Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Τω αυτώ μηνί (μαϊω) ΚΑ΄, μνήμη των Αγίων και ενδόξων θεοστέπτων μεγάλων βασιλέων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ως κοινόν είχον γης βασιλείς το στέφος,
Έχουσι κοινόν και το του πόλου στέφος.
Ξύνθανε μητέρι εικάδι πρώτη Κωνσταντίνος.
Ο Μέγας ούτος και μακάριος και αοίδιμος εν βασιλεύσι Κωνσταντίνος, εχρημάτισεν υιός Κώνσταντος του Χλωρού, και Ελένης της τιμίας. Ο γαρ πατήρ αυτού Κώνστας, ήτον έγγονος Κλαυδίου του βασιλέως της Ρώμης, προ της του Διοκλητιανού και Καρήνου βασιλείας. Ούτος λοιπόν ο πατήρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έγινε συγκοινωνός της βασιλείας, του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού του Ερκουλίου, ομού με τον Μαξιμιανόν τον Γαλλέριον. Και εις καιρόν οπού οι ανωτέρω τρεις βασιλείς εκίνησαν διωγμόν μέγαν κατά των Χριστιανών, μόνος ούτος εμεταχειρίζετο προς τους Χριστιανούς πραότητα και συμπάθειαν, και εμεταχειρίζετο συμβούλους και κοινωνούς των πραγμάτων του, τους υπέρ της πίστεως του Χριστού αγωνιζομένους. Ούτος ο Κώνστας εδίδαξε την ευσέβειαν και πίστιν τον αγαπητόν του υιόν Κωνσταντίνον, τον μετά ταύτα πρώτον γενόμενον βασιλέα εις τους Χριστιανούς. Όθεν και αφήκεν αυτόν διάδοχον της βασιλείας του εις τας νήσους της Βρετανίας, ήτοι της Εγγλιτέρας. Ο δε Κωνσταντίνος μαθών εκείνα οπού έγιναν εις την Ρώμην από τον Μαξέντιον υιόν του Μαξιμιανού Ερκουλίου, τα οποία ήτον ακάθαρτα και μισητά έργα, ταύτα λέγω μαθών, ώρμησε κατ’ επάνω του, επικαλεσάμενος βοηθόν τον Χριστόν. Όθεν ο Θεός βλέπωντας την καθαρότητα της ψυχής του, πρώτον μεν ενεφάνισε τον εαυτόν του εις αυτόν κατά τον ύπνον. Έπειτα δε, κατά μέσον της ημέρας εχάραξεν ο Κύριος το σημείον του Σταυρού διά μέσου των αστέρων, εις το οποίον ήτον γεγραμμένα τα γράμματα ταύτα· «Εν τούτω νίκα». Διά μέσου γαρ του σημείου τούτου εκαταδέχθη ο Κύριος να εμφανίση και αισθητώς τον εαυτόν του εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον και εις τους κατ’ αυτόν αξίους.
Όθεν ο Μέγας Κωνσταντίνος ξεθαρρεύσας εις τον τύπον αυτόν, αρμάτωσε τον εαυτόν του, ποιήσας χρυσούν τον φανέντα Σταυρόν. Είτα πηγαίνωντας εις την Ρώμην, όχι μόνον ενίκησεν τον αλιτήριον Μαξέντιον, όστις επνίγη εις τον εν τη Ρώμη ποταμόν Τίβεριν, κοντά εις την γέφυραν την καλουμένην Βολβίαν. Αλλά και τους πολίτας της Ρώμης ελευθέρωσεν από την τυραννίαν εκείνου. Αναχωρήσας δε ύστερον από την Ρώμην, και περιπατώντας από τόπον εις τόπον, ηθέλησε διά να κτίση πόλιν εις εδικόν του όνομα κατά την Τρωάδα, όπου έγινε παλαιά ο πόλεμος των Τρωαδιτών μαζί με τους Έλληνας. Εμποδίσθη όμως από θείαν αποκάλυψιν να μη την κτίση εκεί, αλλά μάλλον να την κτίση εις το Βυζάντιον. Όθεν ακολουθήσας εις το θέλημα του Θεού, έκτισε την θεοφρούρητον πόλιν εις το εδικόν του όνομα, ήτοι την Κωνσταντινούπολιν, και ταύτην αφιέρωσεν εις τον Θεόν, Ομού και εις την Θεοτόκον, καθώς αναφέρεται κατά την δεκάτην πρώτην του παρόντος Μαΐου, ωσάν μίαν απαρχήν της εδικής του ευσεβείας. Επειδή δε εζήτει να μάθη την ακρίβειαν της Ορθοδόξου πίστεως, εσυνάθροισεν εις την Νίκαιαν τους Αρχιερείς, οπού ευρίσκοντο εις όλα τα μέρη της οικουμένης, ήτοι συνεκρότησε την αγίαν και Οικουμενικήν Πρώτην Σύνοδον των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων, διά μέσου της οποίας, η μεν Ορθόδοξος πίστις ανεκηρύχθη, και ο Υιός του Θεού εγνωρίσθη ομοούσιος, ήτοι πως έχει την αυτήν ουσίαν και φύσιν με τον Πατέρα. Ο δε Άρειος και οι αυτού οπαδοί ανεθεματίσθησαν ομού με την βλάσφημον και κακόδοξον αυτών αίρεσιν. Και μάλιστα τούτο, διατί ο Άρειος εβλασφήμει και έλεγε, πως ο Υιός δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα και άλλης ουσίας και φύσεως από την του Πατρός.
