Η εμφάνησις του Ιησού στους Μαθητάς και στον Θωμά, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη.

Η εμφάνισις του Ιησού στους μαθητάς.
(Ιωάν. κ, 19-23)

Την ίδια εκείνη μέρα, δηλαδή την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, όταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο.1 Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς». Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες˙ σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι».

ΣΧΟΛΙΑ

1 Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο.
«Έδειξεν αυτοίς τας χείρας», ίνα ίδωσι τα τυπώματα των ήλων˙ έδειξε «την πλευράν», ίνα γνωρίσωσι το κέντημα της λόγχης, και ούτω να βεβαιωθούν, ότι αυτός ο οποίος ίσταται εν μέσω αυτών, ο υπ’ αυτών βλεπόμενος, αυτός είναι και ο παθών, και σταυρωθείς, και λοχευθείς. Ακούσατε δε και άλλον λόγον πνευματικώτερον˙ τας μεν χείρας έδειξεν, ως όργανα της πλάσεως, την δε πλευράν, ως πηγήν της σωτηρίας˙ ώστε η δείξις των μελών τούτων ήτο ως φωνή, ήτις έλεγε. Βλέπετε, ώ μαθηταί, ταύτας τας τρυπημένας από τους ήλους χείρας; Αύται είναι αι πλάσασαι τον άνθρωπον˙ βλέπετε ταύτην την τραυματισμένην πλευράν; Εξ αυτής έρρευσε το αίμα και το ύδωρ, τα σωτηριώδη της ανθρωπότητος φάρμακα.

Αι χείρες του Αδάμ ηπλώθησαν όταν ηθέλησε να φάγη τον απηγορευμένον καρπόν: αι χείρες αύται ηπλώθησαν επάνω εις το σταυρικόν ξύλον της καταδίκης: η εκ της πλευράς του Αδάμ πλασθείσα γυνή, υπό του όφεως εξαπατηθείσα, ημάρτησεν: η πλευρά αύτη, δια της λόγχης κεντηθείσα, την αμαρτίαν εθεράπευσεν. Επειδή δε είδον, και εγνώρισαν οι μαθηταί τον Κύριον, επληρώθη από χαράν μεγάλην η καρδία αυτών καθώς εις τον καιρόν του σωτηρίου πάθους προείπεν εις αυτούς ο θεάνθρωπος Ιησούς˙ «Πάλιν δε όψομαι υμάς, και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Αυτ. ιστ’ 22).
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης).

***

Ο Ιησούς και ο Θωμάς
(Ιωάν. κ, 24-29).

Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγόταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς.1 Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας».2 Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δεν θα πιστέψω».

Οχτώ μέρες αργότερα οι μαθητές ήταν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Έπειτα λέει στον Θωμά: «Φέρε εσύ το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βαλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις και πίστεψε.3

Ο Θωμάς τότε του αποκρίθηκε: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου˙ μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!».4

ΣΧΟΛΙΑ.

1 Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγόταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς.
Άλλ’ εκεί, όπου η θεωρία περί φαντασιοπληξίας και ευπιστίας των μαθητών συντρίβεται και κονιορτοποιείται, είνε η περίπτωσις του Θωμά. Ο Θωμάς, ως διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, απουσίαζεν ότε το πρώτον ενεφανίσθη ενώπιον όλων των μαθητών ο Κύριος. Πού ευρίσκετο; Άγνωστον. Μελαγχολικός χαρακτήρ, όπως τον είδομεν εις το δεύτερον μέρος του βιβλίου, περισσότερον όλων θα είχε βυθισθή εις θλίψιν έπειτα από το τραγικόν τέλος που είχεν ο Διδάσκαλος. Εις μάτην τον απέτρεπεν ο Θωμάς από το μαρτύριον… Τώρα όλα κατέρρευσαν. Δεν είχε πλέον διάθεσιν να ομιλήση με κανένα. Ως συμβαίνει εις τοιούτου είδους ιδιοσυγκρασίας, ο Θωμάς απεμονώθη, εκλείσθη εις τον εαυτόν του και εγένετο θλιβερός νοσταλγός των ημερών εκείνων που είχε ζήσει πλησίον του Διδασκάλου. Αλλά να ήτο μόνον η ιδιοσυγκρασία του αιτία της απουσίας του κατά την αλησμόνητον εκείνην ημέραν, την μίαν των σαββάτων, ότε ο Αναστάς Κύριος ενεφανίσθη εις τους μαθητάς του; Νομίζομεν όχι. Πιστεύοντες ότι και αι λεπτομέριαι της ζωής εκάστου ανθρώπου, πολύ δε
περισσότερον των πιστών, εις μείζονα δε βαθμόν των Αποστόλων, δεν ευρίσκονται έξω από την πρόνοιαν του Θεού, φρονούμεν ότι και η απουσία του Θωμά κατά την εσπέραν εκείνην δεν ήτο τυχαίον γεγονός. Ήτο οικονομία του Θεού. Επρόκειτο να εξυπηρετήση ένα υψηλόν σκοπόν.

