(Κατά Λουκάν, ιε, 11-32)
Τους είπε επίσης ο Ιησούς: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους.1 Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: ¨πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί¨˙ κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία.2 Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους.3
Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας!4
Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: ¨πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σ’ εσένα˙ δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου˙ κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου¨. Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του.
»Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του του είπε: ¨πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου¨.5 Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: ¨βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον˙ φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε,6 γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε¨. Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται. «Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι˙7 και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: ¨γύρισε ο αδερφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός¨. Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: «εγώ τόσα χρόνια σου δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου˙ κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι¨. Κι ο πατέρας του του απάντησε: ¨παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκ娻.8
ΣΧΟΛΙΑ.
(1)Τους είπε επίσης ο Ιησούς: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους.
Εις πολλά μέρη των αγίων Γραφών ο Θεός εαυτόν μεν ονομάζει άνθρωπον, ίνα δείξη πόσην έχει προς ημάς φιλανθρωπίαν, τους δε ανθρώπους όχι μόνον τους δικαίους, αλλά και τους αμαρτωλούς καλεί υιούς αυτού˙ «Υιούς εγέννησα, λέγει, και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν». Ο άνθρωπος λοιπόν, ο έχων τους δύο υιούς, είναι αυτός ο φιλάνθρωπος Θεός, οι δε δύο υιοί αυτού είναι οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί˙ νεώτερον δε λέγει τον αμαρτωλόν, επειδή η αμαρτία είναι νεωτέρα της δικαιοσύνης, δηλαδή της αρετής.
Ο άνθρωπος πρώτον υπήρχε δίκαιος και ενάρετος, έπειτα δια της συμβουλής του όφεως έγινε πονηρός και αμαρτωλός˙ δια τούτο παλαιοτέρα μεν είναι η αρετή, νεωτέρα δε η κακία˙ προς τούτοις, επειδή παιδαριώδη και ασύνετα είναι του αμαρτωλού τα έργα, γεροντικά δε και φρόνιμα των δικαίων τα κατορθώματα, δια τούτο ο μεν πρεσβύτερος υιός σημαίνει τους δικαίους, ο δε νεώτερος τους αμαρτωλούς.
Τί σημαίνει όμως άραγε «Το επιβάλλον μέρος της ουσίας», το οποίον εζήτησεν ο νεώτερος υιός παρά του πατρός αυτού; Άλλοι μεν λέγουσιν, ότι είναι το λογικόν και αυτεξούσιον, άλλοι δε τα του Θεού αγαθά, ο ουρανός, η γη, η θάλασσα, και τα εν αυτοίς˙ άλλοι δε λέγουσιν ότι είναι ο φυσικός και ο γραπτός νόμος˙ επειδή δε κατωτέρω λέγει, ότι ούτος ο νεώτερος υιός «διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (Λουκ. ιε’, 13), είναι φανερόν, ότι «Το επιβάλλον μέρος της ουσίας» σημαίνει τα κτήματα, τα χρήματα, την δόξαν, ακόμη δε και τα φυσικά αγαθά, την υγείαν, την διάκρισιν, την φρόνησιν και την εις το αγαθόν διάθεσιν.
Εξ αυτών λοιπόν των αγαθών, το ανήκον εις αυτόν μέρος εζήτησε και έλαβεν ο άσωτος παρά του πατρός αυτού, διότι ο Θεός δια την άπειρον αυτού αγαθότητα δίδει τα αγαθά αυτού εξ ίσου εις δικαίους και αμαρτωλούς˙ «Τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε’, 45). Επειδή δε των δικαίων και αμαρτωλών διαφορετικά είναι και τα ήθη, και το πολίτευμα, και αι πράξεις, και αι γνώμαι, και τα λόγια, και αι επιθυμίαι, δια τούτο δεν είπε, και διένειμεν αυτοίς τα αγαθά, άλλ’ είπε˙ «Και διείλεν αυτοίς τον βίον».
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης).
(2)Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: «πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί».
