Ο νους πράγματι χρονίζων αισθητώ, πάντως πάθος έχει προς αυτό. οίον επιθυμίας ή λύπης ή οργής ή μνησικακίας. […]
Το κεφάλαιο αυτό είναι ένας καθρέπτης για να δούμε το βάθος της ψυχής μας. Όταν ο νους ξεφεύγει και πηγαίνει κάπου, αυτό δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, δεν είναι κάποιος λογισμός ή κάποια έκπτωσις του νου, ή κάτι που μου συνέβη την παρούσα στιγμή, αλλά αποκαλύπτει ότι υπάρχει μέσα μου ένα πάθος βαθύτατα ριζωμένο, το οποίο πρέπει να ανακαλύψω.
Προσεύχομαι, επί παραδείγματι, και ο νους μου πηγαίνει κάπου. Μπορεί να αγωνισθώ και να επιστρέψει ο νους μου στα νοήματα τα οποία έλεγα προς τον Θεόν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και ενίκησα οριστικά. Αυτό είναι μία στιγμιαία ενέργεια, μία αντίδρασις εκείνης της στιγμής. Το βέβαιο και το ουσιαστικό είναι ότι, για να πάει κάπου ο νους μου – όταν μάλιστα αυτός χρονίζει, όταν σχολάζει κάπου ή επανέρχεται συνεχώς – υπάρχει κάποιο πάθος που π-ρέπει να το βρω. Μη ευρίσκοντάς το, ο λογισμός ή η έννοια θα επανέρχεται συνεχώς σε εκείνο το σημείο.
Έρχεσαι και με ρωτάς: Γιατί, Γέροντα, γίνεται αυτό στο μοναστήρι μας, ενώ οι πατέρες λένε ακριβώς το αντίθετο; Σου το εξηγώ και μου λες, ναι έχετε δίκαιο. Ύστερα από ένα μήνα επανέρχεσαι στο ίδιο ερώτημα. Σου το ξαναεξηγώ, το καταλαβαίνεις. Συγχώρεσε με λες, από εγωισμό το έκανα.
Μόλις ξαναδημιουργηθεί κάποια επιθυμία, δηλαδή κάποιος λόγος , κάποιο αίτιο, όταν πάλι κάτι μας αγγίξει ή μας θίξει, όταν κάπου μας πληγώσουν ή όταν κάτι δεν γίνει από εκείνα που θέλομε, επανερχόμεθα πάλι σε εκείνο που δεκαπέντε, είκοσι φορές, πιθανόν επί είκοσι χρόνια έχομε συζητήσει. Αυτό σημαίνει ότι κάποιο πάθος υπάρχει.
Δημιουργείται σε κάποιον μια αντίθετη αντίληψις από εκείνη που κυριαρχεί στο μοναστήρι, από εκείνο που λέει ο Γέροντας, κι εσύ ρωτάς: «Τι θέλει από εμένα ο Θεός στην συγκεκριμένη περίπτωση»; Διασαφηνίζεται το θέμα, το καταλαβαίνεις. Μετά από πολύ καιρό, πάλι διερωτάσαι: «Άραγε τι θέλει από εμένα ο Θεός; Αφού αυτό είναι παράλογο, θα κάνω και σ’ αυτό υπακοή, ή με έχει στείλει εδώ ο Θεός για να πω την αλήθεια»; Επανέρχεσαι σε εκείνο το παλαιό. Η επαναφορά σου δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια, ή με την αγάπη προς το μοναστήρι ή με την ταπείνωση. Έχει σχέση μόνο με το συγκεκριμένο πάθος, και το πάθος μπορεί να είναι μόνο μία γνώμη ή μία επιθυμία ή ένας εγωισμός, αναλόγως τι είναι αυτό στο οποίο επανέρχεσαι.
Όταν βλέπεις ότι ο νους σου επανέρχεται σε κάτι αισθητό, σε κάτι που σου μιλάει, που έχει σχέση με σένα, που έχει δύναμη για σένα, που είναι ζωηρό και σε απασχολεί, τότε να είσαι βέβαιος ότι κρύπτεις μέσα σου ένα πάθος. Και αναφέρει μερικά: οίον επιθυμίας ή λύπης ή οργής ή μνησικακίας.
