Του Οσίου πατρός ημών νικοδήμου του Αγιορείτου.
Τω αυτώ μηνί (Σεπτεμβρίω) ΚΕ΄, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Ευφροσύνης, θυγατρός Παφνουτίου του Αιγυπτίου.
Το θήλυ κρύπτεις ανδρικώς Ευφροσύνη,
Και κρυπτά τον βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.
Εικάδα Ευφροσύνη κατά πέμπτην πότμον υπέστη.
Αύτη η Αγία Ευφροσύνη ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει υι΄ [410], αφήσασα δε τα χαροποιά πράγματα του κόσμου τούτου, και την φαντασίαν και δόξαν της παρούσης ζωής, και φυγούσα κρυφίως από τον οίκον του πατρός της, μετεσχημάτισε τον εαυτόν της. Φορέσασα γαρ ανδρίκεια φορέματα, αντί Ευφροσύνης μετωνομάσθη Σμάραγδος. Και επειδή ηγάπησε των Μοναχών την πολιτείαν, επήγεν εις ένα Μοναστήριον ανδρίκειον, φαινομένη ως ευνούχος βασιλικός, και κουρεύσασα τας τρίχας της κεφαλής της, εσπούδαζε με κάθε τρόπον, πως να κρυφθή, και να μη την μάθη ο πατήρ της Παφνούτιος. Αφ’ ου λοιπόν έτυχε του ποθουμένου, ηγωνίζετο με αγώνας και κόπους πολλούς, και με προσευχάς εκτενείς και αδιακόπους, έως οπού κατεξήρανε με υπερβολήν το απαλόν και γυναικείόν της σώμα, εις τρόπον, οπού εξεπλήττοντο και εθαύμαζον όλοι οι εν τω Μοναστηρίω αδελφοί, βλέποντες την άκραν κακοπάθειαν, οπού εμεταχειρίζετο η αοίδιμος.
Και τη αληθεία ήτον ένα πράγμα παράδοξον, οπού αδυνατεί να το παραστήση λόγος: δηλαδή, το να βλέπη τινάς μίαν ωραίαν γυναίκα να συγκατοική ανάμεσα εις άνδρας Μοναχούς. Η οποία εδυνήθη να κρύψη τον εαυτόν της, τόσον από τον πατέρα της, όστις την εζήτει επιπόνως εις τα όρη και τα λαγκάδια, και εις πάντα τόπον, και έτρεχεν εδώ και εκεί αναστενάζωντας διά τον μακρόν και πολυχρόνιον χωρισμόν της· όσον και από τους Μοναχούς, με τους οποίους εσυγκατοίκει. Και ακολούθως εδυνήθη να αστράψη ανάμεσα εις τους άνδρας με τας αρετάς, καθώς και ο πολύτιμος λίθος σμάραγδος, αστράπτει ανάμεσα εις τους άλλους λίθους.
Όντως σμάραγδος εφάνη η μακαρία αύτη Ευφροσύνη, μείνασα αγνώριστος, όχι εις ένα χρόνον, ή δύω, ή τρείς. Αλλ’ εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων τριανταοκτώ. Μέχρι τέλους δηλαδή της ζωής της. Μόνον δε εις το τέλος αυτής, εφανέρωσε, πως ήτον γυνή, και όχι άνδρας. Επειδή γαρ ο πατήρ της Παφνούτιος επήγε μίαν φοράν εις το Μοναστήριον, κατά τον καιρόν οπού έμελλεν η Οσία να αποθάνη, τούτον δε αυτή βλέπουσα, είπε προς αυτόν τούτον μόνον τον ολοϋστερινόν λόγον. Ώ πάτερ. Και ούτω παρέδωκε το πνεύμά της εις χείρας Θεού, χαίρουσα και ευφραινομένη διά τα αγαθά, οπού έμελλε να απολαύση διά τους αγώνας και κόπους της.
