Κεφάλαιον ΛΗ . Χριστούγεννα εις τας Καρυάς.
Τρεις και μισός περίπου μήνες είχον παρέλθει, αφ’ ης είχον τοποθετηθή ως Διοικητής της Αστυνομίας Αγίου Όρους. Μίαν ημέραν, ο Γραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος με ηρώτησεν, αν διαμένων επί καιρόν ήδη εις το Άγιον Όρος, παρετήρησα θαύμά τι, εξ ου να εδραιωθώσιν αι περί υπάρξεως Θεού πεποιθήσεις μου. Του απήντησα:
-Δυστυχώς όχι, δια των αισθήσεών μου. Απελπίσθην ότι θα έβλεπόν τι, καίτοι σχεδόν διήλθον ολόκληρον το Άγιον Όρος.
–Να είσαι έτοιμος την εσπέραν της δευτέρας ημέρα των Χριστουγέννων να κατελθώμεν εις την Μονήν μου των Ιβήρων και θα σου δείξω την επομένην τρίτην εν θαύμα εκεί.
–Τι;
-Να, κινήται εξ υπερφυσικής δυνάμεως η προ της ωραίας πύλης κανδήλα αυτομάτων. Ηυχαρίστησα αυτόν και του υπεσχέθην να μεταβώμεν.
Επί τούτοις, ο αντιπρόσωπος του Βατοπεδίου μοι λέγει:
-Έχεις ήδη πλέον των τριών μηνών εν Αγίω Όρει, μετέβης παντού και το Βατοπέδιον δεν το επεσκέφθης μέχρι σήμερον. Οι γέροντες της Μονής μου μοι εξέφρασαν παράπονα και μοι έδωκαν εντολήν να σε παρακαλέσω να κατέλθεις και περάσομεν τα Χριστούγεννα μαζί. Σε παρακαλώ λοιπόν πολύ, να μείνει η κατά τα Χριστούγεννα επίσκεψίς σου εις την Μονήν Ιβήρων δι’ αργότερα και να δεχθής να κατέλθωμεν ομού εις το Βατοπέδιον, να διέλθωμεν εκεί τας εορτάς.
-Ευχαριστώ θερμώς και σας και τους πατέρες του Βατοπεδίου, δια το οποίον πολύ ενδιαφέρομαι. Ήδη θα μεταβώ εις την Μονήν Ιβήρων, και υπόσχομαι σε σας από τούδε την παραμονήν της πρώτης του έτους να κατέλθωμεν εις την Μονήν σας και διέλθωμεν εκεί την Αγίου Βασιλείου εορτήν.
Ούτω, κανονισθέντων των πραγμάτων, απήλθον εκείθεν. Ο μέχρι της ημέρας εκείνης χειμερινός καιρός, ετράπη επί τα βελτίω. Ο βορράς εκόπασε και αι ημέραι επί τη προσεγγίσει των Χριστουγέννων και εν γένει των εορτών μετεβλήθησαν εις λαμπράς χειμερινάς ημέρας. Αι τέσσαρες μεσολαβούσαι ημέραι μέχρι Χριστουγέννων, διήλθον καλώς εν Καρυαίς, όπου παρηκολούθησα εις την εκκλησίαν του Πρωτάτου τας κατά τελευταίας ημέρας της τεσσαρακοστής λειτουργίας και ακολουθίας. Εκεί εκκλησιάσθην κατά την ημέραν των Χριστουγέννων. Έφαγα κατόπιν μετά της συνοδείας μου.
Οι φίλοι μου εκ Λαύρας Κορνήλιος και Ησύχιος δεν με ελησμόνησαν. Μοι απέστειλαν από της παραμονής θαυμάσιον μπούτι, η μάλλον περί τον ήμισυ αμνού της Λαύρας εκ τριών περίπου οκάδων, συνοδευόμενον με ωραίαν επιστολήν. Είναι οι μόνοι εκ των οποίων, και ελαχίστων άλλων, εδεχόμην ολίγα δώρα, και ταύτα διότι είχον την πεποίθησιν, ότι δεν έδιδον αυτά εξ υστεροβουλίας, αλλά καθαρώς εκ πνεύματος ξενίας. Αλλά και ταύτα πάλιν ουχί καθημερινώς αλλά εις μίαν εξαιρετικήν περίστασιν. Ούτω αι δύο πρώται ημέραι των Χριστουγέννων διήλθον θαυμασίως λαμπρά.
Μετά την μεσημβρίαν της δευτέρας και περί ώραν 5ην, συνηντήθην μετά του Γραμματέως της Ιεράς Κοινότητος, και ιππεύσαντες επί δύο ζώων, απήλθομεν εις την Ιβήρων. Εχαιρέτισα, εκαθίσαμεν συζητούντες μέχρι της 10ης μ.μ. εις τον ξενώνά των, έχοντες θέμα το θαύμα της κανδήλας και είτα εκοιμήθημεν. Την πρωΐαν, περί ώραν 4 ½ μετέβημεν μετά του Γραμματέως εις την λειτουργίαν, εις την μεγάλην της Μονής εκκλησίαν, όπου είχε μεταφερθή η Πορταΐτισσα, τοποθετηθείσα επί προσωρινής έδρας εφ’ ης είχε στρωθή χρυσοκέντητος τάπης, επροσκύνησα και έλαβον την θέσιν μου ίνα παρακολουθήσω την θείαν Λειτουργίαν.