Όταν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, βλέποντες ότι ο Ιησούς Χριστός δέχεται τους τελώνας και αμαρτωλούς, και μετ’ αυτών συναναστρέφεται και συντρώγει μετ’ αυτών, εγόγγυζον κατ’ αυτού, λέγοντες˙ «Ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται, και συνεσθίει αυτοίς» (Λουκ. ιε’, 2), τότε ο Θεάνθρωπος Ιησούς, ανοίξας τον θησαυρόν των παραβολικών αυτού λόγων, απήντησεν εις τον άδικον αυτών γογγυσμόν, και έφραξε τα απύλωτα στόματα αυτών. Είπε πρώτον προς αυτούς την αγαλλίασιν του βοσκού δια την εύρεσιν του χαμένου προβάτου αυτού και την χαράν της γυναικός, όταν εύρε την απολεσθείσαν δραχμήν αυτής, επιβεβαιώσας, ότι και ο ουρανός και οι άγγελοι χαίρουσι δια την μετάνοιαν του αμαρτωλού˙ έπειτα εξεφώνησε και την θαυμασίαν παραβολήν του σήμερον αναγνωσθέντος Ευαγγελίου. Δι’ αυτής ο φιλανθρωπότατος Ιησούς τρία πράγματα εγνώρισεν εις ημάς, την κατάστασιν του αμαρτωλού, τον κανόνα της μετανοίας και εξομολογήσεως, και το μέγεθος της ευσπλαχνίας αυτού. Ταύτα δε γίνονται καταληπτά από ημάς, εάν προσηλώσωμεν τον νουν εις την εξήγησιν των σήμερον αναγνωσθέντων παραβολικών λόγων.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης).
(3)Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους.
Ποίοι είναι οι πολίται της χώρας εκείνης; Και ποίοι οι αγροί αυτών; Οι μεν πολίται είναι οι δαίμονες, οι μακράν απέχοντες από της χάριτος του Θεού, καθώς και οι εκτελούντες το θέλημα αυτών, δηλαδή οι αμαρτωλοί˙ οι δε αγροί αυτών είναι τα καταγώγια των πονηρών και ασελγών ανθρώπων. Ο άσωτος υιός πορευθείς, ήτοι προκόψας και αυξήσας εις τας πράξεις της αμαρτίας, εκολλήθη, αφιέρωσε δηλονότι το θέλημα αυτού, εις ένα των δαιμόνων, εις τον δαίμονα δηλαδή της ασωτείας, όστις, αφού κατέστησεν αυτόν δούλον αυτού, έπεμψεν αυτόν εις τα εργαστήρια της απωλείας, ίνα βόσκη χοίρους, ήτοι ίνα δια του κακού αυτού παραδείγματος, οδηγή τους χοίρους, τουτέστι τους βεβορβορωμένους υπό των σαρκικών αμαρτιών, χοιροβοσκός γενόμενος.
Βλέπε δε πως τους μεν ασελγείς και ασώτους ονομάζει χοίρους δια την ακαθαρσίαν και ρυπαρότητα των σαρκικών ηδονών, την δε τροφήν αυτών κεράτια˙ διότι, καθώς τα κεράτια πρώτον γλυκαίνουσιν ολίγον το στόμα, έπειτα ευθύς γεμίζουν αυτό από στυφότητα και ξυλώδη ύλην, ούτω και η αμαρτία ευχαριστεί ολίγον, έπειτα γεμίζει από λύπην και αηδίαν την ψυχήν του αμαρτάνοντος˙ γλυκαίνει πρόσκαιρα, και κολάζει αιώνια. Επειδή δε η ηδονή της αμαρτίας γίνεται και εξαφανίζεται, όθεν και η επιθυμία αυτής μένει ακόρεστος, και ουδείς δύναται να χορτάση αυτήν, δια τούτο είπε˙ «Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων, ων ήσθιον οι χοίροι˙ και ουδείς εδίδου αυτώ». Αληθώς δε κανείς δεν δύναται να χορτάση των ασελγών τας επιθυμίας.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης)
(4)Τελικά συνήλθε και είπε: πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας!
Ποίοι δε είναι οι μισθωτοί; Τρεις είναι αι τάξεις των σωζομένων˙ πρώτη η τάξις των υιών, ήτοι εκείνων των ανθρώπων, οίτινες εκ μόνης της αγάπης την οποίαν έχουσι προς τον Θεόν, αφιερούσι και τον νουν και την καρδίαν εις το θέλημα του Θεού, κατά το «Ως ηγάπησα τον νόμον σου, Κύριε, όλην την ημέραν μελέτη μου εστίν. Ήρα τας χείρας μου προς τας εντολάς σου, ας ηγάπησα» (ψαλμ. ριη’, 97,48)˙ δευτέρα είναι η τάξις των μισθίων, οι οποίοι, ως οι λαμβάνοντες μισθόν, αποβλέποντες εις τον μισθόν και εις την βασιλείαν, την οποίαν υπόσχεται ο Θεός εις τους φύλακας των εντολών, φυλάττουσι του Θεού τα προστάγματα, κατά το «Έκλινα την καρδίαν μου του ποιήσαι τα δικαιώματά σου εις τον αιώνα δι’ αντάμειψιν» (Ψαλμ. ριη’, 112)˙ τρίτη είναι η τάξις των δούλων, οι οποίοι, όπως οι δούλοι οι φοβούμενοι την τιμωρίαν του δεσπότου αυτών, ποιούσι το θέλημα αυτού, ούτω και αυτοί, φοβούμενοι την υπό του Θεού ορισθείσαν κόλασιν εις τους παραβάτας των εντολών, φυλάττουσι τους θείους νόμους κατά το «Καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου˙ από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην» (Ψαλμ. ριη’, 120).