Γράφει δε ο Μελέτιος (τόμ. α΄, σελ. 335) ότι αφ’ ου ετελείωσεν η πρώτη Σύνοδος, έχαιρεν ο Μέγας Kωνσταντίνος διά την κατά των εχθρών της Εκκλησίας νίκην. Διά τούτο φέρωντας όλους τους Πατέρας της Συνόδου από την Nίκαιαν εις την εδικήν του Kωνσταντινούπολιν, επροσκάλεσεν αυτούς εις ευωχίαν και τράπεζαν. Kαθήμενος δε και αυτός μεταξύ των Πατέρων, ετίμησεν αυτούς λαμπρώς με τα πρέποντα δώρα. Του δε Αγίου Παφνουτίου και των λοιπών Ομολογητών, κατεφίλει τους ευγαλμένους οφθαλμούς, και τα στρεβλωθέντα και πληγωθέντα μέλη υπό των τυράννων εν τω καιρώ του διωγμού, διά να λάβη αγιασμόν από αυτά. Ενουθέτει δε όλους τους Επισκόπους, να έχουν ειρήνην και ομόνοιαν εις την πίστιν, να δείχνουν αγάπην εις τον πλησίον, και να μη υβρίζουν ή να ατιμάζουν τους αδελφούς των.
Επειδή δε τινες έδωκαν αναφοράς εις αυτόν εναντίον τινών Επισκόπων, ταύτας ουδέ να αναγνώση ηθέλησεν ο μακάριος βασιλεύς, ούτε εις εξέτασιν έφερε τους κατηγορουμένους Επισκόπους, αλλ’ ενώπιον πάντων τας έκαυσε λέγων ταύτα τα αξιομνημόνευτα λόγια· «Εάν και μόνος μου ήθελα ιδώ τινα Αρχιερέα να αμαρτάνη, βέβαια έμελλον να τον σκεπάσω με την πορφύραν μου». Τόσον δε αμνησίκακος ήτον ο αοίδιμος Kωνσταντίνος, ώστε οπού, επειδή μερικοί ελιθοβόλησαν την εικόνα του, παρεκίνουν αυτόν οι φίλοι του να τιμωρήση τους υβριστάς, διατί με τους λίθους επλήγωσαν το πρόσωπόν του. Ο δε ανεξίκακος βασιλεύς, ψηλαφήσας το πρόσωπόν του, καί χαμογελάσας είπε ταύτα τα αξιομνημόνευτα· «Ουδαμού πληγήν επί του μετώπου γεγενημένην ορώ, αλλ’ υγιής μεν η κεφαλή, υγιής δε η όψις άπασα» (Χρυσ. Λόγ. κ΄, εις τους Ανδριάντας).
Όχι μόνον δε ταύτα εποίησεν ο Ισαπόστολος ούτος Κωνσταντίνος, αλλά και την μητέρα του Ελένην έστειλεν εις τα Ιεροσόλυμα, διά να ζητήση να εύρη το τίμιον ξύλον του Σταυρού, επάνω εις το οποίον εκαρφώθη κατά σάρκα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Η δε Αγία Ελένη ευρούσα τούτο, άλλο μεν αφήκεν εις τα Ιεροσόλυμα, άλλο δε έφερεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Και εκεί διαπεράσασα το επίλοιπον της ζωής της, εν ειρήνη ετελειώθη.
Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος, αφ’ ου εγκαινίασε την Κωνσταντινούπολιν με εγκαίνια και πανήγυριν, ολίγον έζησε μετά ταύτα. Όθεν όταν έφθασεν εις τους τεσσαράκοντα δύω χρόνους της βασιλείας του, και άρχισε να κάμη πόλεμον εναντίον Σαβωρίου βασιλέως των Περσών, επήγεν εις ένα προάστειον, ήτοι τζεφτιλίκιον της Νικομηδείας, και εκεί εξεδήμησε προς τον Κύριον. Το δε άγιον αυτού λείψανον εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, και αφ’ ου εδεξιώθη με προπομπάς βασιλικάς, και υπαντήσεις μεγαλοπρεπείς, ενταφιάσθη εις τον ιερόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Εβασίλευσε δε εις την παλαιάν Ρώμην κατά τους τριακοσίους δεκαοκτώ χρόνους από Χριστού, τριακοστός δεύτερος βασιλεύς Ρώμης γενόμενος μετά τον Αύγουστον. Κατ’ άλλους δε ακριβεστέρους, εβασίλευσεν εν τη παλαιά και νέα Ρώμη χρόνους τριάκοντα και ένα, ή τριάκοντα δύω, και έζησε χρόνους όλους εξηνταπέντε. Εχρημάτισε δε μετά τον Αύγουστον, βασιλεύς τεσσαρακοστός έβδομος, και απέθανεν εις τους τριακοσίους τριάντα επτά χρόνους, αφείς διαδόχους τους τρεις αυτού υιούς Kωνσταντίνον, Kώνσταντα, και Kωνστάντιον.
Ο δε θείος Χρυσόστομος λέγει, ότι ο Μέγας Kωνσταντίνος ενταφιάσθη εις τον νάρθηκα του Nαού των Αγίων Αποστόλων, τον οποίον έκτισεν ο ίδιος Kωνσταντίνος. Kαι ο βασιλεύς, ήτον τρόπον τινά θυρωρός και πορτάρης των αλιέων. Ούτω γαρ φησι· «Kαι γαρ και ενταύθα Kωνσταντίνον τον Μέγαν, μεγάλη τιμή τιμάν ενόμισεν ο παίς (ο Kωνστάντιος δηλαδή) ει τοις προθύροις κατάθοιτο των αλιέων. Kαι όπερ εισίν οι πυλωροί τοις βασιλεύσιν εν τοις βασιλείοις, τούτο εν τω σήματι οι βασιλείς τοις αλιεύσι. Kαι οι μεν, ώσπερ δεσπόται του τόπου τα ένδον κατέχουσιν, οι δε βασιλείς, ως πάροικοι και γείτονες, ηγάπησαν την αύλειον αυτοίς αφορισθήναι θύραν» (Ομιλ. κζ΄ εις την Β΄ προς Kορινθίους).
Ο ελληνικός Βίος των Αγίων τούτων βασιλέων σώζεται εν τη των Ιβήρων, ου η αρχή· «Τα κάλλιστα των διηγημάτων», εν δε τη Μεγίστη Λαύρα, Βίος σώζεται των βασιλέων τούτων συλλεχθείς εκ διαφόρων, ου η αρχή· «Τον του μακαριωτάτου και αγιωτάτου και πρώτου». Σημείωσαι, ότι Γρηγόριος ο Kαισαρείας Kαππαδοκίας Πρεσβύτερος, λόγον έπλεξεν εις τους τριακοσίους δεκαοκτώ Πατέρας της εν Νικαία πρώτης οικουμενικής συνόδου, και εις τον βασιλέα Kωνσταντίνον, όστις σώζεται εν τη Ιερά Μονή του Παντοκράτορος. Ομοίως και Kωνσταντίνος Ακροπολίτης ο μέγας λογοθέτης, λόγον έχει εις τον Kωνσταντίνον και Ελένην, ου η αρχή· «Άρα τίς ευσεβείας ζήλον αυχών». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τη Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου.) Αλλά και Γεώργιος Πρεσβύτερος Kαισαρείας Kαππαδοκίας λόγον συνέγραψεν εις τους ανωτέρω τριακοσίους δέκα και οκτώ θεοφόρους Πατέρας, ου η αρχή· «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών». (Σώζεται εν τη αυτή Μονή του Βατοπαιδίου.)
Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν, και εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, όπου και το τίμιον αυτού ευρίσκεται λείψανον. Ομοίως και εις τον Ναόν τον ευρισκόμενον κοντά εις τόπον καλούμενον Κινστέρνα του Βόνου, όπου παραγίνεται ο Πατριάρχης, μαζί με τον βασιλέα και την Σύγκλητον των αρχόντων, και εκεί επιτελεί την θείαν μυσταγωγίαν. (Όρα και εις τον Νέον Παράδεισον, και εις τον Μακάριον τον Κωφόν).
