Αν θελήσει κάποιος να εξιστορήσει ολα τα πολεμικά γεγονότα που συνδέονται με τους Πετιμεζαίους, είναι σα να θελήσει να γράψει ολόκληρη την ιστορία του 21. Κι αν θελήσει να γράψει για όλη αυτή τη δρακοντογέννα φάρα, σίγουρα δε θα βρει εύκολα άκρη. Αυτός είναι ο λόγος που στέκομαι σε έναν, τον πιο αντιπροσωπευτικό, ίσως, ήρωα της, τιμώντας στο πρόσωπο του και τους άλλους.
Καλοκαίρι. Ιούλιος μήνας του 1822 ήταν τότε που η Κορινθία είναι στην καλύτερη εποχή της. Με τις ασημένιες πυκνές φυλλωσιές της μοιάζει μ’ ένα μαγικό περιβόλι γεμάτο χαρούμενα χρώματα και χυμώδη φρούτα. Θέλγεσαι διασχίζοντας αυτή την εποχή τον πορφυρό και ασημένιο κάμπο της και συνεπαίρ¬νεσαι απ’ τα πανέμορφα τοπία της.
Κείνες τις μέρες ήταν που τα συντρίμια της στρατιάς του Δράμαλη γύρισαν ντροπιασμένα και εξαθλιωμένα απ’ τα Δερβενάκια στην Κόρινθο. Και ο μεγάλος νικημένος αρχηγός της ο Δράμαλης διασκέδαζε τη στενοχώρια του στην αγκαλιά της όμορφης χήρας του μεγιστάνα Κιαμήλμπεη, που πριν λίγες μέρες ευτυχίας την παντρεύτηκε και για χάρη της έστησε πυραμίδες από κεφάλια γκιαούρηδων.
Τη θλίψη του για τη μεγάλη καταστροφή του αντικαθιστούσε σιγά σιγά η αισιοδοξία. Άρχισε να ελπίζει ξανά και να πλάθει όνειρα, πως τούτη την όμορφη γη, το Μοριά, θα μπορούσε να την κάμει δική του με μια νέα προσπάθεια. Ο στρατός του ήταν ακόμα δυνατός, έφτανε τις οχτώ χιλιάδες. Θα έδειχνε τώρα μεγαλύτερη φρόνηση και θα προχωρούσε περισσότερο οργανωμένος. Παράγ¬γειλε μάλιστα στην τούρκικη φρουρά της Πάτρας να του στείλει βοήθεια.
Αλλιώς, όμως, τα λογάριαζε ο νοικοκύρης που διαφέντευε τότε το Μοριά και δεν ήταν άλλος απ’ τον Κολοκοτρώνη. Είχε μαντέψει τα σχέδια του Δράμαλη κι έκανε τους δικούς του υπολογισμούς. Θα πολιορκούσε το Δράμαλη στην Ακρο¬κόρινθο και θα τον ανάγκαζε να παραδοθεί. Θα τον ταπείνωνε ξανά. Είχε, όπως πάντοτε, στο πλευρό του ο Γέρος και τους Πετιμεζαίούς.
Περνούσαν οι μέρες και η πείνα στο στρατόπεδο του Δράμαλη άρχισε να θερίζει ανελέητα. Η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη γι’ ανθρώπους και ζώα. Δεν άντεχε άλλο ο στρατός και αποφασίζει στις 12 Αυγούστου να κάμει μια ηρωική έξοδο. Στο βάθος, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω απ’ το πεινασμένο στρατόπεδο, στον παραδεισένιο κάμπο, κρέμονταν χιλιάδες τόνοι ώριμα σταφύλια και άλλα λιχούδι-κα φρούτα. Και ξεκίνησαν να τα γευτούν.
Τους• υποδέχτηκε και τους συγύρισε καλά με τους άνδρες του ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. Τους κράτησε κάμποση ώρα ώσπου φτάνουν και οι Πετιμεζάδες με το δικό τους σώμα. Να κι ο Πλαπούτας με το Γιατράκο. Ανάβει η μάχη, χαλασμός. Μαυρίζει ο κάμπος απ’ τον καπνό. Η πείνα σπρώχνει τους Τούρκους να πολεμούν απεγνωσμένα. Στο τέλος όμως δεν αντέχουν και υποχωρούν.
