Το πέμπτον Αναστάσιμον εωθινόν Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα του όρθρου της Κυριακής.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: ΚΔ.12 – 35.
Τω καιρώ εκείνω, ο Πέτρος αναστάς έδραμεν επι το μνημείον, και παρακύψας βλέπει τα οθόνια κείμενα μόνα, και απήλθε προς εαυτόν θαυμάζων το γεγονός. Και ιδού, δύο εξ αυτών ήσαν πορευόμενοι εν αυτή τη ημέρα εις κώμην απέχουσαν σταδίους εξήκοντα απο Ιερουσαλήμ, η όνομα Εμμαούς. Και αυτοί ωμίλουν προς αλλήλους περι πάντων των συμβεβηκότων τούτων. Και εγένετο εν τω ομιλείν αυτούς και συζητείν, και αυτός ο Ιησούς εγγίσας συνεπορεύετο αυτοίς. Οι δέ οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μή επιγνώναι αυτόν. Είπε δέ προς αυτούς: «τίνες οι λόγοι ούτοι ούς αντιβάλλετε προς αλλήλους περιπατούντες και εστέ σκυθρωποί?» Αποκριθείς δέ ο είς, ώ όνομα Κλεόπας, είπε προς αυτόν: «σύ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις?» Και είπεν αυτοίς: «ποία?» Οι δέ είπον αυτώ: «τά περι Ιησού του Ναζωραίου, ός εγένετο ανήρ προφήτης, δυνατός εν έργω και λόγω εναντίον του Θεού και παντός του λαού, όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι αρχιερείς και οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου και εσταύρωσαν αυτόν. Ημείς δέ ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ. Αλλά γε σύν πάσι τούτοις, τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον αφ’ ού ταύτα εγένετο. Αλλά και γυναίκές τινες εξ ημών εξέστησαν ημάς γενόμεναι όρθριαι επι το μνημείον, και μή ευρούσαι το σώμα αυτού ήλθον λέγουσαι και οπτασίαν αγγέλων εωρακέναι, οι λέγουσιν αυτόν ζήν. Και απήλθόν τινές των σύν ημίν επι το μνημείον, και εύρον ούτω καθώς και αι γυναίκες είπον, αυτόν δέ ουκ είδον.» Και αυτός είπε προς αυτούς: «ώ ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επι πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται! Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού?» Και αρξάμενος απο Μωϋσέως και απο πάντων των προφητών, διηρμήνευεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς τά περι εαυτού. Και ήγγισαν εις την κώμην ού επορεύοντο, και Αυτός προσεποιείτο πορρωτέρω πορεύεσθαι. Και παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες: «μείνον μεθ’ ημών, ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα.» Και εισήλθε του μείναι σύν αυτοίς. Και εγένετο εν τω κατακλιθήναι αυτόν μετ’ αυτών, λαβών τον άρτον ευλόγησε, και κλάσας επεδίδου αυτοίς. Αυτών δέ διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί, και επέγνωσαν Αυτόν, και Αυτός άφαντος εγένετο απ’ αυτών. Και είπον προς αλλήλους: «ουχί η καρδία ημών καιομένη ήν εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς?» Και αναστάντες αυτή τη ώρα υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, και εύρον συνηθροισμένους τους ένδεκα και τους σύν αυτοίς, λέγοντας ότι ηγέρθη ο Κύριος όντως και ώφθη Σίμωνι. Και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ και ως εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου.
Απόδοση.