Ως κηρύττει αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφεύς, «ην και τούτο θείας οικονομίας έργον, ώστε τον χωρισμόν του μαθητού πρόξενον γενέσθαι πλειόνος ασφαλείας και τελειότητος. Ει γαρ παρήν ο Θωμάς, ουκ αν πάντως αμφέβαλλεν˙ ει δε μη αμφέβαλλεν, ουκ αν περιέργως εζήτησεν˙ ει δε μη εζήτησεν, ουκ αν εψηλάφησεν˙ ει δε μη εψηλάφησεν, ουκ αν Κύριον και Θεόν ανηγόρευσεν˙ ει δε μη Κύριον και Θεόν και Χριστόν απεκάλεσεν, ουκ αν ημείς ούτως αυτόν ανυμνείν εδιδάχθημεν» (Ε.Π. Migne 93,927)!
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).

2 Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ αν δεν δω…».
Δεν ήτο παρών ο Θωμάς. Άλλ’ ότε συνηντήθη με τους μαθητάς, τω εξιστόρησαν εκείνοι όλας τας λεπτομερείας της εμφανίσεως του Κυρίου. Θωμά, είδομεν τον Κύριον. Ηκούσαμεν την γλυκείαν φωνήν του, η οποία κατέπαυσε τον θόρυβον των καρδιών μας και εχάρισεν εις ημάς την ηρεμίαν, την γαλήνην, την ανέκφραστον ειρήνην του. Είδομεν τα στίγματα που αφήκαν εις το σώμα του οι ήλοι και η λόγχη. Ετολμήσαμεν και επλησιάσαμεν και εψηλαφήσαμεν. Και επείσθημεν ακραδάντως ότι αυτός είνε ο Κύριος. Επέσαμεν και προσεκυνήσαμεν αυτόν. Ελάβομεν φύσημα θείον εκ του στόματος αυτού, φύσημα πνευματικόν, φύσημα πάσης χάριτος χορηγόν. Ελάβομεν εξουσίαν αφέσεως αμαρτιών. Πτωχοί ημείς επλουτήσαμεν την εσπέραν εκείνην με πλούτη πνευματικά, ανέκφραστα. Θωμά, «εωράκαμεν τον Κύριον!».

Ύστερον από την μαρτυρίαν αυτήν των δέκα μαθητών, τι θαανέμενέ τις; Ότι ο Θωμάς θα επίστευε. Διότι αυτοί που εμαρτύρουν δεν ήσαν πρόσωπα άγνωστα εις τον Θωμάν. Άλλ’ ήσαν οι συμμαθηταί του, των οποίων τον χαρακτήρα επί μίαν τριετίαν εγνώρισε καλώς και δεν έπρεπε να αμφιβάλλη περί της ειλικρίνειάς των. Η μαρτυρία δέκα αξιοπίστων μαρτύρων έπρεπε να γίνη και ιδική του μαρτυρία. Διότι αλλοίμονον εάν δια κάθε γεγονός, το οποίον γίνεται επί της γης, έπρεπε να είμεθα παρόντες και να το διαπιστώνωμεν προσωπικώς. Η ιστορία τότε θα έσβηνεν. Η γνώσις μας θα περιωρίζετο εις το ελάχιστον. Εις εκείνα δηλαδή μόνον, των οποίων ημείς θα ελαμβάνομεν γνώσιν εκ προσωπικής αντιλήψεως. Βλέπομεν και ακούομεν δια των οφθαλμών και των ώτων άλλων κατά πάντα αξιοπίστων ανθρώπων. Και ήσαν, Θωμά, άλλοι περισσότερον αξιόπιστοι από τους συμμαθητάς σου; Διατί θέτεις υπό αμφισβήτησιν τους λόγους των; Διατί πληγώνεις την καρδίαν των; Άλλ’ ο Θωμάς είνε δύσπιστος. Ο Θωμάς είνε άπιστος. Ο Θωμάς μόνον εις τας αισθήσεις του πιστεύει.
Άλλας αποδείξεις δεν παραδέχεται. Δεν τον ακούετε τι λέγει; «Εάν μη ίδω, ου μη πιστεύσω».