Θεριό είχε γίνει ο Αναγνώστης Πετιμεζάς σε κείνη τη μάχη. Δε μεταχειρίστη¬κε ντουφέκι. Με το γιαταγάνι στα χέρια κυνηγούσε τους αλλόθρησκους. Ήθελε να χαρεί εκείνη τη μάχη, λες και τόξερε πως θα ήταν και η τελευταία του. Σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης έτρεχε μπροστά, κατάφερνε παντού σπαθιές, σκορπούσε το θάνατο. Στη ζωή του πολλές φορές είχε αψηφήσει το θάνατο μα τώρα έδειχνε πως τον περιφρονούσε κιόλας.
Οι Τούρκοι πισωγύρισαν. Τα σταφύλια, όνειρο άπιαστο, παρέμειναν στις κληματαριές. Ενώ όμως γύριζαν για την Κόρινθο κάποιος απ’ τους αγάδες που τους οδηγούσε σοφίστηκε ένα διαβολικό τέχνασμα. Αντί να φτάσουν στην πολι¬τεία, πιο πάνω σκορπίστηκαν μέσα στον καταπράσινο κάμπο και κρύφτηκαν πίσω απ’ τις φουντωτές κληματαριές, τα πεζούλια και τις γράνες. Άφησαν παρακεί και μερικά άλογα, αδέσποτα τάχα. Και αυτά ήταν το δόλωμα.
Εξαντλημένοι και οι Έλληνες αλλά και χαρούμενοι για τη νίκη τους ρίχτηκαν στ’ αμπέλια να δροσιστούν και να χορτάσουν με τα λαχταριστά σταφύλια. Μπου¬λούκια μπουλούκια έμπαιναν στ’ αμπέλια. Βλέποντας και τα σκόρπια άλογα μπροστά τους πίστεψαν πως οι Τούρκοι στο φευγιό τους απάνω τα παράτησαν. Και τρέχουν κατακεί για να διαλέξει ο καθένας το καλύτερο.
Μόλις σίμωσαν στους κρυμμένους Τούρκους δυνατή φωτιά τους καρτέρε¬σε. Δυο τρεις έπεσαν νεκροί αμέσως. Οι άλλοι σκόρπισαν και άνοιξαν φωτιά, μα ο θάνατος τους παραφύλαγε πίσω από κάθε κλήμα, κάθε πεζούλι και κάθε γράνα.
Ο Αναγνώστης Πετιμεζάς με το γιο του Σωτήρη κάθονταν κάτω από μια αχλαδιά και κουβέντιαζαν. Ακούνε τις ντουφεκιές και πετιούνται όρθιοι.
-Μπαμπεσιά! μουρμούρισε ο Αναγνώστης τρίζοντας τα δόντια.
Ζώνονται και οι δυο τα άρματα και τρέχουν μπροστά. Βλέπουν τους άλλους Έλληνες να πισωγυρίζουν φοβισμένοι. Τους φέρναν οι Τούρκοι κυνηγώντας. Η πολιορκία κιντύνευε να σπάσει. Βάζει στεντώρια φωνή ο Αναγνώστης:
-«Αδέρφια, που πάτε, αδέρφια! Γιατί προδίνετε τον όρκο που δώσατε στην πατρίδα. Γυρίστε πίσω. Συναχθήτε κοντά μου. Ας πολεμήσουμε κι ας πεθάνουμε στην ανάγκη για το καλό των αδερφών μας, για το λευτέρωμα της πατρίδας. Μην ατιμάζετε τη νίκη που πήραμε ποληώρα».
Σταμάτησαν όλοι. Γκαρδιώθηκαν απ’ τα λόγια του Αναγνώστη. Ανασυντά¬χθηκαν, ταμπουρώθηκαν και άνοιξαν φωτιά. Σταμάτησαν και οι Τούρκοι και αρχί¬ζει καινούργια πάλη, πιό φονική από την πρώτη.
Ένα καταραμένο βόλι βρίσκει τον Αναγνώστη. Δεν πέφτει όμως και προχω-
ρεί. Το αίμα τρέχει απ’ την πληγή του και βάφεται κόκκινη η λευκή του φουστα-
νέλλα.
