Λόγος στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου – Οσίου Πατρός ημών Πρόκλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Να πάλι εορτή.
Να πάλι πανηγύρι.
Να πάλι χαρούμενο αναψοκέρι για την μητέρα του Κυρίου.
Να η προπόρευσις της αψεγάδιαστης νύμφης.
Να το πρώτο ξεπροβόδισμα της βασιλίσσης.
Να το σίγουρο σημάδι για την δόξα που την περιμένει.
Να προάγγελος της χάριτος που πρόκειται να την επισκιάση.
Να γνώρισμα, που φαίνεται από μακρυά, της υπερβολικής της καθαρότητος.
Διότι εκεί που ο ιερέας εισερχόμενος όχι πολλές φορές, αλλά μόνον μία φορά τον χρόνο, τελεί τις μυστικές λατρείες, εκεί για να παραμένη μόνιμα οδηγείται από τους γονείς της, οι οποίοι αναδεικνύονται έτσι λειτουργοί της χάριτος.
Ποιός γνώρισε παρόμοια περίπτωσι στο παρελθόν; Ποιός είδε ή άκουσε τώρα ή από παληά κορίτσι να οδηγείται βαθειά στα Άγια των αγίων, αυτά που, παρά λίγο θα ήταν απλησίαστα και για τους άνδρες, και σ’ αυτά να μένη και να τρέφεται; Άραγε δεν είναι αυτό τρανή απόδειξις των ασυνήθιστα μεγάλων θαυμασίων που θα της γίνουν μελλοντικά; Άραγε δεν είναι σημάδι ξεκάθαρο; Άραγε δεν είναι σίγουρη απόδειξις;

Ας μας δείξουν όσοι κακολογούν εναντίον της, και ενώ βλέπουν είναι σαν να μη βλέπουν: Που τα είδαν αυτά, δηλ. κόρη και μάλιστα μόλις τριών ετών, που γεννήθηκε με θεία υπόσχεσι, να προσφέρεται ως δώρο τέλειο και για να ζήση εκεί, και να συνοδεύεται από τους πλουσίους του λαού, να οδηγείται με λαμπάδες, και να παραλαμβάνεται από τα γνώριμα χέρια των ιερέων και των προφητών; Γιατί δεν θέλησαν να έρθουν στα καλά τους; Γιατί, ενώ έβλεπαν τα πρώτα σημάδια, δεν πίστεψαν στα κατοπινά. Γιατί ενώ προϊδεάσθηκαν από τα παράξενα και διαφορετικά, δεν αποδέχθηκαν τα όσα έγιναν μετά. Διότι, όσα έγιναν στην αρχή γύρω από αυτήν, δεν ήσαν συμπτωματικά και τυχαία, αλλ’ όλα ήταν προμηνύματα για όσα θα γίνονταν στη συνέχεια.

