Ό,τι όμως με έφερεν εις εντονωτέραν αντίθεσιν με τους περισσοτέρους και ισχυροτέρους, παράγοντας της δικτατορίας ήταν το θέμα της συμπεριφοράς της έναντι των αντιπάλων της. τα βασανιστήρια των συλλαμβανομένων και ανακρινομένων, που ενθυμίζουν μεθόδους χιτλερικούς ή κομμουνιστικάς, αι άνευ λόγου ταλαιπωρίαι των συγγενών και των φίλων των κρατουμένων, η επί μήνας παράτασις της κρατήσεως των απλώς υπόπτων και τα τόσα άλλα, τα οποία αποκαλύπτονται τώρα, και που ως ανθρώπους μας γεμίζουν με αγανάκτησιν, ως Έλληνας δε πατριώτας μας προκαλούν εντροπήν, και περί των οποίων τότε μόνον ένα ελάχιστον μέρος επληροφορούμεθα, δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν ασυγκίνητον οιονδήποτε άνθρωπον, έχοντα έστω και ίχνος μόνον ανθρωπιάς μέσα του, πολύ περισσότερον δε έναν υπεύθυνον Ιεράρχην.
Εντεύθεν, εθεώρουν χρέος μου, όπως όχι μόνον επεμβαίνω εις τας συγκεκριμένας περιπτώσεις υπέρ των διωκομένων, αλλά και να φροντίσω, ίνα ληφθούν γενικώτερα μέτρα, προς τερματισμόν των διαπραττομένων ωμοτήτων. Δια να έχω δε προσωπικήν αντίληψιν περί των συνθηκών διαβιώσεως των πολιτικών κρατουμένων, απεφάσισα να επισκεφθώ προσωπικώς τα κέντρα όπου εκρατούντο.
Εις την Γυάρον
Ούτω την 27ην Απριλίου 1968, Σάββατον του Πάσχα, επεσκέφθην και την νήσον Γυάρον και παρέμεινα εις τους εκεί κρατουμένους από τας 9.30’ το πρωί μέχρι τας 4 το απόγευμα. Τους έκαμα την Ακολουθίαν της Αναστάσεως, εις την οποίαν εντελώς αβιάστως μετέσχον σχεδόν όλοι, επεσκέφθην τους θαλάμους των, έφαγα το μεσημέρι εις κοινήν τράπεζαν μαζί των, συνωμίλησα με τους κρατουμένους όχι μόνον καθ’ ομάδας, αλλά και με πολλούς, που είχαν κάτι να μου είπουν ιδιαιτέρως. Εις το Ημερολόγιόν μου την ημέραν εκείνην μεταξύ άλλων, σημειώνω τα εξής: «Είχα αγωνίαν δι’ αυτήν την επίσκεψιν, αλλά, δόξα τω Θεώ, ήταν καλή. Πιστεύω, ότι ήταν καρποφόρος, τουλάχιστον ως δείγμα αγάπης. Εκεί ήκουσα και είδα πολλά. Μπορούν να γίνουν πολλά και είθε να βοηθηθούν πολλοί από τους κρατουμένους. Θα καταβάλω πάσαν προσπάθειαν. Θα προσπαθήσω με κάθε μέσον».
Όπως κατόπιν με επληροφόρησαν οι αρμόδιοι, πολλά από τα ατομικά προβλήματα, εξ όσων μου είχαν αναφέρει ιδιαιτέρως οι κρατούμενοι, κατόπιν ενεργειών μου, ελύθησαν ευνοϊκώς. Ομοίως και από τα γενικώτερα αιτήματα, δια τα οποία είτε οι ίδιοι οι κρατούμενοι με ενημέρωσαν, είτε έλαβα γνώσιν κατά την επίσκεψίν μου εξ ιδίας αντιλήψεως, ουκ ολίγα ετακτοποιήθησαν.
Εις πέριξ των Αθηνών Κέντρα κρατουμένων.
