Λειτουργική εμπειρία στο μέτωπο του 1940 (Αληθινό περιστατικό).

%ce%9f-%ce%9a%cf%8d%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b7%ce%bc%cf%8e%ce%bd-%ce%99%ce%b7%cf%83%ce%bf%cf%8d%cf%82-%ce%a7%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%cf%8c%cf%82-%ce%95%cf%85%ce%bb%ce%bf%ce%b3%cf%8e%ce%bd

Μέρες είχαν να κοιμηθούν. Αν λογιζόταν για ύπνος, ο λιγοστός χρόνος που ξάπλωναν καταγής ντυμένοι όπως ήταν, για να ξυπνήσουν σε λίγη ώρα από το φοβερό κρύο που τους πάγωνε την καρδιά και νιώθαν πως πεθαίναν. Δεν ήταν πολλοί. Καμιά δεκαπενταριά άνδρες σ’ αυτό το ύψωμα του Εφταχωρίου που υποστήριζε, υποτίθεται, τα μετόπισθεν. Γιατί τις τέσσερις τελευταίες μέρες είχε ενοποιηθεί σχεδόν με την πρώτη γραμμή. Δεν ήταν ούτε εύκολα τα πράγματα, ούτε ελπιδοφόρα. Οι Ιταλοί έρχονταν σωρηδόν. Είχαν απίστευτη υπεροχή. Η πρώτη γραμμή με πενιχρότατα μέσα, αρκετές απώλειες και περισσή αυτοθυσία, κράτησε τόσες μέρες την επιδρομή δύο Ιταλικών μεραρχιών. Της «Φεράρας» και του «Κένταυρου». Τώρα με νύχια και δόντια προσπαθούσε να κρατήσει τις θέσεις της απέναντι στην πανίσχυρη και πάνοπλη περίφημη Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια». Έντεκα χιλιάδες στρατιώτες απέναντι σε δύο χιλιάδες δικούς μας κι αυτούς εξαντλημένους, πεινασμένους και σχεδόν αόπλους, είναι μεγέθη που δεν συγκρίνονται.

Κι είναι αλήθεια πως τις τελευταίες μέρες, μαζί με τους αγαπημένους και πολύπαθους συντρόφους τους, έχάναν και έδαφος. Κάποια υψώματα δώθε-κείθε και η αμυντική γραμμή κάνοντας «κοιλιές», τραβιόταν όλο και πιο πίσω. Γι’ αυτό και η θέση τους, που ήταν θέση στα μετόπισθεν, είχε φθάσει να αγγίζει την πρώτη γραμμή.

Δεν μιλούσε κανείς κείνο το πρωινό. Βλέφαρα που με δυσκολία κρατιόνταν ανοιχτά, λόγω της παρατεταμένης αγρυπνίας, άφηναν τη ματιά να πλανηθεί μακριά στο πουθενά, όσο να μπορέσει η σκέψη, κρατώντας ένα αδιατάρακτο πλάνο, να ταξιδέψει σε μέρη δικά της, αγαπημένα.

Δεν υπήρχε κουράγιο τώρα, ανθρώπινη περιέργεια όπως τις πρώτες μέρες, να σπάσει αυτήν την περίεργη σιωπή, να στραφεί στο διπλανό της, να ρωτήσει τι σκέφτεσαι; Τόσες μέρες τα ‘χαν πει όλα ο ένας στον άλλο. Για τις δουλειές τους που άφησαν στη μέση. Για τους γονείς τους που με ελπίδα, περηφάνεια και φόβο τους ξεπροβόδισαν. Για τα αγαπημένα τους πρόσωπα που ξενυχτούσαν πλάι τους, με το στημόνι της αγωνίας να υφαίνει σκουρόχρωμο το υφαντό της ψυχής τους. Για τα σχέδιά τους που θα ξεκινούσαν μ’ όρεξη μόλις ο πόλεμος τελείωνε.

Στιγμές-στιγμές τ’ αργό ανοιγόκλειμα των ματιών έπαιρνε το βλέμμα αλλού και άλλαζε την εικόνα που συνόδευε τις νέες τους σκέψεις. Τίποτα δεν ακουγόταν. Ούτε κι ο ασύρματος του Κώστα, που από καιρό σε καιρό έσπαγε τη νεκρική σιωπή, για να μεταδώσει ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα, πιο σπάνια και πιο συχνά εκείνα τ’ ατέλειωτα παρατεταμένα η μη «μπιπ» του κώδικα μορς. Τώρα σιγούσε κι αυτός. Ήταν διαταγή. Από χθες το βράδυ μέχρι νεοτέρας. Σιγή ασυρμάτων. Γιατί επρόκειτο η ιταλική αεροπορία να χτυπήσει για εκκαθάριση τη γραμμή αμύνης και δεν έπρεπε να στοχοποιηθούν οι θέσεις των στρατιωτών απ’ τον εντοπισμό των ασυρμάτων.

Μια απραξία λοιπόν που όμως δεν σ’ άφηνε να κοιμηθείς, να χαλαρώσεις, να ξεκουραστείς, γιατί φοβόσουν ότι από στιγμή σε στιγμή κάποιο αεροπορικό βλήμα μπορεί να σε περνούσε στην αιωνιότητα. Κι ο φόβος πάντα συμμαχούσε με το κρύο τούτες τις ώρες, κάνοντας αδύνατο να κοιμηθεί κανείς. Σιωπή, εξάντληση, φόβος κι αγωνία.