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης).
(5)Τότε ο γιος του του είπε: «πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου».
Ο μετανοήσας αμαρτωλός: Ούτος αισθάνεται πόνον δια το παρελθόν του, ανησυχίαν δια το μέλλον του και ποικίλα συναισθήματα δια τους άλλους αμαρτωλούς. Και συγκεκριμένως: Πρώτον: Πόνον δια το παρελθόν του. Ο μετανοήσας αμαρτωλός δύναται να αρνηθή το παρελθόν του, δεν δύναται όμως να καταστρέψη αυτό. Κάποια πικρά σταγών, η οποία έμεινεν εις τα χείλη του από την περασμένην του ζωήν, κάποια απρόβλεπτη αμέλεια μιας των 600 εντολών του Εβραϊκού νόμου, κάποιος ακάθαρτος ίσκιος παλαιάς αμαρτίας, η οποία έμεινεν εις την μνήμην του, κάποια υποψία ενός φανταστικού ελέγχου συνειδήσεώς του, κάποια σχισμή μικρά εις την τελειότητά του, ο ψίθυρος ενός πειρασμού, είναι αρκετά να ανανεώσουν την αγωνίαν του μετανοήσαντος αμαρτωλού.
Δεύτερον: Ο μετανοήσας αμαρτωλός έχει ανησυχίαν δια το μέλλον του. Ο μετανοήσας αμαρτωλός γνωρίζει καλά, ότι δεν εξεδύθη πλήρως τον παλαιόν άνθρωπον, δεν ενέκρωσε και την τελευταίαν επιδερμίδα του εντός του κακού. Όσον άγιος είναι, τόσον περισσότερον αισθάνεται την αναξιότητά του. Δια τούτο ανησυχεί δια το μέλλον του και φοβείται μήπως πέση και πάλιν εις την αμαρτίαν. Γνωρίζει, ότι υπέφερε και επλήρωσεν ακριβά την μετάνοιάν του, την σωτηρίαν του. Γνωρίζει, ότι το αγαθόν, το οποίον απέκτησε δια της μετανοίας του, είναι πολυτιμώτατον αλλά και λίαν εύθραυστον. Όταν δεν αποφεύγη τους αμαρτωλούς, τους πλησιάζει με κάποιαν αυθόρμητον φρικίασιν, με κάποιον τρόμον, του οποίου πολλάκις δεν έχει συναίσθησιν – τόσον βαθύς είναι! – μήπως μολυνθή και πάλιν, μήπως ίδη να αναγεννάται το είδωλον της παλαιάς του εντροπής, με το οποίον τόσον εγλυκάνθη εις το παρελθόν και πέση και απελπισθή δια την σωτηρίαν του.
Ο Μετανοήσας αμαρτωλός εξακολουθεί να ομολογή την αμαρτωλότητά του όχι μόνον καθ’ εαυτόν, βλέπων το παρελθόν και το μέλλον του, αλλά όταν ευρίσκεται, Τρίτον: ενώπιον των άλλων αμαρτωλών, τους οποίους φροντίζει να επιστρέψη εις την ευθείαν οδόν.
Αξιοπρεπής είναι και η προς τους αμαρτωλούς συμπεριφορά Του. Ο Χριστός βαδίζει προς τους ακαθάρτους και μετά των ακαθάρτων, με την φυσικήν απλότητα του καθαρού και αμολύντου. Βαδίζει μετά των αμαρτωλών ανθρώπων, μετά της φυσικής δυνάμεως του αθώου και απροσβλήτου. Δεν αισθάνεται δηλαδή ο Χριστός την επιφυλακτικότητα, την οποίαν αισθάνεται ο μετανοήσας αμαρτωλός ενώπιον των άλλων αμαρτωλών. Ρίπτει βλέμμα ευσπλαγχνικόν εις τον κλέπτην, ο οποίος φεύγει εις το σκοτάδι της νύκτας και εις την γυναίκα, η οποία βάφει τα χείλη της δια να σκεπάση τα ίχνη του φιλήματος, το οποίον έδωκεν άνευ αγάπης.
