«Μπρος στον Άγιο Βωμό σου, με δέος γονατίζει
η ψυχή των Ελλήνων, Ιεράρχα σεπτέ,
Αμάραντη η δάφνη στη μνήμη Σου ανθίζει,
Εθνομάρτυρα της Εκκλησίας βλαστέ.
Πιστός στης τιμής το μεγάλο χρέος
ως την ύστατη ακλόνητος εστάθη στιγμή».
(Χρυσάνθη Ζιτσαία).
Η μαρτυρία του Καρτσωνάκη – Νάκη
Για τη ζωή και τη δράση του Χρυσόστομου Καλαφάτη έχω συγγράψει ειδική εργασία (βλ. υποσ’.) με βάση την ομιλία που έκανα στο προαύλιο του ναού της Ευαγγελιστρίας της Νέας Ιωνίας Βόλου στις 13 Σεπτεμβρίου 1992, με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη – φίλου εκλεκτού – μακαριστού Χριστοδούλου, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Συνεπώς, εδώ θα περιοριστούμε μόνον στο μαρτύριό του, όπως το περιγράφουμε στο βιβλίο αυτό, αφού πρώτα δώσουμε το λόγο στον Σμυρνιό ζωγράφο και συγγραφέα Ν. Καρτσωνάκη – Νάκη, που τον γνώρισε από κοντά:
«Τώρα, γράφει ο Καρτσωνάκης, θα γράψω για τον Χρυσόστομο. Μόλις πάτησε στη Σμύρνη (Σημ. Σ.Ι.Κ.: Αυτό έγινε στις 10 Μαΐου 1910), έδωσε μια ώθηση στην παιδεία, έχτισε σχολεία, ιδρύματα, άσυλα, συσσίτια. Σύστησε και την ετήσια εορτή του ιερού Πολυκάρπου να γίνεται απάνω στον Πάγο, στον τόπο όπου εμαρτύρησε, μέσα στο χώρο του αρχαίου Ρωμαϊκού σταδίου της Σμύρνης (…)».
«Όμως εγώ έβλεπα, συνεχίζει ο Καρτσωνάκης, το δεσπότη να έχη μπροστά στα μάτια του ζωντανό το μαρτύριο του επισκόπου Σμύρνης Πολυκάρπου. Έκανε το παν για να ξαναζωντανέψει τη μνήμη του μέσα στις ψυχές του Χριστιανικού λαού. Με τη στάση του απέναντι στους Τούρκους είτανε σαν να τους προκαλούσε. Το στεφάνι του μαρτυρίου του Πολυκάρπου έλαμπε στη φαντασία του σαν αδαμάντινο. Και το αξιώθηκε με το δικό του μαρτύριο».2
Στη διάρκεια της ελληνικής κατοχής ο Χρυσόστομος υπήρξε η κεφαλή του «κατά φαντασίαν» απελευθερωθέντος ιωνικού πληθυσμού αλλά και αρωγός του ταπεινωμένου τουρκικού κόσμου. Οι σχέσεις του με τον Στεργιάδη ουδέποτε υπήρξαν ομαλές. Ο Στεργιάδης έμενε πιστός σε μια πολιτική εντολή˙ ο Χρυσόστομος, ως την τελευταία του στιγμή, έμεινε πιστός σε μια ιστορική αποστολή. Όταν οι πάντες – κι εννοώ τους επιφανείς – εγκατέλειψαν την Σμύρνη, ο Χρυσόστομος έμεινε κοντά στο ποίμνιό του. Η περιώνυμη εκκλησία της Αγίας Φωτεινής ήταν το έσχατο καταφύγιο των αλαλιασμένων Ελλήνων. Γράφει γι’ αυτό ο Ν. Καρσωνάκης – Νάκης:
«Ο αυλόγυρος της Αγίας Φωτεινής ήτανε γεμάτος πρόσφυγες από το εσωτερικό. Είχανε έρθει στη Σμύρνη με την ψυχή στο στόμα φεύγοντας το μαχαίρι και την ατίμωση. Τους μοιράσανε εληές και ψωμί.3 Κατέβηκεν ο δεσπότης από τη Μητρόπολη στην εκκλησία να λειτουργήση. Είπε λόγια παρηγορητικά στον κόσμο: ¨Έχετε θάρρος, ο Κύριος δεν θα εγκαταλείψη το λαό του¨.4 Σε λίγο έρχεται ένα αυτοκίνητο με έναν Τούρκο αξιωματικό και μία πολίτσια. Ξαναήρθανε το πρωί τον πήρανε, τον πήγανε στο Κονάκι (Διοικητήριο) αλλά τον ξαναφέρανε έπειτα πίσω» (όπ. π. σ. 88).