Επί τέλους ας μας πουν τις ματαιοπονίες τους αυτοί που θεωρούνται σοφοί. Γιατί η θυγατέρα καμμιάς από τις στείρες που γέννησαν δεν οδηγήθηκε στα άγια των αγίων και δεν παραλήφθηκε από τους προφήτες;
Σίγουρα, αυτοί που λεπτολογούν πάνω σ’ αυτά, τίποτα δεν είχαν να πουν, όπως (δεν είχαν να πουν τίποτα) και οι μεταγενέστεροι ομόφρονές τους για τον υιό εκείνης, αλλ᾽ απλώς σήκωναν τους ώμους με την απορία• «Άραγε τι θα γίνη αυτό το παιδί;» Τίποτε απολύτως δεν είχαν να πουν.
Σίγουρα μπορούν να πορεύωνται τον δρόμο της απωλείας, όσοι έχουν πλανεμένη πίστι, και είναι ελεύθεροι να πέφτουν στον λάκκο που μόνοι τους έσκαψαν. Όμως εμείς, ο περιούσιος λαός του Θεού, ιερείς και άρχοντες, δούλοι και ελεύθεροι, τεχνίτες και γεωργοί, άνδρες και γυναίκες, ελάτε να συγκεντρωθούμε προς τιμήν της Θεοτόκου και, κατ’ οικονομίαν, να παρακολουθήσωμε όσα θαυμαστά της έγιναν. Πως δηλ. προσφέρεται σήμερα από τους γονείς της, η καθ᾽ όλα ιερή, στο ναό του Θεού, και από τους ιερείς του Θεού οδηγείται. Πως ο προφήτης αυτήν την δέχεται μέσα στο ναό και την εισάγει στα άδυτα, χωρίς αντίρρησι, χωρίς να πη στους γονείς της: Δεν το κάνω αυτό το πρωτόφαντο τόλμημα και να φέρω ένα κορίτσι να ζη συνέχεια στα άγια των αγίων, όπου μόνον σε εμένα μία φορά το χρόνο μου δόθηκε η εντολή να μπαίνω. Ο προφήτης εκείνος τίποτε από αυτά δεν είπε, αλλά τη δέχεται με προθυμία, ωσάν να προγνώριζε αυτό που θα γινόταν, εξ άλλου προφήτης ήταν, σίγουρα επειδή την περίμενε και την ανέμενε, όπως τον υιό της μετά από αυτήν ο Συμεών.

Έπειτα, αφού χαιρέτησε βιαστικά την μητέρα, και κρατώντας από τα χέρια την κόρη, την προσφώνησε με αυτά τα λόγια: Από που και πως ήρθες εδώ, γυναίκα, και ποιός ο σκοπός της πράξεώς σου; Και πως, ενώ δεν έχεις προηγούμενο παράδειγμα, έφερες και ζητάς να γίνη τούτο το νέο δράμα, που δεν ακούσθηκε άλλη φορά, δηλ. να οδηγείται κόρη και να ζη κάτω από την σκέπη του ναού στα άγια; Πες μας ποιό είναι το επιχείρημά σου, η δικαιολογία σου, και τι έχεις στο μυαλό σου;

Εγώ, είπε στον προφήτη η συνώνυμη με τη χάρι γυναίκα, προέρχομαι από ιερατική γενηά, από την φυλή του Ααρών, έχω ρίζα προφητική και βασιλική. Και έγινα ένα κλαδί από Δαβίδ, τον Σολομώντα τους διαδόχους τους, και, επί πλέον, είμαι συγγενής της γυναίκας σου Ελισάβετ. Μετά, στον κατάληλο καιρό, συνδέθηκα με άνδρα κατά το θέλημα του Δεσπότου. Βρέθηκα όμως στείρα και άγονος για αρκετό καιρό και επειδή δεν μπόρεσα να βρω κανένα φάρμακο, που θα με απάλλασε από τη συμφορά, κατέφυγα προς το Θεό, τον μόνο κυρίαρχο, που μπορεί να δίνη διέξοδο στις δυσκολίες, και σ’ αυτόν άνοιξα με σοβαρότητα το στόμα μου, σ’ αυτόν που είναι ο μόνος φιλάνθρωπος, και με πόνο καρδίας και με δάκρυα στα μάτια έκραξα και αυτά του είπα: Ω Κύριε, Κύριέ μου, απευθύνομαι σε σένα που ακούς αμέσως την φωνή των πονεμένων ψυχών.
Γιατί με διαφοροποίησες από τη φύσι των προγόνων μου;
Γιατί με θεατρίνισες στην γενιά μου, και έκανες τα μέλη της φυλής μου να κινούν το κεφάλι τους με νόημα;
Γιατί με έκανες συμμέτοχο της κατάρας των προφητών, δίνοντάς μου μήτρα άτεκνη και μαστούς στερημένους από γάλα;
Γιατί απέρριψες τις προσφορές μου ως άτεκνης;
Γιατί με άφησες να γίνω περίγελως στους γνωστούς γείτονές μου;