Τις ημέρες εκείνες, ο Πέτρος σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνήμα. Όταν έσκυψε, είδε τα σάβανα μόνα και γύρισε σπίτι του γεμάτος απορία γι’ αυτό που έγινε. Την ίδια μέρα, δύο από τους μαθητές του πήγαιναν σ’ ένα χωριό που απέχει εξήντα στάδια από την Ιερουσαλήμ και λέγεται Εμμαούς. Αυτοί μιλούσαν μεταξύ τους για όλα αυτά που συνέβησαν. Καθώς μιλούσαν και συζητούσαν, τους πλησίασε ο ίδιος ο Ιησούς και βάδιζε μαζί τους. Τα μάτια τους όμως εμποδίζονταν, έτσι που να μην τον αναγνωρίζουν. Ο Ιησούς τους ρώτησε: «Για ποιο ζήτημα μιλάτε με¬ταξύ σας τόσο έντονα καθώς περπατάτε και είστε σκυθρωποί;» Ο ένας, που τον έλεγαν Κλεόπα, του αποκρίθηκε: «Εσύ μονάχος ζεις στην Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες τα όσα έγιναν εκεί αυτές τις μέρες;» Κι εκείνος τους ρώτησε: «Ποια;» Αυτοί του είπαν: «Αυτά με τον Ιησού από την Ναζαρέτ, που ήταν προφήτης δυνατός και σε έργα και σε λόγια μπροστά στο Θεό και σ’ ολόκληρο το λαό, και πώς τον πα¬ρέδωσαν οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας να καταδικαστεί σε θάνατο και τον σταύρωσαν. Εμείς ελπίζαμε πως αυτός είναι εκείνος που έμελλε να ελευθερώσει το λαό Ισραήλ. Αντίθετα όμως, είναι η τρίτη μέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά και δε συνέβη τίποτα. Επιπλέον, και μερικές γυναίκες από τον κύκλο μας, μας αναστάτωσαν. Όταν πήγαν πρωί πρωί στον τάφο και δε βρήκαν το σώμα του, ήρ¬θαν και μας έλεγαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων, οι οποίοι είπαν ότι αυτός ζει. Τότε μερικοί από τους δικούς μας πήγαν στο μνήμα και διαπίστωσαν το ίδιο που είπαν και οι γυναίκες, αυτόν όμως δεν τον εί¬δαν». Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Ανόητοι, που η καρδιά σας αργεί να πιστέψει σε όλα όσα είπαν οι προφήτες. Αυτά δεν έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας και να δοξαστεί;» Και αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν σ’ όλες τις Γραφές για τον εαυτό του.
Όταν πλησίασαν στο χωριό που πήγαιναν, αυτός προσποιήθηκε πως πηγαίνει πιο μακριά. Εκείνοι όμως τον πίεζαν και του έλεγαν: «Μείνε μαζί μας, γιατί πλησίασε το βράδυ και η μέρα ήδη τελειώνει». Μπήκε λοιπόν στο χωριό για να μείνει μαζί τους. Την ώρα που κάθι¬σε μαζί μ’ αυτούς για φαγητό, πήρε το ψωμί, το ευλόγησε και, αφού το έκοψε σε κομμάτια, τους έδωσε. Ανοίχτηκαν τότε τα μάτια τους και κατάλαβαν ποιος είναι. Αυτός όμως έγινε άφαντος. Είπαν τότε μεταξύ τους: «Η καρδιά μας δεν έκαιγε μέσα μας καθώς μας μιλούσε στο δρόμο και μας ερμήνευε τις Γραφές;» Την ίδια ώρα σηκώθηκαν και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκαν συγκεντρωμένους τους έντε¬κα μαθητές και όσους ήταν μαζί τους, που έλεγαν ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κύριος και φανερώθηκε στο Σίμωνα. και αυτοί εξηγούσαν όσα τους συνέβησαν στο δρόμο και πώς τον αναγνώρισαν όταν τεμάχιζε το ψωμί.
Επιμέλεια κειμένων Ιωάννης Τρίτος.
Το πέμπτον αναστάσιμον εωθινόν εξαποστειλάριον, Ποίημα Κωνσταντίνου του βασιλέως. Ήχος Β. «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν.»
Η ζωή και οδός Χριστός, εκ νεκρών τω Κλεόπα, και τω Λουκά συνώδευσεν, οίς περ και επεγνώσθη, εις Εμμαούς κλών τον άρτον, ών ψυχαί και καρδίαι, καιόμεναι ετύγχανον, ότε τούτοις ελάλει εν τη οδώ, και Γραφαίς ηρμήνευεν, ά υπέστη. Μεθ’ ών , Ηγέρθη, κράξωμεν, ώφθη τε και τω Πέτρω.