Πόσον θα ελυπήθησαν οι δέκα μαθηταί από την συμπεριφοράν του Θωμά! Δέκα άνθρωποι τον βεβαιώνομεν, και αυτός να μη μας πιστεύη! Τί άνθρωπος είνε αυτός; Ο λόγος του Θεού λέγει ότι «επί στόματος δύο ή τριών μαρτύρων σταθήσεται παν ρήμα». Και ημείς που είμεθα πλέον ή τριπλάσιος αριθμός να μη κρινώμεθα άξιοι εμπιστοσύνης! Αυτά ίσως και άλλα ακόμη θα έλεγον κατηγανακτισμένοι οι άλλοι μαθηταί δια την απιστίαν του Θωμά!
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).

3 Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Έπειτα λέει στον Θωμά…
Και ο Κύριος; Ω της απείρου συγκαταβάσεως και αγάπης του! Δεν άφησε τον Θωμάν να κλυδωνίζεται εις το πέλαγος της αμφιβολίας και απιστίας, και να ναυαγήση. Την επομένην Κυριακήν ενεφανίσθη και πάλιν ο Κύριος καθ’ ον τρόπον ενεφανίσθη και την πρώτην φοράν. Παρών ήτο τώρα και ο Θωμάς. Μετά την ευλογίαν «ειρήνη υμίν», ο Κύριος απευθύνεται προς τον Θωμάν και λέγει˙ «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείράς μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». Ο Θωμάς ακούει την πρόσκλησιν του Κυρίου κατάπληκτος. Διότι ενώ δεν επίστευεν ότι ανέστη ο Κύριος, αποδεικνύεται τώρα όχι μόνον ότι ο Κύριος ανέστη και ζη άλλ’ ότι και γνωρίζει τας αντιρρήσεις του, τας οποίας αυτός προέβαλλεν όταν εγνωσιομάχει με τους άλλους μαθητάς και ύψωνεν εις δόγμα το «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω». Πώ, θα έλεγεν εν εαυτώ ο Θωμάς. Με ήκουε λοιπόν ο Κύριος όταν εγώ αυθαδώς ωμίλουν περί της Αναστάσεώς του; Ήτο παρών αοράτως;… Και μόνον η αποκάλυψις αυτή ήρκει να πείση τον Θωμάν, ότι ενώπιόν
του είχε τον Κύριον αναστάντα εκ νεκρών.

Μετά δε την αποκάλυψιν αυτήν ετόλμησεν ο Θωμάς να ψηλαφήση; Το Ευαγγέλιον δεν λέγει εάν εψηλάφησεν ή όχι. Και αι γνώμαι των ερμηνευτών διχάζονται. Ημείς μάλλον συντασσόμεθα με την γνώμην εκείνων οι οποίοι λέγουν ότι ο Θωμάς δεν εψηλάφησεν. Η θέα του Κυρίου, ως και οι λόγοι, τους οποίους ήκουσεν από το στόμα Αυτού εξήλειψαν από την καρδίαν του Θωμά παν ίχνος αμφιβολίας και ο Θωμάς εθεώρησε πλέον περιττήν την ψηλάφησιν. Δια τούτο, και ευθύς αμέσως ανέκραξε και είπεν˙ «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!». Μήπως το ίδιον δεν συμβαίνει και με ανθρώπους οι οποίοι, έχοντες ικανάς αμφιβολίας περί του Χριστού, επιδίδονται εις έρευναν του Χριστιανισμού με τον σκοπόν να εξιχνιάσουν, να ψηλαφήσουν το πρόσωπον του Χριστού και το έργον αυτού μέχρι τελευταίων λεπτομερειών, και μόλις αρχίζουν να ερευνούν, επειδή υπάρχει εις αυτούς η αγαθή διάθεσις επιλάμπει αυτοίς τοιούτον φως ώστε αμέσως κυριεύονται από θαυμασμόν και πίστιν και αφήνοντες τας περαιτέρω ερεύνας ως περιττάς αναφωνούν, όπως ο Θωμάς, «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»; (Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).

