Η Ελληνική Επανάστασις, όπως απεφασίσθη στην συνάντηση των Φιλικών στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας (7 Οκτ.1820), έμελλε ν’ αρχίση από την Πελοπόννησο, εντός του Δεκεμβρίου, με παρουσία του αρχηγού Αλεξάνδρου Υψηλάντη, ο οποίος όμως μετέβαλε τόπο και χρόνο. Ο Παπαφλέσας όμως είχε ξεκινήσει για την Πελοπόννησο και δεν επληροφορήθη την αναβολή. Στην μυστική συνάντηση των προεστών στην Βοστίτζα στα τέλη Ιανουαρίου, όπου ήταν παρών και ο αρχιμανδρίτης ως εκπρόσωπος της Ανωτάτης Αρχής και Πατριαρχικός Έξαρχος, ελήφθη απόφασις να εκραγή η Επανάστασις την 25ην Μαρτίου 1821.
Τα γεγονότα όμως προέτρεξαν. Έγιναν επεισόδια στα Καλαβρυτοχώρια και ο βοεβόδας επολιορκήθη στους πύργους των Καλαβρύτων από 21 Μαρτίου μέχρι που παρεδόθη, μετά 4 ημέρες, ενώ στην Καλαμάτα 23 Μαρτίου υπεχρεώθη ο βοεβόδας να παραδώση την πόλι χωρίς να πέση ντουφέκι. Έτσι, από την Καλαμάτα εξεκίνησαν οι επιχειρήσεις. Ήταν παρών ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος με 300 Μανιάτες υπό τον Ηλία Μαυρομιχάλη εκινήθη προς Λεοντάρι – Καρύταινα. Οι Τούρκοι επληροφορήθησαν πλέον την εξέγερσι των Ελλήνων και όλοι εκλείσθησαν στα γύρω κάστρα και επολιορκήθησαν, άλλοι, ιδίως οι άμαχοι του Φαναρίου Ολυμπίας, καραβάνι ολόκληρο με συνοδεία στρατιωτικών σωμάτων εκινήθησαν προς την Τρίπολι, ώστε να βρούν ασφάλεια. Ο Κολοκοτρώνης εστρατοπέδευσε στον Άγιο Αθανάσιο, κοντά στην Καρύταινα, τους επερίμενε και έδωκεν μάχη. Ήταν 27η Μαρτίου, όπως αναφέρει ο ίδιος. Δεν είχε σπουδαίο αποτέλεσμα η μάχη, αλλ’ έφθασαν οι Λιοδωρήσιοι με τον Πλαπούτα. Αφηγείται ο Κολοκοτρώνης :
«… κυνηγούμε τους Τούρκους με τα γυναικόπαιδα, 500 ψυχές εχάθησαν εις το Ποτάμι της Καρύταινας (Αλφειό), μη ημπορώντας να περάσουν από το Γεφύρι, το οποίον είχαμε πιάσει». Η πρώτη νίκη κατά των Τούρκων.
Το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας είχε ευρέως διαδοθή. Όλοι επερίμεναν κάτι να γίνη. Οι πιο ζωηροί Φιλικοί είχαν μεταβάλει την Τριπολιτσά σ’ επικίνδυνο κέντρο προετοιμασιών. Ο Φωτάκος αναφέρει ότι στις 21 Μαρτίου ο Κυριάκος Ντρίζας από το Γαρζενίκο εσκότωσε 4 Τούρκους στα Βλάχικα, δηλ, στον μικρό οικισμό κοντά στο Μουλάτσι, παρακινούμενος από τους Κων. Αλεξανδρόπουλο και Θοδόση Καρδαρά. Οι δύο αυτοί είχαν καταρτίσει σώμα Ζυγοβιστινών, Δημητσανιτών και Στεμνιτσιωτών και έφθασαν κοντά στον Κολοκοτρώνη, στα πρόθυρα της Καρύταινας. Επεισόδια φαίνεται πως είχαν σημειωθή και στην Τσούκα της Ηραίας. Η Γορτυνία ήταν έτοιμη για να λάβη μέρος. Και ο Κολοκοτρώνης ακριβώς εκινείτο, για να μεταφέρη στην Αρκαδία τον πόλεμο.
Άμαθοι, άοπλοι, ανοργάνωτοι οι πρώτοι επαναστάτες, με το πέρασμα του Τούρκικου στρατού με τους Φαναρίτες αμάχους διελύθησαν. Οι Μανιάτες και όσοι καπεταναίοι είχον ακολουθήσει τον Κολοκοτρώνη, έκριναν ότι προτιμότερο ήταν να ενταθούν οι επιχειρήσεις στην Μεσσηνία. Μόνος μ’ ένα ραβδί και χωρίς όπλο ο Κολοκοτρώνης έτρεχε με τ’ άλογο του στην περιοχή Φαλάνθου, προσπαθώντας να στρατολογήση ανίψια και πρωτοξαδέλφια, να συγκροτήση σώμα. Είναι ο καλύτερος πληροφορητής των στιγμών εκείνων :
«… Ο Φλέσας γυρίζει και λέει σ’ ένα παιδί, μείνε μαζί του, μην τον φάνε τίποτα λύκοι. Έκατσα έως που εσκαπέτησαν με τα μπαιράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου, ήτον μια εκκλησία εις τον δρόμο (η Παναγία του Χρυσοβιτσίου) και το καθισιό μου ήτον όπού έκλαιγα την Ελλάς, Παναγία μου βοήθησε και τούτην ώρα τους Έλληνες δια να εμψυχωθούν και επήρα ένα δρόμο κατά την Πιάνα».