Ο Χριστός, η ζωή και η οδός των ανθρώπων, αναστημένος εκ των νεκρών συνόδευσε τον Λουκά και τον Κλεόπα, όταν βάδιζαν λυπημένοι προς τους Εμμαούς. Σε αυτούς λοιπόν αποκαλύφθηκε εκεί, όταν έκοβε τον άρτο. Οι ψυχές τους και οι καρδιές τους ήταν φλογισμένες και έκαιαν, καθώς τους μιλούσε στο δρόμο και τους εξηγούσε όσα υπέφερε με τα λόγια των γραφών. Μαζί τους ας κράξουμε κι εμείς, ότι ο Κύριος ανέστη, διότι εμφανίσθηκε και στον Πέτρο.
Θεοτοκίον όμοιον.
Υμνώ σου το αμέτρητον, έλεος Ποιητά μου, ότι σαυτόν εκένωσας, του φορέσαι και σώσαι, φύσιν βροτών κακωθείσαν, και Θεός ών ηνέχου, εκ της αγνής θεόπαιδος, κατ’ εμέ του γενέσθαι, και κατελθείν, μέχρις Άδου, θέλων με του σωθήναι, πρεσβείαις της Τεκούσης σε, Δέσποτα πανοικτίρμον.
Υμνώ το αμέτρητο έλεος Σου, Κύριε, που με έπλασες, διότι τόσο πολύ άδειασες τον Εαυτό Σου από το μεγαλείο Σου, ώστε να φορέσεις, – για να σώσεις – την φύση του ανθρώπου, που με την αμαρτία είχε κακοποιηθεί και ανέχθηκες να γίνεις άνθρωπος από την αγνή Θεόπαιδα σαν κι εμένα και να κατέβεις στον Αδη θέλοντας να με σώσεις με τις πρεσβείες της Μητέρας Σου, Δέσποτα Πανοικτίρμον.
Το πέμπτον Αναστάσιμον εωθινόν δοξαστικόν ιδιόμελον. Ποίημα Λέοντος βασιλέως του σοφού. Ήχος ΠΛ. Α’
Ω των σοφών σου κριμάτων Χριστέ! πώς Πέτρω μεν τοις οθονίοις μόνοις, έδωκας εννοήσαί σου την Ανάστασιν, Λουκά δέ και Κλεόπα, συμπορευόμενος ωμίλεις, και ομιλών, ουκ ευθέως σεαυτόν φανεροίς; Διό και ονειδίζη, ώς μόνος παροικών εν Ιερουσαλήμ, και μή μετέχων των εν τέλει βουλευμάτων αυτής. Αλλ’ ο πάντα, προς το του πλάσματος συμφέρον οικονομών, και τας περί σού προφητείας ανέπτυξας, και εν τω ευλογείν τον άρτον, εγνώσθης αυτοίς, ών και πρό τούτου αι καρδίαι, προς γνώσίν σου ανεφλέγοντο. Οι και τοις Μαθηταίς συνηθροισμένοις, ήδη τρανώς εκήρυττόν σου την Ανάστασιν, δι’ ης ελέησον ημάς.
Ω πόσο σοφές είναι οι αποφάσεις Σου, Χριστέ, πώς δηλαδή έδωσες την δυνατότητα στον Πέτρο μόνο από τα αφημένα στον τάφο Σου οθονια να εννοήσει την ανάστασή Σου ενώ με τον Λουκά και τονΚλεώπα συζητούσες, καθώς πορευόσουν μαζί τους στον εξοχικό δρόμο! Και ενώ τους μιλούσες, δεν τους φανέρωσες κατ’ ευθείαν τον Εαυτό Σου. Γι’ αυτό και Σε ειρωνεύονται, γιατί μόνον Εσύ, κατά τη γνώμη τους, κατοικούσες στην Ιερουσαλήμ και δεν είχες πάρει είδηση για τις δίκες και τις αποφάσειςτων αρχόντων της που είχαν ληφθεί εκεί. Αλλά Συ που τα πάντα κατευθύνεις προς το συμφέρον του πλάσματός Σου, δηλαδή του ανθρώπου, και τις προφητείες που σ’ Εσένα αναφέρονταν τους ανέπτυξες, και την ώρα που ευλογούσες τον άρτο τους αποκαλύφθηκες. Έτσι όμως, οι καρδιές τους πήραν φωτιά αναγνωρίζοντας Σε και έτρεξαν στους συγκεντρωμένους μαθητές στην Ιερουσαλήμ να κηρύξουν την ανάστασή Σου, με τη δύναμη της οποίας ελέησέ μας.
Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.