ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ. Περί της Δευτέρας Συνόδου.
Επειδή δε δεν εξέδωκαν εκείνοι περί του Αγίου Πνεύματος φανερώτερον, καθότι μήτε χρεία ήτο τότε, επειδή εβλασφήμει μόνον περί του Υιού ο αλιτήριος Άρειος, και επειδή ύστερον εφάνη ο δυσσεβής Μακεδόνιος, βλασφημών και περί του Αγίου Πνεύματος, κατονομάζων αυτό κτίσμα και ποίημα του Υιού. Δια τούτο πάλιν συγκροτείται δευτέρα των ιερέων του Θεού συνάθροισις, και συγκαλεί αυτήν ο μέγας τω όντι βασιλεύς Θεοδόσιος. Τόπος της μεν Πρώτης Συνόδου υπήρξε η Νίκαια, αυτής δε της Δευτέρας η φιλόχριστος Κωνσταντινούπολης, η οποία έπρεπε δεόντως να επισφραγίσει την Τριάδα, επειδή εθεμελιώθη και ωκοδομήθη δια της Τριάδος και εκήρυξεν ακριβώς το μυστήριον αυτής, και αθλεί και αγωνίζεται πάντοτε υπέρ της Τριάδος, καταπολεμουμένη από τους εχθρούς αυτής της τρισυποστάτου θεότητος, και χειροτονεί και αποκαθιστά εν πνεύματι τους κήρυκας της Τριάδος, εξαποστέλλουσα αυτούς εις όλον τον κόσμον ως αποστόλους.
Οι μέγιστοι δε από τους ομολογητάς και πατέρας συνήλθον εις αυτήν την σύνοδον, καθώς ο Γρηγόριος, η όντως θεολόγος φωνή, και Γρηγόριος άλλος ο Νυσσαέων φωστήρ, μάλιστα δε όλης της οικουμένης ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και ομότροπος, ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ο Μελέτιος, ο Ευστάθιος Αντιοχείας, ο Τιμόθεος Αλεξανδρείας και πολλοί άλλοι με αυτούς, οι οποίοι έλαμψαν εις τον κόσμον δια της θεολογίας και των θαυμάτων. Ο αριθμός όλων αυτών των πατέρων συνεποσούτο εις τρεις πεντηκοντάδας, και παριστά το τέλειον της Αγίας Τριάδος, και μας παρέδωκαν αληθινήν και τελείαν την ομολογίαν του Πνεύματος, δοξάζοντες το ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ. Τρεις δε πεντηκοντάδες εις τιμήν της Τριάδος. Τέλειαι δε και ίσαι, ότι ομοούσιος η Τριάς και μόνη τελεία. Ηνωμέναι δε αι πεντηκοντάδες, επειδή κατά την θείαν Πεντηκοστήν εφανερώθη σαφέστερα εις τους Αποστόλους το Πνεύμα.
Εκθέτει λοιπόν αυτή η Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος τρανώτερον τον λόγον του Πνεύματος, εκλεξαμένη την έκθεσιν από τας Αγίας Γραφάς.
Η μεν Πρώτη Σύνοδος τούτο περί του Πνεύματος λέγει: «εις το Πνεύμα το Άγιον», το οποίον είναι φωνή των προφητών και του Ευαγγελίου, του Δαβίδ λέγοντος: «το Πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού», του Ευαγγελίου δε: «βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Η Δευτέρα δε προσέθηκε: «το Κύριον το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια των προφητών. Εις μίαν αγίαν καθολικήν και αποστολικήν εκκλησίαν». Το μεν Κύριον από της επιστολής του θείου Παύλου λαμβάνουσιν: «ο δε Κύριος το Πνεύμα εστίν». Όπου δε Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία. Το δε ζωοποιόν εκ του Ευαγγελίου, γράφοντος: «το Πνεύμα εστί το ζωοποιούν». Ομοίως δε και το «παρά του Πατρός εκπορευόμενον», από το Ευαγγέλιον ερανίζονται, και δεν τολμούν να προσθέσουν τίποτε αφ’ εαυτού των, επειδή αυτός ο ίδιος ο Σωτήρ είπε: «το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται», και λέγων: «της αληθείας», έδειξε ότι είναι οικείον εις τον εαυτόν του το Πνεύμα, ως συμφυές και αδιαίρετον, και μένον πάντοτε εις Αυτόν.