Ομοίως, δια τον ίδιον σκοπόν, είχα προηγουμένως επισκεφθή και τα πέριξ των Αθηνών Κέντρα κρατουμένων, τα δε αποτελέσματα των μετά ταύτα ενεργειών μου ήσαν γενικώς ευεργετικά δι’ αυτούς. Δεν ήσαν όμως δυστυχώς αι ενέργειαί μου αποτελεσματικαί εις όσον βαθμόν και έκτασιν το επεθύμουν. Αι ανθρωπιστικώς απαράδεκτοι μέθοδοι ανακρίσεως παρέμειναν, ως διεπιστούτο από όσας περιπτώσεις περιήρχοντο εις γνώσιν μου. Εντεύθεν, εθεώρησα καθήκον μου να μη περιορισθώ μόνον εις τας προφορικάς προς τον τότε Πρωθυπουργόν παραστάσεις, αλλά να απευθύνω προς αυτόν και γενικωτέρου χαρακτήρος επιστολάς, εκτός εκείνων, αι οποίαι αφεώρων εις τας συγκεκριμένας περιπτώσεις. Ατυχώς, το αποτέλεσμα ούτε εκείνο που έπρεπε, ούτε εκείνο που ανεμένετο ήταν, διότι, σύμφωνα με τας πληροφορίας, αι οποίαι περιήρχοντο εις γνώσιν μου και αι οποίαι αφεώρων εις ωρισμένα πρόσωπα, από συγγενείς των οποίων κατετοπιζόμην, ούτε αι συλλήψεις είχαν παύσει να γίνωνται, καθ’ όν τρόπον εγίνοντο, ούτε αι χρησιμοποιούμεναι ανακριτικαί μέθοδοι είχαν μεταβληθή.
Δια τούτο ενέτεινα τον τόνον των επιστολών μου, ως εμφαίνεται από την ακόλουθον επιστολήν, την οποίαν απέστειλα εις τον τότε Πρωθυπουργόν την 6ην Αυγούστου 1969.
«Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει».
Αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε,
Προχθές, ανειδοποιήτως, πέρασα από το Γραφείον σας, μήπως και σας συναντήσω, πλην όμως επειδή ήσθε απησχολημένος, και όπως έμαθα με το σπουδαιότατον θέμα της Παιδείας, έφυγα, αναμένων ειδοποίησίν σας, εφ’ όσον δε μέχρι της στιγμής δεν την έλαβα, σας γράφω την παρούσαν. Ίσως μάλιστα έτσι να είναι και καλύτερα, διότι και εγώ θα είναι δυνατόν να σας γράψω ηρεμώτερον και σεις να έχετε ενώπιόν σας ένα κείμενον. Ελπίζω μόνον η παρούσα μου να εισακουσθή και να μη έχη την τύχην της πρώτης μου επιστολής, εις την οποίαν εγώ μεν δεν εισηκούσθην, οι φόβοι μου όμως επηλήθευσαν.
Αφορμήν εις το να σας γράψω την παρούσαν μου έδωσαν δύο περιστατικά, που θα σας αναφέρω. Πλην δε πρόκειται δια τα μεμονωμένα αυτά περιστατικά, αλλά δια το πνεύμα και την κατεύθυνσιν, που τα προκαλούν. Είναι το πνεύμα και η γραμμή της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου.
Όταν έγινε η Επανάστασις της 21ης Απριλίου ανταπεκρίνετο εις ένα λαϊκόν αίσθημα. Ο περισσότερος κόσμος εξέβαλε στεναγμόν ανακουφίσεως. Ησθάνετο, ότι απέφυγεν ένα κίνδυνον, τον κίνδυνον του να επιβληθή το καθεστώς της βίας και της καταπιέσεως, και να χάση την εθνικήν του ανεξαρτησίαν, υποδουλούμενον βαθμιαίως εις τας κομμουνιστικάς Χώρας. Σήμερον, διατηρείται το αίσθημα αυτό της απολυτρώσεως; Ή πλησιάζομεν να έχη η Επανάστασις λάβει την θέσιν του καταπιέζοντος και του δυνάστου;
Εις αυτό το ερώτημα με ωδήγησαν τα περιστατικά, που θα σας αναφέρω και τα οποία είναι μόνον όσα εξηκριβωμένως περιέπεσαν την προχθεσινήν ημέραν εις την ιδικήν μου αντίληψιν. Ατυχώς, δεν είναι τα μόνα και δι’ αυτό και εγένετο το διάβημά μου και σας γράφω και την παρούσαν. Άλλ’ ας έλθω εις τα περιστατικά.