Με την προσωπική στρατολογία του, κατόρθωσε να στήση το πρώτο, βραχύβιο, Στρατόπεδο στην Πιάνα. Αναφέρει ο ίδιος : «έμασα 300 και έρριξα το ορδί μου εις την Πιάνα, αγνάντια από την Τριπολιτσά τρείς ώρες». Σ’ αυτήν την φράσι κρύπτεται ο πυρήνας του Πολεμικού του Σχεδίου, για την εφαρμογή του οποίου εβοήθησαν οι Τούρκοι με τα λάθη που έκαναν, να συγκεντρώνωνται στην Τριπολιτσά.
Το στρατόπεδο της Πιάνας δεν εστέριωσε. Ισχυρά Τουρκική στρατιωτική δύναμις 4.000 ανδρών στις 6 Απριλίου διέλυσαν το στρατόπεδο και την ιδία ημέρα έκαυσαν την Αλωνίσταινα. Αντέδρασε αμέσως ο Κολοκοτρώνης. Εκάλεσε τους οπλαρχηγούς να ζυγώσουν στην Τριπολιτσά, στην Μαρμαριά, δηλ. στο μικρό οροπέδιο του ομωνύμου χωριού, κοντά στο Βαλτέτσι. Η στρατολογία συνεχίζετο, στρατεύματα συνεκεντρώνοντο πράγματι γύρω στην Τριπολιτσά. Δυναμικός Φιλικός Τριπολιτσιώτης, ο Παν. Αρβάλης με Τριπολιτσιώτες και Καλαβρυτινούς, εγκατεστάθησαν στο Λεβίδι. Δύναμις 3.000 εστρατοπέδευσε στου Πάπαρη, με διαφόρους οπλαρχηγούς. Κολοκοτρώνης, Δεληγιάννης, Νικηταράς, Κεφάλας, Μητροπέτροβας, Αναγνωσταράς, Παπατσώνης. Μανιάτες με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη στο νεοσυγκροτημένο Στρατόπεδο των Βερβένων, όπου το οχυρό κελάρι του πολέμου. Μαζί με τον Αντώνη Νικολόπουλο επήγαν στις Κερασιές. Στην Αλωνίσταινα οι Γορτύνιοι του Πλαπούτα.
Οι Τούρκοι ήσαν σε θέσι να παρακολουθούν τις κινήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. Μετά την εξόρμησι της 6ης Απριλίου, δεν επροχώρησαν στην Γορτυνία να διαλύσουν τους σκορπισμένους ατάκτους και να λάβη η Επανάστασις άδοξον τέλος. Εκινήθησαν την Κυριακή του Πάσχα με υπολογιζόμενη δύναμι 3.000 πεζών. Ο Κυριακούλης αιφνιδιάστηκε και απεχώρησε στο υψηλότερο μέρος του βουνού. Ο Νικολόπουλος επολέμησε στην Αρβανιτοκερασιά με τον Παναγή Βενετσάνο και εφονεύθησαν. Τα δύο χωριά παρεδόθησαν στις φλόγες. Βοήθεια εκινήθη από Βέρβενα και Πάπαρη, αλλ’ έφθασαν αργά. Η μάχη διήρκεσε μόνον μισή ώρα. Αναφέρονται όλοι οι Απομνημονευταί στο λαμπριάτικο επεισόδιο και το κρίνουν δυσμενώς ως προς τον Κυριακούλη. Ο Κολοκοτρώνης αποδίδει την αποχώρησι στο ότι «είχαν βάρδια τοπικούς, και τους επρόδωσαν» . Και προσθέτει : «… ακούοντες ημείς τον πόλεμον, εκινήσαμεν εις μεντάτι (βοήθεια), ήταν δύο ώρες μακριά, δεν ευρήκαμεν ούτε Έλληνες ούτε Τούρκους, τα σπίτια καημένα, τους 15 κοψοκέφαλους, εγυρίσαμε οπίσω εις την Μαρμαριά.».
Μάχη Λεβιδίου.
Μαύρο Πάσχα στην Πόλι με την αγχόνη του Πατριάρχη, μαύρο και στα Αρκαδικά Στρατόπεδα. Ευτυχώς οι αγωνισταί είχον αρχίσει να συνειδητοποιούν την Επανάστασι και δεν διελύθησαν. Οι Τούρκοι επήραν θάρρος και νυχτιάτικα την Τετάρτη της Λαμπρής, ξημερώνοντας Πέμπτη 14η Απριλίου, έφθασαν στο Λεβίδι με το Πεζικό από του Κάψια και το Ιππικό από τον Κάμπο της Μηλιάς. Πολύωρη και πεισματώδης μάχη διεξήχθη εις δύο φάσεις. Επί ώρες 4 ημύνοντο ολιγάριθμοι αγωνισταί μέσα στα σπίτια, ταμπουρωμένοι και μετακινούμενοι στα πλαϊνά όταν ο εχθρός έβαζε φωτιά στα πρώτα. Κατά την Δευτέρα φάσι έφθασαν ενισχύσεις. Πλαπούτας, Σαλαφατίνος, Ν.Πετμεζάς, Σταύρος Δημητρακόπουλος, Ασημάκης Σκαλτσάς, Θανάσης Δαγρές. Είχον σκορπισθή οι Ελληνικές δυνάμεις στα γύρω υψώματα και συμπολεμούσαν με γενναιότητα και έσπαζαν το ηθικό των εχθρών, οι οποίοι ενόμισαν πως ερχόταν ο Κολοκοτρώνης και εγκατέλειψαν το πεδίον της μάχης, αφήνοντας 150 νεκρούς και μεταφέροντας πολλούς τραυματίες. Τους κατεδίωξαν οι Έλληνες, αλλά ραγδαία βροχή τους υπεχρέωσε
να τους αφήσουν να φύγουν. Το Ιππικό δεν έλαβε μέρος.
