ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
Θεσσαλονίκη 20/7/2016
Προς
την Ιερά Σύνοδο
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ι. Γενναδίου 14
115 21 Αθήνα
Κοινοποίηση:
σε όλους τους Ιεράρχες
της Εκκλησίας της Ελλάδος
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (19-26/7/2016)
Μακαριώτατε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς,
Σας αποστέλλω, ευλαβώς, μια περιεκτική αποτίμηση για την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» και Σας παρακαλώ, να κάνετε τον κόπο να την μελετήσετε, επειδή πιστεύω, ότι θα μπορούσε να βοηθήσει, κάπως, στην υπεύθυνη συζήτηση που θα γίνει στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας, όταν αυτή συνέλθει. Η αποτίμησή μας θα κινηθεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο θα αφορά την αποτίμηση ως προς το τυπικό και Κανονικό μέρος της Συνόδου, ενώ το δεύτερο επίπεδο θα αφορά την αποτίμηση ως προς το ουσιαστικό μέρος της.
Ως προς την εκκλησιαστική τυπικότητα και Κανονικότητά της, η λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» -θεολογικά κρινόμενη- δεν είναι «Αγία», κατά κυριολεξία. Και τούτο, επειδή δεν είναι «επομένη τοις αγίοις Πατράσι», ούτε τυπικώς ούτε ουσιαστικώς, όπως θα γίνει φανερό με όσα θα πούμε στη συνέχεια. Δεν είναι όμως και «Μεγάλη», όχι μόνον επειδή δεν ήταν παρούσες όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά κυρίως, γιατί ήταν σε αυτήν πολύ μικρή και επιλεγμένη η αντιπροσώπευσή τους από τους κατά τόπους Αρχιερείς. Το σημαντικότερο, όμως, εν προκειμένω είναι, ότι η «Σύναξη» αυτή των Αρχιερέων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί -με αυστηρά θεολογικά κριτήρια- ούτε καν ως μία Τοπική Σύνοδος. Πρόκειται, μάλλον, για μια ιδιότυπη, διηυρυμένη, «Προσυνοδική Διάσκεψη Αρχιερέων» με δέκα Προκαθημένους, ή για ένα «Συνέδριο» δέκα συγκεκριμένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίες αντιπροσωπεύτηκαν από τους Προκαθημένους τους και το πολύ από 24 κατ’ επιλογήν Αρχιερείς.
Είπαμε, ότι η εν λόγω «Διάσκεψη» η το «Συνέδριο» αυτό δεν είναι καν μία Τοπική Σύνοδος, γιατί στην Τοπική Σύνοδο συνέρχονται και ψηφίζουν όλοι οι μετέχοντες σ’ αυτήν Αρχιερείς. Στην παρούσα όμως «Διάσκεψη-Συνέδριο», σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας της, ψήφο είχαν μόνο οι παρόντες δέκα Προκαθήμενοι. Η πράξη αυτή είναι πρωτοφανής στην Εκκλησιαστική μας Ιστορία και αυθαίρετη και δεν συνάδει καθόλου με την εκκλησιολογικού χαρακτήρα πρακτική των έως σήμερα Ορθοδόξων Συνόδων, οι οποίες προϋποθέτουν την αγιοπνευματική ισότητα όλων των Αρχιερέων, πράγμα που εμφαίνεται στην ισότιμη ψήφο τους. Κανείς απολύτως Επίσκοπος –μηδέ του Προέδρου της Συνόδου εξαιρουμένου– δεν είναι «άνευ ίσων» συνεπισκόπων του. Αυτό που ίσχυσε στην παρούσα «Διάσκεψη» παραπέμπει εμμέσως σε μία σαφή μορφή Παπισμού, έστω κι αν η ψήφος των Προκαθημένων έχει συλλογικό χαρακτήρα.
Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις της παραπάνω «Προσυνοδικής Διάσκεψης», ή του παραπάνω «Αρχιερατικού Συνεδρίου», δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Άρα και καμμία ισχύ, όχι μόνο για όλη την Εκκλησία, αλλά και για τις Τοπικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που αντιπροσωπεύτηκαν στο «Αρχιερατικό» αυτό «Συνέδριο» -όλως αθέσμως-, αφού οι μετέχοντες Αρχιερείς δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Αλλά οι αποφάσεις είναι άκυρες και για τον πρόσθετο λόγο της αρχής της Ομοφωνίας, η οποία παραβιάστηκε με την μη παρουσία των τεσσάρων Πατριαρχείων (Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας).
Επιπροσθέτως οι αποφάσεις της ιδιόρρυθμης «Συνόδου» του Κολυμπαρίου δεν είναι δεσμευτικές για την Ελλαδική Εκκλησία και για έναν πρόσθετο λόγο. Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας μας, αντί να υποστηρίξει την ομόφωνη θέση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας στο Στ Κείμενο, εισηγήθηκε άλλη θέση, η οποία έγινε αποδεκτή από τις εννέα άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Πρακτικώς, αυτό σημαίνει, ότι η θέση του Σώματος της Ελλαδικής Ιεραρχίας δεν εκπροσωπήθηκε, οπότε με βάση τον Κανονισμό Λειτουργίας της «Διάσκεψης», στο Στ Κείμενο δεν υπήρξε ομοφωνία. Άρα, το Κείμενο είναι άκυρο.
Και τώρα, η αποτίμηση του ουσιαστικού μέρους της ιδιότυπης «Συνόδου». Κατ’ αρχήν, οφείλουμε να πούμε γενικώς, ότι στη λεγόμενη «Σύνοδο» του Κολυμπαρίου της Κρήτης επιχειρήθηκε μια θεσμικού χαρακτήρα πνευματική έκπτωση από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. [Λέμε, ότι επιχειρήθηκε, επειδή –με βάση όσα είπαμε νωρίτερα– δεν προσδίδουμε θεσμικό ρόλο στις αποφάσεις της παραπάνω «Αρχιερατικής Διασκέψεως»]. Στην Κρήτη όχι μόνο δεν καταδικάσθηκε καμμία ετεροδοξία (αίρεση), αλλά και επιχειρήθηκε μια φοβερή, θεσμικώς, έκπτωση από την συνοδικώς οριοθετημένη πίστη της Εκκλησίας, μια έκπτωση ουσιαστικά από τον «Όρο Πίστεως» της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την έκπτωση από την δογματική διδασκαλία του Συμβόλου της Πίστεως, που αναφέρεται στην ταυτότητα της Εκκλησίας, καθ’ εαυτήν.
Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε, ότι πιστεύουμε «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Όμως, στη «Διάσκεψη» της Κρήτης, δέκα Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και η Εκκλησία της Ελλάδος, αποδέχθηκαν αθεολόγητα την «Βαπτισματική Θεολογία» και έμμεσα την «Θεωρία των Κλάδων», αναγνωρίζοντας ως Εκκλησίες τους Ρωμαιοκαθολικούς, τούςΜαρωνίτες, τους Νεστοριανούς, τους Μονοφυσίτες Αντιχαλκηδονίους, τους Μονοθελήτες, οι οποίοι καταδικάστηκαν για την χριστολογική τους αίρεση από σειρά Οικουμενικών Συνόδων (από την Τρίτη έως και την Έκτη), αλλά και την πανσπερμία των Προτεσταντών, που αντιπροσωπεύονται στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των λεγομένων Εκκλησιών. Αποτελεί πνευματική παραφροσύνη και πνευματικό πραξικόπημα η πράξη της απόπειρας για Συνοδική απόφαση στο Κολυμπάρι προς αναγνώριση ως Εκκλησιών των καταδικασθέντων αιρετικών από Οικουμενικές Συνόδους. Αυτό, στην πράξη, είναι συγκρητισμός και Οικουμενισμός.
