Παρακαταθήκης διατήρησις εκτός Μ. Πέμπτης
Κατά την Μεγάλη Πέμπτη βγάζομε και δεύτερο αμνό και τον διατηρούμε για την κοινωνία των ασθενών κατά την διάρκεια του έτους. Όταν όμως ο ίδιος ιερεύς εξυπηρετή δύο ενορίες πώς είναι δυνατόν να έχη διατηρημένο Σώμα και Αίμα και για την άλλη ενορία, στην οποία δεν ελειτούργησε κατά την ημέραν αυτήν;
Η διατήρησις ηγιασμένου άρτου από την λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης στο αρτοφόριο του ναού γίνεται για καθαρώς πρακτικούς λόγους, την χρησιμοποίησί του δηλαδή σε εκτάκτους ανάγκας, την κοινωνία ασθενών, ετοιμοθανάτων κλπ. Γίνεται δε κατά την Μεγάλη Πέμπτη ασφαλώς λόγω του ιδιαιτέρου εορτολογικού χαρακτήρος της ημέρας αυτής, της αναμνήσεως του μυστικού δείπνου του Κυρίου. Καμμία όμως διάταξις δεν εμποδίζει την διατήρησι αγίου άρτου και καθ’ οιανδήποτε άλλη λειτουργία. Ούτε και θεωρητικός λόγος μπορεί να προβληθή για να υποστηριχθή η αντίθετος άποψις. Όλες οι λειτουργίες έχουν την ιδία δύναμι, όλες τελούνται εις ανάμνησιν και δυνάμει του μυστικού δείπνου του Κυρίου και καμμία απολύτως διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ των καθαγιασθέντων τιμίων δώρων της Μεγάλης Πέμπτης και οποιασδήποτε άλλης ημέρας. Ενώ λοιπόν η καθιερωμένη τάξις είναι η διατήρησις αγίου άρτου της Μεγάλης Πέμπτης, κατ’ εξαίρεσιν μπορεί να γίνη αυτό και σε κάποια άλλη λειτουργία.
Αυτό μάλιστα επιβάλλεται να γίνη, όταν τυχόν εξαντληθή ο διατηρηθείς άγιος άρτος, όταν αλλοιωθή ή όταν για οποιονδήποτε άλλο λόγο δεν υπάρχη στο αρτοφόριο η ιερά παρακαταθήκη, όταν επί παραδείγματι καταστραφή ο ναός, όταν ιδρυθή νέα ενορία κλπ. Ακριβώς την περίπτωσι καταστροφής του αγίου άρτου της Μεγάλης Πέμπτης προβλέπουσα η «Ιερά Ανθολογία» του Δανιήλ Γεωργοπούλου ορίζει, ότι ο ιερεύς εις άλλην λειτουργίαν «εκβάλλει άγιον άρτον, ως εν τη Μεγάλη Πέμπτη, και αγιάσας και ξηράνας, τον φυλάττει και εξ αυτού μεταλαμβάνει τους ασθενείς» (έκδ. 5η, εν Αθήναις 1898, σελ. 99).
Αντιθέτως πάλι δεν υπάρχει ούτε θεωρητικό, ούτε πρακτικό ή κανονικό κώλυμα για την μεταφορά του διατηρηθέντος αγίου άρτου σ’ έναν άλλο ναό. Η απαγόρευσις της μεταφοράς του αμνού της Προηγιασμένης δεν αφορά στην μεταφορά αυτή καθ’ εαυτήν, όσο στην τέλεσι της Προηγιασμένης σε διαφορετικό ναό, από εκείνον στον οποίον ετελέσθη η λειτουργία, και τούτο, καθώς γράψαμε σε μία παλαιοτέρα απάντησι, για ιστορικούς λόγους και προς αποφυγήν ενδεχομένων εκτρόπων.
Ο ιερεύς, νομίζω, πως μπορεί να ενεργήση κατά την κρίσι του, ανάλογα προς τις ιδιαίτερες συνθήκες, προ των οποίων ευρίσκεται. Μπορεί δηλαδή ή να διατηρήση άγιο άρτο και στην άλλη ενορία κατά την λειτουργία μιας άλλης ημέρας, ή να μεταφέρη σ’ αυτή μέρος από το περιεχόμενο του αρτοφορίου του άλλου ναού, στον οποίον ελειτούργησε κατά την Μεγάλη Πέμπτη, ή να κοινωνή τους ασθενείς και των δύο ενοριών από το αρτοφόριο της μιας, αν οι δύο ενορίες ευρίσκωνται στην ίδια πόλι.