Το δε «παρά του Πατρός εκπορεύεται», μαρτυρεί την αρχήν και την αιτίαν αυτού του Πνεύματος, ότι είναι παρά του Πατρός, ως και αυτός ο Υιός, επειδή και περί εαυτού λέγει: «Εγώ παρά του Πατρός εξήλθον, και πάλιν, «εξήλθον παρά του Πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον». Αν και δύναται τις να εννοήσει τούτο κατά την οικονομίαν, αλλά και εν αρχή ην, και ην προς τον Θεόν. Αιτίαν μαρτυρεί η αλήθεια τον Πατέρα εαυτού και του Πνεύματος, επειδή ο Πατήρ μόνος είναι πηγή και αρχή και ρίζα και αιτία των εξ αυτού, του Λόγου δηλαδή και του Πνεύματος. Ο Πατήρ είναι Πατήρ των φώτων, φώτα δε εκ φωτός ο Υιός και το Πνεύμα, ο μεν γεννητώς, το δε εκπορευτώς. «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως», ψάλλει ο Δαβίδ, και μόνη πηγαία θεότης είναι ο Πατήρ, είπεν εις από τους θεολόγους. Δεν έθηκαν τίποτε οι πατέρες παρά τας Αγίας Γραφάς. Όθεν και το «συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον» από τας Αγίας Γραφάς ερανίσθησαν οι πατέρες. Το «προσκυνήσωμεν» και το «δοξάσατε αυτόν» το λέγει ο Δαβίδ. Ότι δε Τριάς συνδοξάζεται, είναι φανερόν από του ύμνου των Σεραφίμ. «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Αυτού».
Βλέπετε ότι μία κηρύττεται η δόξα της Τριάδος; Το Άγιος, λεγόμενον τρις, την Τριάδα κατά την ερμηνείαν των πατέρων σημαίνει. Το δε Κύριος, λεγόμενον άπαξ, το ομόδοξον παριστά και συμφυές αυτής της Τριάδος. Δια τούτο «πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Αυτού», δεν λέγει αυτών, επειδή μία είναι η δόξα, η ουσία και η δύναμις αυτών των τριών υποστάσεων. Και η Αγία Τριάς, ο μόνος Θεός και Κύριος, μίαν έχει την δόξαν και την προσκύνησιν. Δια τούτο συντιμάται και συμπροσκυνείται το Πνεύμα το Άγιον, συν τω Πατρί και τω Υιώ και από αυτούς τους Αγγέλους, καθώς λέγει ο Δαβίδ: «προσκυνήσατε Αυτόν πάντες οι Άγγελοι Αυτού», και προς ημάς δε ο ίδιος ψάλλει: «Δεύτε προσκυνήσωμεν και κλαύσωμεν εναντίον Κυρίου του ποιήσαντος ημάς». Εις λοιπόν είναι ο Κύριος η Τριάς, καθώς και οι Άγγελοι λέγουσιν: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος». Εν το όνομα της Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εις το οποίον βαπτιζόμεθα. Επειδή και εις και μόνος Θεός είναι η Τριάς, καθότι Θεός είναι και ο Πατήρ. Θεός ο Λόγος, ος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Θεός και το Πνεύμα, καθώς ο Πέτρος διδάσκει περί Αυτού: «ίνα τι εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ». Δεν είναι όμως τρεις Θεοί αλλά εις και μόνος Θεός εν Τριάδι. Επειδή, καθώς είναι μία η ουσία και η φύσις του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ούτω και η δύναμις είναι μία και η βουλή και η κίνησις και η ενέργεια και η πρόνοια και η βασιλεία και η δόξα αχώριστος.