Η μάχη και η νίκη των Ελληνικών όπλων του Λεβιδίου, αναπτέρωσε το ηθικό των αγωνιστών. Οι καπεταναίοι αντελήφθησαν ότι ο διεξαγόμενος απελευθερωτικός αγών, είχε ανάγκη συντονισμού. Πρό της μάχης και ευθύς μετά απ’ αυτήν εμεσολάβησαν ενέργειες στρατιωτικές με πολιτικόν χαρακτήρα και είναι αξιομνημόνευτες, διότι μετείχε και ο στρατευμένος λαός, ο οποίος στην νίκη του Λεβιδίου αφιέρωσε περιγραφικούς δημοτικούς στίχους :
Τ’ ειν’ το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι;
μάειδε βουνά γκρεμίζονται, μάειδε στοιχειά μαλώνουν.
Πετιμεζαίοι πολεμούν μ’ εφτά χιλιάδες Τούρκους,
έκλαυσαν τον Στριφτόμπολα, τον δόλιον Αναγνώστη…
Και του μέν Αναγνώστη οι Λεβιδαίοι έστησαν άγαλμα στην μέση στην πλατεία, πρό της μάχης οι οπλαρχηγοί επηρεασμένοι από την αποτυχία της Λαμπρής στην Βλαχοκερασιά συνήλθον στου Πάπαρη σε Πολεμικό Συμβούλιο, κατά πάσαν πιθανότητα την Τετάρτη της Διακαινησίμου 13ης Απριλίου, όπου από συμφώνου όλοι απεφάσισαν να καλέσουν τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ως αρχηγό των όπλων, με τον τίτλο του αρχιστρατήγου και αμοιβή για τους Μανιάτες, που εθεωρούντο γενικώς ως έμπειροι του πολέμου.
Και ναι μεν ο Πετρόμπεης δεν απεδέχθη την πρόσκλησι, έμειναν όμως με αμοιβή οι Μανιάτες. Η νίκη του Λεβιδίου μετέβαλε το σκηνικόν. Ο πόλεμος απαιτούσε μεταβολή. Επεβάλλετο δημιουργία άλλου Στρατοπέδου πιο κοντά στην Τριπολιτσά, ώστε να την απειλή και το Βαλτέτσι εκρίθη ως ο πλέον κατάλληλος κατάσκοπος, σε προέκτασι μάλιστα προς τα αγαπημένα του Κολοκοτρώνη Καρυτινά ορδιά, Πιάνας, Χρυσοβιτσίου, Αλωνίσταινας. Κάτι περισσότερο: τότε απεφασίσθη, ενώ μεταξύ 18 – 24 Απριλίου έλαβον χώραν δύο σημαντικά επεισόδια. Ο Πλαπούτας από το Στρατόπεδο της Πιάνας και οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Κ. Μαυρομιχάλης και Μούρτζινος από το Βαλτέτσι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την αιφνιδιαστική έξοδον του Τουρκικού στρατεύματος από την Τριπολιτσά, για να υπερασπισθή Τουρκική αποστολή στην Δαβιά, προκειμένου να αλέση στους εκεί μύλους και έπεσε σ’ Ελληνική ενέδρα. Διεξήχθη μάχη δίωρη στο Χάνι της Συλίμνας, πολύ κοντά στην Τριπολιτσά. Ο εχθρός απεσύρθη με σοβαρές απώλειες.
Απεδείχθη τότε, με τις συναντήσεις στην Δαβιά και στην Συλίμνα, ότι οι Έλληνες άρχισαν να γίνωνται επιτιθέμενοι. Αλλά και οι Τούρκοι αντελήφθησαν ότι έπρεπε να διαλύσουν το συντομώτερο το νεότευκτον Στρατόπεδο του Βαλτετσίου, όπου πρό του διδύμου επεισοδίου της 18ης – 24ης Απριλίου είχε ταμπουρωθή όλη σχεδόν η στρατευμένη Πελοπόννησος. Ανελήφθη Τουρκική επίθεσις επείγουσα.
Η έξοδος στις 26 Απριλίου υπήρξε παραπλανητική, από την πόλη του Ναυπλίου προς Βέρβενα, αλλά το πολυπληθές στράτευμα εκινήθη προς το Βαλτέτσι, όπου εξεδηλώθη επίθεσις με πυρπόλησι των οικιών. Τούτο ανάγκασε τους προασπιστάς να μη επιμείνουν. Ενώ υποχωρούσαν, έφθασε με ολίγους ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος και δίδει λακωνικώτατα την λήξι του επεισοδίου : «… λαβώνομεν ένα μπαϊρακτάρη, ετσάκισαν οι Τούρκοι, έφθασαν από τα Βέρβενα, Πιάνα και Χρυσοβίτσι μεντάτι, τους γυρίσαμεν, τους κυνηγήσαμεν εις τον Κάμπον, κάτω από την Βιολέταν, μισή ώρα μακριά από την Τριπολιτσά». Το επεισόδιον δεν είχε εμφανές αποτέλεσμα για τον προληπτικόν εχθρό, διελύθη όμως το Στρατόπεδο Βαλτετσίου. Σ’ αυτό ο Κολοκοτρώνης εβάσιζε όλες του τις ελπίδες, για την εφαρμογή του Πολεμικού του Σχεδίου. Δεν άφησε όμως ο πατριωτισμός των Ελλήνων να διαλυθή η Επανάστασις. Συνέβη τότε κάτι απροσδόκητο.