Σημειούμεν εδώ, ότι ο αοίδιμος Δοσίθεος, σελ. 80 της Δωδεκαβίβλου, γράφει, πως αγκαλά και εις τον καιρόν του Ρώμης Ουρβανού του ογδόου εζητήθη, ανίσως πρέπη να εορτάζεται ως Αγίου η μνήμη του Μεγάλου Kωνσταντίνου, και μόλις είπε τό ναί. Kαθότι εις τα μέρη της εν Ιταλία Kαλαβρίας, εφαίνετο Nαός παλαιός του Αγίου. Πλην ο Μέγας Kωνσταντίνος, πάντοτε υπήρχεν Άγιος και Ισαπόστολος, ότι ούτως ονομάζουσιν αυτόν τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, και η κοινή και πατροπαράδοτος δόξα της Εκκλησίας. Ούτος εχρημάτισε και Ιερεύς και Βασιλεύς, διά το λειτούργημα της βασιλείας, και διά το νοητόν χρίσμα και μύρον της Ιερωσύνης. Όθεν και η Εκκλησία ψάλλει εις το δοξαστικόν των από στίχου αυτού· «Δεξάμενος την γνώσιν του Πνεύματος, Ιερεύς χρηματισθείς και Βασιλεύς, ελαίω, εστήριξας την Εκκλησίαν του Θεού ορθοδόξων βασιλέων Πατήρ». Διό γράφεται και εν τη Αποκαλύψει· «Kαι εποίησας ημάς τω Θεώ ημών Βασιλείς και Ιερείς, και βασιλεύσομεν επί της γης». Ουχ’ ότι εισίν όλοι εξ αυτού του Βαπτίσματος Ιερείς, καθώς φλυαρούσιν οι Λουθηροκαλβίνοι, αλλ’ ότι οι Ορθόδοξοι βασιλείς είναι φύλακες των εκκλησιαστικών πραγμάτων και φροντισταί.
Kατ’ εξοχήν δε ο χριστιανικώτατος Kωνσταντίνος ήτον και Βασιλεύς και Επίσκοπος, και όρα τον αυτόν Δοσίθεον, σελ. 212 της Δωδεκαβίβλου, αποδεικνύοντα, ότι ο Μέγας Kωνσταντίνος, καθό Ορθόδοξος βασιλεύς, ήτον Επίσκοπος κατά τρόπους εικοσιέξ. Όθεν φιλεύωντας μίαν φοράν μερικούς Επισκόπους, φιλοφρονούμενος έλεγε προς εκείνους ο μακάριος· «Ειμί και εγώ, ώ ούτοι, Επίσκοπος. Kαι υμείς μεν εστε Επίσκοποι του ανθρώπου, αλλά μάλλον του έσω ανθρώπου, εποικοδομούντες επί τω θεμελίω των Αποστόλων και Προφητών. Εγώ δε ειμι Επίσκοπος του ανθρώπου του έξω και του έσω. Του μεν έξω, ότι φροντίζω προς παιδαγωγίαν και ορθόν βίον αυτού. Kαι γαρ ουδέ εική την μάχαιραν φορώ. Του δε έσω, επειδή συνεργός ειμι υμίν προς βεβαίωσιν και αύξησιν της Ορθοδόξου πίστεως, συνεποικοδομών επί τω αυτώ θεμελίω των Αποστόλων και Προφητών» (σελ. 217 της Δωδεκαβίβλου.) Λέγει δε προς τούτοις εκεί ο Δοσίθεος, ότι ο Μέγας Kωνσταντίνος εποίησε νόμον, ίνα μη καταδικάζεταί τινας εις το εξής, ούτε να θανατόνεται με τον Σταυρόν, ίνα μη το της σωτηρίας και ζωής γενόμενον όργανον, γίνηται πάλιν όργανον καταδίκης και θανάτου. Όθεν και όλοι οι λεγόμενοι Χριστιανοί βασιλείς, εφύλαξαν και φυλάττουν τον τοιούτον νόμον, και κανένα δεν θανατόνουν με σταυρικόν θάνατον.
*
* Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς Παχώμιος, ο εν τω Ουσάκι της Φιλαδελφείας μαρτυρήσας κατά το έτος αψλ΄ [1730], ξίφει τελειούται.
+ Πού πάχος εν σοί ω Παχώμι’ ευρέθη,
Πόνοις ξίφει τε λεπτύναντι το βρίθον;
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
• * *
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Πατήστε εδώ για να «κατεβάσετε» τον Παρακλητικό Κανόνα εις τον Άγιον Κωνσταντίνον και την Αγίαν Ελένην, σε rar μορφή.,/a>
Χαιρετισμοί εις τους Θεοστέπτους βασιλείς και Ισαποστόλους Κωνσταντίνον και Ελένην.zip
Παράβαλε και:
Η μετάνοια και η διακήρυξη της Αγιότητος του Ισαποστόλου, Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια – Π. Γεωργίου Μεταλλυνού.