Τη 23η του μηνός Νοεμβρίου, “διήγησις οπτασίας Ιωάννου τινός, πάνυ ωφέλιμος” – Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.

Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου ζούσε κάποιος Ιωάννης, γνωστός και στο βασιλιά από την τέχνη που εξασκούσε. Αυτός περνούσε τη ζωή του μέσα στην αμαρτία, χωρίς να συλλογιστεί ποτέ την κόλαση. Αλλά ο Κύριος, που όλα τα οικονομεί καλά για το καλό μας, πραγματοποίησε τη διόρθωσή του με μια οπτασία.
Συνέβη λοιπόν κάποτε να δει στ’ όνειρό του, ότι πρόσφερε στο βασιλιά ένα έργο της τέχνης του. Και μετά άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους και να χαίρονται κι οι δυο.
Έπειτα όμως, στα καλά καθούμενα, ξεγύμνωσε ο βασιλιάς ένα σπαθί, άρπαξε τα μαλλιά του Ιωάννη σε μια δέσμη και προσπαθούσε να του τα κόψει χωρίς λύπηση.
Ο Ιωάννης λύγιζε συνεχώς τον αυχένα, νομίζοντας πως ο βασιλιάς έπαιζε μαζί του. Εκείνος όμως του είπε σοβαρά – σοβαρά: «Όταν το ξίφος θα έχει κόψει όλες σου τις τρίχες, τότε στο αίμα σου θα λουστεί ο τράχηλός σου». Και μ’ αυτά τα λόγια το ξίφος κατέβηκε και του φάνηκε πως του έκοψε το λαιμό!
Προχωρώντας το ξίφος έφτασε κοντά στο στήθος του. Τότε ο Ιωάννης, γεμάτος αγωνία, καλούσε σε βοήθεια προς όλες τις μεριές. Από το φόβο και την τρομάρα, που πήρε, κι από το φρικτό εκείνο αγώνα, ξύπνησε έκπληκτος και ταραγμένος. Έκανε το σταυρό του και είπε:
-Σ’ ευχαριστώ, όνειρο, που το φοβερό αυτό αγώνα τον έκανες φανταστικά μονάχα.
Μα και πάλι έμεινε ο ίδιος κι αδιόρθωτος.
Να όμως, που, μετά από κάμποσο καιρό, αρρώστησε βαριά. Και πάνω στην αρρώστια του, ζητούσε τη βοήθεια του Θεού.
Τότε πάλι βλέπει – όχι στ’ όνειρό του τώρα, αλλά πέφτοντας σε έκσταση – ότι στεκόταν σε βήμα σεκρετικό1 ή μάλλον δικαστικό. Σ’ αυτό το βήμα, πάνω σε θρόνο, έβλεπε να κάθεται ένας φοβερότατος βασιλιάς, ντυμένος στολή αρχιερατική και βασιλική μαζί. Δεξιά και αριστερά του κάθονταν κάποιοι σεβάσμιοι άνδρες, ενώ ο ίδιος στεκόταν χαμηλότερα και τους κοίταζε. Στα δεξιά του βασιλιά ήταν κάποιοι ωραίοι ευνούχοι. Και στ’ αριστερά του κάποιος άλλος, πιο ταπεινός και καταδεκτικός. Πίσω απ’ το βασιλιά ήταν ένα βάραθρο βαθύ και σκοτεινό τόσο, που, και να το έβλεπες μόνο, σε κυρίευε φόβος μεγάλος.
Ενώ λοιπόν ο Ιωάννης στεκόταν εκεί έντρομος, του λέει ο βασιλιάς:
-Άραγε ξέρεις, παλληκάρι μου, ποιός είμ’ εγώ;
-Ξέρω, Δέσποτα, αποκρίθηκε ο Ιωάννης. Είσαι ο Υιός του Θεού και Θεός, που σαρκώθηκε για μας, καθώς οι θείες Γραφές μας αναφέρουν.
-Αφού από τις Γραφές, καθώς λες, με γνωρίζεις, ασφαλώς γνωρίζεις κι αυτούς που κάθονται εδώ, μαζί μου. Πώς όμως ξέχασες την απειλή εκείνη του βασιλιά Κωνσταντίνου; Ή μήπως δεν ξέρεις για ποιό πράγμα σου μιλάω;
-Ξέρω, Δέσποτα. Αφού κάτι από το φόβο, που δοκίμασα τότε, έχει μείνει ακόμα μέσα μου.
