Το τέλος του Ιωάννου Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) και των δολοφόνων του – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Ούτε στιγμή δεν έσβησε απ’ το νου του Καποδίστρια η τραγική εικόνα της Ελλάδας που αντίκρυσε τη μέρα της υποδοχής του, στις 11 του Γενάρη 1828 και που ο ίδιος την περιγράφει:
«…Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα τι παρόμοιον ποτέ και άλλος να μην το ιδεί…». «Ζήτω ο κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας», εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άντρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τις σπηλιές- δεν ήταν το συναπάντημα μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος- η γη εβρέχετο από δάκρυα- εβρέχετο ημερτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό εις την Εκκλησία-ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού έσχιζε την καρδιά μου-μαυροφορεμένες (γυναίκες), γέροντες, μου εζητούσαν ν’ αναστήσω τους απεθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμειναν παρά εκείνα και εγώ…».
Και ανταποκρίθηκε με όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτό το λαϊκό αίτημα. Στερήθηκε τα πάντα για ν’ ανακουφίσει το χειμαζόμενο λαό. Κακοπάθησε μαζί του και έχασε ακόμα και την υγεία του. Και ο λαός αναγνώριζε την προσφορά του. Πατέρα και αφέντη τον αποκαλούσε.
Δε συνέβαινε, όμως, το ίδιο και με τους ισχυρούς και αξιωματούχους. Αυτοί όσο περνούσε ο καιρός και τόσο τον μισούσαν. Αυτοί έλπιζαν, όπως είχε πει ο ίδιος κάποτε, πως «το κράτος των Τούρκων πασάδων ήθελε διαδεχθή μακρά και συνεχής διοίκησις πασάδων Ελλήνων».

Αλλά αυτό δεν το ανεχόταν ο Καποδίστριας. «Εάν, έλεγε ο ίδιος, ένας συρφετός δοξομανών καταστρέψη υπό την σημαίαν ταύτην την ευημερίαν εκατοντάδων χιλιάδων, και αφήνει αυτούς λιμοκτονούντας δίκην επαιτών, ονομάζεται πατρίς; Υπάρχει πατρίς, ναι! και υπέρ αυτής προσήνεγκον οι ευγενέστατοι καρδίαι τας μεγίστας των θυσιών αλλ’ η πατρίς αύτη πρέπει να είναι αλήθεια και όχι ψεύδος…».
Ιδιαίτερα τον εχθρευόταν η οικογένεια του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Καινά είχε κάνει λίγα γι’ αυτήν; Είχε γίνει ανυπόφορη στις απαιτήσεις της. Ο Καποδίστριας αναγνώριζε τις υπηρεσίες του στον αγώνα και ήθελε να τις ικανοποιεί τις απαιτήσεις του. Μια φορά του έδωσε 70.000 γρόσια. Με δικές του φροντίδες σπούδαζε και το γιό του στην Ευρώπη. Ο Πετρόμπεης είχε γίνει ο αιώνιος απαιτητής και, όπως γράφει ο Σπηλιάδης, έφτασε να γυρεύει κτήμα του ολόκληρη την Εύβοια, για να απολαμβάνει τα έσοδα της και ας πεινούσε ο άλλος λαός. Ο Καποδίστριας δεν άντεξε άλλο στις απαιτήσεις του και μια μέρα του είπε:
«Είκοσι πέντε είσθε οι φθορείς του έθνους, εννοών τους εν δυνάμει και ενεργεία προκρίτους, επτά ολόκληρους χρόνους υπέρ της ελευθερίας του έθνους υπερμαχήσαντας και οδηγούς γενομένους εις τον αγώνα…».
Ύστερα απ’ αυτά, ο Πετρόμπεης πήγε στη Μάνη για να την ξεσηκώσει ενάντια στον Καποδίστρια. Τον έπιασε όμως ο στρατός με πονηριά του Κανάρη και τον έκλεισαν στο Ιτς-Καλέ. Αργότερα έφεραν εκεί και τον αδερφό του Κωνσταντίνο και το γιο του Γιώργη. Αυτοί, όμως, ήταν σε απλό περιορισμό και τους δινόταν τρόπος να οργανώσουν τη δολοφονία Tου Καποδίστρια. Υπήρχε, όμως, και άλλος που βοήθησε να οργανωθεί η δολοφονία. Ήταν ο Κ. Ζωγράφος που τον είχε διώξει απ’ τη θέση του ο Κυβερνήτης.

-«Ένα πιστόλι θα μας σώσει από τούτον τον άνθρωπο», είχε πει μια μέρα κρυφά στο Λόντο. Και ύστερα πήγε στην Ύδρα για να οικονομήσει χρήματα απ’ τον Κουντουριώτη για να πληρώσει δολοφόνους. Ζήτησε χρήματα γι’ αυτό το σκοπό και απ’ τον Δημήτριο Υψηλάντη. Εκείνος του απάντησε:
-«Όχί, ο Καποδίστριας δεν είναι τύραννος. Μα κι αν ήταν δε θα πλέρωνα φονιάδες, μα εγώ ο ίδιος θα τον σκότωνα».
Ο Π. Καλεβράς γράφει πως από τα χρήματα που μάζεψαν έδωσαν 25.000 γρόσια στον καμαριέρη του Καποδίστρια Νικολέτο, για να ρίξει φαρμάκι στον καφέ του. Εκείνος δέχτηκε, μα την τελευταία στιγμή μετάνοιωσε και το μαρτύρησε στον Καποδίστρια.

Και άλλοι ειδοποίησαν τον Καποδίστρια για το κακό που σκέφτονται να του κάμουν. Ανάμεσα τους και η Μαντώ Μαυρογένους. Και ο ντελάλης τ’ Αναπλιού παρουσιάστηκε μια μέρα στον Καποδίστρια και του είπε:
-«Μπαρμπαγιάννη, να φυλάγεσαι γιατί θα σε σκοτώσουν».
Ακόμα και ο αντιπρεσβευτής της Αγγλίας -ποιος ξέρει γιατί- τον συμβούλευε να προσέχει, γιατί η ζωή του κινδυνεύει. Του συνέστησαν όλοι οι δικοί του να μην κυκλοφορεί μόνος του, χωρίς φρουρούς και να διατάζει την παρακολούθηση των ύποπτων. Εκείνος όμως αρνήθηκε λέγοντας:
«Οι Έλληνες δεν θα φτάσουν ποτέ μέχρι του σημείου να με δολοφονήσουν. Δε θα τολμήσουν να με χτυπήσουν. Θα σεβαστούν τη λευκή κεφαλή μου. Άλλωστε οι ημέραι μου ευρίσκονται υπό την προστασίαν του Θεού… Και είμαι αποφασισμένος να θυσιάσω την ζωήν μου δια την Ελλάδα και θα την θυσιάσω. Εάν οι Μαυρομιχάλαίοι θέλουν να με δολοφονήσουν, ας με δολοφονήσουν. Τόσον το χειρότερον δι’ αυτούς. Θα έλθη κάποτε η ημέρα, που οι Έλληνες θα εννοήσουν την σημασίαν της θυσίας μου!».
Με τον καιρό θέριεψε το προσωπικό μίσος στις καρδιές των Μαυρομιχαλαίων και πήραν απόφαση να δολοφονήσουν τον Κυβερνήτη. Κατάφεραν την αστυνομία να βάλει δυο μόνιμους φρουρούς να φυλάνε στη φυλακή τον Κωνσταντίνο και το Γιώργη. Και έβαλε εκείνη τον Γιάννη Καραγιάννη απ’ την Λαμία και τον Αντρέα Γεωργίου από την Πάτρα τους οποίους γρήγορα οι Μαυρομιχαλαίοι, με αμοιβές και υποσχέσεις, τους πήραν με το μέρος τους. Με τη μεσολάβηση αυτουνών κατάφεραν οι κλεισμένοι Μαυρομιχαλαίοι να εφοδιαστούν και με δυο πιστόλια «απ’ το εμπορικόν μαγαζείον» του Παξιμάδη. Και άρχιζαν να σχεδιάζουν τη δολοφονία. Στην αρχή την προγραμμάτισαν για τις 20 ή 26 του Σεπτέμβρη. Και στις δυο αυτές μέρες οι δυο Μαυρομιχαλαίοι πήγαν στην εκκλησιά «και εστάθησαν εις την ίδιαν θέσιν, ο μεν Κωνσταντίνος έξω, ο δε Γιώργιος μέσα». Και στις δυο αυτές μέρες, όμως, ο Καποδίστριας δεν πήγε στην εκκλησιά.

Στις 26 του Σεπτέμβρη ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ζήτησε σαν προσωπική χάρη απ’ τον Καποδίστρια να συμβιβαστεί και να αποφυλακίσει το γέρο-Πετρόμπεη. Το είχε ζητήσει απ’ το Ρίκορντ η γριά μάνα του Πετρόμπεη, όταν πριν λίγες μέρες πέρασε απ’ την Μάνη. Και ο Καποδίστριας δέχτηκε και ζήτησε να κατεβάσουν τον Πετρόμπεη απ’ το Ιτς-Καλέ για να τον ιδεί το απόγεμα.
Την ίδια μέρα έρχεται το ταχυδρομείο απ’ την Ευρώπη. Το ανοίγει και διαβάζει σ’ ένα αγγλικό περιοδικό, τον «Ταχυδρόμο» του Λονδίνου, ένα άρθρο καυστικό σε βάρος του, και επαινετικό για τον Πετρόμπεη. Νευρίασε και όταν του είπαν πως έφεραν τον Πετρόμπεη να τον δεχτεί, όχι μόνον δεν τον δέχτηκε, μα και πρόσταξε να τον πάνε πάλι στο Ιτς-Καλέ στη φυλακή.
Πικραμένος απ’ τον προσωπικό αυτόν εξευτελισμό ο Πετρόμπεης, παρακάλεσε τους χωροφύλακες που τον συνόδευαν, πηγαίνοντας για τη φυλακή, να τον περάσουν απ’ το σπίτι που φρουρούσαν τον αδελφό του και το γιό του, για να τους χαιρετήσει. Του κάνανε τη χάρη.
Σαν έφτασαν απ’ έξω, φωνάζει ο Πετρόμπεης:
-«Γείά σας, παιδιά!»
Ακούνε τη φωνή του εκείνοι και βγαίνουν στην πόρτα.
-«Τι κάνεις;», τον ρωτάνε.
-Το βλέπετε… Το βλέπετε τους απαντά ο γέρος και χωρίς να πει τίποτε άλλο βαδίζει με τους φρουρούς του για το Ιτς Καλέ.
Φούντωσε ακόμα περισσότερο το μίσος στις καρδιές του Κωνσταντίνου και του Γιώργη.

Και φτάνουμε στις 27 του Σεπτέμβρη, ώρα 6 το πρωί. Στην εκκλησιά του Αϊ-Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο άρχιζε η κυριακάτικη λειτουργία. Κάμποσες γυναίκες και λιγότεροι άντρες, ήταν και δεν ήταν 20 έως 30 όλοι κι όλοι, είχαν πάει κιόλας στην εκκλησιά. Έφτασαν και οι Μαυρομιχαλαίοι, Κωνσταντίνος και Γιώργης με τους συνοδούς τους μπράβους, μυημένοι όλοι στον ανίερο σκοπό τους. Μπήκαν στην εκκλησιά. Ο Γιώργης «ησπάσθη την εικόνα και πρόσταξε τον στρατιώτην ν’ ανάψη εν κερί». Έπειτα «επήγε και εστάθη ακουμβισμένος εις το φύλλον της θύρας, εμβαίνων προς τα αριστερά. Ο Κωνσταντίνος ίστατο εις την θύραν, εμβαίνων δεξιά, δηλαδή εις το κατώφλιον». Ήταν και οι δυο τους ντυμένοι επίσημες φορεσιές. Ο Γιώργης είχε ριγμένη πάνω του καπότα, και ο Κωνσταντίνος μπουρνούζι, κρύβοντας έτσι τ’ άρματα τους.
Την ίδια ώρα ετοιμαζόταν και ο Καποδίστριας να ξεκινήσει για την ίδια εκκλησιά. Τον πρόφτασε ο μεγάλος αδερφός του, ο Αυγουστίνος και του συνέστησε να προσέχει γιατί είδε εκείνη τη νύχτα ένα παράξενο όνειρο. Είχε βγει τάχα περίπατο όξω από του Αναπλιού την πόρτα, μα ξαφνικά φύσηξε άνεμος τόσο δυνατός, που ξερρίζωσε τα δυο μεγάλα δέντρα κοντά στη στεριανή την πόρτα. Ο Κυβερνήτης όμως ούτε που τ’ άκουσε αυτά και ξεκίνησε.

Τραβώντας για την εκκλησιά, ένα μεγάλο μαύρο σκυλί, όξω από ένα κρασοπουλειό, ρίχτηκε και τούσκισε το πανωφόρι. Γυρίζει πίσω, αλλάζει στολή και κινά πάλι για την εκκλησιά. Σε μια γωνιά του δρόμου, μια γριά βουβή ζητιάνα, που είδε του σκυλιού την πράξη, βγαίνει μπροστά του και αρχίζει με κινήσεις να του φράζει το δρόμο. Αυτός τίποτα. Έβγαλε να της δώσει ελεημοσύνη, μα η γριά πέταξε κάτω τα λεφτά και έφυγε τρέχοντας. Και ο Κυβερνήτης προχώρησε.
φόραγε βαθυγάλανη ρεντικότα με διπλά ασημένια κουμπιά, άσπρο λινό παντελόνι και κασκέτο από βαθυγάλαζη τσόχα κι αυτό. Τον συνόδευαν οι σωματοφύλακες Γιώργος Κοζώνης, κουλός απ’ το δεξί του χέρι, και ο Δημήτρης Λεωνίδας. Πέρασε απ’ το Συντριβάνι, έστριψε δεξιά, σε λίγα βήματα γύρισε και ανέβη¬κε αριστερά, πάλι δεξιά και πάλι αριστερά και πρόβαλε στο πλάτωμα της εκκλησιάς.

Φτάνει στην εκκλησιά ο αστυνόμος Γούτος και ειδοποιεί πως έρχεται ο Κυβερνήτης. Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης κάθεται αθέατος στη θέση του, κρατώντας κάτω απ’ την καπότα του το μαυρομάνικο μαχαίρι του. Ο Κωνσταντίνος «είχε ακουμβισμένην την κεφαλήν του εις τον τοίχον της εκκλησιάς και είχε το πρόσωπο του προς το σπίτι του Ρόδιου». Δίπλα και αντικρινά στέκονται οι φρουροί συνωμότες Ανδρέας Γεωργίου και Γιάννης Καραγιάννης.

Μόλις προχώρησε απ’ τ’ αγγωνάρι του ιερού ο Καποδίστριας, είδε στο άνοιγμα του στενού δρομάκου, που ανηφόριζε κατά το κάστρο, τους Μαυρομιχαλαίους να παραφυλάνε. Υποψιάστηκε φαίνεται και κοντοστάθηκε. Έβγαλε την ταμπακιέρα του, έπιασε μια πρέζα ταμπάκο και τον ρούφηξε. Έριξε έπειτα μια ματιά κατά το σπίτι του Παναγιώτη Ρόδιου, που ήταν υπουργός των Στρατιωτικών και βρισκόταν στο παράθυρο και προχώρησε.
Φτάνει στην εκκλησιά, περνάει μπροστά απ’ τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και πατώντας το σκαλοπάτι για να μπει, φέρνει το δεξί του χέρι στο κασκέτο του, να τον χαιρετήσει. Την ίδια στιγμή, σηκώνει και ο Κωνσταντίνος τ’ αριστερό του χέρι, τ’ απλώνει κι αρπάζει τον Καποδίστρια απ’ το λαιμό. Τον στριφογυρίζει και φωνάζοντας:
«Κι εγώ κακά χερόβουλα και συ κακά δεμάτια».
Του αδειάζει την πιστόλα του που ήταν γεμισμένη με μπαλαρμά. Ταυτόχρονα ο Γιώργης Μαυρομιχάλης του χώνει στο δεξιό βουβώνα το μαυρομάνικο μαχαίρι του. «Ο Καποδίστριας σωριάζεται ωσάν χτυπημένος από αστροπελέκι».

Την ίδια στιγμή που ο Κωνσταντίνος έριξε την μπιστολιά στον Καποδίστρια, τουφεκούσε και ο Καραγιάννης τους σωματοφύλακες του Κυβερνήτη, να μην κουνηθούν.
Ο ένας φονιάς, ο Κωνσταντίνος, έτρεξε στης σούδας τον ανήφορο κατά το Ιτς Καλέ και χώθηκε στο σπίτι μιανής χήρας. Ο άλλος έτρεξε και κρύφτηκε στη γαλλική πρεσβεία. Μα τους εκδικήθηκε, όπως τους έπρεπε, ο λαός. Είχαν και οι δυο τραγικό τέλος.

Στο μεταξύ, πολλοί στρατιώτες με σεβασμό πήραν το κουφάρι του κυβερνήτη, και το πήγαν στο παλάτι. Και κει το φύλαγαν δυο λόχοι στρατού. Την άλλη μέρα το μπαλσάμωσαν, «το έθεσαν εις κιβώτιον εντός των πνευμάτων και αρωμάτων, να διατηρηθή, και το σκέπασμα το κατεσκευασαν με γυαλιά, να φαίνεται το σώμα και κατεσκευασαν εντός της αιθούσης επίτηδες κράββατον μεγαλοπρεπέστατον, με 4 στύλους, εις τον οποίον έθεσαν το κιβώτιον. Στόλισαν το φέρετρο με μεταξωτά μαύρα υφάσματα, έβαλαν γύρω τα παράσημα του και δυο λαμπάδες σε μανουάλια και όρισαν «ένα ιερέα να διαβάζη 40 ημέρας το ψαλτήρι επί της κεφαλής του και να θυμιάζη αδιακόπως. Εδιόρισαν έπειτα μίαν φρουράν με έναν αξιωματικόν να φυλάττη τα πάντα εις το παλάτι, και έναν λοχαγόν την κάθε ημέραν και 4 Ευέλπιδες να μένουν εις τα τέσσερα άκρα του κραββάτου με τα όπλα ακίνητοι… να τρέχουν οι άνθρωποι να ενασπάζονται και να κλαίγουν…».

Στις 18 του Οκτώβρη έγινε η κηδεία του Κυβερνήτη. Ξεκίνησε στις 12 η ώρα η πομπή και τον περιστοίχιζε όλο το σώμα της Γερουσίας. Δεν υπήρχε επίσημος και ανεπίσημος πολίτης, άντρας και γυναίκα, νέος και γέρος, εκείνη τη μέρα στο Ναύπλιο που δεν ακολούθησε την επικήδεια πομπή. Και δεν υπήρχε κανείς, όσο σκληρόκαρδος και αν ήτο, που να μη συντριβεί απ’ το οικτρότατο εκείνο θέαμα. Ολοι έκλαιγαν και θρηνούσαν τον πατέρα, την ελπίδα τους.

Εκεί όμως που καθρεφτίζεται καλύτερα η απροσμέτρητη οδύνη της ψυχής του λαού, είναι το πλήθος των αναφορών που καθημερινά έφταναν απ’ όλη την Ελλάδα, πόλεις και χωριά στη Διοικητική Επιτροπή που αντικατέστησε το δολοφονημένο Κυβερνήτη.
Μια αναφορά απ’ τη Λακωνία έλεγε ανάμεσα στα άλλα:
«Κατεβρέξαμεν με χείμαρρους δακρύων την εγκύκλιον της Γερουσίας, διαλαμβάνουσαν την πικροτάτην δολοφονίαν του αγαπητού πατρός μας, του αοιδίμου κυβερνήτου- μήτε νουν ήσυχον έχομεν έτι, ούτε εμπορούμεν να κινήσωμεν χείρα ικανήν να εκθέση κατ’ έκτασιν τα διαρκή πάθη και τους αδυσώπητους θρήνους των κατοίκων της επαρχίας ταύτης. Εστερήθημεν οι δυστυχείς τον άξιον δοτήρα όλων των αγαθών μας, εχάσαμεν τον δίκαιον και φιλόστοργον πατέρα, όλας μας τας ελπίδας…».
Άλλη αναφορά απ’ την επαρχία Λαμίας έλεγε:
«…Είθε να μην εξημέρωνεν η αποφράς μαύρη ημέρα της α Οκτωβρίου 1831, καθ’ ήν ο Διοικητής μας, μας εκοινοποίησεν την υπ’ αριθμ. 262 διακήρυξιν της Σ. Γερουσίας! Είθε η 27 του Σεπτεμβρίου 1831, ημέρα σκοτεινή, ημέρα αποτρόπαιος, ημέρα του τάφου της τύχης των Ελλήνων, να ήθελεν εκλείψει από τον χρόνον. Δάκρυα αιματωμένα καταβρέχουν την παρούσαν μας και ο αχνός των στεναγμών μας την στεγνώνει… Απ’ αιώνος δεν ηκούσθη προδοσία μεγαλητέρα εις έθνος ολόκληρον. Απ’ αιώνος δεν εφάνη καρδία σκληρότερα παρ’ εκείνην των μιαρών προδοτών, Κωνσταντίνου και Γεωργίου Μαυρομιχαλέων…».
Άλλη απ’ τους κατοίκους της επαρχίας Μαλανδρίνου:
«Τι τρομερά και φρικώδης! Πόσο ελεεινή και απαρηγόρητος εξημέρωσε δια την πολύπαθη Ελλάδα η 27 Σεπτεμβρίου! Φευ της συμφοράς των Ελληνικών κακών. Ο φιλόστοργος πατήρ του ελληνικού έθνους, ο ρύστης και προστάτης της Ελλάδος, το μόνον στήριγμα των αγαθών μας ελπίδων, ο πανσέβαστος κυβερνήτης Ι. Α. Καποδίστριας, ευρίσκεται ήδη εις τον τάφον!»
Άλλη από το Μεσολόγγι:
«…Εξέλιπεν η παραμυθία των τεθλιμμένων, απώλετο η δόξα και η τιμή των Ελλήνων, ανηρπάγη, φευ! εκ μέσου ημών και η ασφάλεια των παρόντων και η ελπίς των μελλόντων. Τις άρχων ή ιδιώτης των παρ’ ημίν, ως νέος ή γέρων, τις ανήρ ή γυνή, αναλγήτως ήκουσεν αγγελίαν τοιούτου θανάτου;…»
Οι οπλαρχηγοί της Δυτικής Ελλάδος:
«Ρομφαία δίστομος διήλθεν ημών τας καρδίας και κρουνοί δακρύων εκ των οφθαλμών ημών περιχυνόμενοι καταβρέχουσι την γην, την οποίαν τοσούτον η βαθύνοια, η αρετή και το φιλόπατρι του αοιδίμου τούτου ευεργέτησαν… Θρηνεί η Ελλάς διότι βλέπει εαυτήν χήραν, τα τέκνα της ορφανά, την ύπαρξίν της εις το άδηλον εκτεθειμένην. Θρηνεί, διότι έχασε το παν…».
Και ο Κολοκοτρώνης εξιστορεί στις «Διηγήσεις» του. Ήταν στην Τρίπολη: «Εγώ, έλαβα την είδηση το βράδυ, την ίδια Κυριακή, από τον πεζοδρόμο, ότι ο Κυβερνήτης εσκοτώθηκεν από τους Μαυρομιχάληδες… Εκίνησα και δια εξ ώρας έφθασα εις το Ανάπλι. Ο λαός με εσυντρόφευσε έως το σπίτι μου. Άλλοι που με απαντούσαν έκλαιγαν, άλλοι παραπονούντο και εγώ έλεγα εις όλον τον κόσμο: Ησυχία». «

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ

Μόλις δολοφόνησαν τον Καποδίστρια, ο ένας απ’ τους φονιάδες, ο Γιώργης Μαυρομιχάλης, έπιασε τρέχοντας την άλλη σούδα, κατά τον προμαχώνα των Πέντε Αδερφιών στ’ Ανάπλι, με σκοπό να κρυφτεί στη Γαλλική πρεσβεία. Τρέχοντας βρίσκει ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού του ταγματάρχη Θ. Βαλλιάνου και ρίχνεται μέσα. Κλείνει την πόρτα πίσω του και προχωρεί με το πιστόλι στα χέρια, φωνάζοντας:
-«Βαλλιάνε, Βαλλιάνε… που είναι ο Βαλλιάνος; Θέλω το Βαλλιάνο!» Μισόγυμνος παρουσιάζεται μπροστά του ο Βαλλιάνος και τον ρωτά:
-«Τι είναι αδερφέ;
-«Σώπα, τονέ σκοτώσαμε, τον κάμαμε κομμάτια… σκοτώσαμε τον Κυβερνήτη».
«Επανέλαβον και οι δυο στρατιώτες που έτρεχαν μαζί του, τον εσκοτώσαμεν και εις όλα αυτά έτρεχεν ως τρελός μέσα εις την κάμαραν. Και βλέπων από τα παράθυρα τον κόσμο που τον είχε ακολουθήσει και φώναζε και καταριόταν, του φώναξε κι αυτός:
«Μη μας ρίχνεται, γιατί σας ρίχνουμε κι εμείς!»
Και άρπαξε προσκέφαλα και ό,τι άλλο εύρισκε, για να φράξει τα παράθυρα.

Οι φωνές όμως του λαού γίνονταν αγριότερες και τότε αλλάζοντας σχέδιο, βγήκε από την πλαϊνή πόρτα του κήπου, σκαρφάλωσε στον τοίχο, που χώριζε το σπίτι απ’ τη Γαλλική πρεσβεία κι έπεσε στο περιβόλι! ρίχτηκε τότε μέσα στο σπίτι, φωνάζοντας με δυνατή και ταραγμένη φωνή:
-«Σκοτώσαμε τον τύραννο. Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στη Γαλλία». Έπειτα φιλά το πιστόλι του που κρατούσε, και το παραδίνει στο Γάλλο συνταγματάρχη Πελιόν, που έτυχε να ευρίσκεται εκεί.

Όσο όμως περνούσε η ώρα, ο λαός μαζευόταν όξω απ’ τη Γαλλική πρεσβεία και σαλαγούσε σα μανιωμένο πέλαγος. Είχε μαζέψει αφάνες και φοβέριζε πως αν δε του παραδώσουν το φονιά, θα κάψει την πρεσβεία.
Η τριμελής «Διοικητική Επιτροπή» που είχε αναλάβει χρέη Κυβέρνησης, βλέποντας πως η μανία του εξαγριωμένου πλήθους μεγάλωνε, ζητάει την παράδοση του δολοφόνου, για να δικαστεί. Και σε λίγο ο Γιώργης Μαυρομιχάλης για μεγαλύτερη ασφάλεια, μην και τον λυντσάρει το πλήθος, έχοντας πλάϊ του το φρούραρχο του Ναυπλίου, συνταγματάρχη Αλμέϊντα και το Γάλλο συνταγματάρχη Πελιόν, οδηγείται στην ακρογιαλιά, περνάει απ’ το πορτέλο, τον βάζουν σε μια βάρκα και τον πάνε στο Μπούρτζι. Ήταν όμως κίνδυνος και από κει να δραπετεύσει και γι’ αυτό τον μεταφέρουν νύχτα στο Παλαμήδι.
Η οργή όμως του λαού στο Ναύπλιο δεν κόπασε. Φώναζε:
-«Ή σκοτώνετε το φονιά και πιάνετε και τους συμβούλους, είτε μη, θα κάμωμε εκδίκησι μοναχοί μας και θα κάμωμε ό,τι ημπορέσωμε. Τότε ημείς αποφασίσαμε στρατιωτικό δικαστήριο», λέει ο Θ. Κολοκοτρώνης, στις «Διηγήσεις του».
Η δίκη ήταν να γίνει στο μεγάλο τούρκικο τζαμί του Ναυπλίου, που συνεδρίαζε και η Βουλή πριν έρθει ο Καποδίστριας. Τελικά όμως έγινε στο Ιτς Καλέ γιατί φοβήθηκε η Επιτροπή μη τυχόν τα μανιασμένα πλήθη αρπάξουν τους κατηγορούμενους και τους λυντσάρουν.

Η δίκη άρχισε στις 10 το πρωί της 7 Οκτωβρίου, στη μεγάλη πλατεία του κάστρου. Οι δικαστές τοποθετήθηκαν κάτω από μια παλιοτέντα, μπροστά στην ξύλινη παράγκα που ήταν το μπακάλικο της φρουράς. Τη δίκη παρακολούθησαν μόνο γύρω στα 120 άτομα, γιατί απαγορεύτηκε η είσοδος στο λαό.
Κατεβαίνοντας δέσμιος το ίδιο πρωί απ’ το Παλαμίδι ο Γιώργης Μαυρομιχάλης, γονάτισε στο δρόμο και χαιρέτησε τον πατέρα του, που από το πρωί είχε βγει στο δυτικό μέρος του Ιτς Καλέ (ήταν εκεί κι αυτός φυλακισμένος) κι εκεί καθισμένος με το τσιμπούκι περίμενε το παιδί του να το περάσουν. Το είδε και το χαιρέτισε κουνώντας το μαντήλι του μέσα απ’ τα σίδερα, ενώ δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του.
Απ’ την αρχή της δίκης, ο συνήγορος του Μαυρομιχάλη υποστηρίζει πως το δικαστήριο είναι αναρμόδιο γι’ αυτή τη δίκη. Ο Αξελός, όμως, που κάνει χρέη εισαγγελέα, υποστηρίζει το αντίθετο και το δικαστήριο συνεχίζεται. Ως τις εφτά η ώρα το βράδυ κράτησε η διαδικασία. Τότε τέλειωσε την αγόρευση του ο Αξελός που κατέληγε με τούτη δω τη φράση:
«…Η απόφασίς σας δεν είναι μόνον το αντικείμενον της Ελλάδος. Όλα τα έθνη κύκλω μας, υβρισθέντα εις τας πλέον απαραβίαστους αρχάς, περιμένουν να κρίνουν την Ελλάδα. Θέλει ιδή ο κόσμος όλος, όταν αποφασισθή η τύχη τούτων των πατροκτόνων, αν τέσσερα μόνον τέρατα εγέννησε το ελληνικόν έδαφος, ή αν όλοι μας είμαστε απιστότεροι από αυτούς τους ανθρωποφάγους».
Οι στρατοδίκες αποσύρθησαν στην παράγκα και σε μισή ώρα έβγαλαν την απόφαση. Σε θάνατο ο Γ. Μαυρομιχάλης και ο συνεργός του διευθυντής της αστυνομίας Γιάννης Καραγιάννης. Το δικαστήριο δε δέχτηκε να τους κόψουν τα χέρια πριν, όπως πρόβλεπε ο νόμος, σε όσους καταδικάζονταν σε θάνατο.
Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης δεν έτρεφε απάτες για την απόφαση. Ήταν βέβαιος για τη θανατική του καταδίκη. Στις δύο η ώρα τα μεσάνυχτα ζήτησε χαρτί και μολύβι απ’ τον δεσμοφύλακα του και έγραψε τη διαθήκη του. Αποσπούμε μερικές φράσεις απ’ αυτήν:
«…’Εστωσαν δε συγχωρημένοι και όσοι με κατεδίκασαν εις τον θάνατον και ο Θεός μας ας τους συγχώρηση και ουδείς των συγγενών μου… να εγκαλέση τινά εξ αυτών… Αλλά δέομαι των πάντων ομογενών μου Ελλήνων, να ενωθώσιν ειλικρινώς και να υπερασπισθούν τα δίκαια της φιλτάτης πατρίδος μας Ελλάδος, υπέρ της οποίας αποθνήσκω και εγώ ο αμαρτωλός- να στερεώσουν τρόπον ελεύθερων εκλογών, σύνταγμα και νόμους ελευθέρους…»/
Ύστερα απαριθμεί με λεπτομέρεια όσα χρωστά και όσα χρωστάνε και καταλήγει, απευθυνόμενος προς τη γυναίκα του:
«…Σε εξορκίζω πάλιν… να μην υπανδρευθής, αλλά καθώς όταν έπιπτε μεταξύ μας λόγος με ορκίζεσ ότι δεν θέλεις το κάμης ποτέ εάν μοι ακολουθήση θάνατος. Ιδού λοιπόν τώρα όπου αποθνήσκω και σε παρακαλώ θερμώς και σε εξορκίζω εκ τρίτου εις την κυρίανμας Θεοτόκον, να μην υπανδρευθής, αλλά να σταθής χήρα με σωφροσύνην και τιμιότητα, νηστεία και προσευχή, αγαπητή μου γυναίκα, διότι τούτου του κόσμου είναι όλα πρόσκαιρα και μάταια. Λοιπόν να αναθρέψης καλώς την Φωτεινήν, κι αν ο Θεός θελήση και απόκτησης και αρσενικόν παιδίον όπου είσαι έγγυος, να το ονομάσης Γεώργιον ει δε και απόκτησης θηλυκόν, να το ονομάσης Γεωργίτζαν και να έχης και το όνομα μου τοιουτοτρόπως πάντοτε εις την μνήμην σου… Εάν κάμης διαφορετικά (και υπανδρευθείς), να γίνω βάτος και να σε πιάσω και να σε κρίνω εις άλλον κόσμον. Συγχωρήσατε με όλοι σας εμέ τον αμαρτωλόν και ο Πανάγαθος Θεός να σας χαρίσει όλα τα αγαθά, αμήν και έστε παρ’ εμού συγχωρημένοι». Μόνο που η γυναίκα του, η κυρά Διαμαντούλα, σε δυο χρόνια παντρεύτηκε εναν δικαστή, το Χριστόδουλο Κλωνάρη και όταν και κείνος πέθανε, «ήλθε είς τρίτον γάμον μετά τινός νεαρού και ασήμου» δασκάλου απ’ τον Κραβασαρά, που τον έλεγαν Μοναστηριώτη.

Γλυκοχάραξε η άλλη μέρα μετά τη δίκη. Ο μελλοθάνατος λαμπροστολίστηκε και περίμενε. Στις 12.13′ μπήκε ο αξιωματικός στο κελί του για να τον πάει στον τόπο της εκτέλεσης. Τους ακολουθούσε κι ένας παπάς που διάβαζε στο δρόμο ευχές, αφού πρώτα τον ξομολόγησε και τον μετάλαβε. Η νεκρική συνοδεία πέρασε απ’ την πολιτεία και έφτασε στη θέση ανάμεσα στη Λεύκα και στη Θάλασσα. Εκεί τον σταμάτησαν. Του έβγαλαν τα σίδερα από τα χέρια και τον έστησαν με την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα. Πάνω από είκοσι χιλιάδες λαός κάθε ηλικίας είχε πιάσει απ’ το πρωί τα γύρω υψώματα για να παρακολουθήσει τις τελευταίες του στιγμές. Παραταγμένο ήταν και όλο το ιππικό με τον Καλλέργη, δυο τάγματα στρατού και άλλες μονάδες.
Ο Πορτογάλλος συνταγματάρχης Αλμέιντα, που είχε το γενικό πρόσταγμα, διατάζει το εκτελεστικό απόσπασμα να πάρει θέση. Για μια στιγμή βασίλεψε απόλυτη σιωπή. Ένας αξιωματικός διαβάζει την απόφαση του δικαστηρίου. Ένας ανθυπασπιστής δένει τα μάτια του μελλοθάνατου που γονατίζει «λύνει τη ζώνη που φορούσε, φτιαγμένη απόνα τούρκικο σάλι και παρακαλά τον παπά που τον ξομολόγησε να τη δώσει στη γυναίκα του, ύστατο ενθύμιο. Έπειτα με φωνή αλλοιωμένη φωνάζει στο λαό, όπως γράφει ο Κασομούλης:
-«Έλληνες πεθαίνω γενναίως, αλλά αδίκως… Και ανοίξας τας χείρας του και δεικνύων το στήθος, μόλις ετελείωσεν την λέξιν… κτυπάτε! και τα βόλια όλα, εκκενωθέντα από την κεφαλήν έως το στήθος ένα γύρον, πεσών άπνους ευθύς με το «πύρ», κατεσπάραξεν εκ της λύπης τας καρδίας όλων εν γένει».
Ο Γ. Μαυρομιχάλης ήταν νεκρός. Και ήταν μόλις 31 χρόνων.

Ο νεκρός έμεινε στην ίδια θέση ως μισή ώρα. Ύστερα, σε ξυλοκρέββατο σηκωτό το λείψανο το πήραν στρατιώτες, χωρίς συνοδεία παπά και χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία, και το μετέφεραν στο παλιό νεκροταφείο των Αγίων Πάντων. Το έθαψαν όμως απ’ έξω.
Δυο χρόνια και δυο μήνες αναπαύτηκε σε κείνο τον τάφο. Των συγγενών του όμως η στοργή, για την αδικημένη μνήμη του, δεν τους άφηνε να ησυχάσουν. Και ξαφνικά, στις 15 Δεκεμβρίου 1833, νύχτα έκαμαν την ανακομιδή των οστών του και τα έθαψαν κανονικά κοντά στον οικογενειακό του τάφο.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ

Περισσότερο τραγικό, από εκείνο του Γιώργη, ήταν το τέλος του Κωνσταντή Μαυρομιχάλη. Μετά το φριχτό φόνο του Καποδίστρια, αυτός ρίχτηκε στο στενό ίσια απάνω από την εκκλησιά του Αϊ-Σπυρίδωνα. Και βαρύς και κοντός, όπως ήτανε, γράφει ο Βλαχογιάννης, πρόλαβε να πάρει λίγο δρόμο, γιατί ο Γ. Κοζώνης χασομέρισε, αγκαλιάζοντας το θύμα και ξαπλώνοντας το καταγής. Γρήγορα όμως τον πήρε στο κυνηγητό και του ρίχνει με το αριστερό του χέρι, γιατί με το άλλο ήταν κουλός. Η πρώτη σφαίρα αποτυχαίνει, η δεύτερη τον παίρνει στα πισινά και βγαίνει από την πλάτη. Και πέφτει.
Ξανασυνέρχεται, όμως, σε λίγα λεπτά και αρχίζει πάλι να τρέχει. Μπαίνει στο σπίτι κάποιου Βραχνού, όπου κατοικούσε μια χήρα γυναίκα. Της πετά το ολόχρυσο δαχτυλίδι του και την παρακαλεί να τον κρύψει:
«Πάρτο και σώσε με», της λέει.

