Ακούστε το επόμενο Αγιολογικό κείμενο, όπως αυτό “δημοσιεύθηκε” στο 149-ο τεύχος (Σεπτέμβριος Οκτώβριος του 2014) του ηχητικού μας περιοδικού, Ορθόδοξη Πορεία.
Φωτιά και μαχαίρι.
Στο πρώτο μισό του 10ου αι., ο εμίρ του Αντριμπεζάν Αμπούλ Κασίμ, εκτελώντας σχετική εντολή του κατακτητή της Περσίας και όλης της Ανατολής Μουτάφη, κινήθηκε με μερικές χιλιάδες Αράβων στρατιωτών εναντίον του Μπουγ, ενός αιμοβόρου Τούρκου στρατηλάτη.
Ο Αμπούλα Κασίμ επιτέθηκε πρώτα στην Αρμενία. Αφού ερείπωσε την ένδοξη κάποτε πρωτεύουσά της Ντβίν, σκόρπισε την καταστροφή σ’ όλη τη χώρα.
Ο βασιλιάς της Αρμενίας Σουμπάτ δεν μπόρεσε να προβάλει αντίσταση, καθώς η επικράτειά του ήταν χωρισμένη σε αυτοδιοίκητα τμήματα με τυπική μόνο εξάρτηση από τον ίδιο. Έτσι, διαπιστώνοντας την αδυναμία του ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό, κατέφυγε στα βουνά της Αμπχαζίας.
Ο εμίρ πέρασε την Αλβανία,1 ερήμωσε την Κάρτλη κι έφτασε στην Τιφλίδα, που τη διοικούσε ο Ντζαφάρ, γιος του Αλή. Από την Τιφλίδα μπαίνοντας στην Καχέτη, έσπειρε τον όλεθρο με φωτιά και μαχαίρι. Τέλος, αφού λεηλάτησε και πυρπόλησε πόλεις και χωριά στις επαρχίες Ντζαβαχέτη και Σάμτσχε, έφτασε στο οχυρό Κβελιστσίχε, όπου είχαν κλειστεί οι άρχοντες της Καχέτης. Ένας απ΄ αυτούς ήταν και ο μακάριος Γκομπρόν.2 Ο Γκομπρόν, που στη βάπτισή του είχε ονομαστεί Μιχαήλ, από τα νεανικά του χρόνια ξεχώριζε για τη ρώμη, την ανδρεία και το θάρρος του.
Πολιορκία και εκπόρθηση.
Οι Άραβες πολιόρκησαν στενά το οχυρό. Ολόκληρη η γύρω περιοχή άσπρισε από τις σκηνές τους, λες κι ήταν σκεπασμένη με χιόνι.
Η επίθεση δεν άργησε. Και ήταν άγρια. Μα και η άμυνα των οχυρωμένων Γεωργιανών ήταν σθεναρή. Ο ήλιος είχε σκοτεινιάσει από τα βέλη και τα δόρατα, που ρίχνονταν κι από τις δυο πλευρές. Για πρώτη φορά οι οπαδοί του Μωάμεθ συναντούσαν τόσο λυσσαλέα αντίσταση. Ωστόσο, όχι μόνο δεν έλυναν την πολιορκία, μα και πολλαπλασίαζαν τις επιθέσεις.
Οι νεκροί ήταν πολλοί, τόσο Άραβες όσο και Γεωργιανοί. Τα πτώματα σάπιζαν άταφα γύρω από τα τείχη και η αποφορά τους έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Τελικά, έπειτα από πολιορκία είκοσι οχτώ ημερών, οι εχθροί κατόρθωσαν να μπουν στο φρούριο, γκρεμίζοντας το τείχος σ’ ένα αφύλαχτο σημείο. Ο μακάριος Γκομπρόν, μ’ όσους στρατιώτες είχαν απομείνει, χύμηξε σαν λιοντάρι καταπάνω τους, τους έτρεψε σε φυγή και τους καταδίωξε σε μεγάλη απόσταση. Εντούτοις, τόσο ο γενναίος πολέμαρχος όσο και οι άλλοι πολιορκημένοι καταλάβαιναν πια ότι κάθε παραπέρα αντίσταση ήταν μάταιη. Λίγοι μαχητές είχαν απομείνει ζωντανοί. Σε ενισχύσεις δεν μπορούσαν να ελπίζουν. Έστειλαν, λοιπόν, πρεσβεία στον Αμπούλ Κασίμα και του πρότειναν κατάπαυση των εχθροπραξιών.
