Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Τω αυτώ μηνί (Ιουνίω) Β’, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού.
Τού Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον,
Θείου γέροντος Αβραάμ Νικηφόρος.
Δευτερίη Νικηφόρος εις Εδέμ εύρατο μοίρην.
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, του και Καβαλίνου επονομαζομένου και εικονομάχου γενομένου, εν έτει ψμδ΄ [744], γέννημα και θρέμμα της βασιλευούσης των πόλεων. Οι δε γονείς αυτού ήτον ευγενείς και ονομαστοί, Θεόδωρος και Ευδοκία ονομαζόμενοι. Ο γαρ πατήρ του Θεόδωρος, ήτον υπογραφεύς και νοτάριος των προσταγμάτων και ορισμών του βασιλέως. Διαβαλθείς δε εις τον βασιλέα, ότι προσκυνεί τας θείας εικόνας, κατεξεσχίσθη με δαρμούς και μάστιγας, και εξωρίσθη εις την Μύλασσαν, ήτις είναι κάστρον σκληρόν, και δεινότατον παραθαλάσσιον, και ευρίσκεται εις την εν τη μικρά Ασία Καρίαν, κοινώς δε ονομάζεται Μεσσί, με θρόνον Επισκόπου τετιμημένην υπό τον Σταυρουπόλεως Μητροπολίτην. Μετά ταύτα δε ανακληθείς από την εξορίαν, και μη υπακούσας εις τα παράνομα του βασιλέως προστάγματα, πάλιν εξωρίσθη εις την Νίκαιαν, την τουρκιστί καλουμένην Ισνίκ, και εκεί διαπεράσας χρόνους εξ με πολλάς κακοπαθείας, ετελείωσε την ζωήν του ο αξιομακάριστος.
Ο δε τούτου υιός, ο τίμιος, λέγω, ούτος Νικηφόρος, από αυτήν σχεδόν την γέννησίν του ετειλίχθη με τα σπάργανα της Ορθοδοξίας. Αφ’ ου δε επέρασε την νηπιώδη ηλικίαν, και επαιδεύθη καλώς τα ιερά γράμματα, έγινε βασιλικός γραμματικός. Ύστερον δε στοχασθείς όλα τα πράγματα του κόσμου, ως σκύβαλα και υφάσματα της αράχνης, ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν, και επήγεν εις την αυτής Προποντίδα. Εκεί δε μόνος ευρισκόμενος, μόνω επρόσεχε και εσχόλαζε τω Θεώ, μεταχειριζόμενος πόνους πολλούς και ταλαιπωρίας της ασκήσεως. Επειδή δε ο μέγας Ταράσιος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ετελεύτησε, διά τούτο ο τότε βασιλεύς Νικηφόρος ο Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης ο εν έτει ωβ΄ [802] βασιλεύσας, εβίασε τον Άγιον τούτον Νικηφόρον και έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εν τω τετάρτω έτει της βασιλείας του, ήτοι εν έτει ως΄ [806] κατά την Κυριακήν του Πάσχα.
Επειδή δε μετά ολίγον αναπαύθη ο βασιλεύς Νικηφόρος, διά τούτο έγινε διάδοχος της βασιλείας Σταυράκιος ο υιός του, εν έτει ωια΄ [811]. Αποθανόντος δε και αυτού ογλίγωρα (δύω μήνας γαρ μόνον εβασίλευσε) διεδέχθη την βασιλείαν Μιχαήλ ο Κουροπαλάτης και Ραγκαβέ επονομαζόμενος, ο ευσεβέστατος εκείνος αυτοκράτωρ, εν έτει ωια΄ [811]. Τούτον δε καταβιβάσας από τον βασιλικόν θρόνον Λέων ο πέμπτος, ήτοι ο Αρμένιος, έγινε βασιλεύς εν έτει ωιγ΄ [813].
Και εκινήθη ο αλιτήριος κατά των αγίων εικόνων, και κατά της ευσεβούς ημών πίστεως. Όσα δε λόγια και ελεγμούς είπεν ο σεβάσμιος Πατήρ και Άγιος ούτος Νικηφόρος, προς τον δυσσεβή τούτον βασιλέα, περί της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, αδύνατον είναι και να τα ειπή τινας και να τα γράψη. Όθεν ο θεομισής τύραννος θυμωθείς, εκατέβασε τον Άγιον από τον Πατριαρχικόν θρόνον, και εξώρισεν αυτόν, και εις φυλακήν έκλεισε, προστάξας, ότι να μη λάβη ο αοίδιμος από κανένα άνθρωπον ουδεμίαν παρηγορίαν. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον διεπέρασεν ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής, κακοπαθών και ταλαιπωρούμενος εν τη εξορία, έως οπού ο δείλαιος βασιλεύς απέρριψε την ψυχήν του, κατακοπείς μεληδόν, μέσα εις αυτό το θυσιαστήριον του εν τω Φάρω Ναού κατά την εορτήν των Χριστού Γεννών από τους οικείους του, και μάλιστα από Μιχαήλ τον Τραυλόν. Ο δε μακάριος Νικηφόρος καταπονηθείς από τας πολυχρονίους ταλαιπωρίας, και εις εβδομήντα χρόνους φθάσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Εννέα μεν γαρ χρόνους, επέρασεν εν τη
Πατριαρχεία, δεκατρείς δε, εν τη εξορία.
Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτον κατά πάντα όμοιος με τον Άγιον Κύριλλον τον Αλεξανδρείας, έξω από τα σκαντζουρά μαλλία οπού είχεν ο θείος Κύριλλος, και έξω από την γενειάδα εκείνου, και το παρδαλόν των μαλλίων. Ο γαρ Άγιος Νικηφόρος ήτον όλος άσπρος εις τα μαλλία, και ούτε μακράν είχε την μύτην, ούτε παχέα τα χείλη, καθώς τα είχεν ο μέγας Κύριλλος. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων των μεγάλων, όπου και το τίμιον αυτού ευρίσκεται λείψανον. (Τού οποίου η ανακομιδή εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Μαρτίου.)
Κοντά εις τα άλλα συγγράμματα οπού συνέγραψεν ο θείος ούτος Nικηφόρος, εξέδωκε και Κανόνας τριανταεπτά, τους οποίους όρα εν τω ημετέρω Πηδαλίω.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
*
Παράβαλε και:
02 Ιουνίου, μνήμη και του Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του εξ Αγαρινών: Συναξάριον.
02 Ιουνίου, ασματική ακολουθία επι τη καταθέσει Ιερού Λειψάνου του Ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού – Ιερομ. Σάββα Χριστοδουλιά.
02 Ιουνίου, μνήμη και του Οσίου Εράσμου: Συναξάριον, Ακολουθία.