-Αν νιώθεις ακόμα μέσα σου το φόβο εκείνο, τότε γιατί επιμένεις στα ολέθρια για σένα; Μάθε λοιπόν τώρα στην πράξη πως έκανες λάθος. Δεν ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που σ’ έκανε να δοκιμάσεις εκείνο το φοβερό βασανιστήριο. Εγώ ήμουν και τότε.
Αυτά είπε ο βασιλιάς. Κι αμέσως, μ’ ένα νεύμα, πρόσταξε τους παρευρισκόμενους να πετάξουν τον Ιωάννη στο βάραθρο, που ήταν πίσω.
Εκείνος, καθώς τον έσερναν χωρίς έλεος, έκλαιγε γοερά και ζητούσε τη βοήθεια της Θεοτόκου. Ξαφνικά του φάνηκε πως την είδε κι εκείνη κάπου εκεί ανάμεσα, και μετά άκουσε τη φωνή του βασιλιά να λέει:
-Αφήστε τον να φύγει, για χάρη της Μητέρας μου, που με παρακάλεσε!
Στο σημείο αυτό η οπτασία εξαφανίστηκε.
Κατατρομαγμένος ο Ιωάννης, αφού μάζεψε το μυαλό του, έτρεξε σ’ έναν ευλαβή μοναχό και του διηγήθηκε το παράδοξο όραμα που είδε. Και ο μοναχός του είπε:
-Δόξασε το Θεό, παιδί μου, που σ’ αξίωσε να πάρεις ένα τέτοιο δίδαγμα. Ξύπνα λοιπόν, αδελφέ μου, μην πάθεις κι εσύ όμοια μ’ αυτά που θα σου διηγηθώ. Γιατί παρόμοια με τη δική σου οπτασία είδε κι ένας άλλος. Είδε κάποιον Γεώργιο, που ήταν πρώτος από τους προϊσταμένους των βασιλικών σεκρέτων, να είναι δέσμιος και να οδηγείται με τη βία σ’ ένα φοβερό χάσμα, όπου έμελλε να ριχτεί. Κάποιος τότε παρουσιάστηκε εκεί, και με παρρησία εμπόδισε εκείνους, που τον έσερναν προς το χάσμα, να τον ρίξουν μέσα. Τους παρακάλεσε μάλιστα να τον αφήσουν ελεύθερο μέχρι είκοσι μέρες, και τους έδινε εγγύηση πως θα διορθωθεί. Εκείνοι, με την εγγύηση αυτή, ελευθέρωσαν τον Γεώργιο. Μόλις είδε αυτό το όραμα εκείνος ο άνθρωπος και κατάλαβε τη σημασία του, έτρεξε και το φανέρωσε στον Γεώργιο, που ήταν φίλος του. Εκείνος άκουσε τα καθέκαστα, μα τα θεώρησε ανοησίες, κι έμεινε ο ίδιος κι αδιόρθωτος. Πέρασαν οι είκοσι μέρες και – αλίμονο! – ο Γεώργιος έφυγε ξαφνικά από τη ζωή αυτή, πηγαίνοντας πραγματικά, και οριστικά τώρα, να πληρώσει το χρέος, σύμφωνα με τη δοσμένη υπόσχεση.
Αυτά διηγήθηκε ο μοναχός, συμπληρώνοντας όσα του είπε ο Ιωάννης. Κι εκείνος, ακούγοντάς τα κι έχοντας ακόμα ζωντανά στο νου του όσα είδε, εξομολογήθηκε χωρίς ντροπή όλα του τα αμαρτήματα κι άλλαξε τη ζωή του προς το καλύτερο.
Έζησε θεάρεστα πολλά ακόμα χρόνια. Κι όταν κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, πήγε στις μονές του Κυρίου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ.
1. Από τη μεσαιωνική λέξη σέκρετον ή σήκρητον (λατ. ρίζα: sectrtum), που σημαίνει τη γραμματεία, την υπηρεσία διεκπεραιώσεως υποθέσεων, κ.τ.ό. Έτσι ονομαζόταν η γραμματεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέχρι τη φραγκική άλωση του 1204. Από το 10ο αι. ο όρος σέκρετον επεκτάθηκε σχεδόν σε όλες τις υπηρεσίες ή τα γραφεία, όπου η εργασία ήταν γραφική και υπαλληλική. Στα χρόνια του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259- 1282), μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, σέκρετον ονομάστηκε και το ανώτατο αυτοκρατορικό δικαστήριο.

Από το βιβλίο: Διηγήσεις φοβερές και ωφέλιμες: Από τα Μηναία της Εκκλησίας μας – Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
23 Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Αμφιλοχίου, Επισκ. Ικονίου: Βίος, Ακολουθία, Παρακλητικός Κανών.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.