Αναφέρει ο σύγχρονος ιστορικός : «εις το Χρυσοβίτσι την 28η Απριλίου (δύο ημέρας μετά την διάλυση του Στρατοπέδου) υπεγράφη ιδιαιτέρας σημασίας έγγραφον, δια του οποίου το Γένος της επαρχίας Καρυταίνης αυτοθελήτως διορίζει αρχιστράτηγον και κεφαλή των στρατευμάτων τον γενναιότατον και υπερμάχον του Γένους καπετάν Θεοδωράκην Κολοκοτρώνη … εις τούτου τας οδηγίας και προσταγάς ήσαν εις χρέος να υπακούσουν». Το ιστορικόν τούτο έγγραφον, φέρει τας υπογραφάς Κανέλου Δεληγιάννη, Ανδρέα Ν. Παπαδιαμαντοπούλου, Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Παναγιώτη Δημητρακοπούλου, Λάμπρου Ροϊλοπούλου, Νικολάου Μπούκουρα, Δημ. Πλαπούτα και Αναγνώστη Ζαφειροπούλου.
Πολλά μαρτυρεί το ιστορικόν τούτο έγγραφον, πρό πάντων ότι ο Αγών των Ελλήνων απαιτούσε αρχηγό και ότι ο πόλεμος έμελλε να διεξαχθή συστηματικά και με βάσι το περίφημο Πολεμικό Σχέδιο του αρχιστρατήγου, δηλ. να πολιορκηθή η Τριπολιτσά, ν’ αχρηστευθή ο Τουρκικός στρατός, φυλακισμένος μέσα σε μια πληθωρική πόλι και να επικρατήση η Επανάστασις, διεξαγομένη με Ελληνική πρωτοβουλία.
Μάχη Βαλτετσίου.
Αρχηγός των Καρυτινών, αλλά και όλων των μαχομένων πρό της Τριπολιτσάς όπλων, ο Κολοκοτρώνης δεν απεγοητεύθη με την διάλυσιν του Στρατοπέδου του Βαλτετσίου και κατ’ αναλογίαν και των άλλων τριών. Ανέπτυξε μεγαλυτέραν δραστηριότητα. Έγινε σχεδόν αμέσως ανασυγκρότησις των Στρατοπέδων Φαλάνθου, μ’ εμπίστους Γορτυνίους. Από Λεοντάρι οι στρατευμένοι των άλλων επαρχιών απεδέχθησαν πρόσκλησι του Κολοκοτρώνη, επανήλθαν στο Βαλτέτσι και μεταξύ 5ης – 6ης Μαΐου είχαν συγκεντρωθή 1.000 μάχιμοι. Εφοβούντο να οχυρωθούν με τον κίνδυνον εμφανίσεως νέας επιδρομής του εχθρού. Κατ’ εντολήν του αρχηγού οργανώθησαν ταμπούρια σ’ όλόκληρο το χωριό. Παρόντες ήταν οι Μανιάτες των Μαυρομιχαλαίων, Μεσσήνιοι, Λεονταρίτες με τους εντοπίους των αρχηγούς. Με τα Κααρυτινά ορδιά, το Βαλτέτσι και τα Βέρβενα τα επί Αρκαδικού εδάφους ήταν καλά οργανωμένη η Ελληνική Επανάστασις. Επανήλθε ο ενθουσιασμός των πρώτων ημερών της εκρήξεως της Επαναστάσεως.
Είναι άκρως χαρακτηριστικά τα λόγια του Θ. Κολοκοτρώνη : «Οι Έλληνες μόνοι των άλεθαν, εζύμωναν, έψηναν το ψωμί και το έφερναν με τα ζώα των εις το Στρατόπεδο. Είχαμε φούρνο εθνικόν εις την Πιάνα, Αλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημητσάνα, Στεμνίτσα. Πρόβατα μας έφερναν πότε από τα 30, πότε από τα 40, από τα 50 ένα και τα έδιδαν με ευχαρίστησι τους, μπαρούτι μας έδινε η Δημητσάνα, του μπαρουτιου την υπόθεσι την είχαν πάρει επάνω τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, οι Σπετσιώτες και οι Υδραίοι μας έστελναν και πολεμοφόδια και πετζιά για τζαρούχια».