Ρίξε το βλέμμα σου πάνω μου Κύριε, άκουσε την προσευχή μου Δέσποτα, λυπήσου με Άγιε, κάνε με όμοια με τα πουλιά του ουρανού, με τα θηρία της ξηράς, με τα ψάρια της θαλάσσης, διότι και αυτά είναι γόνιμα μπροστά σου. Να μη φανώ, Ύψιστε, εγώ, που από σένα έγινα σύμφωνα με την δική σου εικόνα, χειρότερη από τα άλογα ζώα.
Κοντά σε αυτά που είπα πρόσθεσα και τούτο. Διότι δικό σου Δέσποτα, θα είναι δώρο ευχαριστήριο, σαν ιερό τάμα, και δώρο πολύτιμο αυτό, που μου δωρήθηκε από σένα τον πλουσιότατο δωρητή των τελείων χαρισμάτων.

Αυτά εγώ (έλεγα) όσο βρισκόμουν υπαίθρια στον δικό μου κήπο, ρίχνοντας το βλέμμα μου στους ουρανούς και κτυπώντας το στήθος μου με τα χέρια μου, έκραζα προς τους ουρανούς. Ο δε σύζυγός μου, ενώ βρισκόταν ολομόναχος στο βουνό και για σαράντα μερόνυχτα νήστευε, και για τόσα εκλιπαρούσε τον Θεό.
Έτσι λοιπόν ο φιλάνθρωπος Κύριος που είναι πάντα πρόθυμος να δείξη τον οίκτο του, αφού κάμφθηκε από τις προσευχές και των δυό μας, έστειλε τον άγγελό του να μας αναγγείλη τη σύλληψι της θυγατρός μας.
Αμέσως λοιπόν, αφού διατάχθηκε η φύσις από το Θεό, αποδέχθηκε το σπέρμα. Διότι αυτή δεν είχε τολμήσει να το δεχθή, πριν από τη θεία χάρι, παρά μόνον αφού εκείνη πρώτη εισήλθε, και αφού έτσι πέρασε, άνοιξε η μήτρα τις δικές της πύλες, και αφού δέχθηκε αυτό που της εμπιστεύθηκε ο Θεός, το κράτησε μέσα της μέχρι που, με τη χάρι του Θεού, το σπέρμα που τοποθετήθηκε μέσα της, βγήκε στο φως.

Ευχαριστώ το Θεό μου με όσες ευχαριστίες συνέθεσαν τα χείλη μου και εκφώνησε το στόμα μου μέσα στη θλίψι μου. Και γι᾽ αυτό το λόγο, συγκέντρωσα το χορό των παρθένων, συγκάλεσα τους ιερείς, ξεσήκωσα τους συγγενείς, και σε όλους έλεγα τα παρακάτω:
Χαρείτε όλοι μαζί μου, διότι σήμερα αναδείχθηκα και μητέρα και αφιερώτρια, που πρόσφερα το δικό μου τέκνο όχι σε επίγειο βασιλέα, ούτε ήταν πρέπον, αλλά που το αφιέρωσα στον επουράνιο βασιλέα, αφού ήταν και δικό του δώρο. Να δεχθής λοιπόν, ω προφήτα τη δική μου θυγατέρα, να τη δεχθής και να την εισαγάγης και να τη ριζώσης σε τόπο αγιασμού, και να ετοιμασθή για να γίνη κατοικητήριο του Θεού, χωρίς να περιεργάζεσαι τίποτε, μέχρις ότου επιτρέψει να πραγματοποιηθούν τα σχετικά με αυτήν, αυτός που προτρέπει να μείνει αυτή εδώ.

Αυτά τα λόγια αφού τα άκουσε ο Ζαχαρίας, αμέσως απάντησε στη γυναίκα και είπε: Ευλογημένη η ρίζα σου πάντιμε, δοξασμένη η μήτρα σου φίλανδρε και πιο δοξασμένη η αφιέρωσί σου φιλόθεε.