Δεν κινήθηκε ο θυμός –το έλλογο νεύρο της ψυχής- των «Συνοδικών» Αρχιερέων προς τους νοητούς λύκους της Εκκλησίας. Απεναντίας, οι «λύκοι» ονομάστηκαν «πρόβατα» της μίας και μόνης λογικής ποίμνης, της Εκκλησίας. Εκ του αποτελέσματος συμπεραίνουμε, ότι στην Κρήτη δεν έγινε η αναμενόμενη από το ευλαβές πλήρωμα της Εκκλησίας «σύσκεψη» των «Συνοδικών» Αρχιερέων με το Άγιο Πνεύμα, ούτε και λειτούργησε η «σφενδόνη» του Αγίου Πνεύματος για την εκ νέου καταδίκη των αιρετικών. Ειδικότερα, για τους Ρωμαιοκαθολικούς, λεκτικώς, ομολογήσαμε την πίστη μας στον Όρο της Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρακτικώς όμως ακυρώσαμε αυτήν την πίστη, αναγνωρίζοντας ως Εκκλησίες, όχι μόνον αυτούς, αλλά και άλλες Χριστιανικές Κοινότητες, που αντίκεινται στον Όρο αυτό, δια του filioque. Ως γνωστόν, η οποιαδήποτε προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως -ακόμη και η ερμηνευτικώς σωστή- καταδικάζεται από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους μετά την Γ (συμπεριλαμβανομένης) και όσοι το κάνουν, ορίζεται να καθαιρούνται και να αφορίζονται από την Εκκλησία.
Σαφώς, λοιπόν, το filioque, ως προσθήκη, καταδικάζεται -έμμεσα, αυτομάτως και ετεροχρονισμένα- από Οικουμενικές Συνόδους, ως αίρεση, αφού εκπίπτουν από την Εκκλησία, όσοι το υιοθετούν, ως προσθήκη, κατά την απόφαση των ανωτέρω Συνόδων. Γι’ αυτό και η ετεροδοξία του filioque των Ρωμαιοκαθολικών και όλων των Προτεσταντών είναι κατεγνωσμένη αίρεση.
Άλλωστε, η προσθήκη του filioque καταδικάστηκε επί Μεγάλου Φωτίου στην Σύνοδο του 879/80 (Η’ Οικουμενική), όπου μετείχε και αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης, ενώ καταδικάστηκαν και άλλες κακοδοξίες του Ρωμαιοκαθολικισμού για την ταύτιση ουσίας και ενεργείας στον Τριαδικό Θεό και για τον κτιστό χαρακτήρα της θείας Χάριτος, στις Συνόδους του 1331 και 1351. Αλλά και ο Προτεσταντισμός καταδικάστηκε από σειρά Συνόδων στην Ορθόδοξη Ανατολή (1638, 1642, 1691).
Κατά συνέπειαν, δεν είναι δυνατόν σε ένα Συνοδικό δογματικού χαρακτήρα Κείμενο να μην υπάρχει θεολογική ακρίβεια και οι ετερόδοξοι να αναγνωρίζονται ως Εκκλησίες. Αυτό θα σήμαινε, ή ότι γίνεται συνειδητή έκπτωση στο εκκλησιολογικό δόγμα, ή ότι υπάρχει διγλωσσία, με ο,τι αυτό συνεπάγεται.