Την τρίτη φορά τον πήγανε στον Στρατώνα, όπου ήταν η έδρα του Νουρεντίν. Οι δύο αντίπαλοι ανταλλάξανε στην αρχή φιλοφρονητικές κουβέντες σε μια αίθουσα την οποία ο Καρτσωνάκης – Νάκης περιγράφει (την έχει άλλωστε ζωγραφίσει) παραστατικά:
«Κάθησε και ρίχνει μια ματιά γύρω του ο αρχιερέας. Πίσω από το γραφείο του πασά ήτανε κρεμασμένη μια μεγάλη ελαιογραφία του Στρατηλάτη Κωνσταντίνου, έργο του Γ. Ροϊλού. Κρατούσε και τη Στραταρχική ράβδο στο χέρι του κάπως επιδεικτικά. Στον άλλο τοίχο ήταν κρεμασμένη μια μεγάλη λιθογραφία του Βενιζέλου, που τόνε στεφάνωνε μια αρχαία γυνή, ντυμένη σαν την αρχαία Ελλάδα. Πατούσε με το ένα πόδι της σ’ ένα Ιωνικό κιονόκρανο. Κάτω ήτανε η επιγραφή: ¨Η Μεγάλη Ελλάς στεφανώνει τον δημιουργό της¨ (Εχτές ακόμη ήταν η έδρα του Στρατηγείου μας μέσα σ’ αυτή την αίθουσα. Αφήσανε οι Τούρκοι τις εικόνες επίτηδες για να τις δη ο δεσπότης)» (όπ. π. σ. 89).
Εξυπακούεται ότι την εικόνα του Βενιζέλου θα την βρήκαν σε κάποια αποθήκη και τη στήσανε επί τούτου έναντι της ζωγραφιάς του Κωνσταντίνου. Μετά τις φιλοφρονήσεις, ο Νουρεντίν εξαπέλυσε ένα «κατηγορώ» κατά του Χρυσοστόμου, διότι αυτός, ενώ ήταν Τούρκος υπήκοος, ευλόγησε τον ελληνικό στρατό και στάθηκε ηγέτης του Ελληνισμού της Ιωνίας. Και αφού είπε όσα είχε να του πει, τον ξεπροβόδισε με λόγια καθησυχαστικά. «Όλα θα διορθώσι». Στην αυλή περίμενε τον δεσπότη – θηρίο ανήμερο – ένα αγριεμένο πλήθος. Γράφει ο Καρτσωνάκης – Νάκης:
«Ο δεσπότης κοντοστάθηκε. Ο νους του πήγαινε στα Ρωμαϊκά Αμφιθέατρα, τη στιγμή που αμολάγανε τους αγριεμένους τίγρηδες ενάντια στους ανυπεράσπιστους χριστιανούς. Γυρίζει και κοιτάζει με αμηχανία τον αξιωματικό που στεκόταν πλάι του. Αυτός κάνει μια ελαφριά υπόκλιση και του δείχνει την έξοδο. Κλείνει και το μάτι στο στρατιώτη, που βρισκότανε πίσω από τον δεσπότη. Αυτός του δίνει μια δυνατή σπρωξιά και τον ρίχνει πάνω στους τουρκοκρητικούς χασάπηδες. Αυτοί τον αρπάζουνε σαν πούπουλο, τον σηκώνουνε στον αγέρα, τόνε μαχαιρώνουνε, το αίμα του πετιέται απάνω στα πρόσωπά τους, αυτοί με τις παλάμες τους αλείβονται από το κούτελο μέχρι το λαιμό από το ζεστό αίμα του Δεσπότη. Σε λίγα λεπτά, από χέρι σε χέρι, από μαχαιριά σε μαχαιριά το άψυχο σώμα του μάρτυρα κομματιασμένο βρέθηκε στην άλλη άκρια της πλατείας του Κονακιού» (όπ. π. σ. 90).
Το ύστατο «κατηγορώ»
Ο Χρυσόστομος – όπως θα δούμε – υπήρξε συγχωρητικός κι έναντι των δημίων του. Προς ένα μόνον δεν υπήρξε αφετικός. Αυτός ήταν ο Αριστείδης Στεργιάδης. Αλλά παράλληλα αυστηρός και επικριτικός υπήρξε και έναντι του Βενιζέλου. Στο βιβλίο μας για τον Χρυσόστομο γράφουμε:
Συγκλονιστική είναι η επιστολή που ο Εθνάρχης έστειλε στις 25 Αυγούστου (δύο ημέρες προ του θανάτου του) στον Βενιζέλο με τον κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Λήμνος». Αντιγράφουμε μερικές ενδεικτικές φράσεις που μοιάζουν με έκρηξη ηφαιστείου:
«Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το Ελληνικόν κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος, δια δύο πράξεις σας.
Πρώτον, διότι απεστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν ένα τούτ’ αυτό παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του βεβαίως δεν είχον τόπον, και εις το τέλος αποδώσαντα αυτούς τους αγλαούς καρπούς της τελείας του Μικρασιατικού λαού καταστροφής, τους οποίους νυν θερίζομεν.