Γεγονότα σοβαρά διεδραματίσθησαν κατά τον Μάΐον μήνα στο Αρκαδικό πολεμικό πεδίο. Ο Χουρσίτ πασάς της Πελοποννήσου, απασχολημένος εναντίον του Αλή πασά στα Γιάννενα, ανέθεσε την καταστολή της Ελληνικής εξεγέρσεως στον Κιοσέ Μεχμέτ θέτοντας στις διαταγές του τον Ωμέρ Βρυώνη με πεζικό στράτευμα 8.000 και Ιππικό 1.000. Πρίν γίνη η αποβίβασις των δυνάμεων αυτών, ο Χουρσίτ έσπευσε ν’ αποστείλη τον Κεχαγιά του Μουσταφά Βέη, επί κεφαλής 3.500 – 4.000 Αλβανών. Οι επαναστατημένοι Έλληνες τον ονομάζουν Κεχαγιάμπεη και μαζί του θ’ ανοίξουν πολεμικόν διάλογο μέχρι πτώσεως της Τριπολιτσάς. Στο πέρασμά του από Ρίον – Κόρινθο – Τρίπολι ο Κεχαγιάμπεης απέλυε καταστροφή, οπότε και περίτρομοι οι κάτοικοι διεσκορπίζοντο. Η Επανάστασις εκινδύνευε, θα την σώση ο Θεός και τα σφάλματα του εχθρού. Ισχύει όμως η παρατήρησις του Φιλήμονος, ότι η θριαμβευτική είσοδος του Κεχαγιάμπεη στην Τριπολιτσά στους Τούρκους έφερε πηγή ελπίδων, ενώ στους Έλληνες απελπισία.Ήταν 2α Μαΐου.
Το Στρατόπεδο του Βαλτετσίου υπήρξε ο πρώτος στόχος του Κεχαγιάμπεη. Εσχεδιάσθη ευρυτέρα πολεμική ένέργεια για καταστολή της εξεγέρσεως. Λιτή και συνοπτική αλλά ακριβολογημένη είναι η περιγραφή του Κολοκοτρώνη : «… ο Κεχαγιάς καλά τερτιπλής και πολεμικός στέλνει τον Ρουμπή από τα Μπαρδούνια επί κεφαλής 5.000 να πάγη στο Βαλτέτσι και στέλνει και 1.500 χωριστά δια νυκτός να πιάσουν τα όπισθεν του Βαλτετσίου, που αν τσακισθούν οι Έλληνες, καθώς την πρώτην φοράν, να τους κτυπήσουν και αυτός του παίρνει 2.000 καβαλαραίους εις τα όπισθεν του Βαλτετσίου και 1.000 βάνει εις το Καλογεροβούνι, δια ν’ αντισταθούν εις το στράτευμα των Βερβένων, αν κινήση μεντάτι».
Κατά Κολοκοτρώνην, οι Τούρκικες δυνάμεις οι ερχόμενες κατά του Βαλτετσίου ανήρχοντο εις 7.500 – 8.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Το οχυρό του Βαλτετσίου είχε πλήρη οργάνωσι, με κτιστά ταμπούρια. Οι 5 κλειστοί προμαχώνες περιέλαβαν 750 πολεμιστάς. Σπίτια, εκκλησία, γύρω λίθοι, το χωματοβούνι κατέστησαν οχυρά με 850 αμυνομένους. Οι Τούρκοι επίστευαν ότι οι ολιγάριθμοι, έναντι απειράριθμων θα υποχωρήσουν. Αντιστοίχως οι Έλληνες επίστευαν ότι οι Τούρκοι θ’ απελπισθούν και θα φύγουν.
Τίποτε δεν συνέβη απ’ αυτά. Η μάχη άρχισε πρωί – νύκτα στις 12 Μαΐου, υπήρξε κρατερά και διεξήγετο όλην την ημέραν με πείσμα. Και δεν εσταμάτησε την νύκτα, απεναντίας συνεχίσθη και την επομένη. Ευτύχημα υπήρξε ότι έφθασαν εγκαίρως ενισχύσεις από τον Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα, άνοιξαν δεύτερο μέτωπο και επήραν τις πλάτες του εχθρού. Το μεσονύκτιον ο Κολοκοτρώνης εμπήκε στο χωριό, έφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια, ενίσχυσε το ηθικόν των αμυνομένων. Υπέρ του πολέμου ειργάζοντο τ’ άστρα και η σελήνη 22 ημερών. Αλλ’ εκινήθησαν υπέρ των Ελλήνων πρίν ξημερώση και ενισχύσεις από το Στρατόπεδο Βερβένων με 700 άνδρες των Μαυρομιχαλαίων και του Γιατράκου.
Εκράτησε η μάχη επί 4 ώρες της 13ης Μαΐου, όταν έρχισε η κάμψις των Τούρκων, η οποία δεν άργησε να μεταβληθή σε άτακτη φυγή. Αναγκάσθηκαν οι Τούρκοι, διωκόμενοι μέχρι το απόγευμα, στην πεδιάδα να πετούν στον δρόμο πολύτιμα αντικείμενα, όπλα με χρυσές και ασημένιες λαβές, ώστε ν’ αναχαιτίζουν την καταδίωξι, στην οποίαν όμως είχον λάβει μέρος πολλοί από διάφορες κατευθύνσεις.
Η Τούρκικη δύναμις στην Τριπολιτσά περιελάμβανε και σκληρούς πολεμιστάς, όπως οι Μπουρδουνιώτες και Μυστριώτες Τούρκοι και οι Αλβανοί. Με την αποτυχία στο Βαλτέτσι, εξεδηλώθη νέα επιχείρησις εναντίον του Στρατοπέδου των Βερβένων, με δύναμι πεζών και ιππέων 6.000 στις 18 Μαΐου. Οι τρείς κολώνες προσέβαλαν από διάφορα σημεία Δολιανά και Βέρβενα, με συγκεκριμένο σχέδιο. Διεξήχθη μάχη μέχρι τις απογευματινές ώρες στα Δολιανά, όπου με τον φόνο του αρχιπυροβολητού, αχρηστεύθησαν τα εχθρικά κανόνια. Εξ’ άλλου στην μεταφορά του πολέμου και στα Βέρβενα, τους αγωνιζόμενους στους πυργοειδείς προμαχώνες εβοήθησαν δύο γενναίοι, που εξόντωσαν δύο διαδοχικώς σημαιοφόρους του εχθρού και τούτο εδημιούργησε πανικόν στον εχθρό και άρχισε να υποχωρή. Έτσι προσετέθη νέα και διπλή νίκη των Ελληνικών όπλων. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στον Κεχαγιάμπεη Επιστολή 18 Μαΐου να παραδώση τα όπλα, γιατί οι Έλληνες δεν θα υποχωρήσουν.