Με την ψήφιση του Στ Κειμένου, που χαρακτηρίζεται για τις σκόπιμες ασάφειες και ιδιαίτερα για τις θεολογικές αντιφάσεις του, η «Αρχιερατική Διάσκεψη» στην Κρήτη κατοχύρωσε θεσμικά τον Οικουμενισμό, εισάγοντας έτσι και προωθώντας την εκκλησιολογική σύγχυση στις συνειδήσεις των πιστών. Υπενθυμίζω συγκεκριμένα την παράγραφο 16, όπου σημειώνονται τα εξής: «Εν εκ των κυρίων οργάνων εν τη Ιστορία της Οικουμενικής κινήσεως είναι το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών (ΠΣΕ)… Παραλλήλως, υφίστανται και άλλοι διαχριστιανικοί οργανισμοί και περιφερειακά όργανα, ως η «Διάσκεψις των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών» (ΚΕΚ), το «Συμβούλιον Εκκλησιών Μέσης Ανατολής (ΣΕΜΑ) και το «Παναφρικανικόν Συμβούλιον Εκκλησιών». Ταύτα μετά του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών τηρούν σημαντικήν αποστολήν δια την προώθησιν της ενότητος του χριστιανικού κόσμου».
Την αποδοχή του όρου «Εκκλησία», για τους ετεροδόξους και ιδιαίτερα για τους Προτεστάντες, συναντούμε κατά κόρον και στις παραγράφους 19 και 21, στο ίδιο Κείμενο. Η παραπάνω διατύπωση σημαίνει, ότι εμείς, ως Ορθόδοξη Εκκλησία, συμφωνούμε πως οι ετερόδοξοι-αιρετικοί συμβάλλουν σημαντικά στην προώθηση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου! Από εδώ πιστοποιείται, ότι, όσοι ψήφισαν και όσοι υπέγραψαν αυτό το Κείμενο, δεν συνειδητοποίησαν σίγουρα, ότι «ο Οικουμενισμός έχει πνεύμα πονηρίας και κυριαρχείται από ακάθαρτα πνεύματα», κατά την χαρισματική εμπειρία του μακαριστού Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτη. Η θεμελιακή θέση του Οικουμενισμού είναι ο δογματικός πλουραλισμός. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, την δογματικά νομιμοποιημένη συνύπαρξη διαφορετικών δογματικώς πίστεων. Όποιος αμφισβητεί τον δογματικό αυτό πλουραλισμό, χαρακτηρίζεται φανατικός και φονταμενταλιστής.
Παράλληλα, οι Οικουμενιστές δεν επιτρέπουν αξιολογικές κρίσεις για την ορθότητα, την ανωτερότητα ή την κατωτερότητα των διαφόρων θρησκειών. Στον Οικουμενισμό όλοι χωρούν. Γιατί η ενότητα σ’ αυτόν δεν εμποδίζεται από την ποικιλία των διαφορετικών πίστεων, πράγμα που είναι εκκλησιολογικά απαράδεκτο από Ορθόδοξη άποψη.
Ως δογματολόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχω την βαθύτατη πεποίθηση, ότι ο Οικουμενισμός είναι η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση, αλλά και η επικινδυνότερη πολυαίρεση, που εμφανίστηκε ποτέ στην Ιστορία της Εκκλησίας. Και τούτο, γιατί ο Οικουμενισμός, εξαιτίας του συγκρητιστικού χαρακτήρα του, συνιστά την πιο δόλια αμφισβήτηση της πίστεως της Εκκλησίας, αλλά και την πιο σοβαρή νόθευσή της. Αμβλύνει σε απαράδεκτο βαθμό την δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας και δημιουργεί σύγχυση γύρω από την ταυτότητα της Πίστεώς μας. Κενώνει πονηρά την ακεραιότητα της σώζουσας Πίστεως της Εκκλησίας -πράγμα που έχει ολέθριες σωτηριολογικές συνέπειες- με το να θεωρεί όλες τις θρησκευτικές πίστεις νόμιμες σωτηριολογικώς, όταν υποστηρίζει, ότι όλες οι ετερόδοξες και ετερόθρησκες πίστεις είναι οδοί, που οδηγούν στην ίδια σωτηρία.