Και δεύτερον, διότι πριν αποπερατώσητε το έργον Σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του ανεγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς ακριβώς και παραμονάς αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού προς εκτέλεσιν των όρων της – οίμοι! – δια παντός καταστραφείσης συνθήκης των Σεβρών».
Ο Χρυσόστομος με λόγους συγκινητικούς καλεί τον Βενιζέλο ν’ αναδραστηριοποιηθεί και να σώσει ό,τι είναι δυνατόν να σωθεί. Όσο για τον εαυτό του προβλέπει:
«Ζήτημα είναι εάν, όταν το παρόν γράμμα αναγιγνώσκεται υφ’ Υμών, ημείς πλέον υπάρχωμεν εν ζωή, προοριζόμενοι – τις οίδε – εις θυσίαν και μαρτύριον».5
Όντως, όταν η επιστολή έφθασε εις τον Βενιζέλο, ο Χρυσόστομος είχε οδηγηθεί στη θυσία και στο μαρτύριο.2
Επειδή το μαρτύριο του πληθυσμού που είχε συρρεύσει στη Σμύρνη, καθώς και των κατοίκων της Σμύρνης και του πνευματικού ηγέτη όλου αυτού του πληθυσμού στα σύγχρονα σχολικά και πανεπιστημιακά εγχειρίδια περνάει στα «ψιλά» (π.χ. «Στην προκυμαία της Σμύρνης συνέβησαν σκηνές αλλοφροσύνης. Τα θύματα υπήρξαν χιλιάδες, ανάμεσά τους και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος»), κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε όσα στοιχεία είχαμε μέχρι την έκδοση του βιβλίου μας συγκεντρώσει. Έκτοτε συγκεντρώσαμε κι άλλα. Αλλά θα περιοριστούμε μόνο σ’ αυτά που περιέχονται στις σελίδες 105 έως 119.
Άλλες μαρτυρίες για το μαρτύριο
Σε άλλο βιβλίο μας για τον μικρασιατικό πόλεμο, αναφερόμενοι στον μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου, είχαμε γράψει: «Ο Χρυσόστομος δίκαια ανήκει στους μεγαλομάρτυρες του έθνους, που κρατούν ψηλά την περηφάνειά του, όταν την τσακίζουν με τη δειλία τους και την αβελτηρία τους οι πολιτικοί μας ηγέτες».7 Στην απροστάτευτη Σμύρνη, που όλοι οι στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες την εγκαταλείπουν προστρέχει να βρει καταφύγιο όλος ο άμαχος πληθυσμός της Μ. Ασίας. Ο μόνος που δεν την εγκαταλείπει είναι ο Χρυσόστομος. Όταν ο αρχιεπίσκοπος των Καθολικών την υστάτη ώρα, στις 25 Αυγούστου, του εξασφαλίζει θέση επί αναχωρούντος ατμοπλοίου και τον εξορκίζει να εγκαταλείψει την καταδικασμένη πόλη για να γλυτώσει από την οργή των Τούρκων, ο Μητροπολίτης ατάραχος απαντά: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου αλλά και χρέος του καλού ποιμένος είναι να παραμείνη με το ποίμνιόν του». Είναι η στιγμή που ο Χρυσόστομος περνά στο χώρο της αθανασίας και συγκαταλέγεται στο χορό των μαρτύρων και των αγίων του Γένους. Η ώρα του Γολγοθά επλησίασε. Είναι μόνος, αυτός και το ποίμνιό του. Ο τελευταίος επίσημος Έλληνας που έφυγε, είναι ο μεγάλος μαθηματικός
Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή,
πρύτανις του Ιωνικού πανεπιστημίου που και αυτός βάλλεται εσχάτως «πανεπιστημιακώς» σαν οπαδός του …Χίτλερ!
Στις 27 Αυγούστου γίνεται η πρώτη εμφάνιση Τούρκων τσετών (=ατάκτων) υπό τον Κιόρ (=μονόφθαλμος) Μπεχλιβάν στη Σμύρνη. Τρομοκρατία απλώνεται στην πόλη. Τα πλήθη συρρέουν στη Μητρόπολη. Ο Χρυσόστομος, βοηθούμενος από τον αδελφό του Ευγένιο, κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει. Την επομένη τελεί λειτουργία στην Αγία Φωτεινή. Είναι κάτωχρος από τη νηστεία και την αγρύπνια…
Ο περίβλεπτος Χρυσόστομος (Σμύρνης) και ο Μαρτυρικός θάνατός του – Σαράντου Ι. Καργάκου.rar
Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: “Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922”. Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Δ.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος Μητροπ. Σμύρνης, ο περίβλεπτος – Σαράντου Καργάκου.
Κυριακή προ της Υψώσεως: μνήμη και πάντων των υπό των Αγαρινών ανερεθέντων Νεομαρτύρων εν μικρά Ασσία και Πόντω, από 1918 έως 1922.