4 Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου˙ μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!».
Επίστευσεν επί τέλους ο Θωμάς. Αλλά η πίστις αυτή, εις την οποίαν τις κατόπιν πολλής περιπλανήσεως και πολλής ερεύνης καταλήγει, είνε πίστις κατωτέρα. Η ανωτέρα πίστις, η πρώτη πίστις είνε εκείνη η οποία, χωρίς να πολυπραγμονή και να ζυγοστατή τα πάντα, ανοίγει προθύμως τα ώτα, τα ώτα της ψυχής, και ακούει τον λόγον του Θεού και θέτει αυτόν υπεράνω αισθήσεων και επισφαλών λογισμών και κινεί την γλώσσαν εις αίνον και δοξολογίαν και απλώνει την χείρα δια να λάβη τα πολύτιμα δώρα. Και αυτήν την πίστιν μακαρίζει ο Κύριος, λέγων˙ «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Άλλ’ αυτήν την πίστιν, η οποία κατασκηνώνει εις τας απλάς και ταπεινάς ψυχάς, περιφρονούν και μυκτηρίζουν τα υπερήφανα πνεύματα. Αυτή η πίστις – σου λέγουν – είνε δια τα μικρά παιδιά και τα γραΐδια. Εμείς, δια να πιστεύσωμεν, θέλομεν αποδείξεις! Αλλά τι περίεργον! Αυτοί οι οποίοι δια την θρησκείαν του Ιησού ζητούν αποδείξεις, αυτοί εις άλλας περιπτώσεις της ζωής άνευ εξετάσεως και ερεύνης, άνευ αποδείξεων, ως τα ανόητα εκείνα ιχθύδια της θαλάσ
σης, οι χάνοι, «χάφτουν» παν το προσφερόμενον, έστω και εάν κάτω από το ελκυστικόν δόλωμα κρύβεται άγκιστρον θανάτου, ανεξελέγκτως παραδέχονται υποθέσεις και θεωρίας, ανοησίας ψευδοφιλοσόφων και ψευδοεπιστημόνων», τυφλοίς όμμασιν ακολουθούν επηρμένους πολιτικούς αρχηγούς, αμφιβόλου ηθικής υποστάσεως και διανοητικής αξίας, με κατάνυξιν ακούουν ως θέσφατα τας προφητείας των μάγων, των αστρολόγων, των μέντιουμ, εμπιστεύονται την περιουσίαν και την ζωήν των εις άτομα, εις ανωνύμους εταιρίας και οργανισμούς, εις τους πάντας και τα πάντα δίδουν πίστιν, και ούτω κινούνται εις την ξηράν και πλέουν εις τους ωκεανούς και ίπτανται εις τους αιθέρας, και όταν ασθενούν λαμβάνουν φάρμακα και υποβάλλονται εις οδυνηράς εγχειρήσεις, τοις ανθρώποις πιστεύοντες, άλλ’ Εκείνω ου πιστεύοντες. Εύπιστοι εις όλα. Εύπιστοι εις τον Διάβολον. Δύσπιστοι και άπιστοι εις τον Χριστόν. Θέλουν να Τον ψηλαφήσουν όπως ο Θωμάς να υποβάλλουν εις έρευναν, εις κοντρόλ παν ό,τι σχετίζεται με τον Κύριον. Και ο Κύριος συγκαταβαίνει, και
υποβάλλεται εις έρευναν ο Ύψιστος, αλλά πώς εκ των χειλέων Του να μη ακουσθή το πικρόν παράπονον εναντίον εκείνων, οι οποίοι διαρκώς ζητούν σημεία δια να πιστεύσουν, και ενώ τα σημεία δίδονται και είνε ενώπιών των, αυτοί σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι δεν θέλουν να πιστεύσουν; Πώς δι’ αυτούς να μη επαναλάβη ο Κύριος το˙ «Ώ γενεά άπιστος και διεστραμμένη! Έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;) (Ματθ. 17,17).