Αλλά, με όσα αντιφατικά, ως προς την Εκκλησιολογία, γράφονται στο Στ Κείμενο, δίνεται η εντύπωση, ότι οι ετερόδοξοι χριστιανοί εμπαίζονται, αφού στην αρχή κατονομάζονται ως «ετερόδοξες εκκλησίες», δηλαδή αιρετικοί, και στη συνέχεια ονομάζονται Εκκλησίες. Δεν επιτρέπεται να υποτιμούμε τη νοημοσύνη τους. Καταλαβαίνουν καλώς, ότι δεν τους αγαπούμε αληθινά, γιατί δεν τους λέμε την αλήθεια καθαρά. Τους λέμε ψέματα, πως είναι Εκκλησίες. Και με τον τρόπο αυτό δεν τους βοηθούμε, γιατί δεν τους καλούμε σε μετάνοια και άρνηση των δογματικών πλανών τους, ώστε να ενταχθούν στην μόνη αληθινή Εκκλησία, την Ορθόδοξη. Ευτυχώς, αρκετοί Αρχιερείς δεν υπέγραψαν αυτό το Κείμενο για δογματικούς λόγους.
Στο Κείμενο για «Το Μυστήριον του Γάμου και τα Κωλύματα αυτού», δεν θα επαναλάβω, όσα σχετικά έγραψα στην πρώτη μου Επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο, στις 3-2-2016, για να μη Σας κουράζω. Θα προσθέσω μόνο, ότι, ενώ ο 72ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, θέτει τις εκκλησιολογικές–δογματικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη του εκκλησιαστικού μυστηρίου του γάμου, η απόφαση της «Διασκέψεως» των Αρχιερέων στο Κολυμπάρι της Κρήτης -όλως αντι-Κανονικώς και αναρμοδίως- δίνει την δυνατότητα στις Τοπικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να αποκλίνουν από την περί των μυστηρίων δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, η προταθείσα εισήγηση των μικτών γάμων ως οικονομία -πέρα από την αντικανονικότητα και την παρανομία της, αλλά και το οξύμωρο της σχετικοποιήσεως ενός Κανόνα (72) Οικουμενικής Συνόδου (Πενθέκτης) από ήσσονα «Σύνοδο», στην οποία παραπέμπει το θέμα- είναι άκρως αθεολόγητη, εκκλησιολογικώς. Γι’ αυτό, άλλωστε, συνιστάται αυστηρώς από τον 72ο Κανόνα η ακύρωση και η διάλυση αυτού του γάμου, ως παράνομη
εκκλησιολογικώς συμβίωση.
Η περαιτέρω μάλιστα θεολογική τεκμηρίωση του Κανόνα, δεν αφήνει καθόλου περιθώρια για οποιαδήποτε οικονομία. «Ου γαρ χρη τα άμικτα μιγνύναι», σημειώνει ο Κανόνας, «ουδέ τω προβάτω τον λύκον συμπλέκεσθαι, και τη του Χριστού μερίδι τον των αμαρτωλών κλήρον• ει δε παραβή τις τα παρ’ ημών ορισθέντα, αφοριζέσθω». Δεν εισηγείται, δηλαδή, ο 72ος Κανόνας οικονομία, αλλά εφιστά την προσοχή για την σοβαρότατη παρανομία. Η παρέκκλιση από τον συγκεκριμένο Κανόνα συνιστά σοβαρότατη Κανονική παρανομία και «παραοικονομία», που έχει, επίσης, σοβαρότατες εκκλησιολογικές συνέπειες, αφού αναμειγνύει τα άμικτα σε «άμικτη μίξη», «συμπλέκει» εκκλησιολογικώς το «πρόβατο» με τον «λύκο» και την «μερίδα» του Χριστού με τον «κλήρο» των αμαρτωλών. Τέτοια, όμως, μίξη είναι εκκλησιολογικώς αδιανόητη και θεολογικώς και πνευματικώς απαράδεκτη.