Ο Χριστός αγαπά τους αμαρτωλούς χωρίς να αισθάνεται τον υψηλόν εκείνον πυρετόν του μετανοήσαντος αμαρτωλού, ο οποίος γενόμενος διδάσκαλος των άλλων αμαρτωλών, θέλει να έχη προσηλύτους πολλούς. Δια τον Ιησούν 12 αγράμματοι μαθηταί είναι αρκετοί! Η προς τους αμαρτωλούς αγάπη του δεν ήτο εκ καθήκοντος αλλά εκ φύσεως. Ησθάνετο αδελφικήν τρυφερότητα, πατρικήν αγάπην αυθόρμητον, άνευ υπονοουμένων επιπλήξεων ουδέ αντιπαθειών, τας οποίας έπρεπε να υπερνικήση. Είχεν αγάπην ανυστερόβουλον, κλίσιν προς τον ακάθαρτον, τον οποίον δύναται να καθαρίση. Είχεν αγάπην προς τους αμαρτωλούς άγνωστον προ Αυτού, αγάπην την οποίαν οι άγιοι εις ολίγας στιγμάς του βίου των εδοκίμασαν και ενώπιον της οποίας όλαι αι άλλαι ωραιότητες της γης φαίνονται χυδαίαι! Είχεν αγάπην θείαν, η οποία μόνον Χριστιανική δύναται να ονομασθή, αγάπη του Χριστού, Αγάπη! Πόση είναι η διαφορά Του προς τον μετανοήσαντα αμαρτωλόν!
(Αρχιμανδρίτης, Ιωήλ Γιαννακόπουλος).
(6)Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: «βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον˙ φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».
«Είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού˙ Εξενέγκατε την στολήν την πρώτην, και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού, και υποδήματα εις τους πόδας˙ Και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν, θύσατε˙ και φαγόντες ευφρανθώμεν˙ Ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήν, και ανέζησε και απολωλός ήν, και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι».
Ως δούλους μεν πρέπει να εννοήσωμεν ή τους αγίους αγγέλους, οίτινες «Εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα των θελημάτων του Θεού δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. α’, 14), ή τους ιερείς τους λειτουργούς και υπηρέτας των αγίων μυστηρίων.
«Στολή δε πρώτη» είναι της υιοθεσίας το ένδυμα, δηλαδή εκείνη η μακαρία κατάστασις της ψυχής του ανθρώπου η προ της αμαρτίας˙ «Πρώτη στολή» είναι η καθαρότης και αγιωσύνη, την οποίαν λαμβάνει ο αμαρτωλός μετά την μετάνοιαν και άφεσιν των αμαρτιών.
«Δακτύλιον» δε είναι τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, δια των οποίων η ψυχή νυμφεύεται τον Ιησούν Χριστόν, τον νυμφίον αυτής και σωτήρα˙ «υποδήματα» δε η δύναμις του να τρέχωμεν προθύμως της αρετής τον δρόμον, και να πατώμεν επάνω των νοητών όφεων και σκορπίων˙ «μόσχος δε σιτευτός» είναι ο σαρκωθείς λόγος και Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τον οποίον ημείς μεταλαμβάνομεν εις τα άγια των ορθοδόξων θυσιαστήρια.
Ταύτα μεταδίδει ο απειροεύσπλαγχνος Θεός εις τους αληθώς μετανοούντας αμαρτωλούς, και προς αυτόν εξ όλης ψυχής και καρδίας επιστρέφοντας˙ δια ταύτα δε χαίρουσι πάντες οι άγιοι άγγελοι και οι εν τω ουρανώ δίκαιοι, κατά το «Χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε’, 7). Αίτιον δε ταύτης της ουρανίου χαράς είναι η ανάστασις και η εύρεσις του αμαρτωλού.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης).
(7) »Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι.