Εις την κατηγορίαν των ανθρώπων αυτών δεν υπάγονται και οι αρνούμενοι την Ανάστασιν του Κυρίου; Θέλουν, λέγουν, αποδείξεις, και ιδού παρουσιάζομεν ενώπιόν των μίαν εκ των μεγαλυτέρων αποδείξεων, ως είνε η μαρτυρία του Θωμά, ενός εκ των πλέον δυσπίστων ανθρώπων, όστις έλεγεν˙ «Εάν μη ίδω, ου μη πιστεύσω». Και εκείνος μεν, επειδή εις αυτόν υπήρχεν ειλικρίνεια διαθέσεως, επίστευσε και εκ του βάθους της καρδίας του εξέβαλε την μακαρίαν φωνήν «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», η οποία δια πολλούς ομοίους του Θωμά εστάθη βακτηρία πίστεως. Και δι’ αυτόν τον λόγον η απιστία του Θωμά, εις λαμπρόν αποτέλεσμα, εις διαπρυσίαν διακήρυξιν της Αναστάσεως του Κυρίου καταλήξασα, ονομάζεται υπό διδασκάλων της Εκκλησίας καλή απιστία. «Ώ καλή, ψάλλει ο υμνωδός, απιστία του Θωμά! Των πιστών της καρδίας εις επίγνωσιν ήξεν».

Είθε και δια σε, αγαπητέ, η ιδική σου αμφιβολία και απιστία, εις πίστιν να καταλήξη. Θα γίνης δι’ άλλους βακτηρία πίστεως. Αλλά δια τους ψυχικώς διεφθαρμένους, δι’ εκείνους οι οποίοι κλείουν τα ώτα εις φωνάς της αληθείας, και ισχύει το «ου με πείσεις, καν με πείσης», ουδεμία απόδειξις είνε ικανή να τους εξαγάγη από τον λαβύρινθον της απιστίας των. Όχι ένας Θωμάς, αλλά χίλιοι Θωμάδες να παρουσιασθούν, να καταθέσουν την μαρτυρίαν και να επαναλάβουν την λαμπράν εκείνην φωνήν «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», δεν πρόκειται να πιστεύσουν. Δι’ αυτό ένας αγράμματος βοσκός της πατρίδος μας, όστις την νύκτα της Αναστάσεως μεταβαίνει εις την Εκκλησίαν και ακούει το «Χριστός Ανέστη» και αναπνέει τον καθαρόν της πίστεως αέρα και χαίρει και αγάλλεται, είνε πολύ ανώτερος του φιλοσόφου εκείνου, όστις ακόμη μελετά, ακόμη εξετάζει, ακόμη ερευνά τα Ευαγγελικά κείμενα, χωρίς ακόμη να καταλήξη εις την πίστιν των απλοϊκών και ταπεινών ανθρώπων. Ιδού διατί ο Κύριος είπε˙ «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).

Από το βιβλίο: “Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα”, Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Το ένατον Αναστάσιμον εωθινόν: η Ευαγγελική Περικοπή του όρθρου, εξαποστειλάριον και Δοξαστικόν ιδιόμελον της Κυριακής.
Κυριακή του Θωμά ή του Αντίπασχα: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις τον Απόστολον Θωμάν.
Κυριακή του Θωμά ή του Αντίπασχα: λόγος Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά «εξήγηση του μυστηρίου του Σαββάτου και Κυριακής», Υμνολογική εκλογή, Παρακλητικός Κανών.
Κυριακή του Θωμά ή του Αντίπασχα – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., »αράχνη», λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Πάσχα-Αντίπασχα – Ιωάννου Φουντούλη.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού – κοντάκιον εις την ψηλάφησιν του Αποστόλου Θωμ
Κυριακή του Θωμά, μνήμη και του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ’ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του Αδριανουπολίτου: βιογραφία.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.