Μετά, όλος χαρά και έχοντας στα χέρια του την κόρη, πρόθυμα την προσφέρει στα άγια των αγίων, λέγοντας περίπου αυτά τα λόγια προς αυτήν:
Έλα εκπλήρωσις της προφητείας μου.
Έλα έργο των εδώ συζύγων.
Έλα επισφράγισμα της διαθήκης του.
Έλα το τέλος των θελημάτων του.
Έλα φανέρωσις των μυστηρίων του.
Έλα όραμα όλων των προφητών.
Έλα ένωσις των παλιά χωρισμένων.
Έλα στήριγμα των ταπεινωμένων.
Έλα ανανέωσις των παλιωμένων.
Έλα φως των όσων βρίσκονται στο σκοτάδι.
Έλα το πιο καινούριο και θείο δώρημα.
Έλα Δέσποινα όλων των θνητών, μπες στη δόξα του Κυρίου σου, τώρα μεν στην κάτω, που πατείται, μετά από λίγο δε στην άνω και άβατη στους ανθρώπους.

Έτσι, όπως ήταν φυσικό, αφού μίλησε προς την κόρη ο ιερέας, την οδήγησε και την άφησε εκεί που της ταίριαζε στο ναό του Θεού, σαν σε νυφικό δωμάτιο, καταχαρούμενη και πολύ ευχαριστημένη, τρίχρονη ως προς την ηλικία, αλλ᾽ ως προς το Θεό των όλων καθ᾽ όλα τελεία.
Έμεινε λοιπόν αυτή στα εσώτερα άγια των αγίων, τρεφομένη από άγγελο με τροφή αμβροσίας και ποτιζομένη με θείο νέκταρ, μέχρι την είσοδό της στην εφηβεία. Και τότε, με θείο νεύμα και με τη γνώμη των ιερέων, δίνεται γι᾽ αυτήν κλήρος, και με κλήρο παίρνει την αγία αυτή Παρθένο ο Ιωσήφ ο δίκαιος και κατ᾽ οικονομίαν την παραλαμβάνει από το ναό του Θεού και των ιερέων του, για να ξεγελασθή ο αρχέκακος όφις, για να μην προσβάλη την καθαρή κόρη ως παρθένο, αλλά να την προσπεράση ως μνηστευμένη.

Βρισκόταν λοιπόν η πεντακάθαρη στο σπίτι του τέκτονος Ιωσήφ, φυλασσόμενη για τον αρχιτέκτονα Θεό, μέχρις ότου πραγματοποιήθηκε σ’ αυτήν το πριν από όλους τους αιώνες κρυφό και άγιο μυστήριο, και από αυτήν ο Θεός έγινε όμοιος με τους ανθρώπους. Αλλά τούτο είναι θέμα άλλης πραγματείας και ευκαιρίας, που αν το επιτρέψη ο καιρός θα γίνη ο αναγκαίος λόγος. Τώρα στο προκείμενο πάλι, να επανέλθη ο λόγος και, μέρα που είναι, να δοξολογηθούν σήμερα τα εισόδια.

Πήγαινε λοιπόν, ω Δέσποινα Θεομήτορ, πήγαινε στην κληρωμένη θέσι σου, και βάδιζε κοντά στον Κύριο, να χαίρεσαι και αγάλλεσαι, να τρέφεσαι και να ελπίζης, περιμένοντας από μέρα σε μέρα, τον ερχομό μέσα σου του Παναγίου Πνεύματος, την επισκίασι της δυνάμεως του Υψίστου, και τη σύλληψι του υιού σου, σύμφωνα με την προσφώνησι που σου έκανε ο Γαβριήλ.