Δεν δίδεται ποτέ ο Πατήρ δίχα Λόγου και Πνεύματος, ουδέ λόγος δίχα του Πατρός και του Πνεύματος, μήτε Πνεύμα δίχα του Πατρός και του Υιού, ότι και αδιαίρετος και ασύγχυτος είναι η Τριάς. Ασύγχυτος μεν ότι Πατήρ αληθώς και Υιός αληθώς, Πνεύμα Άγιον αληθώς. Αδιαίρετος δε ότι εις είναι ο Πατήρ και Άναρχος και εν εισί και τα εξ αυτού ανάρχως και αϊδίως και απαθώς πηγάζοντα. Πηγή γαρ της υπερουσίου θεότητος είναι ο Πατήρ, ο δε Υιός και το Πνεύμα ως άνθη και υπερούσια φώτα, λέγει ο Διονύσιος, και έχουσι μίαν λάμψιν καθώς και την φύσιν μίαν και την δύναμιν, και κίνησιν και ενέργειαν, και δεν έχουσι κατά τους Αγγέλους ή τους ανθρώπους διαφοράν ουδεμίαν γνώμης ή σοφίας. «Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ειμή ο Πατήρ. Ουδείς τον Πατέρα ειμή ο Υιός», και εκείνος εις τον οποίον θελήσει ο Υιός να αποκαλύψη. Αποκαλύπτεται δε όσον μόνον θέλει ο Θεός και όσον δύναται ο λαμβάνων δια του Πνεύματος. Το δε Πνεύμα ερευνά τα πάντα, και τα βάθη Θεού, και ουδείς οίδε τα του Θεού, ειμή το Πνεύμα το εν Αυτώ. Βλέπεις πώς απεκαλύφθη κατά δύναμιν εις τους Αγίους το μυστήριον της αδιαιρέτου και ασυγχύτου Τριάδος, του μόνου των όλων Θεού; Λοιπόν μη ζήτει περαιτέρω. Ευχαριστήθητι εις τα ειρημένα και δεδομένα παρά Θεού, επειδή και ο Πέτρος δι’ αποκαλύψεως παρά του Πατρός εγνώρισε τον Υιόν, και πάλιν από τον Υιόν εδιδάχθη και έμαθε με τους λοιπούς Αποστόλους τον Πατέρα. «Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις», και «εγνώρισα αυτοίς το όνομά σου και γνωρίσω».
Μας απεκαλύφθησαν δε και δια του Πνεύματος όσα είναι και εις τους Αγγέλους φρικτά και άγνωστα. «Ημίν δε ταύτα απεκάλυψε δια του Πνεύματος», λέγει ο Παύλος. Λοιπόν ας φυλάττωμεν εκείνα τα οποία απεκαλύφθησαν εις τους Αγίους, και ας μη εισφέρωμεν τα ιδικά μας. «Το Πνεύμα της αληθείας», λέγει ο Ιωάννης, Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Πατρός, Πνεύμα χριστού, Πνεύμα του Υιού. Αυτά παριστώσι το ομοούσιον, την ομοβουλίαν, την μίαν αρχήν και δύναμιν. «Τω Πνεύματι του στόματος αυτού, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται». Το Πνεύμα το εκ του Θεού. Αυτά λοιπόν παρεμφαίνουσι την αιτίαν και πηγήν, και μίαν αρχήν εκ του Πατρός, ο οποίος είναι αίτιος και του Υιού και του Πνεύματος. Επειδή και περί του Υιού γέγραπται: «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν. Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά εστί. Τα εμά πάντα σα εστί, και τα σα εμά. Ώσπερ γαρ ο Πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτω και ο Υιός, ους θέλει ζωοποιεί», και όσα τοιαύτα. Δια τούτο παρίσταται το συμφυές, το ομοδύναμον, το ομόβουλον και αχώριστον.