-Ο Θεός σου έδωσε τη δύναμη να μας νικήσεις, του μήνυσαν. Γι’ αυτό ζητάμε ειρήνη.
Ο εμίρ δέχτηκε την πρότασή τους και συμφώνησε στη σύναψη ανακωχής. Έτσι οι καλόπιστοι Γεωργιανοί έβαλαν κάτω τα όπλα τους, ανύποπτοι για το τι θ’ ακολουθούσε. Γιατί οι παράσπονδοι μωαμεθανοί, καταπατώντας τη συμφωνία, όρμησαν δολερά και απροσδόκητα μέσα στο φρούριο, έσφαξαν πολλούς μαχητές και αιχμαλώτισαν τους υπόλοιπους, τον Γκομπρόν και εκατόν τριάντα τρεις στρατιώτες.
Αλαλάζοντας θριαμβευτικά, οδήγησαν τους αιχμαλώτους στο στρατόπεδό τους. Ο εμίρ, που είχε ακούσει για την εξαιρετική ανδρεία του Γκομπρόν, έδωσε εντολή να τον επιτηρούν αυστηρά.
Απειλές και υποσχέσεις.
Ο βασιλιάς Ανταρνασέ Β’ προσπάθησε να εξαγοράσει τους αιχμάλωτους. Όσα χρήματα όμως κι αν πρόσφερε στους Άραβες, δεν μπόρεσε να τους ελευθερώσει. Οι άπιστοι πάσχιζαν να κάνουν μουσουλμάνους τους γενναίους αγωνιστές του Χριστού και προπαντός τον Γκομπρόν. Στις σχετικές προτροπές τους, εκείνος απαντούσε σταθερά:
-Όχι μόνο δεν αλλάζω την πίστη μου, αλλά είμαι έτοιμος ακόμα και να πεθάνω για τον Κύριό μου, τον αληθινό Θεό, αφού κι Εκείνος καταδέχτηκε να πεθάνει για τη σωτηρία μου.
Και πρόσθεσε το αποστολικό:
-«Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος»>
Στο μεταξύ η προέλαση των αραβικών στρατευμάτων συνεχιζόταν ακάθεκτη. Απ’ όπου κι αν περνούσαν, σκόρπιζαν το θάνατο κα το θρήνο. Το αίμα των χριστιανών έτρεχε ποτάμι σε κάθε γωνιά της Γεωργίας. Ήταν μια τρομερή εποχή για την πολύπαθη ορθόδοξη χώρα.
Ο άγιος μάρτυρας ακολουθούσε το στρατό των κατακτητών δεμένος, ώσπου έφτασαν στην πόλη Ταλίνη της επαρχίας Τριάλστι. Εκεί οδηγήθηκε μπροστά στον εμίρ.
Ο Άραβας ηγεμόνας ήξερε καλά πόσο εκτιμούσαν και θαύμαζαν οι Γεωργιανοί τον Γκομπρόν. Θέλησε, λοιπόν, να εκμεταλλευθεί το κύρος του αιχμαλώτου του, για να πετύχει την εισαγωγή του ισλάμ στη Γεωργία. Καθοριστική για την επίτευξη του σκοπού του θα ήταν η μεταστροφή του ξακουστού πολεμάρχου. Έτσι, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι, του είπε:
-Λυπάμαι τα νιάτα σου, Γκομπρόν, θαυμάζω την αντρειοσύνη σου και σέβομαι την αρχοντική σου καταγωγή. Έμαθα πως είσαι ένας από τους πιο σπουδαίους άνδρες της Γεωργίας. Δεν θέλω λοιπόν, να σε θανατώσω πρόωρα, και μάλιστα με τρόπο σκληρό. Γι’ αυτό, αγαπητό μου παιδί, σε συμβουλεύω ν’ αφήσεις την άλογη πίστη σου, που μητ’ εσένα ωφέλησε ως τώρα μήτε τους στρατιώτες σου, και να δεχθείς τη δική μας πίστη, τη μόνη αληθινή, χάρη στην οποία είμαστε κυρίαρχοι σε τόσες χώρες. Ξέρω, βέβαια πόσο δύσκολο είν΄ αυτό που σου ζητάω. Την πίστη του δεν την αλλάζει κανείς σαν το ρούχο του. Γι’ αυτό υπόσχομαι ότι θα σου δώσω πολλά ανταλλάγματα. Θα σου χαρίσω ένα παλάτι, όπου θα ζεις σαν άρχοντας, αναρίθμητες σκηνές, δούλους, καμήλες, όπλα. Και το κυριότερο, θα σε κάνω αξιωματούχο του κράτους μου και στενό συνεργάτη μου.
