Οράματα του Μακριγιάννη – Τάσου Λιγνάδη.

Α’

«Από τον καιρό όπου αξιώθηκα δια της εσπλαχνίας του Θεού ν’ απολάψω το έλεός Του, να σώσει την ματοκυλισμένη μου Πατρίδα και Θρησκεία και μας τους αμαρτωλούς, από τότε ως την σήμερον, πάντοτες οι ΄Αγιοι με συντροφεύουν, και ακολούθως σημειώνω εις το εστερνό όλα αυτά• ό,τι είδα και ό,τι λένε, όλα δα τα σημειώσω και όποιος δέλει ας πιστεύει και όποιος δελειάς τηράγει την δουλειά του- κανένας δεν βιάζεται»
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

ΣΤΡΩΘΗΚΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣΑ το γραφτό του Μακρυγιάννη, που βγήκε στο φως-επιτέλους- με τίτλο Οράματα και Θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Είναι έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (Νοέμβριος 1983) και αποτελεί βαρύτιμη προσφορά στα γράμματα και στα σπουδάσματά μας. Το έως τώρα αδημοσίευτο αυτό κείμενο (είχε δωρηθεί από τον Γιάννη Βλαχογιάννη στον ΄Αγγελο Παπακώστα χειρόγραφο) δημοσιεύεται σε αναγνωστική μεταγραφή Παπακώστα, που την συνοδεύουν εισαγωγή και σημειώσεις του ίδιου. Προτάσσεται κατατοπιστικός πρόλογος του Λίνου Πολίτη και ακολουθούν χρησιμότατοι φιλολογικοί υπομνηματισμοί. Για την ανάγνωση, τον σχολιασμό και την δημοσίευση του κειμένου δούλεψαν, εκτός από τους προαναφερόμενους οι κκ. Α. Τσελίκας, Γ. Χάρης, Β. Σφυρόερας, Μ. Ευθυμίου – Χατζηλάκου και Χρ. Χαραλαμπάκης.

Πράγματι, είμαστε μπροστά σε μια έγκυρη έκδοση, ευεργετική για την μελέτη του βίου και του έργου του Μακρυγιάννη (1797- 1864). Την αξία του καινούργιου αυτού βοηθήματος την επαυξάνει και η παράλληλη έκδοση του φωτοτυπημένου χειρογράφου των Οραμάτων και Θαμάτων, γεγονός σημαντικό, επειδή το χειρόγραφο των Απομνημονευμάτων που έκαναν θρύλο, αισθητικό, γλωσσικό και ιστορικό τον Στρατηγό έχει περιέργως εξαφανισθεί από προσώπου γης.

Καταλαβαίνω την έκπληξη που θα ένιωσαν διαβάζοντας αυτό το γραφτό οι πρώτοι αναγνώστες του μετά τον Βλαχογιάννη, δηλαδή οι έκδοτες του. Σε τι σκέψεις θα τους έβαλε η ανάγνωση του περιεχομένου του! Ο στρατηγός μας λέει τα εσώψυχά του και δεν κρατάει γιαταγάνι αλλά θυμιατήρι. Είναι, λοιπόν, φυσικό να γεννηθούν σε πολλούς σωρός τα ερωτήματα. Είχε τάχα δίκιο ο Βλαχογιάννης που δεν έτρεφε ιδιαίτερη υπόληψη στο χειρόγραφο, επειδή δεν είχε ιστορική σημασία, επειδή είναι θρησκοληπτικό και επειδή δεν θα πρόσθετε τίποτα στην φήμη του θρυλικού συγγραφέα των Απομνημονευμάτων; Είναι, άραγε, το έργο ενός τρελλού, όπως είπε ο δεινός ιστοριοδίφης στον Γιώργο Θεοτοκά; Έχουν καμιά ουσία αυτά τα όνειρα και οι παραισθήσεις του Μακρυγιάννη ή το μόνο που μπορεί να κάνει η εποχή μας, ως προς το κείμενο, είναι να αξιοποιήσει λογοτεχνικά την ονειρική του φύση, όπως προσπαθούσε να προβλέψει ο Θεοτοκάς; Είναι πράγματι ενοχλητική για μας σήμερα η θρησκοληψία του γερασμένου Μακρυγιάννη, που μας δίνει ένα κείμενο από το οποίο μπορούμε να διαλέξουμε μερικές σελίδες και να τις χαρούμε αισθητικά, όπως λέει στον πρόλογο ο Λίνος Πολίτης, χωρίς να κρύβει κάποια ανομολόγητη απογοήτευση; Η, τέλος, το μόνο θετικό από την δημοσίευση του χειρογράφου είναι ότι καταρρίπτεται η πονηρή κατά τον Παπακώστα υποψία ότι τα Απομνημονεύματα δεν ήταν γνήσιο έργο του Μακρυγιάννη;

Αυτές και άλλες είναι οι σκέψεις που γεννά η ανάγνωση του μακρυγιαννικού κειμένου. Φυσικές και ευνόητες. Ας τις δούμε την καθεμιά τους ξεκινώντας από το τέλος.