Και πάλιν: «εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Και το «Πάτερ» και το «ο μονογενής» και «ο ο ων απαύγασμα της δόξης». Αυτά όλα δηλούσιν ότι είναι εκ του Πατρός ο Υιός και το ομοούσιον δηλούσι. Καθώς και το «εξ εμού λήψεται, και αναγγελεί υμίν». Πάλιν το περί του παρακλήτου ρηθέν, το αποκαλύψαι και διδάξαι ημάς δηλοί. Λέγει ο Παύλος: «Ημίν γαρ απεκάλυψε ταύτα δια του Πνεύματος». Ο δε Δαβίδ: «τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι», δηλαδή δια του Πνεύματος. Επειδή και αλλού δέεται: «το Πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού». Και το: «είπεν ο Δαβίδ εν πνεύματι ομοίως» και το «λάβετε Πνεύμα Άγιον», δόσις χαρίσματος είναι, επειδή δεν έλαβε τότε την αρχήν και την ύπαρξιν το Πνεύμα, επειδή είναι πάντοτε με τον Πατέρα, και συναΐδιον με τον Υιόν, αλλά χάρισμα εδίδετο. Ότι δε χάρισμα εδίδετο είναι και εκ τούτο φανερόν. «Αν τινών αφήτε, λέγει, αφίενται», και τα λοιπά. Ομοίως και εκ τούτου: «Αναβήσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται και επαναπαύσεται επ’ αυτόν Πνεύμα Θεού, Πνεύμα σοφίας και συνέσεως. Πνεύμα βουλής και ισχύος. Πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας, Πνεύμα φόβου Θεού εμπλήσει αυτόν».
Ποίος δε είναι ούτος ο εκ σπέρματος Δαβίδ, καθώς και συ, ω άνθρωπε, με ημάς το ομολογείς, Ιησούς Χριστός; Αυτός, αν και ως Λόγος είναι αδιαίρετος του Πατρός και του Πνεύματος, και έχει όλα εκ του Πατρός και ενεργεί συν τω Πνεύματι, πλην καταδέχεται, αφού ενηνθρώπισε, να λάβη και σωματικώς τα του Πνεύματος. Λαμβάνει δε Αυτός τας δωρεάς όχι μερικάς, αλλά όλον το πλήρωμα της θεότητος, όλας δηλαδή τας δυνάμεις. Επειδή Θεός ων ο Λόγος, τας είχεν αυτάς συν τω Πνεύματι, και πάλιν μόνος ενανθρωπίσας, τας έχει και με την σάρκα όλας τας του Πνεύματος, και του Πατρός ενεργείας. Δια τούτο λέγει και ο Απόστολος Παύλος. «Εν αυτώ γαρ κατώκησε παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς».
Βλέπεις ότι σωματικώς λέγει; «Και ναού γενομένου και σκηνώματος πάσης δόξης του παναγίου εκείνου σώματος, του και γεγονότος απαρχής τε, και θύματος εκ της φύσεως ημών υπέρ ημών;» εξ αυτού και ημείς λαμβάνομεν χάριν. Δεν μετέχομεν, λέγει, της φύσεως του Θεού, αλλά τα δώρα των χαρισμάτων του λαμβάνομεν. Τούτο το λέγει και ο υιός της βροντής, ο Ιωάννης. «Και εκ του πληρώματος αυτού πάντες ελάβομεν». Όχι το πλήρωμα ελάβομεν, αλλά εκ του πληρώματος. Ώστε ου φύσει λαμβάνομεν αλλά χάριτι. Επειδή μερικόν είναι, και κατά την δύναμίν μας εκείνο το οποίον έκαστος λαμβάνει.