Συνέλευσις των Καλτεζών.
Αφότου άρχισαν οι εχθροπραξίες έχουν διαρρεύσει δύο περίπου μήνες. Διεξάγεται ο απελευθερωτικός Αγών των Ελλήνων χωρίς συντονισμόν. Πολιορκούνται Πελοποννησιακά Κάστρα, μάχες δίδονται γύρω στην πρωτεύουσα του παλαιού πασαλικίου και έδρα της Τουρκικής εξουσίας. Διαφαίνεται και με την απόφασι της 28ης Απριλίου στο Χρυσοβίτσι, μία σοβαρά ηγετική μορφή, που προσπαθεί να επιβάλη ουσιαστικό Πολεμικό σχέδιο. Συγχρόνως επί του Αρκαδικού εδάφους ενεφάνη μία περιωρισμένη αλλά απαραίτητη Επιτροπή αποκλειστική για τον ανεφοδιασμό των μαχομένων.
Στις πάσης φύσεως πολεμικές επιχειρήσεις, τον πρώτο λόγο έχουν οι πάσης φύσεως και δυνάμεως οπλαρχηγοί, με όσες τοπικής των προελεύσεως δυνάμεις διαθέτουν. Φανερά πολυαρχία, στην οποία έτεινε να θέση τέρμα η παρουσία του Κολοκοτρώνη, ύστερα μάλιστα από τα ευτυχή μέχρι στιγμής γεγονότα. Αλλά στα Στρατόπεδα παρόντες είναι και οι παλαιοί πρόκριτοι και οι κληρικοί, όπως και βοηθητικά πρόσωπα και παιδιά, πράγμα που σημαίνει πως μάχεται για την ελευθερία του ολόκληρο το Έθνος.
Το φυσικόν προβάδισμα των στρατιωτικών έχει προβληματίσει τους παλαιούς πολιτικούς. Επί της Αρκαδικής σκηνής συμπολεμούν δύο παλαιοί αντίπαλοι, Θ. Κολοκοτρώνης από τα Κλεφτοαρματολικά σώματα και ο Κ. Δεληγιάννης από την τάξι των Κοτζαμπάσηδων. Ανήκουν εις δύο διαφορετικούς κόσμους, συνεργάζονται όμως για το καλό της πατρίδος, αλλά δεν ανέχονται ο ένας τον άλλο. Κρινομένη από πολιτική πλευρά η πρόσκλησις του Πετρόμπεη ως αρχηγού των όπλων ήταν ασφαλώς μία λύσις με διαφορετική σκοπιά των δύο πλευρών. Ήδη τώρα η πολεμική πρόοδος που εσημειώθη έθετε θέμα πολιτικής εξουσίας και για τον συντονισμό του πολέμου και για επείγουσες συνεννοήσεις επίσημες, με τους πλοιοκτήτες των Νήσων για τον κατά θάλασσαν αγώνα.
Υπό τις συνθήκες αυτές και με φανερές τις προθέσεις οργανώσεως ενιαίου μετώπου των προεστών της Πελοποννήσου, οργανώθη η Συνέλευσις των Καλτεζών, επί Αρκαδικού εδάφους, στην απόμερη μονή. Δεν ήταν αντιπροσωπευτική. Και οι εκπρόσωποι που εκλήθησαν και έλαβον μέρος έφθασαν εκεί, όπως γράφει ο Φιλήμων “ειδοποιηθέντες αμοιβαίως”.
Από την συγκέντρωσι της 26ης Μαίου του 1821, ανεπήδησε η Πελοποννησιακή Γερουσία, καθ’ όν τρόπον ανεδείχθησαν τα σώματα Στερεάς Ελλάδος. Εν τούτοις αυτά τα σώματα απετέλεσαν μία πραγματικότητα και την παρουσία των είχε ανάγκη το αγωνιζόμενον Έθνος.
Από τους συγκεντρωμένους της Πελοποννησιακής Γερουσίας, 27 πληρεξουσίους, υπεγράφη απόφασις συγκροτήσεως της Γερουσίας με 7 μέλη, «δια να προβλέπουν και διοικούν απάσας τας υποθέσεις» . Πρόεδρος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, και μέλη: Βρεσθένης Θεοδώρητος, Σωτήριος Χαραλάμπης, Αθαν. Κανακάρης, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης), Θεοχαράκης Ρέντης, Νικ. Πονηρόπουλος. Γραμματεύς Ρήγας Παλαμήδης.