-Αρχηγέ, λαβώθηκες, του φωνάζουν δυό παληκάρια του. Και σιμώνουν να τον πιάσουν.
-Όχι! λέει αυστηρά αυτός και σκεπάζει την αιματοβαμμένη φουστανέλλα με μερικές άβαφες ακόμα δίπλες της.
Μα το κακό δε σταματά εκεί. Και δεύτερο βόλι φυτεύεται στα πλατειά του στήθη. Σκεπάζει και κείνη τη λαβωματιά με την παλάμη του χεριού του για να μην την δούν οι σύντροφοι του και λιποψυχήσουν.
Το αίμα τρέχει τώρα ασταμάτητα. Δεν μπορεί να σταθεί όρθιος. Γέρνει. Το πρόσωπα του παίρνει χρώμα θανάτου μα ούτε ένα «ωχ» δεν αφήνει να του ξεφύγει. Ακουμπά προφυλακτικά στο χώμα και με φωνή που δύσκολα βγαίνει απ’ το λαρύγγι του λέει:
-«Δεν έχω τίποτα παιδιά! Στη μάχη το νου σας! Για το Θεό, μη χάσουμε τη μάχη!
Έτρεξε ο γιος του κοντά του. Δεν μπόρεσε να του μιλήσει. Έμειναν και οι δυο αμίλητοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια. Το βλέμμα του Αναγνώστη θολωμένο πια έμεινε καρφωμένο στο γιο του για πολλή ώρα. Ήθελε κάτι να του πει, μα δεν μπορούσε. Δάκρυσαν μόνο τα μάτια του και του έκανε νόημα δείχνο¬ντας με το χέρι του το σπαθί του. Ο Σωτήρης, το μεγαλύτερο απ’ τα παιδιά του, που τον είχε ακολουθήσει παντού, σ’ όλες τις μάχες, σαν στρατιώτης του και σαν υπασπιστής του, κατάλαβε την επιθυμία του πατέρα του. Αυτή ήταν η τελευταία θέληση του και η πατρική του κληρονομιά: να πάρει τ’ άρματα του. Και τα πήρε. Κοιτάχτηκαν πάλι κατάματα κι ύστερα το βλέμμα του γέρο Πετιμεζά χάθηκε μακριά. Είχε ξεψυχήσει.
Παραμέρισαν το κουφάρι του πιο πέρα πάνω σε κάτι κληματαριές και είπαν σ’ όλους πως δεν ήταν παρά μια απλή λαβωματιά.
Ο Σωτήρης αποσύρθηκε για μια στιγμή πίσω από χαμόκλαδα για να σκουπί¬σει τα πλημμυρισμένα απ’ τα δάκρυα μάτια του. Για μια στιγμή μονάχα. Κι ύστερα όρμησε ξανά μπροστά.
Μα όμως και νέο θανατερό βόλι βρίσκει τώρα το γιο. Πέφτει αμέσως νεκρός και μαθαίνεται σ’ όλους ο χαμός του. Σφίγγουν, όμως, όλοι την καρδιά τους και κυνηγούν τους Τούρκους. Και τους τρέπουν σε φυγή. Κλείστηκαν πάλι στο κάστρο.
Διακόσια πενήντα τούρκικα κουφάρια μετρήθηκαν ανάμεσα στα κλήματα. Και άλλα πενήντα εννιά ελληνικά. Ξεχωριστά οι λαβωμένοι.
Όταν καταλάγιασε ο αχός της μάχης όλα τα παληκάρια έθαψαν τους άλλους σκοτωμένους και γύρισαν κοντά στους νεκρούς καπεταναίους τους, τον
Αναγνώστη και το Σωτήρη” Πετιμεζά. Τραγικό ήταν το’ θέαμα. Πατέρας και γιος κείτονταν κοντά άψυχοι.
Τους έθαψαν στο νεκροταφείο της Κορίνθου. Αργότερα, ύστερα από χρό¬νια, στήθηκε και μνημείο του Αναγνώστη Πετιμεζά και τον συντρόφων του και πάνω του χαράκτηκε το επίγραμμα:
«Τοις υπέρ Πάτρης, συν Αναγνώστη Πετιμεζά, ενθάδε πεσουσι, μηνί Αυγούστου 1822, ευγνωμονούντες έστησαν επίγονοι».
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.