Στο Κείμενο: «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον», δίνεται η εντύπωση, ότι επιχειρείται ο εγκιβωτισμός Ορθοδόξων και ετεροδόξων, ενίοτε και ετεροθρήσκων. Τούτο είναι εμφανές, όταν τα σχετιζόμενα με την ειρήνη, η οποία βιώνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως καρπός του Αγίου Πνεύματος, λέγονται απροϋπόθετα και για τους εκτός αυτής. Αυτό, όμως, κενώνει στην πράξη την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και την ίδια την Εκκλησία, ενόσω αφήνει να εννοηθεί, ότι η ειρήνη του Χριστού, ως άκτιστη ενέργειά Του, μπορεί να κατορθώνεται και να οικειώνεται και εκτός αυτής από ετεροδόξους, ετεροθρήσκους και ανθρώπους απλώς «καλής θελήσεως», ενδεχομένως τότε και από αθέους. Αυτό όχι μόνο μαρτυρία δεν συνιστά, αλλά προκαλεί και σύγχυση ανάμεσα στους πιστούς για την ταυτότητα της Εκκλησίας και της δεδωρημένης σ’ αυτήν «άνωθεν ειρήνης».
Ως προς το ζήτημα της Ορθοδόξου Διασποράς, έχουμε την γνώμη, ότι με την εν λόγω «Αρχιερατική Διάσκεψη» επιχειρήθηκε η αντικανονική -έστω και πρόσκαιρη- λύση των Επισκοπικών Συνελεύσεων, οι οποίες όχι μόνο δεν θεραπεύουν, αλλά διαιωνίζουν τον ήδη συνοδικώς καταδικασμένο εθνοφυλετισμό (1872).
Μετά τη «Σύνοδο» της Κρήτης εκδόθηκε η «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Κρήτη, 2016), η οποία παρουσιάζει θεολογικές αντιφάσεις. Γι’ αυτό και θα αναφερθούμε επιγραμματικά σ’ αυτές. Συγκεκριμένα, στην δεύτερη παράγραφο σημειώνεται το εξής: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αποτελεί αυθεντικήν μαρτυρίαν της πίστεως εις τον θεάνθρωπον Χριστόν…». Εδώ, γεννάται εύλογα το λογικό και θεολογικό ερώτημα: Πως «η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αποτελεί αυθεντικήν μαρτυρίαν της πίστεως εις τον θεάνθρωπον Χριστόν», όταν αυτή αναγνωρίζει τους Νεστοριανούς, τους Μονοφυσίτες, τους Αντιχαλκηδονίους και τους Μονοθελήτες ως Εκκλησίες, ενόσω αυτοί έχουν καταδικασμένη από Οικουμενικές Συνόδους Χριστολογία;
Στην τρίτη παράγραφο μνημονεύονται Σύνοδοι καθολικού «κύρους», όπως είναι η επί Μεγάλου Φωτίου και αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και η Σύνοδος του 1484, με την οποία αποκηρύσσεται η ψευδοσύνοδος της Φλωρεντίας. Ακόμη και οι Σύνοδοι, που αποκηρύσσουν τις Προτεσταντικές δοξασίες. Πως συμβιβάζονται, όμως, όλα αυτά με την αναγνώριση των Ρωμαιοκαθολικών και των Προτεσταντών ως Εκκλησιών;
Στην παράγραφο 20 σημειώνονται τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι διαχριστιανικοί διάλογοι ελειτούργησαν ως ευκαιρία δια την Ορθοδοξίαν, δια να αναδείξη το σέβας προς την διδασκαλίαν των Πατέρων και δια να δώση αξιόπιστον μαρτυρίαν της γνησίας παραδόσεως της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Οι υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας διεξαγώμενοι διάλογοι ουδέποτε εσήμαναν, ούτε σημαίνουν και δεν πρόκειται να σημάνουν ποτέ οιονδήποτε συμβιβασμόν εις ζητήματα πίστεως. Οι διάλογοι αυτοί είναι μαρτυρία περί της Ορθοδοξίας…». Η δήλωση αυτή, όμως, διαψεύδεται από τα κοινά Κείμενα, τα οποία υπεγράφησαν και από τους Ορθοδόξους, όπως είναι του Balamand, του Porto Alegre, της Ραβέννας και του Pussan. Και η Συνοδική Εγκύκλιος κατακλείεται ως εξής: «Ταύτα απευθύνονται εν συνόδω προς τα εν τω κόσμω τέκνα της αγιωτάτης Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας και προς την οικουμένην πάσαν, επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι και τοις συνοδικοίς θεσπίσμασι προς διαφύλαξιν της πατροπαραδότου πίστεως».
Όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία «επομένη τοις αγίοις Πατράσι και τοις συνοδικοίς θεσπίσμασι» δεν αναγνώρισε ποτέ στο παρελθόν, ως Εκκλησία, τους αιρετικούς, όπως επιχείρησε να κάνει η εν λόγω «Συνέλευση των Αρχιερέων» στην Κρήτη.
Ως προς το «Μήνυμα» της «Αρχιερατικής Διασκέψεως», αυτό συνοψίζει τις ληφθείσες αποφάσεις και παράλληλα προκαλεί τη νοημοσύνη των ενημερωμένων πιστών. Συγκεκριμένα, στην πρώτη παράγραφο του «Μηνύματος»σημειώνονται τα εξής: «Βασική προτεραιότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου υπήρξε η διακήρυξη της ενότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στηριγμένη στη θεία Ευχαριστία και την Αποστολική διαδοχή των Επισκόπων. Η υφισταμένη ενότητα είναι ανάγκη να ενισχύεται και να φέρει νέους καρπούς». Το εύλογο ερώτημα των αναγνωστών του «Μηνύματος» αυτού είναι: Πως διακηρύσσεται έτσι πανηγυρικά η ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όταν είναι γνωστό, ότι σ’ αυτήν την «Σύναξη» δεν παραβρέθηκαν τέσσερα Πατριαρχεία, που αντιπροσωπεύουν συντριπτικά περισσότερους πιστούς, απ’ όσους αντιπροσωπεύτηκαν από τους δέκα Προκαθημένους, που συμμετείχαν σ’ αυτήν; Και πως γίνεται με τόση άνεση η αναφορά στη Θεία Ευχαριστία, ως θεμέλιο της ενότητας, τη στιγμή που υφίσταται η διακοπή της διαμυστηριακής κοινωνίας ανάμεσα στα δύο πρεσβυγενή Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων και της Αντιοχείας;
Και στην ίδια παράγραφο σημειώνεται: «Η Συνοδικότητα διαπνέει την οργάνωση, τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις και καθορίζεται η πορεία της». Υπάρχει, όμως, κάποια μαρτυρία στην Ιστορία των Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπου οι αποφάσεις να λαμβάνονται μόνον από τους Προκαθημένους και χωρίς την ψήφο των συμμετεχόντων Αρχιερέων;
Στην τρίτη παράγραφο γίνεται λόγος για τους Θεολογικούς Διαλόγους με τους ετεροδόξους και σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Οι διάλογοι, που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σημαίνει ποτέ συμβιβασμό σε ζητήματα Πίστεως». Εδώ, υπενθυμίζουμε ενδεικτικά και πάλι τα Κείμενα του Balamand, του Porto Alegre, της Ραβέννας, του Pussan, τα οποία έχουν σοβαρές εκκλησιολογικές αιρέσεις.
Όλα τα παραπάνω λέγονται με έμπονη αγάπη και σεβασμό στην Αρχιερωσύνη Σας, χωρίς καμμία άλλη επιδίωξη, παρά μόνο, επειδή θέλουμε να μένουμε πάντοτε, ως ζώντα μέλη, στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία Του.
Με βαθύτατο σεβασμό
ασπάζομαι την δεξιά Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.