Οίον επιθυμίας. Πότε η επιθυμία είναι πάθος ή γίνεται πάθος; Όταν είναι κακή; Όχι, η κάθε επιθυμία είναι πάθος, διότι, εφ’ όσον υπάρχει μέσα μας, δεν υπάρχει προσευχή απερίσπαστος. Άρα δεν υπάρχει αγάπη προς τον Θεόν, αλλά μοιχεία, η οποία διαπράττεται με αυτό το οποίον επιθυμούμε. «Επιθυμώ» σημαίνει, στρέφω τον θυμό μου, την αίσθησή μου, την αισθαντικότητά μου προς κάτι. Αυτό το κάτι έχει για μένα μια δύναμη, μια ζωηρότητα μέσα μου, έχει μεγάλη σχέση με την γνώμη μου, με ότι συγκινεί το βάθος της ψυχής μου, με αυτό που με κάνει μα συνδέωμαι τόσο βαθιά μαζί του, ώστε να γίνωμαι ένα. Αυτό το βαθύτερο, η γνώμη, αποτελεί το κατ’ εξοχήν εγώ του ανθρώπου.
Επιθυμία λοιπόν είναι κάτι με το οποίο συνδέω ζωηρότατα τον εαυτό μου, τρόπον τινά τον νυμφεύω, ώστε να μην μπορώ να κάνω χωρίς αυτό. Η επιθυμία μπορεί να είναι οποιαδήποτε, αγαθή ή κακή.
‘Η λύπης. Λύπη σημαίνει αυτό που συνήθως το ονομάζομε αθυμία, πίκρα, μου πίκρανες την καρδιά, λέμε. Αλλά ποιο είναι το ουσιαστικό νόημά της; Το ουσιαστικό «αθυμία», προέρχεται από το στερητικό «α» και το ουσιαστικό «θυμός», σημαίνει, δεν ικανοποιείται η γνώμη μου, κάτι δεν μου δημιουργεί ζωηρή αίσθηση, δεν με ικανοποιεί. Επομένως έχω λύπη, όταν δεν γίνεται αυτό που νομίζω ή που πιστεύω, όταν δεν ζω όπως το θέλω εγώ, αλλά με υποχρεώνεις εσύ σε κάτι.
Επί παραδείγματι, μου λες, φύγε από το διακόνημά σου και πήγαινε σε εκείνο το άλλο. Αμέσως εγώ αθυμώ, λυπούμαι, διότι η αλλαγή του διακονήματός μου ήλθε σε σύγκρουση με την γνώμη μου, με αυτό που εγώ νομίζω, με αυτό που εγώ κάνω για εκείνο το διακόνημα. Εκείνο στο οποίο με βάζεις εσύ, δεν το αισθάνομαι, δεν το καταλαβαίνω, δεν το θέλω.
Η λύπη λοιπόν προέρχεται από το θίξιμο του εγώ μας. Δεν έχει σχέση στην ουσία με αυτό που μας κάνει ο άλλος, αλλά με αυτό που εγώ έχω μέσα μου, που νομίζω ή που το νιώθω, που το πιστεύω και το θέλω, και συ δεν μου το κάνεις, μου το αρνείσαι ή το αναιρείς. Η λύπη είναι ένα κλείσιμο στον εαυτό μου, μία πλήρης, εγωπαθής, πεισματάρικη παραμονή στο είναι μου, μία πλήρης απομόνωσις του εαυτού μου από τον άλλον. Η λύπη είναι εκ των θανάσιμων αμαρτημάτων, διότι είναι απομόνωσις στο εγώ μου και άρα απομόνωσις από τον Θεόν και τον πλησίον. Αλλά ο πλησίον είναι μέλος του Χριστού (Α’ Κορ. 12, 27), είναι ο Θεός για μένα. Κάθε λύπη είναι χωρισμός από τον Θεόν, η δε εγχρονίζουσα λύπη είναι οριστικό χώρισμα από τον Θεόν. Δεν υπάρχει για μένα Θεός, εφ’ όσον είμαι διαρκώς λυπημένος.
Βλέπετε ότι η επιθυμία και ή λύπη έχουν συναφή έννοια. Η μεν επιθυμία σημαίνει ότι κάπου στρέφεται και κολλάει ο θυμός μου, το θυμικό μου, η γνώμη μου, η ψυχή μου, κάτι το νιώθει έτσι. Η δε λύπις είναι αναίρεσις αυτού που νιώθω ή αυτού που πιστεύω ή αυτού που θέλω.
‘Η οργής. Εγείρετε την προσοχή σας, για να δείτε τι σημαίνει οργή, να δείτε πως όλα ξεκινούν από το εγώ και όλα τα πάθη μας χωρίζουν από τον Θεό και τους ανθρώπους. Οργή σημαίνει θυμός –αυτό αμέσως μας συνδέει με τα προηγούμενα-, σημαίνει αγανάκτησις, διάθεσις εκδικήσεως. Το ουσιαστικό «οργή» προέρχεται από το ρήμα «ορέγομαι», που σημαίνει ότι τείνω κάτι. Επί παραδείγματι, απλώνω το χέρι μου, τείνω τον εαυτό μου, τον τεντώνω και τον ρίχνω κάπου. Εδώ το «τείνω» έχει κυρίως την έννοια, εναντίον τινός ή επιθυμητικώς προς τινά, για να τον κάνω δικό μου. Εναντίον τινός σημαίνει κάνω το δικό μου, απομονώνω τον εαυτό μου από τον πλησίον και τον καθιστώ εχθρό μου. Προς τινά σημαίνει, ρίπτω δυναμικά τον εαυτό μου πάνω στον άλλον, πέφτω επάνω του, τον λιντσάρω, τον λειώνω. Επίσης ρίχνω καίρια εναντίον του, τον σημαδεύω επιτυχημένα, τον χτυπάω, τον πληγώνω.
Άρα οργή είναι το πλήγωμα του άλλου, το σημάδεμα. Αυτός, λέμε, έχει μια οργή εναντίον εκείνου, σαν να τον έχει σημαδέψει και κοιτάζει την στιγμή που θα του ρίξει το βέλος. Έχει μια οργή, έπεσε νομίζεις πάνω του ολόκληρος, έχει μια εμπάθεια προς κάποιον. Η ουσία είναι πάλι ότι αντιτιθέμεθα προς τον άλλον, το ότι έχει μια φόρα εναντίον του άλλου.
Το «ορέγομαι» λοιπόν έχει κυρίως την έννοια της στροφής κατά τινός, οπότε δείχνει πένα πάθος, μία επιθυμία, μία λαχτάρα προς κάτι. Λαχταράω να σε εξοντώσω, ή λαχταράω να σε κατακτήσω, να σε κάνω δικό μου.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε: Η επιθυμία είναι η εσωτερική στροφή προς κάτι το οποίο νομίζω, πιστεύω. Η λύπη είναι η εσωτερική μου αντίθεσις προς αυτό που μου προβάλλουν και που αντιτίθεται προς το εγώ μου, η δε οργή είναι η εξωτερίκευσις αυτής της λύπης, αυτής της αντιθέσεως, και το ρίψιμό μου επάνω στον άλλον.
Ή μνησικακίας. Η μνησικακία έχει εσωτέρα έννοια. Όχι απλώς ρίχνομαι επάνω σου, αλλά το κακό που νομίζω ότι μου έκανες το βάζω μέσα μου, το κλειδώνω και περιμένω την ώρα που θα μπορέσω οριστικά να σε εξοντώσω, θυμάμαι το κακό και ευκαίρως ακαίρως σε χτυπάω. Μνησίκακος είναι αυτός που καθιστά μόνιμη την κατάσταση της αναθέσεως του προς τον άλλον, που καθιστά παράμονο το πείσμα του να κάνει αυτό που νομίζει, ή αυτό που πιστεύει, ή αυτό που τον συγκινεί, αυτό που τον κάνει να νιώθει πληρότητα μέσα του.
Μνησικακία είναι ο οριστικός χωρισμός μου από τον άλλον. Γι’ αυτό όποιος μνησικακεί, είναι αδύνατον να νιώθει αγάπη, ευτυχία, συμπάθεια. Νομίζει πως δεν τον αγαπούν, πως τον παρακολουθούν, πως τα βάζουν μαζί του, πως σκέπτονται εναντίον του, ότι μιλάνε γι’ αυτόν: Αυτό το είπε για μένα οπωσδήποτε, αυτό υπονοούσε μένα, φαίνεται το έμαθε κείνο. Ο μνησίκακος είναι ο άνθρωπος ο φυλακισμένος μέσα σε μύριους τοίχους. Όσους και να σπάσει, δεν θα μπορέσει να επικοινωνήσει με τον άλλον, παρά μόνο εάν επέλθει ο Θεός πλήρης ελέους και τους αποτινάξει.
Μέχρι εδώ λοιπόν το περιεχόμενο του κεφαλαίου είναι: όταν ο νους χρονίζει σε κάποιο αισθητό πράγμα, όταν επανέρχεται κάπου, οιανδήποτε στιγμή –πολλώ μάλλον εν τη προσευχή-, σημαίνει ότι έχει πάθος, δηλαδή ροπή. Μας ανέφερε δε ο άγιος τα συνηθέστερα πάθη στα οποία ρέπει ο άνθρωπος, τη επιθυμία, την λύπη, την οργή και την μνησικακία.
Από το βιβλίο «Περί Αγάπης» – Ερμηνεία στον Αγ. Μάξιμο, εκδ. Ίνδικτος
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πειραϊκή εκκλησία», Τεύχος 281, Μάιος 2016