Μία οικογένεια, πατρίδες δύο.

Άνοιξη ήταν και τότε. Μαυροθαλασσίτης βατάμος* από έφηβος –είχε φύγει νωρίς ο δικός του πατέρας – δεν τη φοβόταν τη δουλειά. Τη δουλειά την κυβερνούσε. Κείνη την άνοιξη τον είχε συνεπάρει ο τσίρος. Ξανοίγονταν στη θάλασσα τα καΐκια τους και βγαίναν γεμάτα φορτώματα σκουμπριά, λαχταριστά και μοσχομυρισμένα, φτενά ακόμη και διάφανα. Τραβούσαν τις απόχες, άδειαζαν τα πλεμάτια* στους ξύλινους κάδους κι ήταν έτοιμα για δούλεμα τα σκουμπριά. Αρμάθιαζε ίσαμε δυο απλόχερα από δαύτα και με τις απαρχές του κόπου του να τινάζονται σε κάθε πάτημα, τραβούσε γεμάτος λαχτάρα για το σπίτι, κόβοντας δρόμο απ’ τα στενοσόκακα της Ζόπολης. Συνήθως έβρισκε την κυρά του γονατιστή ακόμη μπροστά στο εικόνισμα του Άη –Νικόλα, για να μπορέσουν τα καΐκια να γυρίσουν. Άλλοτε πάλι την έβρισκε με το εργόχειρο να κάθεται μπροστά στο γωνιακό παραθύρι στο σαχνισί*, κανακεύοντας τον πρωτογυιό κι έχοντας καρφωμένα τα μάτια στη θάλασσα.

Μεγάλωνε σ’ ένα χωριό της Θεσσαλίας ο Θεμιστοκλής, μεγάλωσε πες, είχε αρχίσει να ιδρώνει το μουστάκι. Με δυο κτηματάκια δέντρα και κλήματα τον ανάστησαν οι δικοί του, κληρονομιά απ’ τη γιαγιά, που ’ρθε πρόσφυγας το ’31 με τον πατέρα του στην αγκαλιά. Αδέρφια δεν του ’δωσε ο Θεός. Σαν ξέκλεβε ο ίδιος λίγο χρόνο, δινόταν στα δεντράκια τους –αυτά είχε αδέρφια του- πότε στο μπόλιασμα και στο βλαστολόγημα, πότε στο θειάφισμα και στο ξεβοτάνισμα. Ανομολόγητα, ίσως και να το προτιμούσε απ’ τη μελέτη του Λυκείου.

Μα τούτη την άνοιξη, άτι φτερωτό ο νους του, έτρεχε σίγουρα αλλού. Ποτέ δεν είχε βγει έξω απ’ την Ελλάδα, και θα ’βγαινε το Πάσχα. Δεν τολμούσε να πει στην παρέα ότι θ’ άφηνε τόσους ελκυστικούς προορισμούς και θα διάλεγε τη γειτονική Βουλγαρία. Όχι πως μεγαλοπιανόταν ποτέ ούτε και πως λογάριαζε τα πειράγματα των πιο ζωηρών. Μα το ’νιωθε πως την Κυριακή των Βαΐων ξημέρωνε για το σπίτι του μια μέρα αλλιώτικη, κι ήθελε να την κρατήσει μακριά από αδιάκριτα μάτια. Ο πατέρας του ταξίδευε κι άλλες φορές στη Σωζόπολη «για τη δουλειά του»∙ μα τώρα θα πήγαιναν όλοι μαζί κι ο ίδιος θα γνώριζε τον παππού από κοντά. Αυτά του κρατούσαν το λογισμό κι ένας χείμαρρος συναισθημάτων τον κατέκλυζε.

Θα τους φίλευε τσίρο, σαν τότε. Δεν είχε κι άλλο καλύτερο. Μόνο που τότε δεν είχαν ψύξη και τον συντηρούσαν στη στάχτη ολοχρονίς. Μα και τώρα, πεντανόστιμα ήταν τ’ αποξηραμένα ψαράκια. Θά ’ταν και κάτι σαν αποκατάσταση, σαν σιωπηλή αίτηση συγχώρεσης. Απασχολημένος τότε με το εμπόριο του τσίρου, έστειλε την κυρά του μ’ άλλο καραβάνι στην πατρίδα. Κι ύστερα… κλείσαν τα σύνορα. Σφιχταγκάλιαζε η κυρά του τον πρωτογυιό πάνω στο βαπόρι κι έκλαιγε αποχαιρετώντας τον. Να προαισθανόταν άραγε πως δεν θα ξανάμεναν κάτω απ’ την ίδια στέγη ή να την έπνιγε η συγκίνηση που άφηνε πίσω την όμορφη Ζόπολη; Δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά. Την κυρά του δεν την ματαείδε από τότε, μόνο στη φωτογραφία. Και σε τούτο το παλληκαρόπουλο, που θα ’ρχόταν ταχιά κι είχε τ’ όνομά του, Θεμιστοκλής. Ήταν, λέει, φτυστός η κυρά του, ακόμη και στη ντομπροσύνη της έμοιαζε∙ και σε κείνη τη χωριάτικη απλότητα, τον απροσποίητο τρόπο, που τον έκανε τόσο αγαπητό.