Στην ξεκάθαρη απειλή και στη δελεαστική πρόταση του Αμπούλ Κασίμ ο Γκομπρόν απάντησε θαρρετά:
-Την πίστη μου στο Χριστό, εμίρ, την πίστη των πατέρων μου, δεν μπορώ να την αλλάξω. Σ’ αυτή την πίστη είμαι ριζωμένος και αμετακίνητος, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αλλά γιατί θέλεις να με θανατώσεις, αν δεν ομολογήσω το ισλάμ; Στην εξουσία σου έχεις τόσους χριστιανούς, που δεν τους υποχρεώνεις ν’ αλλαξοπιστήσουν. Όλοι τους αναγνωρίζουν την κυριαρχία σου, που παραχωρήθηκε από το Θεό, και υποτάσσονται στην αφεντιά σου. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Μουσουλμάνος όμως δεν γίνομαι. Χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θα πεθάνω. Ούτε οι απειλές ούτε οι υποσχέσεις σου θα με κάνουν ν’ αρνηθώ τον αγαπημένο μου Ιησού. Δεν έχω να πω τίποτα άλλο.
Η σφαγή των στρατιωτών.
Ο εμίρ γύρισε στους υπηρέτες του.
-Δεν ξέρει, φαίνεται, τους είπε, πόσο φοβερός είναι ο θάνατος. Πάρτε τον έξω και σφάξτε μπροστά στα μάτια του τους στρατιώτες του! Ζωντανός θα μείνει μόνο όποιος δεχθεί το νόμο μας.
Σε λίγο ο Γκομπρόν στεκόταν ανάμεσα στους άνδρες του. Οι Άραβες στρατιώτες, κρατώντας γυμνά σπαθιά, τους ρωτούσαν με τη σειρά, αν προσχωρούν στο ισλάμ. Και στην αρνητική απάντησή τους, αδίσταχτα τους αποκεφάλιζαν. Κανένας δεν πρόδωσε το Σωτήρα μας. Έπεσαν ηρωικά και οι εκατόν τριάντα τρεις, ομολογώντας το Χριστό και αναθεματίζοντας το Μωάμεθ.
Όταν ολοκληρώθηκε η σφαγή, το θέαμα ήταν συγκλονιστικό: Τα σώματα και τα κεφάλια των μαρτύρων βρίσκονταν σκόρπια καταγής, βουτηγμένα στο αίμα. Ανάμεσά τους στεκόταν όρθιος ο φιλόθεος Γκομπρόν, μουσκεμένος κι αυτός από το αίμα των συντρόφων του, κατακόκκινος από το κεφάλι ως τα πόδια. Στα χείλη του, ωστόσο, άνθιζε ένα αγγελικό χαμόγελο, που φανέρωνε απέραντη μακαριώτητα. Ο μαρτυρικός θάνατος των συμπολεμιστών του όχι μόνο δεν τον είχε φοβίσει, άλλ’ απεναντίας τον είχε ενθουσιάσει και ενισχύσει.
«Πιστός άχρι θανάτου».
