζηλεύεις τα τέτοια μάτια του, τα οποία δακρυρροώντας αενάως προς τα έξω, αποδείκνυαν τα πνευματικώς και θείως δρώμενα και βιούμενα έσω.
Και ήταν ευλογία Θεού για τον κάθε αδελφό και πατέρα ή και ευλαβή επισκέπτη, όταν τον πλησίαζε, καθήμενον συνήθως σε σπιθαμιαίο σκαμνάκι η στου κατωφλιού της Καλύβας του τα παραδίπλα με ακουμπισμένη την πλάτη του στην τοιχοπαραστάδα, για ανάπαυση και σιγουριά και για ψηλαφητώς αλάνθαστο αφετηριακό προσανατολισμό του. Κουβαράκι χαριτωμένο, λίγο ακόμη και τα γόνατά του θα άγγιζαν το πηγούνι!
(+επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου: Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα, έκδοσις Ιεράς Καλύβης Αγίων Πάντων Μεγίστης Λαύρας, Άγιον Όρος, 2004)