Εάν όμως στοχασθώμεν, ότι ο Κύριος ενταύθα δεν ομιλεί περί των δικαίων των ευρισκομένων εις τον ουρανόν, αλλά περί των δικαίων, οι οποίοι ευρίσκονται ακόμη εις την ζωήν επί της γης, λύεται πάσα απορία˙ διδάσκουσι δε τούτο αυτά της παραβολής τα λόγια, διότι λέγουσιν, ότι ο πρεσβύτερος υιός ήτο εις κάποιον αγρόν. Ότι δε ο αγρός σημαίνει όχι τον ουρανόν, αλλά τον κόσμον, ουδεμία υπάρχει αμφιβολία, επειδή αυτός ο Κύριος ηρμήνευσε τούτο, ειπών˙ «Ο δε αγρός εστίν ο κόσμος» (Ματθ. ιγ’, 38). Οι ευρισκόμενοι εις τον αγρόν λοιπόν, ήτοι οι εν τω κόσμω δίκαιοι, επειδή είναι ακόμη ατελείς, και δεν έφθασαν εις την απάθειαν των εν τω ουρανώ δικαίων, ταράττονται και δυσαρεστούνται, βλέποντες το προς τους αμαρτωλούς έλεος του Θεού και την ευτυχίαν τούτων˙ «Ότι εζήλωσα, έλεγεν ο ιεροψάλτης, επί τοις ανόμοις, ειρήνην αμαρτωλών θεωρών» (Ψαλμ. οβ’, 3)˙ ο δε προφήτης Ιερεμίας εβόα «Τι ότι οδός ασεβών ευοδούται, ευθύνησαν πάντες οι αθετούντες αθετήματα˙ εφύτευσας αυτούς, και ερριζώθησαν˙ ετεκνοποιήσαντο, και εποίησαν καρπόν» (Ιερεμ. Ιβ’, 1-2).
Προς τούτοις, επειδή ο Κύριος ελάλησε την παραβολήν ταύτην προς νουθεσίαν και έλεγχον των Γραμματέων και Φαρισαίων, των γογγυζόντων, διότι έβλεπον αυτόν δεχόμενον τους αμαρτωλούς, και συντρώγοντα μετά των τελωνών (Λουκ. ιε’, 1-2), είναι φανερόν ότι ο πρεσβύτερος υιός σημαίνει κυρίως και καθ’ αυτό τους Γραμματείς και Φαρισαίους, οίτινες ενομίζοντο δίκαιοι ενώπιον των ανθρώπων˙ αυτοί δε αληθώς ωργίζοντο, και εγόγγυζον, βλέποντες την προς τους αμαρτωλούς υπερβάλλουσαν φιλανθρωπίαν του Κυρίου Ιησού˙ δια τούτο και ήλεγχεν αυτούς ο υπεράγαθος, λέγων, «Ουαί δε υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων˙ υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν» (Ματθ. κγ’, 13). Και αυτοί μεν ωργίζοντο, ο δε Θεάνθρωπος παντοιοτρόπως παρεκάλει αυτούς, επειδή ήθελε να ησυχάση την οργήν και αδιακρισίαν αυτών.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης).
(8) γιατί ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκ娻.
Πώς δε νεκρός είναι ο αμαρτωλός, και ανίσταται; Πώς απολωλώς, δηλαδή χαμένος, και ευρίσκεται; Θάνατος της ψυχής είναι η παράβασις του νόμου˙ «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. β’ 17)˙ απώλεια δε του ανθρώπου είναι η αμαρτία˙ «Ότι οι αμαρτωλοί απολούνται» (Ψαλμ. λστ’, 20), της αιωνίου σωτηρίας στερούμενοι, και εν τω άδη ατελευτήτως καταδικαζόμενοι.
Νενεκρωμένην είχε την ψυχήν αυτού ο άσωτος και ακίνητον εις την εργασίαν των καλών έργων, η δε χάρις του Θεού δια της μετανοίας εζωοποίησεν αυτήν, και έδωκεν εις αυτήν δύναμιν εις της αρετής τα έργα.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης).
Από το βιβλίο: “Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα”, Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ. Λουκά, ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγ. Γεναδίου του σχολαρίου, εις την παραβολήν του Ασώτου και περί μετανοίας.
Κυριακή του ασώτου – υμνολογική εκλογή.
Κυριακή ΛΔ. του ασώτου – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., Εως πότε θα σέρνης τον θάνατον, Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου – Λόγος εις την Παραβολήν του ασώτου.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού – Κοντάκιον εις τον άσωτον υιόν.
Ομιλία Γ., εις την κατα τον Σεσσωσμένον άσωτον Του Κυρίου παραβολήν – Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά.
Ο μεγάλος αδελφός του ασώτου υιού – ηχογραφημένη ομιλία του αειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου (αρχείον ήχου, mp3).
Ασωτίες – ηχογραφημένη ομιλία του Μακαριστού Αρχιμ. Αυγουστίνου Ανδριτσοπούλου (αρχείο ήχου, mp3).
Κυριακή του Ασώτου (videos).
Οσίου Πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου – λόγος εξηκοστός εβδομος, περί μετανοίας.
Το δακτυλίδι: “Δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού”.