Η πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Η Τριπολιτσά ήταν περιτριγυρισμένη με πρωτογενή κλοιόν, ωσάν φρούριο με 7 πόρτες και κοντά σε κάθε πόρτα από μία τάπια με κανόνια, χωριστά τις πολεμότρυπες για το λιανοντούφεκο. Γνωρίζουν και αναφέρουν το φρούριο οι απομνημονευταί του Αγώνος, αλλά πιο περιγραφικός όλων είναι ο Φωτάκος. Το Πολεμικό Σχέδιο του Κολοκοτρώνη την περιέβαλλε με δευτερογενή κλοιόν. Προς δυσμάς της πόλεως το αγέρωχο ελατοβριθές Μαίναλον, μία ισχυρά απόφυσις του οποίου καταλήγει σε τρείς οξείες κορυφές και σχηματίζει τα πασίγνωστα Τρίκορφα. Κατά τις ΒΔ προεκτάσεις του όρους σκορπίζονται τα χωριά του Φαλάνθου και αντικρύζουν την πόλι. Κατά την Δυτική κατεύθυνσι σειρά οχυρωμάτων με αγιωνυμικά ονόματα θα σταθούν ασφαλείς επάλξεις των πολιορκητών. Το ΒΑ τμήμα κατείχε το Στρατόπεδο των Βερβένων με τα Δολιανά, υπό την προστασία του Πάρνωνος. Στην ΒΒΑ κατεύθυνσι τα Μαντινειακά χωριά, ενώ το βουνό των Βαρσών κρατεί προς τα Ανατολικά τα αντερείσματα του Παρθενίου όρους. Εδώ και η οξεία αιχμή του Μύτικα επί της προς Λουκά οδού, εδώ και η
Καπνίστρα και ανάμεσα στα δύο ο Κόκκινος Βράχος και όλα μαζί κρατούν την προς Ανατολάς Μαντινειακή κλείδα προς την Αργολίδα.
Η αξία του Πολεμικού Σχεδίου του Κολοκοτρώνη έγκειται πρώτον στην επιλογή του Αρκαδικού εδάφους για τον εντοπισμόν των πολεμικών επιχειρήσεων από την πρώτη στιγμή πού άρχιζε ο πόλεμος. Δεύτερον ότι υπελόγισε στην καταδίκη των εχθρικών στρατευμάτων, κλεισμένων μέσα σε μια πόλι με πλήθος αμάχων, χωρίς την δυνατότητα ανεφοδιασμού και χωρίς ανάπτυξι πρωτοβουλιών στις επιχειρήσεις. Αρχικλέφτης ο Κολοκοτρώνης μετέβαλε σε πολεμικόν σύστημα τις ενέδρες (χωσιές}. Ανέπτυξε τα γύρω στην πολιορκουμένη πόλι Στρατόπεδα σε τρόπον ώστε κάθε απόπειρα εξόδου να παρενοχλήται, να φθείρεται και να επιστρέφη άπρακτη. Έτσι λοιπόν οι επαναστάτες δεν ανελάμβαναν πρωτοβουλία επιθετική κατά του εχθρού, μετεβλήθησαν σε αμυνομένους και ρυθμιστάς του πολέμου και εις περιορισμόν του εχθρού εντός της πόλεως.
Ένας πληθυσμός ενόπλων και αμάχων έχασε την επικοινωνία με τον περιβάλλοντα χώρο. Υπολογίζονται συνολικώς εις 20.000 ψυχές, οι πολιορκούμενοι μάχιμοι και άμαχοι περί το τέλος της πολιορκίας, με την επιπλέον φθορά της πεντάμηνης πολιορκίας. Οι Ελληνικές δυνάμεις στα μόνιμα γύρω Στρατόπεδα δεν ήταν σταθερές πάντοτε, αφού διαρκώς ηύξαναν, έφθασαν εις 10.000 πρό της μάχης της Γράνας και αορίστως λέγεται ότι εμάχετο κατά την περίοδο της αλώσεως όλη η Πελοπόννησος, ενώ οι ξένοι και έφθαναν τις 20.000. Όλοι επερίμεναν να δούν το τέλος.
Μέχρι της αφίξεως του Δημ. Υψηλάντη ο Κολοκοτρώνης είχε δώσει συγκεκριμένη μορφή στην πολιορκία και ήλεγχε τις εξόδους των Τούρκων και από τις 5 πύλες του φρουρίου. Σιγά – σιγά η πολιορκία εστένευε με διαρκείς μετακινήσεις τόσον ώστε εις πολλές Πύλες οι πολιορκηταί διελέγοντο με τους φύλακες. Πολλές εξόδους επεχείρησαν οι Τούρκοι και ανεχαιτίζοντο με σημαντικές φθορές. Η πλέον αξιομνημόνευτη μάχη είναι της Γράνας στις 10 Αυγούστου, με την οποίαν εκρίθη η πολιορκία και το θετικόν αποτέλεσμα αυτής.
Ο Κολοκοτρώνης εφρόντισε και στην πιο στενήν διάβασι στ’ Ανατολικά του πολιορκητικού κλοιού, στον περίφημον Μύτικα άνοιξαν μία τάφρο (γράνα), και όταν ξημερώματα της 10ης Αυγούστου εξήλθον 6.000 Τούρκοι, Πεζικό και Ιππικό, είχαν τοποθετηθή αντίνωτοι, δηλ. πλάτη με πλάτη Ελληνικές δυνάμεις και επερίμεναν. Οι Τούρκοι από το βουνό των Βαρσών είχαν κατεύθυνσι προς το χωριό Λουκά, το δεύτερο τμήμα εβάδισε στην στενή δίοδο Μύτικας – Καπνίστρας, για τα χωριά της Μαντινείας, χάριν λαφυραγωγίας, την οποίαν ακολουθούσαν 600 υποζύγια υπελόγιζαν να μεταφέρουν. Ισχυρές δυνάμεις από τα Καρυτινά ορδιά κατέλαβαν τα γύρω υψώματα, μέχρι τις φράχτες των αμπελιών και μαζί με τους τοποθετημένους στην γράνα επερίμεναν την επιστροφή του εχθρού με την λαφυραγωγία.