Τον έφεραν πάλι μπροστά στον εμίρ, που ξανάρχισε από τη μια τις υποσχέσεις κι από την άλλη τις απειλές του. Βλέποντας όμως ότι δεν κατάφερνε τίποτα μ’ αυτές, πρόσταξε να τον βγάλουν έξω και να τον χτυπήσουν με το ξίφος στο λαιμό για εκφοβισμό.
Του έδεσαν πίσω τα χέρια και τον έσυραν στην αυλή. Αφού τον ανάγκασαν να γονατίσει, τον χτύπησαν ελαφρά με το ξίφος στο λαιμό δυο φορές. Από μιαν επιπόλαιη πληγή, που του προξένησε η δεύτερη σπαθιά, άρχισε να τρέχει αίμα. Ο μάρτυρας κατόρθωσε να ελευθερώσει το δεξί χέρι και να το φέρει στο λαιμό. Πήρε με το δάχτυλο λίγο αίμα, έκανε μ’ αυτό ένα σταυρό στο μέτωπό του και αναφώνησε:
-Σ’ ευγνωμονώ, Θεέ μου, που με αξιώνεις, τον ανάξιο, ν’ αποκτήσω το θησαυρό του μαρτυρίου! Δείξε μου, Κύριε, το έλεός Σου! Γλυκύτατε Ιησού, η θηριωδία και η πανουργία του άπιστου τούτου τυράννου δεν θ’ ανακόψουν το δρόμο μου προς τον ουρανό. Έρχομαι κοντά Σου!
Τον ξανάδεσαν πισθάγκωνα και τον οδήγησαν για τελευταία φορά στον εμίρ. Το πρόσωπό του έλαμπε από ουράνια χάρη. Το σημείο του σταυρού στο μέτωπό του αστραποβολούσε θαυμαστά. Μερικοί χριστιανοί, που ήταν εκεί κοντά, είδαν ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι του. Έτσι κατάλαβαν πως είχε κιόλας δικαιωθεί και δοξαστεί από το Σωτήρα Χριστό, για τον οποίο έχυνε το αίμα του.
Τώρα ο εμίρ δεν έταξε τιμές και πλούτη.
-Ή θα γίνεις μουσουλμάνος ή θα πεθάνεις! Του είπε κοφτά.
-Κάνε ό,τι θέλεις, αποκρίθηκε ο άγιος. Είμαι χριστιανός και ποτέ δεν θ’ αρνηθώ το Χριστό.
– Η υπομονή μου τελείωσε! Φώναξε οργισμένα ο Αμπούλ Κασίμ. Πάρτε τον και κόψτε του το κεφάλι!
Οι δήμιοι βιάστηκαν να εκτελέσουν την εντολή του. Έσυραν το μάρτυρα στην αυλή και τον αποκεφάλισαν εκεί, ανάμεσα στα ματοβαμμένα σώματα των συντρόφων και συμμαρτύρων του. Ήταν 17 Νοεμβρίου του 920.
Τα τίμια σκηνώματα τα έθαψαν σε μεγάλο κοινό τάφο. Για αρκετές νύχτες ένα ουράνιο φως έλαμπε πάνω από το σημείο της ταφής, όπου έρχονταν πολλοί άρρωστοι χριστιανοί κι έβρισκαν την υγεία τους.
Η Εκκλησία της Γεωργίας δεν άργησε να κατατάξει τους εκατόν τριάντα τέσσερις φιλόχριστους μάρτυρες στη χορεία των αγίων, ορίζοντας τον εορτασμό της μνήμης τους στις 17 Νοεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς τους.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1. Αλβανία λεγόταν από την αρχαία ως τη μεσαιωνική εποχή μια χώρα του ανατολικού Καυκάσου, που βρισκόταν ανάμεσα στην Αρμενία, την Ιβηρία και την Κασπία Θάλασσα.
2. Το όνομα Γκομπρόν αποτελεί παραφθορά της αρχαίας αραβικής λέξεως γιουμπρούτ, που σημαίνει ισχυρός Ρωμαίος και γενικότερα γενναίος, ανδρείος.
Από το βιβλίο: Οι Αγιοι της Γεωργίας. Έκδοσις: Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωροπός Αττικής. 2004.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.