Εκεί δε εις το Πανάγιόν Του σώμα είναι το παν. Επειδή και η υπόστασις του λόγου εσαρκώθη, η οποία έχει το παν της θεότητος. Και τι άρα ελάβομεν; Χάριν αντί χάριτος. Βλέπεις λοιπόν πως χάριν ελάβομεν και όχι φύσιν; Μόνον εκείνος ο θείος ναός του Σωτήρος μας είχεν εις άκραν ένωσιν την υπόστασιν του λόγου, επειδή και ο λόγος έγινεν υπόστασις εις το ανθρώπινον αυτού, και μόνος εφάνη θεάνθρωπος. Μόνος αυτός, εις ων κατά την υπόστασιν, εκ δύο συνετέθη φύσεων, Θεός ων και άνθρωπος. Ουδείς δε άλλος, μήτε από τους Αγγέλους μήτε από τους ανθρώπους μετέλαβε της φύσεως του Θεού. Τας χάριτας δε όλοι τας μετέχουσι, και την θείαν έλλαμψιν αναλόγως της αρετής των. Και γίνονται πολλοί και θεοί, αλλά κατά χάριν. Εάν και αυτό το δεσποτικόν σώμα, αν και ηνώθη με τον Δεσπότην, μένη κτίσμα, ομόθεον δε τούτο είναι ως άκρως ηνωμένον με τον λόγον, και επειδή συνέστη εν τη υποστάσει αυτού, πώς λοιπόν θέλει τολμήσει τις να είπη ότι εδέχθη υπόστασιν Θεού; Εάν ήτο υπόστασις το εμπνευσθέν και όχι χάρισμα, λοιπόν την υπόστασιν του Πνεύματος μετέσχον τότε οι μαθηταί. Το οποίον υπερβαίνει πάσαν βλασφημίαν.
Επειδή λοιπόν ελάβομεν ημείς εκ του πληρώματος της θεότητος χάριν αντί χάριτος, αυτόν τον Θεόν δηλαδή με ημάς, αντί δια την νομικήν χάριν, και αντί της σκιάς την αλήθειαν. «Ο νόμος δια Μωυσέως εδόθη. Η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο». Ας προστρέχωμεν λοιπόν εις την χάριν και εις την αλήθειαν. Ας ομολογώμεν τα της χάριτος, ας φυλάττωμεν εις τον εαυτόν μας την χάριν και ας ακολουθώμεν τους πατέρας, ως κεκινημένους υπό του θείου Πνεύματος, ως μαρτυρούσιν οι ίδιοι λέγοντες: «το λαλήσαν δια των προφητών». Το μαρτυρεί τούτο και ο Ζαχαρίας, ο του Προδρόμου γεννέτης, περί του Πατρός: «καθώς ελάλησε δια στόματος των αγίων των απ’ αιώνος προφητών αυτού σωτηρίαν εξ εχθρών ημών». Το ύμνησε δε τούτο και η κατά σάρκα μήτηρ του Θεού λέγουσα: «Καθώς ελάλησε προς τους πατέρας ημών, τω Αβραάμ και τω σπέρματι αυτού έως αιώνος».
Γέγραπται δε και εις τας πράξεις περί τούτου: «ον δει ουρανόν μεν δέξασθαι. Άχρι χρόνων αποκαταστάσεως πάντων ων ελάλησεν ο Θεός δια στόματος πάντων των αγίων αυτού προφητών απ’ αιώνος». Ελάλησε λοιπόν το Πνεύμα, το οποίον εξέχεεν ο Θεός εν ταις εσχάταις ημέραις, καθώς λέγει ο Ιωήλ, και την καθολικήν Εκκλησίαν επωκοδόμησεν, η οποία θεμέλιον μεν έλαβε την δι’ αποκαλύψεως ομολογίαν του Πέτρου, το «συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος», δια την οποίαν και Πέτρος αυτός ωνομάσθη. Αυτή είναι το θεμέλιον της αληθούς ομολογίας μας. Δι’ αυτήν και αυτός ο Πέτρος, επειδή την έμαθεν από τον ίδιον πατέρα, μακαρίζεται. Δι’ αυτήν και ημείς, όσοι την ελάβομεν, φυλαττόμεθα αβλαβείς, εποικοδομούμενοι επάνω εις το θεμέλιον των Αποστόλων και προφητών, ων λίθος ακρογωνιαίος αυτός ο Ιησούς Χριστός, και κατοικητήριον είμεθα του Πνεύματος. «Εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι», λέγει Παύλος. Βλέπετε ότι η Εκκλησία αύτη εν τη Τριάδι εγήγερται, ως λέγει ο ίδιος, εν ω και υμείς τω Χριστώ Ιησού συνοικοδομείσθαι, εν αυτώ δηλαδή τω Υιώ εις κατοικητήριον του Θεού, ήτοι του Πατρός εν Πνεύματι.