Και να χαρίσης, σε όσους τελούν την εορτή σου, την βοήθειά σου, την σκέπη σου και την προστασία σου, σώζωντάς τους πάντοτε, με τις ικεσίες σου, από κάθε ανάγκη και κινδύνους, αρρώστιες και δοκιμασίες και διάφορες συμφορές, και από τη μέλλουσα απειλή του υιού σου.
Ως μητέρα του Δεσπότου και τελεία δόσις των επιθυμητών, κατάταξέ τους σε τόπους φωτός, ευφροσύνης και ειρήνης. Να γίνουν άλαλα τα πονηρά χείλη που κακολογούν με υπερηφάνεια και περιφρόνησι εσένα τη δίκαιη. Να εκμηδενισθή η παρουσία τους μέσα στην πόλι σου, να ντραπούν και να σβήσουν, και να καταλάβουν ότι το όνομά σου είναι Δέσποινα και ότι εσύ είσαι η μόνη Θεόνυμφος Θεοτόκος.
Εμείς εσένα με πίστι σε ευλογούμε, με πόθο σε δοξολογούμε και με φόβο σε προσκυνούμε, πάντοτε εσένα μεγαλύνοντες και με σεβασμό μακαρίζοντες. Διότι πράγματι είναι μακάριος ο πατέρας σου από τους ανθρώπους και η μητέρα σου από τις γυναίκες.
Μακάριο το σπίτι σου
Μακάριοι οι γνωστοί σου
Μακάριοι όσοι σε είδανε
Μακάριοι όσοι σου μίλησαν
Μακάριοι οι τόποι σου
Μακάριος ο ναός στον οποίο σε αφιερώσανε,
Μακάριος ο Ζαχαρίας που σε αγκάλιασε.
Μακάριο το κρεββάτι σου.
Μακάριος ο τάφος σου.
Διότι εσύ είσαι η τιμή όσων σε τιμούν και βραβείο των βραβείων και κορυφή των κορυφών, η μόνη θεία δροσιά του εσωτερικού μου καύσωνος, η θεοστάλακτη δροσιά της ξεραμένης μου καρδιάς, της μαύρης μου ψυχής η φωτεινότατη λαμπάδα, ο οδηγός της πορείας μου, η δύναμις της ασθενείας μου, το ντύσιμο της γυμνότητός μου, ο πλούτος της πτωχείας μου, η θεραπεία των αγιάτρευτων πληγών, το σκούπισμα των δακρύων, το σταμάτημα των στεναγμών, η μεταστροφή των συμφορών, η ελάφρυνσις των πόνων, το λύσιμο των δεσμών, η μόνη ελπίδα κατά της πικρίας.

Εισάκουσε τις προσευχές μου, συμπόνεσε τους στεναγμούς μου, ελέησέ με, μαλακώνοντας από τα δάκρυά μου, λυπήσου με ως μητέρα του φιλανθρώπου Θεού, ρίξε το βλέμμα σου πάνω μου και ηρέμησε την τρικυμία μου.
Ικανοποίησέ μου τη μεγάλη επιθυμία και κατάταξέ με μαζί με τη σύζυγό μου και δική σου δούλη, στην γη των πράων, στις σκηνές των δικαίων, στο χορό των αγίων.
Και αξίωσέ με, εσύ που είσαι η προστασία όλων, η χαρά και η λαμπρή ευθυμία όλων, να χαιρόμαστε μέσα σε αυτή, σε παρακαλώ, τη χαρά, την πραγματικά ανέκφραστη που προέρχεται από το Θεό και βασιλέα τον γεννημένο από σένα, και στον άφθαρτό σου νυμφώνα και στην ατελείωτη και απέραντη βασιλεία σου.
Πράγματι, Δέσποινα, και δική μου καταφυγή, η ζωή και η βοήθειά μου, το όπλο και το καμάρι μου, η ελπίδα και η δύναμίς μου, δώσε μαζί με αυτήν να απολαύσω τις ανεκδιήγητες και ακατάληπτες δωρεές στην επουράνιο διαμονή. Διότι έχεις μαζί με την θέλησι και τον τρόπο, ως μητέρα του Υψίστου, και γι᾽ αυτό τολμώ να το ζητήσω.
Μη λοιπόν γίνει να στερηθώ, πανάχραντε και κυρία Δέσποινα, αυτό που περιμένω, αλλά να το πετύχω αυτό, Θεόνυμφε, που είσαι ολονών προσδοκία και αναμονή, εσύ που, με τρόπο που ξεπερνάει τη λογική, γέννησες τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό και Δεσπότη, στον οποίο ταιριάζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνημα, μαζί με τον χωρίς αρχή Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντα, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.