Το πρώτον μου το ανέφερεν η κόμη του επιτίμου συμβούλου του Συμβουλίου Επικρατείας κ. Αντ. Ραγκούση, κ. Τζαννετάκη. Την προπαρελθούσαν εβδομάδα, ενώ αυτή ευρίσκετο εις Κηφισιάν, συνέλαβον τον άνδρα της, πλωτάρχην του Β. Ναυτικού κ. Τζαννήμπεην Τζαννετάκην. Τον επήραν «για μια ώρα, για κάποιαν ανάκρισιν», έκτοτε δε έχουν χάσει τα ίχνη του. Η κ. Τζαννετάκη, που φαίνεται πολύ ισορροπημένος άνθρωπος, με διαβεβαιοί ότι ο άνδρας της δεν είναι δυνατόν να έχη καμμίαν συνωμοτικήν δράσιν, πιθανώς δε να είναι και έτσι. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού. Πρόκειται περί του ότι η οικογένεια ολόκληρη είναι ανάστατη από της ώρας, που συνέλαβαν τον κ. Τζαννετάκην, διότι ουδείς είναι εις θέσιν να την πληροφορήση που ευρίσκεται ο άνθρωπός της. μα, για το όνομα του Θεού˙ είναι ανάγκη να ταλαιπωρήται και ολόκληρος η οικογένεια; Εγώ προς στιγμήν δέχομαι, ότι ο συλληφθείς είναι ο χειρότερος συνωμότης, ότι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Επαναστάσεως. Εις τι εξυπηρετείται η υπόθεσις, με το να κρατήται η οικογένειά του εις αγωνίαν
επί τόσας ημέρας; Και αν ακόμη υποτεθή, ότι είναι απαραίτητος η απόλυτος απομόνωσίς του, είναι τόσον δύσκολον να επιτευχθή αυτή, ενώ συγχρόνως η οικογένειά του θα γνωρίζη, ότι ο άνθρωπός της ευρίσκεται εις το τάδε μέρος και ότι είναι καλά;
Το δεύτερον, δεν είναι απλώς περιστατικόν. Είναι μία κατάστασις. Μου την ανέφερεν ο Σεβασμιώτατος Ύδρας. Πρόκειται δια την περιλάλητον υπόθεσιν του Σεβ. Μητροπολίτου Γρεβενών. Ο Σεβ. Ύδρας μου ανέφερεν, ότι ως ανακριτής διεπίστωσεν επικρατούσαν εις την περιφέρειαν τοιαύτην τρομοκράτησιν, παρά τας υπό του κ. Α’ Αντιπροέδρου εκδοθείσας εντολάς, ώστε το μαύρο θα εμφανισθή άσπρο και το άσπρο μαύρο. Χαρακτηριστικώς μου ανέφερεν, ότι ευλαβή θεολόγον, του οποίου ο πατήρ εσφαγιάσθη υπό των κομμουνιστών, τον έχουν χαρακτηρίσει αι Αρχαί ως κομμουνιστήν, επειδή προσήλθεν ως μάρτυς κατηγορίας κατά του Μητροπολίτου Γρεβενών. Και ο Σεβ. Ύδρας κατέληξε: «Εκεί κατάλαβα τι θα πη χωροφύλακας, κράτος του χωροφύλακος».
Αυτά, όπως σας γράφω παραπάνω, είναι όσα επληροφορήθην προχθές. Δυστυχώς, δεν είναι τα μόνα. Πληροφορούμαι, ότι, συλλαμβανόμενοι αξιωματικοί, δέρονται ανηλεώς, εις δε τας Επαρχίας ο στρατιωτικός και ο χωροφύλαξ είναι το φόβητρον. Και διερωτώμαι: Δι’ αυτό έγινεν η Επανάστασις της 21ης Απριλίου; Δια να εγκατασταθή το Κράτος του χωροφύλακος; Αυτό είχε ποθήσει ο Ελληνικός Λαός; Αυτό το Κράτος θα αντικαταστήση «το Κράτος της συναλλαγής και της φαυλότητος;» Κατ’ αυτόν τον τρόπον θα διαπαιδαγωγηθή ο Λαός, ίνα μεταβώμεν «εις την αληθή Δημοκρατίαν;».
Αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε,
Η ωμή βία και το κράτος του χωροφύλακος οδηγούν όχι εις την Δημοκρατίαν άλλ’ είτε εις την δουλείαν είτε εις την ανατροπήν. Ενόσω είναι ακόμη καιρός προλάβετέ την. Διότι και τα δύο οδηγούν εις τον όλεθρον της Ελλάδος. Διότι εάν μεν επιτύχητε την υποδούλωσιν του Λαού, δηλαδή ο Ελληνικός Λαός να αποκτήση φρόνημα δούλων, πράγμα αδύνατον, «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει», θα έχετε αποτύχει εις τον σκοπόν σας ως Επανάστασις, διότι ήλθατε, δια να μας σώσετε από το καθεστώς της δουλείας, αλλά και θα οδηγήτε την Ελλάδα, εις τον όλεθρον». Διότι η Ελλάς, περιβαλλομένη από τόσους κινδύνους, έχει ανάγκην όχι απλώς αγωνιστών, άλλ’ εμψυχωμένων αγωνιστών. Και ως γνωστόν, οι δούλοι δεν πολεμούν. Εάν δε δεν κατορθώσετε να υποδουλώσετε τον Λαόν, κάποιαν στιγμήν, θα εκσπάση το ηφαίστειον, το οποίον όμως δεν θα ανατρέψη μόνον την Επανάστασιν της 21ης Απριλίου, αλλά θα καταστρέψη και θα καταβαραθρώση ολόκληρον την Ελλάδα.
Αγαπητέ μου Πρόεδρε,
Εν όσω, υπάρχει ακόμη η δυνατότης, σώσατε την Επανάστασιν. Υπήρξατε ο αρχιτέκτων της, ως πιστεύεται, γίνετε τώρα και ο σωτήρ της. μη την αφίσετε να εδραιωθή και να εκφυλισθή εις τρομοκρατικόν καθεστώς, στηριζόμενον επί των λογχών. Μη αποξενώσετε τον Λαόν από αυτήν. Η Ελλάς και ο Λαός της την χρειάζονται ακόμη, όχι όμως ως δυνάστην, άλλ’ ως φωτεινόν οδηγόν, ως εμψυχωτήν. Πρέπει, όπως λέγομεν, να κερδίσωμεν την νεολαίαν μας, αλλά πώς; Κραδαίνοντες το ξίφος; Η νεολαία όμως, εις όλας τας εποχάς και πολύ περισσότερον εις την ιδικήν μας, κερδίζεται δια των ιδανικών. Ιδανικά όμως και ωμή βία ουδέποτε συνεφιλιώθησαν.
Γνωρίζω πόσον κουράζεσθε. Γνωρίζω με πόσα και πόσον μεγάλα προβλήματα της Ελλάδος απασχολείσθε. Παρά ταύτα, θα τολμήσω να σας είπω: αφίσατέ τα προς καιρόν κατά μέρος και επί τι διάστημα αφιερώσατε τα πολλά και μεγάλα σας τάλαντα, με τα οποία σας επροίκισεν ο Θεός, εις το να σώσετε την Επανάστασιν της 21ης Απριλίου. Διότι η Επανάστασις έχει να αντιμετωπίση τον πλέον επικίνδυνον εχθρόν της, δηλαδή τον ίδιον τον εαυτόν της, ή μάλλον τον χωροφύλακα, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπός της. Εάν η Επανάστασις δεν σωθή από τον εχθρόν αυτόν, θα χάση τον Λαόν, οπότε αργά η γρήγορα… Αλλά, μη γένοιτο.
Εύχομαι να επιτύχητε και εις αυτό και είμαι βέβαιος πως ο Θεός και εις αυτό θα σας ευλογήση. Φθάνει να το αποφασίσετε και Εκείνος θα έλθη εις βοήθειάν σας, όπως και κάθε Έλλην, ο οποίος θα κληθή προς τούτο.
Με όλην μου την αγάπην και κάθε διάπυρον ευχήν
Ο Αθηνών Ιερώνυμος
Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., “Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου”. Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.