***
Παρακαταθήκης αποξήρανσις
Πώς πρέπει να γίνεται η αποξήρανσις του αγίου άρτου της Μεγάλης Πέμπτης; Δεν θα έπρεπε να υπάρχη ένα ειδικόν σκεύος και μία ειδική ακολουθία, ώστε το έργον να γίνεται με ιεροπρέπειαν;
Για την αποξήρανσι του αγίου άρτου, που διατηρείται για τας εκτάκτους ανάγκας της Εκκλησίας, δεν προβλέπεται καμμία ιδιαιτέρα ιεροτελεστία. Τα μόνα τελετουργικά στοιχεία που τηρούνται εκ παραδόσεως είναι το να φέρη ο ιερεύς πλήρη την ιερατική του στολή, το άπλωμα του αντιμινσίου, η θυμίασις της αγίας τραπέζης, τα προσκυνήματα και ο μελισμός του αγίου άρτου με την αγία λόγχη. Ειδικώς δε για την αποξήρανσι χρησιμοποιείται ένα κοινό ή προχείρου κατασκευής πύραυνο. Την σχετική παράδοσι περιγράφει η «Ιερά Ανθολογία» του ιεροδιδασκάλου Δανιήλ Γεωργοπούλου (έκδοσις 5η, εν Αθήναις 1898, σελ. 100), για την οποία και άλλοτε μιλήσαμε. Παραθέτω την σχετική λεπτομερή διάταξι:
«Μετά δε το τέλος της λειτουργίας απλώνει το αντιμίνσιον (ο ιερεύς) εις την αγίαν τράπεζαν και εκβαλών από τον αρτοφόρον (τον άγιον άρτον) τον βάλλει εις το δισκάριον και θυμιάσας κύκλω και προσκυνήσας ευλαβώς τον μελίζει με την αγίαν λόγχην εις μερίδια μικρά μετ’ ευλαβείας και φόβου˙ μετά δε ταύτα βάλλει εκ δεξιών της αγίας τραπέζης σκαμνίον και εν αυτώ πλίνθον ή λίθον και επάνω εις αυτό σκεύος πήλινον ή χαλκούν ή σιδηρούν καθαρόν με κάρβουνα αναμμένα και προσκυνήσας ευλαβώς, λαμβάνει τον άγιον δίσκον, όστις να μη είναι από κασσίτερον, με μεγάλην προσοχήν και τον βάλλει επάνω εις το σκεύος, εν ω είναι τα κάρβουνα, προσέχων καλώς δια να ξηρανθώσιν αι μερίδες κατά μικρόν, γυρίζων αυτάς με την αγίαν λόγχην, και να μη παρακαώσιν, αφού δε καλώς θερμανθή το δισκάριον το κατεβάζει και το βάλλει επάνω εις το άγιον αντιμίνσιον ή εις τα καλύμματα, προσέχων μη παραζεσταθή και καώσιν˙ όταν δε αι μερίδες ψυχρανθώσι, βάλλει τον δίσκον εκ δευτέρου εις το πυρ, και ούτω ποιήσας πολλάκις έως να ξηρανθώσι καλώς, τότε τας βάλλει εις το αρτοφόριον και το βάλλει εις τον τόπον του προσκυνήσας ευλαβώς και διπλώνει το αντιμίνσιον».
Ο τρόπος αυτός της αποξηράνσεως παρουσιάζεται κάπως απηρχαιωμένος. Ο ιερεύς, του οποίου ο ναός διαθέτει σύγχρονα ηλεκτρικά μέσα, μπορεί ασφαλώς να τα χρησιμοποιήση και στην περίπτωσι αυτή ή κατά την κρίσι του να τελειοποιήση τα παραδεδομένα. Γνωρίζω δε ευλαβεστάτους ιερείς που τα έχουν ήδη εφαρμόσει.
Εκεί που πρέπει να στρέφεται η προσοχή των ιερέων μας είναι στο να γίνεται πλήρως η αποξήρανσις και ει δυνατόν αυθημερόν ή την επομένη, το πολύ, ημέρα, για να αποφεύγεται η τυχόν αλλοίωσις του αγίου άρτου και για να είναι ευκολώτερος ο μελισμός του. Περιττό να επαναλάβωμε ότι όλα αυτά πρέπει να γίνωνται με μεγίστη ευλάβεια και άπειρο προσοχή. Η ύπαρξις ιδιαιτέρας ακολουθίας δεν είναι απαραίτητη και γιατί δεν μαρτυρείται από την παράδοσι, και γιατί αναπληρώνεται από την κατ’ ιδίαν κατά την ώρα εκείνη σύντονο δέησι του ιερέως, που εκτελώντας το φρικτό αυτό έργο, ασφαλώς θα ευρίσκεται σε κατάστασι αυτοσυγκεντρώσεως και νοεράς προσευχής.
Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.