–Κάτσε κάτω, μην κουνιέσαι. Γίνεσαι στόχος. Ψιθύρισε ο Βαγγέλης απ’ την Καρδίτσα στον Αλέξανδρο που σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε μπροστά.

Δεν έδωσε σημασία εκείνος. Σαν να μην άκουσε. Προχώρησε ίσια εμπρός. Έφτασε τον ασυρματιστή και έκατσε δίπλα του.

–Κυριακή σήμερα, του είπε.

Ο άλλος δεν μιλούσε. Ούτε καν τον κοίταξε.

–Τέτοια ώρα στην Αθήνα, στον Μητροπολιτικό Ναό τελείται η θεία Λειτουργία.

Ανέκφραστος ο ασυρματιστής. Έδειχνε σαν να μην ακούει τίποτα απ’ τον μονόλογο του Αλέξανδρου. Ωστόσο τον άκουγε. Το ’ξερε ο Αλέξανδρος, γι’ αυτό και συνέχισε.

–Δεν πιάνεις λίγο στον ασύρματο το Εθνικό πρόγραμμα ν’ ακούσουμε όλοι μας τη Λειτουργία;

Τώρα γύρισε απότομα. Τον κοίταξε πιο φοβισμένος ίσια στα μάτια.

–Είσαι καλά; Τρελάθηκες; τον ρώτησε και τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Από φόβο; Από οργή μπροστά στο παράλογο αίτημα;

Ήταν πιστός ο Αλέξανδρος. Τον ήξερε καλά. Ήταν θεολόγος. Χαριτωμένο παιδί. Αλλά ο πόλεμος δεν αφήνει περιθώρια για συναισθηματισμούς και συμπάθειες.

–Λίγο. Μόνο για λίγο, επέμενε ο Αλέξανδρος, με ένα ύφος τόσο παρακλητικό και συνάμα τόσο πιεστικό. Θα φωνάξω και τους υπόλοιπους. Θα γονατίσουμε όλοι γύρω απ’ τον ασύρματο… Λίγο… Να πάρουμε την ευλογία του Χριστού. Τη χάρη της Λειτουργίας. Το μόνο που ’χουμε ανάγκη εδώ πάνω…

–Είσαι καλά; επέμενε πάλι ο άλλος, παρόλο που εσωτερικά είχε ήδη εξασθενήσει κάθε αντίδρασή του. Το κατάλαβε ο Αλέξανδρος. Δεν χρειαζόταν να επιμείνει άλλο.

–Παιδιά, ελάτε όλοι εδώ γύρω. Γύρω απ’ τον ασύρματο. Γονατίστε. Θα ακούσουμε για λίγο τη θεία Λειτουργία απ’ την Αθήνα. Να πάρουμε δύναμη. Να μας ευλογήσει ο Χριστός και η Παναγία.

Παράξενο, αλλά σηκώθηκαν όλοι. Σιγά-σιγά ήρθαν και γονάτισαν γύρω απ’ τον ασύρματο. Αμίλητοι όπως πριν, αλλά μ’ εμπιστοσύνη στην «αποκοτιά» του Αλέξανδρου. Δεν χρειαζόταν άλλη παρότρυνση ο Κώστας.

–Μόνο για μια στιγμή, είπε σιγανά στον Αλέξανδρο και περίμενε να τακτοποιηθεί γονατιστός και ο τελευταίος στρατιώτης.

Έγινε σιγή μερικών δευτερολέπτων και κατόπιν ο ασυρματιστής άνοιξε τον ασύρματο. Ακούστηκε ένα μικρό σύρσιμο στις διάφορες συχνότητες του ασύρματου και μετά πάλι μια ελαχιστότατη σιγή, που τη διέκοψε η ευκρινέστατη φωνή του ιερέα.

–… «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών».

Και… αμέσως ο Κώστας έκλεισε τον διακόπτη.

…………………………………………………………

Στα γέρικα μάτια του κυρ-’Αλεξανδρου, που είχαν ασπρίσει απ’ τον καταρράκτη, διέκρινα καθαρά τη συγκίνησή του στην εξιστόρηση του θαύματος κι αξέχαστου γι’ αυτόν περιστατικού.

–Όσα χρόνια κι αν περάσουν ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή τη στιγμή… Έζησα από τότε αναρίθμητες Λειτουργίες, όμως αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή, ποτέ δεν το ξανάνιωσα. Κι όποτε κάποιος ή εγώ αναρωτιέμαι τι είναι η θεία χάρις, θυμάμαι εκείνη την εμπειρία και λέω: ξέρω. Την έχω νιώσει. Κανένας μας δεν σκοτώθηκε κατόπιν σ’ ολόκληρο τον πόλεμο, όμως δεν είναι αυτό. Πιο πολύ είναι, αυτό που νιώσαμε εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό σ’ εκείνο το ύψωμα στο Εφταχώρι.

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ

Από το Περιοδικό ”Η Δράσις μας”, τεύχος Οκτωβρίου 2012

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.