Έγιναν διαδοχικές εφορμήσεις πολυπληθών τμημάτων του Τουρκικού στρατού, για να περάσουν την τάφρο υπό βροχήν πυροβολισμών των αφανών αγωνιστών, που επολεμούσαν γονατιστοί. Το σφοδρότερο σημείο της μάχης υπήρξε στην τρίτη φάσι. Ο Κεχαγιάμπεης αντελήφθη την τάφρο και άφησε τελευταία την ομάδα των φορτωμένων με λάφυρα 600 ζώων. Εκεί έδρασαν οι ήρωες της γράνας, αλλ΄ επολέμησαν και όσοι είχαν καταλάβει τα υψώματα. Αναφέρει ο Φωτάκος της γράνας 6 πιθαμές πλάτος και 5 πιθαμές βάθος. Εδημιουργήθη πέριξ της γράνας αληθινό πανδαιμόνιο. Οι Τούρκοι δεν ημπορούσαν να περάσουν μαχόμενοι εναντίον της ενέδρας. Αναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν την εφοδιοπομπή και να ζητούν πέρασμα στην στενή δίοδο των υπωρειών της Καπνίστρας, είτε υπερπηδώντας την τάφρο. Η μεγάλη σύγκρουσις έγινε χέρι με χέρι, άνθρωπος με άνθρωπο, όποιος μπορούσε εσκότωνε τον άλλο. Πολλοί εβγήκαν από την γράνα, επολεμούσαν όρθιοι, εγλεντούσαν τον πόλεμο, όπως ο Φωτάκος αναφέρει.
Η Άλωσις.
Ως αποτέλεσμα της θριαμβευτικής πάλης στην Γράνα, αναφέρεται η σοβαρά απώλεια πεζών και ιππέων του εχθρού άνω των 4.000 με πλήθος τραυματιών, αλλά και μεγάλος αριθμός ζώων και άφθονα λάφυρα. Έχει πλέον καταφανή το τέλος, για το οποίον ειργάζοντο και άλλα δυσμενή για τον εχθρό περιστατικά, όπως οι πολλές στερήσεις τροφίμων και νερού, οι ασθένειες, η δυσφορία του κοινού και πρό πάντων η εξέγερσις των Αλβανών, εξ αιτίας της οποίας άρχισαν διαπραγματεύσεις για την παράδοσι της πόλεως. Ενώ τα πάντα είχαν συμφωνηθή για την παράδοσι, ο δε Υψηλάντης αναχωρούσε για το Στρατόπεδο των Πατρών, ο μαχόμενος λαός με τους διαφόρους οπλαρχηγούς επροτιμούσαν μία δυναμική έφοδο, για ν’ ακολουθήση το πλιάτσικο χάριν των πλουσίων λαφύρων. Στις 23 Σεπτεμβρίου, εξεδηλώθη το περίφημο ρεσάλτο.
Πρώτοι τολμηροί ο Δούνιας, ο Κεφάλας, ο Π. Ζαφειρόπουλος ανέβησαν στο τείχος, εφόνευσαν τον τηλεβολιστή της τάπιας στην Πύλη του Ναυπλίου και άνοιξαν τις πύλες. Σιγά – σιγά το τόλμημα επανελήφθη και ακολούθησε συναγερμός με μάχη στους δρόμους σώμα με σώμα. Οι Τούρκοι δεν ημπορούσαν πλέον να σταθούν. Την συνέχεια δίδει ο Διον. Σολωμός , με την 39η στροφή του Ύμνου εις την Ελευθερίαν :
Κατεβαίνουνε κι ανάφτει
του πολέμου η αναλαμπή,
το ντουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
Όπως αναφέρουν οι απομνημονευταί, που περιγράφουν λεπτομερώς τα γεγονότα, μάχιμοι και Τουρκικός όχλος εφονεύθησαν όλοι. Η ηγεσία του πολέμου επρόλαβε να θέση τέρμα στην αιματοχυσία την Τρίτη ημέρα μετά την έφοδο και την νίκη. Επέζησαν περίπου 1.000 Τούρκοι αξιωματούχοι και μη, ενώ ελήφθη πρόνοια για την συγκέντρωσι των λαφύρων, ενώ το περίφημο Σεράγι των πασάδων απετεφρώθη.
Η Άλωσις της Τριπολιτσάς εκόστισε την ζωή 300 μαχητών Ελλήνων, αλλά υπήρξε το μέγα γεγονός του πρώτου έτους του πολέμου και ολοκλήρου του Αγώνος του Εικοσιένα. Εστερεώθη η Επανάστασις και συνεχίσθη η εκκαθάρισις στην ενδοχώρα. Απεθεώθη το όνομα του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Οι Έλληνες έμαθαν να πολεμούν και εσήκωσαν το βάρος για την συνέχισι του Αγώνος, ενισχυμένοι ηθικώς και με μέσα πολέμου. Με την Άλωσι της Τριπολιτσάς οι νικηταί εξεδικήθησαν τις δοκιμασίες των κατακτητών τεσσάρων αιώνων δουλείας. Τα μέτωπα των αγωνιστών εστεφάνωσε η Ελληνική δόξα και αποθανάτισε η δημόσια μούσα :
Πήραν τα κάστρα πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα …….
Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος
Ιστορικός – Πρόεδρος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών