Κυριακαί των Απόκρεω – Μακαριστού Ιωάννου Φουντούλη, Καθηγητού του Α.Π.Θ.

«Ο δημιουργός των άνω και των κάτω,
τρισάγιον μεν ύμνον εκ των αγγέλων,
τριώδιον δε παρ’ ανθρώπων δέχου».
Με τους στίχους αυτούς προοιμιάζονται τα συναξάρια της περιόδου του Τριωδίου. Ο ουράνιος και ο επίγειος κόσμος, οι άγγελοι και οι άνθρωποι , συνάπτονται σε κοινή συμφωνία. Οι άγγελοι ψάλλουν στον δημιουργό των, τον «δημιουργό των άνω», τον τρισάγιο ύμνο. Μαζί με αυτούς ενώνονται και οι φωνές των ανθρώπων , που έρχονται και αυτοί να ψάλλουν στον δημιουργό των , τον «δημιουργό των κάτω», τριωδίους ύμνους. Από αυτούς τους τριωδίους ύμνους, τα «τριώδια» έλαβε το όνομά της η μεγάλη περίοδος του λειτουργικού έτους, που κινείται μαζί με το Πάσχα και το περιβάλλει σαν προεόρτιος και μεθέορτος περίοδος. Γιατί όλο αυτό το τμήμα του εκκλησιαστικού έτους παλαιότερον εχαρακτηρίζετο μ ΄αυτό το όνομα: «Τριώδιον». Ανάλογα δε με τον ιδιαίτερο χαρακτήρά του το διέκριναν σε «Τριώδιον κατανυκτικόν», απ’ αρχής μέχρι του Πάσχα, και «Τριώδιον χαρμόσυνον», από του Πάσχα μέχρι της Κυριακής των αγίων Πάντων, που κατακλείει τον κύκλο των κινητών εορτών. Τριώδιο δε λέγεται από την αρχαιοπρεπή συνήθεια, που διετηρείτο κατά την περίοδο αυτή, να μη ψάλλωνται καθημερινώς κατά την ακολουθία του όρθρου και οι εννέα ωδές του Ψαλτηρίου, και επομένως και ολόκληροι εννεαώδιοι κανόνες, αλλά μόνο τρείς ωδές, η η’ και η θ΄ και μία από τις προηγούμενες κατά την σειρά των ημερών. Αυτός ο αρχαίος τρόπος της ψαλμωδίας διετηρήθη εν μέρει μόνον μέχρι σήμερα, και μάλιστα μόνον για τις καθημερινές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Για τις άλλες ημέρες επεκράτησε το νεώτερο έθος, να στιχολογούνται και οι εννέα ωδές (ακριβέστερα οι οκτώ, γιατί η δευτέρα παραλείπεται) και να ψάλλωνται εννεαώδιοι (ακριβέστερα οκταώδιοι) κανόνες. Έτσι το όνομα «Τριώδιον» τελικά διετηρήθη μόνο για το αρχαίο «κατανυκτικόν Τριώδιον», για την προ του Πάσχα δηλαδή περίοδο. Και πάλι και εδώ όχι κυριολεκτικώς. Όπως δε χαρακτηριστικά γράφει ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος στον πρόλογο των συναξαρίων του Τριωδίου: «Καταχρηστικώς Τριώδιον ονομάζεται˙ ού γαρ αεί τριώδια έχει. Και γαρ ολοτελείς κανόνας προβάλλεται, άλλ’ οίμαι από του πλεονάζοντος την επωνυμίαν λαβείν». Αυτά για την ονομασία του Τριωδίου.
Η σημερινή περίοδος του Τριωδίου, οι ακολουθίες της οποίας περιλαμβάνονται στο ομώνυμο λειτουργικό βιβλίο, περιλαμβάνει την Μεγάλη Εβδομάδα, που είναι και ο αρχικός της πυρήνας, την Μεγάλη Τεσσαρακοστή και την προπαρασκευαστική της περίοδο, που κοινώς λέγεται περίοδος των Απόκρεω. Αυτή η τελευταία θα αποτελέση το αντικείμενο, με το οποίο θα ασχοληθούμε στην εκπομπή αυτή.
Τρείς Κυριακές αποτελούν τα προπύλαια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής: Η Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, η Κυριακή του Ασώτου και η Κυριακή της Απόκρεω. Η τελευταία εβδομάς, που εισάγεται με την Κυριακή της Απόκρεω, είναι το προοίμιο της νηστείας της Τεσσαρακοστής, γιατί κατ’ αυτήν απαγορεύεται, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές διατάξεις, η βρώσις του κρέατος. Είναι η Τυρινή εβδομάς, ή εβδομάς της Τυροφάγου. Κατά την εβδομάδα αυτήν αρχίζει η ψαλμωδία των τριωδίων κανόνων. Η τελευταία αυτή Κυριακή, η Κυριακή της Απόκρεω, είναι και η παλαιοτέρα από τις προηγούμενες. Τις δύο άλλες τις προσέθεσαν αργότερα, την Κυριακή του Ασώτου κατά τον ς΄ αιώνα και την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ένα περίπου αιώνα υστερώτερα. Ο σκοπός της προσθήκης είναι φανερός. Να δημιουργηθή δηλαδή μία περίοδος προπαρασκευής και προετοιμασίας για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ένα είδος προπυλαίου στο όλο οικοδόμημα των κινητών εορτών. Ή , όπως γράφει ο Ξανθόπουλος, «ώσπερ τις προγυμνασία και παρακίνησις τοις αγίοις Πατράσιν επενοήθησαν, ώστε παρασκευασθήναι και ετοίμους ημάς γενέσθαι προς τους πνευματικούς αγώνας των νηστειών, την εξ έθους μυσαράν έξιν απολιπόντας». Έγιναν δε τρεις οι προπαρασκευαστικές αυτές εβδομάδες για να απαρτισθή ο ιερός αριθμός της αγίας Τριάδος, το τρία, βάσει του οποίου οικοδομείται ολόκληρο το σύστημα της λατρείας μας. Και των τριών Κυριακών η ακολουθία πλέκεται γύρω από την ευαγγελική περικοπή, που διαβάζεται κατά την θεία λειτουργία. Κατά την πρώτη Κυριακή αναγινώσκεται η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου ,1 την δευτέρα η παραβολή του Ασώτου υιού2 και την Τρίτη το ευαγγέλιο της μελλούσης κρίσεως.3
Άς ιδούμε μία – μία χωριστά τις Κυριακές αυτές. Με την πρώτη Κυριακή , την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, ανοίγει η ιερά πύλη του Τριωδίου. Δεν μπορούσε να ευρεθή καταλληλότερο θέμα, που να συνδυάζη κατά ένα τόσο πλήρη τρόπο τους επί μέρους σκοπούς της περιόδου αυτής. Το Τριώδιο σημειώνει μία ιερά περίοδο του έτους, αφιερωμένη στο Θεό, στην σύντονο λατρεία και προσευχή , στην νηστεία και στα αγαθά έργα. Η προσευχή όμως, η νηστεία και η δικαιοσύνη του επιφανειακά , δικαίου, κενοδόξου όμως και υπερηφάνου Φαρισαίου, αποδοκιμάζονται από τον Θεό. Αντιθέτως δικαιώνεται ο αμαρτωλός και άδικος, αλλά μετανοημένος και συντετριμμένος Τελώνης, που κτυπά το στήθός του και ταπεινά επικαλείται το έλεος του Θεού: «Ο Θεός ιλάσθητί μου τω αμαρτωλώ». Αυτόν λοιπόν τον τύπο της ορθής προσευχής θέτει στο στόμα του πιστού η Εκκλησία στην έναρξι της περιόδου της προσευχής. Καλεί τους πιστούς να μη προσευχηθούν με υπερηφάνεια, «φαρισαϊκώς», αλλά με ταπείνωσι, «τελωνικώς», γιατί, κατά το λόγο του Κυρίου , «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Τα θέματα αυτά επαναλαμβάνονται σ’ όλους τους ήχους και σε ποικίλες ποιητικές επεξεργασίες από την υμνογραφία της ημέρας. Θα ακούσετε το πρώτο τροπάριο των στιχηρών του εσπερινού του α’ ήχου, που είναι και το πρώτο τροπάριο του Τριωδίου:
«Μη προσευξώμεθα φαρισαϊκώς , αδελφοί:
ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται˙
ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς,
δια νηστείας κράζοντες:
Ιλάσθητι ημίν, ο Θεός, τοις αμαρτωλοίς».
Το θέμα της δευτέρας Κυριακής είναι συναφές προς το θέμα της πρώτης. Εδώ το δίδει η παραβολή του Ασώτου υιού. Προβάλλεται την Κυριακή αυτή το ενθαρρυντικό παράδειγμα του αμαρτωλού νέου, που, ενώ σπαταλά την πατρική περιουσία «ζων ασώτως», δεν απελπίζεται, δεν συντρίβεται από το βάρος των συμφορών, δεν περιέρχεται σε απόγνωσι. Αλλά επιστρέφει προς τον εύσπλαγχνο πατέρα ταπεινωμένος, μετανοημένος, ζητώντας το έλεος και την συγγνώμη του. Και του απευθύνει θερμή ικεσία: «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου…» Το παράδειγμα της μετανοίας και της ορθής εν συντριβή καρδίας προσευχής, ενσαρκωμένο στον άσωτο της παραβολής, προβάλλει και πάλι η Εκκλησία προς μίμησιν και καλεί τα άσωτα παιδιά του Θεού, όλους μας, να γυρίσωμε στην αγκαλιά του Πατέρα, ζητώντας συγγνώμην για να λάβωμε άφεσι, όπως εκείνος.
«Άσωτος εί τις, ως εγώ, θαρρών ίθι,
θείου γαρ οίκτου πάσιν ήνοικται θύρα».
Όποιος είναι άσωτος, όπως εγώ, άς έλθη με θάρρος,
γιατί η θύρα της θείας ευσπλαγχνίας έχει ανοίξει για όλους.
Την θερμή εξομολόγησι του ασώτου υιού θέτει στο στόμα του πιστού ο ποιητής του δοξαστικού των αίνων: «Αγαθέ Πατέρα, απομακρύνθηκα από κοντά σου: μη με εγκαταλείψης και μη με δείξης άχρηστο για την βασιλεία σου. Ο παμπόνηρος εχθρός με ξεγύμνωσε, μου αφήρεσε τον πλούτο. Τα χαρίσματα της ψυχής μου τα διεσκόρπισα ασώτως. Γι’ αυτό σηκώνομαι και επιστρέφω σ’ εσένα και σου φωνάζω: Σύ που είσαι τόσο σπλαγχνικός, ώστε για εμένα άπλωσες τα χέρια σου στον σταυρό για να με λυτρώσης από το φοβερό θηρίο, τον διάβολο, και για να με στολίσης με την παλαιά μου λαμπρή στολή, δέξου με αν όχι σαν παιδί σου, τουλάχιστον σαν υπηρέτη σου».
Το τροπάριο είναι ιδιόμελο του πλ. β’ ήχου:
«Πάτερ αγαθέ,
εμακρύνθην από σου, μη εγκαταλείπης με
μηδέ αχρείον δείξης της βασιλείας σου.
Ο εχθρός ο παμπόνηρος εγύμνωσέ με
και ήρέ μου τον πλούτον.
της ψυχής τα χαρίσματα ασώτως διεσκόρπισα.
Αναστάς ούν επιστρέψας προς σε εκβοώ˙
Ποίησον με ως ένα των μισθίων σου,
ο δι’ εμέ εν σταυρώ τας αχράντους σου χείρας απλώσας,
ίνα του δεινού θηρός αφαρπάσης με
και την πρώτην καταστολήν επενδύσης με,
ως μόνος πολυέλεος».
Η προτροπή προς μετάνοιαν γίνεται πιο έντονος στην Τρίτη και τελευταία προπαρασκευαστική Κυριακή, την Κυριακή της Απόκρεω. Ως μέσο προτροπής προς μετάνοιαν για την αφύπνισι και των πιο ραθύμων ψυχών, χρησιμοποιείται τώρα το αίσθημα του φόβου. Φόβου προ της δικαίας κρίσεως του Θεού κατά την «φοβεράν και αδέκαστον παρουσίαν» του Χριστού. Την τρομερά σκηνή περιγράφει το ευαγγελικό ανάγνωσμα και η όλη υμνογραφία της ημέρας. Όπως δε ορθώς παρατηρεί ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο: «Ταύτην οι θειότατοι Πατέρες μετά τας δύο παραβολάς έθεντο, ως αν μη τις την εν εκείναις του Θεού φιλανθρωπίαν μανθάνων, αμελώς διάγη λέγων: Φιλάνθρωπός εστιν ο Θεός, και όταν της αμαρτίας αναχωρήσω, ετοίμως έχω το παν ανύσαι. Ταύτην την φοβεράν ημέραν ενταύθα κατέταξαν , ίνα δια του θανάτου και της προσδοκίας των εσομένων δεινών, φοβήσαντες τους αμελώς διακειμένους, προς αρετήν επαναγάγωσι, μη θαρρούντας εις το φιλάνθρωπον μόνον, άλλ’ αφοράν, ότι και δίκαιός εστι κριτής και αποδίδωσιν εκάστω κατά τα έργα αυτού».
Από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια της ημέρας είναι τα στιχηρά προσόμοια του εσπερινού του πλ. β’ ήχου, κατά το «Όλην αποθέμενοι»:
«Όταν μέλλης έρχεσθαι
κρίσιν δικαίαν ποιήσαι,
κριτά δικαιότατε,
επί θρόνου δόξης σου
καθεζόμενος,
ποταμός πύρινος
προ του σου βήματος
καταπλήττων έλκει άπαντας,
παρισταμένων σοι
των επουρανίων δυνάμεων,
ανθρώπων κρινομένων τε
φόβω καθ’ ά έκαστος έπραξε:
τότε ημών φείσαι
και μοίρας καταξίωσον, Χριστέ,
των σωζομένων, ως εύσπλαγχνος,
πίστει δυσωπούμέν σε».

«Βίβλοι ανοιγήσονται,
φανερωθήσονται πράξεις
ανθρώπων επίπροσθεν
του αστέκτου βήματος˙
διηχήσει δε
η κοιλάς άπασα
φοβερώ βρύγματι
του κλαυθμώνος πάντας βλέπουσα
τους αμαρτήσαντας
ταις αιωνιζούσαις κολάσεσι
τη κρίσει τη δικαία σου
παραπεμπομένους και άπρακτα
κλαίοντας, οικτίρμον˙
διο σε δυσωπούμεν, αγαθέ˙
Φείσαι ημών των υμνούντων σε,
μόνε πολυέλεε».

«Ηχήσουσι σάλπιγγες
και κενωθήσονται τάφοι
και εξαναστήσεται
των ανθρώπων τρέμουσα
φύσις άπασα˙
οι καλά πράξαντες
εν χαρά χαίρουσι,
προσδοκώντες μισθόν λήψεσθαι˙
οι αμαρτήσαντες
τρέμουσι δεινώς ολολύζοντες,
εις κόλασιν πεμπόμενοι
και των εκλεκτών χωριζόμενοι.
Κύριε της δόξης,
οικτείρησον ημάς ως αγαθός
και της μερίδος αξίωσον
των ηγαπηκότων σε».

«Κλαίω και οδύρομαι
όταν εις αίσθησιν έλθω
το πυρ το αιώνιον,
σκότος το εξώτερον
και τον τάρταρον,
τον δεινόν σκώληκα,
τον βρυγμόν αυθίς τε
των οδόντων και την άπαυστον
οδύνην μέλλουσαν
έσεσθαι τοις άμετρα πταίσασι
και σε τον υπεράγαθον
γνώμη πονηρά παροργίσασιν˙
ών εις τε και πρώτος
υπάρχω ο ταλαίπωρος εγώ
αλλά , κριτά, τω ελέει σου
σώσον με, ως εύσπλαγχνος».
Όπως οι βυζαντινοί ζωγράφοι, στον νάρθηκα των ναών γύρω από την βασιλική πύλη ζωγράφιζαν την σκηνή της δευτέρας παρουσίας, έτσι και οι υμνογράφοι στο πρόπυλο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μ’ όλα τα ζωηρά χρώματα του ποιητικού των χρωστήρος ζωγραφίζουν την φοβερά κρίσι. Η πύλη σε λίγο θα ανοίξη. Ποιός πιστός δεν θα θελήση να εισέλθη «εις την χαράν του Κυρίου του»;

(28 Φεβρουαρίου 1970)

Υ Π Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Λουκ. 18, 10 – 14.
2. Λουκ. 15, 11 – 33.
3. Ματθ. 21, 31 – 46.

(Από το βιβλίο “Λογική Λατρεία”, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.