Το κλεμμένο λάχανο – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου.

Ηταν κάποτε ενα μοναστηράκι στην Πα¬λαιστίνη, όπου καλογέρευαν μερικοί μοναχοί. Ο γερο-ηγούμενος τους ειχε μοιρά¬σει τα διακονήματα, δηλαδή τις δουλειές, ανάλο¬γα με την ηλικία και τις ικανότητες του καθενός, ώστε και η κάθε δουλειά να γίνεται καλύτερα και ο κάθε αδελφός να είναι ευχαριστημένος. Στον α¬δελφό Φιλόθεο ανάθεσε τη φροντίδα του λαχανό¬κηπου. Στο ξερό έδαφος της Παλαιστίνης ο Φιλό¬θεος δούλεψε σκληρά, για να κάμει το λαχανόκη¬πο άποδοτικό και τα κατάφερε. Λάχανα, ντομά¬τες, αγγουράκια, μελιτζάνες και άλλα χορταρικά πρόσφεραν την ποικιλία τους στο λιτό τραπέζι του μοναστηρίου, οπού το βασικό φαγητό ήταν συνήθως το ψωμί και οι ελιές.
Το λοιπόν, μέσα σ’ αυτόν το λαχανόκηπο ήρθε και φώλιασε μιά σκαντζοχερίνα.
Ηρθε από μακριά, τρύπωσε στο φράχτη κι αποφάσισε να μείνει σ’ αυτό το όμορφο μέρος, ό¬που υπήρχε μπόλικο φαϊ και νερό, μακριά από τις πονηρές αλεπούδες και τα άλλα ζώα που νοστιμεύονται το σκαντζοχερίσιο κρέας. Μόλις έβλεπε το Φιλόθεο, τρύπωνε στη φωλιά της, κουλουριαζότανε και περίμενε να φύγει. και περνού¬σε ήσυχα ο καιρός.
Σάν ήρθε η εποχή της να γεννήσει, ετοίμασε τη φωλιά της. Έστρωσε ξερά φύλλα, που τα κου¬βάλησε κολλημένα στα αγκάθια της, αποθήκεψε και λίγη τροφή: μιά οχιά που σκότωσε σπάζοντάς της το σβέρκο και δυό σαλιγκάρια. και σάν ήρθε η ώρα της, γέννησε δυό σκαντζοχεράκια με ξανθωπά μαλακά αγκάθια. Ένιωσε πολύ περή¬φανη, γιατί ήταν τα πρώτα της παιδιά. Όμως η χαρά της ξανεμίστηκε, μόλις κατάλαβε πως το έ¬να της παιδί είχε γεννηθεί τυφλό. Λυπήθηκε, ό¬πως μόνο μιά μάνα μπορεί να λυπηθεί.
Κάτι πρέπει να κάμω γι’ αυτό το παιδί, έ¬λεγε μέσα στον πόνο της.
Και τότε σκέφτηκε τον ασκητή, που ειχε το κελλί του πέρα στην ερημιά, μακριά από το μο¬ναστήρι. Προτού άκόμα καταφύγει στο λαχανό¬κηπο, ειχε ακουστά για την αγιωσύνη του. Και μιά μέρα που ο Φιλόθεος κουβέντιαζε με τον υποταχτικό του, εκεί που ποτίζανε τις μελιτζανιές και τις αγγουριές, τους άκουσε να λένε πως έκανε και θαύματα. Λέγανε πως ειχε από το Θεό το χάρισμα να γιατρεύει αρρώστιες. Τότε δέν ει¬χε δώσει σημασία, τώρα ομως ο γέροντας ήταν η μοναδική της ελπίδα. Πήρε την απόφαση να του πάει το τυφλό παιδί της. Ξεκίνησε μόλις σκοτείνιασε, για ν’ αποφύγει τα σκυλιά, τις αλεπούδες και τους μπούφους, που είναι οι χειρότεροι εχθροί των σκαντζόχοιρων. Το σκοτάδι δέν την τρόμαζε, μπορούσε να βρει εύκολα το δρόμο της. Περπατούσε με τις ώρες, σηκώνοντας το παιδί με το στόμα της. το κρα¬τούσε σφιχτά από το σβέρκο, να μή της πέσει. ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος, σταμάτησε πολ¬λές φορές για να ανασάνει. το μικρό γρύλλιζε, κουνούσε τα ποδαράκια του, σαστισμένο από την επιμονή της μάνας του να το κρατά σ’ αυτή την άβολη στάση.