Εν τούτω φανερώς η Τριάς ομολογείται, και το Πνεύμα το Άγιον εις αυτήν λαλεί την Εκκλησίαν. Επειδή δύο και τρεις συνηγμένοι όντες εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, αυτόν έχουσιν εις το μέσον των. Και ο αγαπών τον Χριστόν, εν Πνεύματι αγαπά, «ου γαρ δύναταί τις ειπείν Κύριον Ιησούν, ειμή εν Πνεύματι Αγίω, μετά του Πατρός εστί και του Υιού και του Πνεύματος». Και η Τριάς είναι εις αυτόν όχι κατά την ουσίαν αλλά κατά χάριν. Καθολική λοιπόν Εκκλησία είναι όχι η Ρώμη ή η Ιερουσαλήμ ή η Κωνσταντινούπολις ή η Αντιόχεια ή η Αλεξάνδρεια, αλλά γενικώς η καθολική μία είναι Εκκλησία, και αγία και αποστολική. Αγία μεν ότι την επωνυμίαν αυτήν την έχει εκ του Αγίου Πνεύματος. Αποστολική δε εκ του κηρύγματος των Αποστόλων. Εκείνη η Εκκλησία η οποία ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας και ενδυναμώνει τους αποστολικούς λόγους και έχει τον αγιασμόν του Πνεύματος, αυτή μία είναι και αγία και Αποστολική Εκκλησία, μάλλον δε του Ιησού Χριστού, όστις εξέλεξε τους Αποστόλους και δια του Αγίου Πνεύματος τους ενδυνάμωσε. «Εν ω Ιησού Χριστώ ως ζώντι ακρογωνιαίω λίθω και εκλεκτώ πάσα οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω», καθώς λέγει ο Παύλος. «Και θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστίν Ιησούς Χριστός. Και ει τις ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω».
Ας φυλάττωμεν λοιπόν, αδελφοί, αυτήν την πίστιν, η οποία έχει θεμέλιον μεν τον Χριστόν, λίθους δε τιμίους τους Αποστόλους και τους προφήτας και όλον τον θείον χορόν των ιεραρχών και μαρτύρων, και κηρύκων και οσίων και όλον το συνάθροισμα των αγίων. Ας μη καινοτομήσωμεν εις την ακριβεστάτην και άμεμπτον ομολογίαν της, καθότι εκ των προφητών είναι και Αποστόλων και πατέρων και Πνεύματι Αγίω εσφραγίσθη.
Η μεν Πρώτη Σύνοδος έκαμε την αρχήν, και εξέδωκε το Σύμβολον, η δε Δευτέρα το εσαφήνισε και το έφερεν εις περισσοτέραν εντέλειαν, περί της του Λόγου ενανθρωπήσεως και του Αγίου Πνεύματος. Επειδή δε ο Λόγος της ευσεβείας ικανώς εξεδόθη και το Σύμβολον της Πίστεως έλαβε την εντέλειαν από τας θείας γραφάς και το ιερώτατον ευαγγέλιον, εφάνη εις εκείνους τους ευσεβείς πατέρας να το κυρώσουν βέβαιον πάντη και ακίνητον άχρι κεραίας, και να είναι αυτό σημείον της αληθούς και ορθοδόξου ομολογίας. Καθυπέβαλον δε και εις ανάθεμα εκείνον ο οποίος ήθελε τολμήσει να εκθέση άλλην πίστιν εις τους επιστρέφοντας.
Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης: Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.