Η χήρα καθώς τον είδε πληγωμένο, ακούοντας και τις πιστολιές και το σαμαντά του πλήθους απ’ όξω, φοβήθηκε και άρχισε να φωνάζει καλώντας σε βοήθεια.
Αιμόφυρτος ο Κωσταντής πετιέται έξω από το σπίτι της χήρας και αρχίζει να τρέχει. Τον βλέπει ο Κοζώνης και τον παίρνει πάλι από κοντά. Καθώς, όμως, ήταν άδειο το πιστόλι του και αυτός δεν μπορούσε μόνος του να το γεμίσει, φωνάζει:
-«Βοηθήστε με να γεμίσω την πιστόλα μου, να σκοτώσω το φονιά!
φτάνουν Κωνσταντής και Κοζώνης, ο ένας κυνηγώντας τον άλλο, μπροστά στο σπίτι του Χρήστου Φωτομάρα. Βγαίνει εκείνος στο παράθυρο:
-«Τι είστ’ ωρέ;» ρωτάει.
-«Σκότωσε τον κυβερνήτη!» απαντά ο Κοζώνης, δείχνοντας τον Κωνσταντή. «Του ‘ριξε κι αυτός από πάνω και τον κράτησε».
Διπλολαβωμένος πια ο Κωνσταντής, ανακάθησε σε μια πέτρα, κοιτάζοντας τα παράθυρα των γύρω σπιτιών σαν ν’ αποζητούσε βοήθεια. Φτάνει όμως ο κόσμος που τον κυνηγούσε και αρχίζει να τον χτυπά με ξύλα, με πέτρες, με ό,τι μπορούσε. Φτάνει και ο αξιωματικός του πυροβολικού Μομφεράτος, με έξι στρατιώτες. Και «αγριεμένοι όλοι ως λέοντες, διασπώντες τον άλλοι με τας λόγχας, άλλοι με τα κοντάκια, κτυπώντες να ξεθυμάνουν, άλλοι άλλως, όπως έφθανεν ο καθείς, αφού εντός των βασάνων εζήτησεν έλεος πολλάκις, αγωνιών με τους λόγους του ό,τι «δεν πταίω εγώ, στρατιώται, άλλοι με έβαλαν».

Και ακολουθεί τότε μια φοβερή σκηνή, που την ανιστορά ο Κασομούλης:
«Δέσαντες (οι στρατιώται) αυτού χείρας και πόδας, σύροντες τον ασπλάχνως πλέον και βιαίως, κτυπώσα η κεφαλή του καταγής εις όλον τον κατήφορον μέχρι της πλαταίας, από την ρεύσιν του αίματος των πληγών, από τους κτύπους ημιθανής καταντήσας, όταν τον έφεραν και τον έριξαν εις το προαύλιον του στρατώνος γυμνόν, εις μόνον το υποκάμισον και βρακί ενδεδυμένον και κάλτζαις, επροξένει τρόμον η θέα του». Τον έσυραν ως την πλατεία του Πλατάνου και κει τον άφησαν να πεθάνει, σαν σκυλί.

Γυμνός, βουτηγμένος στο αίμα και στη λάσπη, έζησε ως τις τέσσερις το απόγευμα ο ωραίος και μεγαλόπρεπος εκείνος άντρας. Τότε τον συμπόνεσε ο χάρος και τον πήρε. Παρέλαβαν ύστερα Αρβανίτες και χαμάληδες το κουφάρι του και το σβάρνιζαν μέσα στην πολιτεία. Το έβγαλαν από την πύλη της Ξηράς, το πήγαν πίσω από το Ιτς-Καλέ, στα Αρβανίτικα και το γκρέμισαν από τους βράχους στη θάλασσα «χωρίς να εκφωνηθή το παραμικρόν (εις εκδήλωσιν οίκτου) από τους θεατάς, τους εκ των παραθύρων και όπισθεν των παραπετασμάτων, οίτινες έβλεπον την σκηνήν. Το παν υπέκειτο, εις την μεγαλυτέραν τρομάραν».

Τρία μερόνυχτα το κύμα χτυπούσε το άψυχο κουφάρι που είχε φουσκώσει σαν ασκί. Ύστερα κάποιος Μανιάτης παπάς πήγε και το διάβασε. Η αστυνομία τον έπιασε και ύστερα τον απόλυσε. Στο μεταξύ, το πτώμα χάθηκε. Αν το είχαν κλέψει και θάψει, με τον καιρό θα γινόταν γνωστός ο τάφος του. Φαίνεται πως το έδεσαν με πέτρα και βούλιαξε: και δε ξαναφάνηκε.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Παράβαλε και:
Ιστορικά αποφθέγματα του Ιωάννου Καποδίστρια.
Ο πολιτικός Καποδίστριας: μάρτυρας της Ρωμηοσύνης – π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού.
Ιωάννης Καποδίστριας – Κωνσταντίνου Χολέβα (αρχείο ήχου, mp3).

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.