Την αυγή έφτασε μπροστά στη σκήτη. ο γέ¬ροντας καθόταν κιόλας στην είσοδο κι έπλεκε ενα ζεμπίλι. Εκείνη πλησίασε κι απόθεσε το μικρό της στα πόδια του. Τον κοίταξε ικετευτικά, με το μουσούδι της του έδειξε τα τυφλά ματάκια. ο γέροντας παράτησε το εργόχειρο του, σηκώ¬θηκε, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και προσευχή¬θηκε. Ύστερα έκαμε λίγο πηλό και άλειψε τα μάτια του μικρού σκαντζόχοιρου. και το θαύμα έγινε. τα τυφλά μάτια άνοιξαν κι αντίκρυσαν για πρώτη φορά το φως. η καρδιά της σκαντζοχερίνας πήγαινε να σπάσει από τη χαρά.
Πάρε το παιδί σου και πήγαινε, της είπε ο γέροντας και ξανάπιασε το πλέξιμο.
Ο γυρισμός στο λαχανόκηπο της φάνηκε πα νηγύρι. το δεύτερο παιδί της υποδέχτηκε το α¬δελφάκι του με ένα ωραίο γευστικό δώρο: ένα μεγάλο γυμνοσάλιαγκα. και για τη μάνα του εί¬χε σκοτώσει ολόκληρο ποντικό.
Ωστόσο η σκαντζοχερίνα δέν ήταν αχάριστη. Ηθελε να ξεπληρώσει την ευεργεσία του ασκητή. Αλλά πώς; το σκέφτηκε από ‘δω, το σκέ¬φτηκε από ‘κει και κατάληξε στο συμπέρασμα πως έπρεπε να του προσφέρει ένα δώρο. Τί όμως; οι σκαντζόχοιροι είναι φτωχοί, ζούνε μεροδούλι-μεροφάι, που λέει ο λόγος. Κοιτάζοντας τον καρπερό λαχανόκηπο του μοναστηρίου της κατέβηκε μιά λαμπρή ιδέα: θα χάριζε στον καλό μοναχό ένα λάχανο, ένα μεγάλο, ολοστρόγγυλο, νόστιμο λάχανο.
– Θά φάει κι αυτός μιά φορά σάν άνθρωπος, σκέφτηκε.
Και πάνω στον ενθουσιασμό της ούτε που της πέρασε από το νου να ρωτήσει το Φιλόθεο. τη νύχτα πήγε κι έκοψε το πιό γινομένο λάχανο του κήπου. Κυλώντας το πότε με τα μπροστινά της πόδια και πότε με το μουσούδι της, με αφάνταστη υπομονή και επιμονή κατάφερε, με το ξημέ¬ρωμα, να το φέρει ίσαμε το κελλί του ασκητή. Εκείνος ήταν πάλι καθισμένος στην είσοδο κι έ¬πλεκε. η σκαντζοχερίνα έσπρωξε κοντά του το δώρο της.
– Που το βρήκες; τη ρώτησε ο γέροντας, χωρίς ν’ αφήσει τη δουλειά του.
– Στο λαχανόκηπο του μοναστηρίου, αποκρίθηκε εκείνη.
– Σου το πρόσφερε δηλαδή ο αδελφός Φιλό¬θεος;
Η σκαντζοχερίνα κόμπιασε.
– Οχι, παραδέχτηκε. το πήρα μόνη μου.
– Σά να λέμε τόκλεψες. και θές να φάω κλεμ¬μένο πράμα;
– Δέν… το σκέφτηκα… ετσι.
– Η πρόθεση σου ήταν καλή και η πράξη σου κακή. Πάρε το λάχανο και γύρισέ το αμέσως στη θέση του.
Κι εκείνη υπάκουσε.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος» Αθήνα 1995. Σελ. 9 – 15.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.