Παλικάρι είκοσι χρονών ήταν, όταν ο πατέρας του ο Μιλτιάδης πέθανε, περιφρονημένος απ’ την Πολιτεία κι επιβαρημένος να της πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για πρόστιμο.
Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα, στην ψυχή του νεαρού Κίμωνα, γίνεται μια τεράστια πάλη. Από το ένα μέρος είναι το δίκαιο παράπονο.
– Ώστε έτσι λοιπόν, οι Αθηναίοι να φερθούν στον ήρωα του
Μαραθώνα,
στον πατέρα του; Η αγανάκτηση φουσκώνει τα νεανικά του στήθη. Ναι, αλλά από το άλλο μέρος, δεν ξεχνάει, πως πέρα απ’ τα λάθη και τις ανθρώπινες δίκες, στέκει η Πατρίδα, που ζητάει απ’ τα παιδιά της να κάνουν το καθήκον τους. Κι ας έρχονται φορές, που οι άρχοντες ή ο λαός δεν αναγνωρίζουν την προσφορά τους.
Ποιος ξέρει και πόσα άλλα θα συλλογίστηκε ο γιός του Μιλτιάδη. Το γεγονός πάντως είναι ένα: Αυτός, που μέχρι τώρα, σαν έφηβος, ζούσε μια ζωή ανέμελη και σπαταλούσε τις ώρες άσκοπα εδώ κι εκεί, τούτη την ώρα με το θάνατο του πατέρα του, λές κι έγινε μέσα του ένας σεισμός. Στη μάχη που έδωσε ανάμεσα στην πικρία και στο χρέος, νίκησε το δεύτερο. Και να, ποια είναι η γενναία απόφασή του:
«Κάποια μέρα θα πληρώσω εγώ το χρέος του πατέρα μου. Θα υπηρετήσω κι εγώ τόσο άξια την Πολιτεία, που η Πολιτεία θα μετανιώσει μια μέρα για ό,τι μας έκανε».
Μια ηρωϊκή απόφαση, έτσι όπως ταίριαζε στο παιδί ενός ήρωα και μάλιστα σ’ ένα Ελληνόπουλο. Μια απόφαση βασισμένη πάνω στο χρέος και στο καθήκον, που μπόρεσε να υψωθεί πάνω από εγωϊσμούς και προσωπικά δικαιώματα. Μια λεβέντικη υπόσχεση, που στάθηκε το ξεκίνημα για μια λαμπρή και δοξασμένη σταδιοδρομία για το νεαρό Κίμωνα.
Στην κατοπινή ζωή του, τούτη η στιγμή, που πήρε τη μεγάλη απόφαση, έπαιξε ένα ρόλο αφάνταστα σημαντικό. Αφού κάθε φορά, ορθωνόταν μπροστά του, για να του θυμίζει το χρέος, την υπόσχεσή του, απέναντι στην Πατρίδα.
Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από μεγάλη Ιστορία», εκδόσεις, Αδελφότης Θεολόγων η «ΖΩΗ”.