Είχαν βάλει, θυμάται, ρούχα και χρειώδη σ’ ένα βαρέλι, το φουντώσανε και το κύλησε αυτός ως το βαπόρι. Στρίμωξε ανάμεσα στα ρούχα και μερικά οικογενειακά κειμήλια, όσα μπόρεσαν. Είχε βάλει και την εικόνα του Άη –Νικόλα που κρεμούσε πάντα στο καΐκι. Και μερικές φωτογραφίες της φαμελιάς του. Και κάποιες της δουλειάς, μεράκι ήταν αυτό. Και καναδυό με τις γειτονιές της Ζόπολης, τα νοικοκυρεμένα σπιτάκια τους με τα δύο πατώματα, πέτρινα κάτω, ξύλινα πάνω. Μοσχομύριζαν τ’ ανώγια το άρωμα του ξύλου και της θάλασσας μαζί. Θα ’δινε ύστερα τα κλειδιά του σπιτιού στο συνεταίρο του. Είχε πάρει εκείνος την απόφαση να μείνει στον τόπο τους, δεν τους καταλάβαινε, έλεγε, στο φευγιό τους. Μα είχε ο κόσμος φοβηθεί και δεν έβλεπε άλλο, παρά να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στην πατρίδα. Τάχα κι εδώ που είναι ο τόπος τους, πατρίδα δεν είναι;

Ώρες –ώρες ένιωθε λίγο περίεργα ο Θεμιστοκλής. Κοιτούσε αμήχανα όσους τον ρωτούσαν από που κατάγεται, μη ξέροντας τι ν’ αποφασίσει∙ από τη Θεσσαλία ή από την Ανατολική Ρωμυλία; Και κείνο που τον αναστάτωνε ολότελα, το εύκολο συμπέρασμα: δηλαδή ο παππούς σου μένει στα ξένα; Τί να ’λεγε; Εμείς είμαστε, κύριοι, τότε εκεί… Ξένα δεν είναι. Φιλόξενος ο τόπος, ναι∙ κι εύξεινος ο πόντος. Ευτυχώς που στο περιβάλλον τους ήταν οι περισσότεροι πρόσφυγες Μαυροθαλασσίτες και κάτεχαν απ’ αυτά. Κι ας άφησαν μακριά τη θάλασσα και ρίζωσαν στη γη.

Μα ένιωθε αμήχανα και για το ταξίδι. Όσο το ονειρευόταν μυστικά από μικρός και λαχταρούσε να γνωρίσει τη γενιά του, τόσο τώρα του χρειάζονταν λίγες μέρες ακόμη… Τον παππού του τον είχε δει νέο γεροδεμένο άντρα να καλαφατίζει* τη βάρκα του. Γερασμένο κι ασπρομάλλη δεν ήταν εύκολο να τον φανταστεί. Κι από κουβέντες, είχαν ανταλλάξει κάποτε μεσ’ απ’ το σύρμα ευχές εθιμοτυπικά σε μεγάλες γιορτές. Τί θα ’βρισκαν τώρα να πουν, εκείνος θαλασσινός, ετούτος καμπήσιος; Κι ακόμη, πόσο κοντά μπορούν να νιώσουν ένας Γεωργίου κι ένας Γκεοργκίεφ;

Στο καλό δωμάτιο του σπιτιού, το προσηλιακό με τα μεγάλα φωτεινά παράθυρα, σ’ αυτό που έβλεπε βαθιά στη Μαυροθάλασσα, εκεί έστρωσε ο καπετάν –Θεμιστοκλής το βαγιάτικο τραπέζι. Στο δωμάτιο της ξενίας αντάμωσαν μεταξύ τους, ξένοι μα καρδιακοί, μια φύτρα, τρεις γενιές. Κι ήταν, λες, λαβωμένοι αετοί που ξαναβρήκαν σαν από ένστικτο την απάτητη φωλιά τους. Κι έσβησε μέσα στο βλέμμα το βαθύ του θαλασσόλυκου παππού κάθε του εφήβου αμηχανίας ίχνος, κάθε σημάδι απόστασης. Κι ήταν η άνοιξη στην πιο καλή της ώρα.

Έσπερος

Γλωσσάρι:
βατάμος: καπετάνιος
πλεμάτια: πλέγματα, δίχτυα
σαχνισί: προεξέχον δώμα
καλαφατίζω: αλείφω το πλοίο με πίσσα

Από το περιοδικό «Η Δράσις μας», Τεύχος 477, Μάρτιος 2010, σελ. 94 -95.

Η/Υ επιμέλεια Κωνσταντίνας Κυριακούλη.

Δημοσιεύθηκε στην Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.