Η σημασία της δημοσίευσης των Οραμάτων είναι τεράστια για την σωστή προσέγγιση των Απομνημονευμάτων, δεν νομίζω όμως ότι διασκεδάζει τις υποψίες η τις απορίες για την περίεργη εξαφάνιση του χειρογράφου των Απομνημονευμάτων. Εκείνο που θα τις διασκεδάσει είναι η αντιβολή των δύο κειμένων (με την βοήθεια του φωτοτυπημένου χειρογράφου), η οποία μπορεί να οδηγήσει σε άκρως ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις. ΄Οπως επίσης ενδιαφέρουσα θα είναι η Ιστοριογραφική αντιβολή των δύο κειμένων, που τον συσχετισμό τους τον προυποθέτει η ίδια η συνείδηση της συγγραφής. Γιατί από αυτή την άποψη τα Οράματα είναι ένα απόκρυφο κείμενο, με την διπλή σημασία του όρου (αποκαλυπτικό και κρυμμένο), που αποτελεί σχόλιο των Απομνημονευμάτων.

Ως προς την εκτίμηση την αισθητική (ενοχλητικός ο όρος), που δεν μπορεί παρά να βλέπει τα λαϊκά προϊόντα σαν θαυμαστά αξιοπερίεργα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αυτή που δημιούργησε μια παράδοση -ωφέλιμη αναντίρρητα- αλλά πολλές φορές επικίνδυνη για μια άμεση κατανόηση. Εθαύμασε στον Μακρυγιάννη κάτι που ποτέ του ο ίδιος δεν επεδίωξε: το ύφος. Όμως ο στρατηγός δεν κάνει ύφος. Είναι ύφος. Και αυτό το ύφος είναι η ζωή και η πίστη του (αδιαχώριστα πράγματα) που γίνεται αναγκαίος λόγος υπάρξεως. Προφορικός η γραπτός, στην περίπτωση του, το ίδιο κάνει. Μιλάει όπως θα μίλαγαν αμέτρητοι άλλοι αναλφάβητοι όμοιοι του. Δηλαδή παραστατικά, σαν να ζωγραφίζουν η να πλάθουν η να σκαλίζουν, γιατί δεν έχουν έτοιμες φόρμες έκφρασης. Αν ήξερε γράμματα ο Μακρυγιάννης, δεν ξέρω αν θα γινόταν λογοτέχνης, δεν θα ήταν πάντως Μακρυγιάννης. Δεν είναι η γλώσσα του υπόδειγμα λογοτεχνίας, είναι τεκμήριο ζωής. Ο στρατηγός έγραφε όχι αυτό που ζούσε αλλά όπως ζούσε.

Ηξερε ότι το εργαλείο του ήταν φτωχό, αφελές, πρωτόγονο κι αχάριστο. Σαν ένας σουγιάς που φτιάχνει την φλογέρα για να βγάλει ήχους. Ζούσε σημαίνει πολλά πράγματα, αλλά εκείνο που βαραίνει είναι τούτο σαν κυριολεξία του ρήματος: Αναστήθηκε κι αντρώθηκε στον Μύθο του Γένους του, που είναι σπίτι και ναός μαζί για την Ορθοδοξία. Κι αυτό δεν αποτελεί εκλογή η διαφοροποίηση. Είναι παράδοση, δηλαδή αυτόματη συνείδηση υπάρξεως, μέσα στο εμείς. Γι’ αυτό η πατρίδα και η πίστη είναι αδιαχώριστα πράγματα και μόνο πάνω σ’ αυτό το ζεύγος μπορούμε να νιώσουμε την κοινωνική ιδεολογία του Μακρυγιάννη. Δεν είναι κοινωνικός αναμορφωτής που διαφωτίστηκε. Η κοινωνία είναι γι’ αυτόν πεδίο μάχης που προετοιμάζει την άλλη ζωή. Η εξουσία της είναι η αμαρτία. Κι οποίοι ενάντια της σηκώνουν κεφάλι για πατρίδα και πίστη αυτοί είναι οι κοινωνικοί αγωνιστές.

Δεν είναι ο μόνος, φυσικά, ο Μακρυγιάννης ως προς αυτή την ιδεολογία. Είναι ολάκερος ο παιδεμός του λαού του. Και δεν λέει διαφορετικά πράγματα ο Χουρμούζης -που έζησε την ίδια εποχή- μόνο που τα λέει διαφορετικά, επειδή -αυτοδίδακτος- έμαθε γράμματα. Γι’ αυτό, η μνεία του Μακρυγιάννη για τον Χουρμούζη στην σ. 172 δεν χρειάζεται επιβεβαίωση άλλη. Πρόκειται όντως για τον Χουρμούζη, ο οποίος ως βουλευτής στις 4 Φεβρουαρίου 1852, σε αγόρευση του, μαστίγωσε την τότε κυβέρνηση για εγκληματικές ενέργειες. Αυτή την αγόρευση εννοεί ο Μακρυγιάννης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2 Μαΐου 1984

Από το βιβλίο: “Καταρρέω”, του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.