Ο δε πατήρ αυτής ακούσας τον λόγον τούτον, εξεπλάγη. Όθεν από την υπερβολικήν χαράν οπού έλαβε, πως ηξιώθη να ιδή την θυγατέρα του, έπεσε κατά γης ωσάν νεκρός. Και τί γαρ άλλο έπρεπε να πάθη, εις καιρόν οπού ήκουσε τοιούτον χαροποιόν λόγον; Και εις καιρόν οπού ηξιώθη να ιδή την εις τριάκοντα και οκτώ χρόνους ζητουμένην και ποθουμένην του θυγατέρα; Και λοιπόν επειδή και ηξιώθη να ιδή το παρ’ αυτού ποθούμενον γέννημα, αφήκε πατρίδα, και κόσμον, και τα εν κόσμω. Και ομού ζήλον και πόθον λαβών εις την ψυχήν του των ασκητικών αγώνων της θυγατρός του, έγινε και αυτός Μοναχός. Όθεν φανείς διάδοχος και κληρονόμος τόσον του τόπου, όσον και του τρόπου: ήγουν του Μοναστηρίου, και των αρετών της θυγατρός του, ως πατήρ τοιούτου ευλογημένου τέκνου, χαίρων και ευφραινόμενος απήλθε προς Κύριον. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτής εις τον Παράδεισον.)
Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον της Οσίας Ευφροσύνης συνετέθη διά στίχων ιαμβικών, εξ ων και μετεφράσθη. Αλλά και ο Μεταφραστής συνέγραψε τον Βίον αυτής λογογραφικώς, ου η αρχή· «Άρτι τα Ρωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων, και εν άλλαις.)
*
Ο Όσιος Παφνούτιος, ο πατήρ της Οσίας Ευφροσύνης, εν ειρήνη τελειούται.
Μύσας ο Παφνούτιος εν τω σαρκίω,
Τω Πνεύματι ζή, και θεωρεί φως μέγα.
*
Ο Άγιος Οσιομάρτυς Παφνούτιος σταυρωθείς τελειούται.
Σταυρούσι Παφνούτιον οι κόσμου φίλοι,
Τον παντί κόσμω και πρίν εσταυρωμένον.
Τον Βίον του Οσιομάρτυρος τούτου Παφνουτίου όρα εν τω νεοτυπώτω Εκλογίω.
*
Ανάμνησις του μεγάλου σεισμού, και της εις τον αέρα αρπαγής του παιδός.
Αρθείς άνω παίς το τρισύμνητον μέλος,
Καθώς νόες ψάλλουσιν, αγγέλλει κάτω.
Κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υι΄ [410], ο πανάγαθος Θεός ηβουλήθη με τας κρίσεις οπού ηξεύρει, να πληροφορήση τους ανθρώπους, ένα μεν, την κοινήν και εσχάτην πάντων ανάστασιν. Και άλλο δε, πως πρέπει να υμνούσιν ορθώς τον Θεόν. Διά τούτο συνεχώρησε να γένη σεισμός φοβερός. Όθεν διά τον φόβον του σεισμού όλος ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως μαζί με τον βασιλέα, και με τον αγιώτατον Πατριάρχην Πρόκλον, και με όλον τον κλήρον, ευρίσκοντο όλοι ομού έξω εις τον κάμπον και εποίουν λιτανείας. Και επειδή τότε άρχιζεν η αίρεσις των Θεοπασχιτών εξ επηρείας του διαβόλου, οι οποίοι επρόσθεττον εις τον Τρισάγιον Ύμνον τό, ο Σταυρωθείς δι’ ημάς: τούτου χάριν αιφνιδίως αρπάχθη έμπροσθεν πάντων ένα παιδίον εις τον αέρα. Όλοι λοιπόν βλέποντες το παράδοξον τούτο, με φόβον και έκπληξιν έκραζον εις πολλάς ώρας τό, Κύριε ελέησον. Και ιδού πάλιν κατεβιβάσθη το παιδίον από νεφέλην. Το οποίον με μεγάλην φωνήν εφανέρωσεν εις όλους, ότι οι χοροί των Αγγέλων αναφέρουσιν εις τον Θεόν τον Τρισάγιον Ύμνον χωρίς την προσθήκην τού, ο Σταυρωθείς, λέγοντες· «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Και το μεν παιδίον, ευθύς μετά τα λόγια ταύτα παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού· ο δε σεισμός, ευθύς έπαυσεν.
Ο τόπος, όπου υψώθη το Παιδίον εις τον αέρα, λέγει ο Nικηφόρος, ότι ωνομάσθη ύψωμα θείον. Nύν δε ονομάζεται Ψωμαθειά. Περί του Ύμνου τούτου όρα πλατύτερον εν τη ερμηνεία του πα΄ κανόνος της °΄ Συνόδου παρά τω ημετέρω Πηδαλίω, ήτοι τω νεοτυπώτω Kανονικώ. Γράφει δε ο Θεοφάνης εις το Χρονικόν του, ότι η ευσεβεστάτη βασιλίς Πουλχερία μαζί με τον αδελφόν της Θεοδόσιον τον μικρόν, επρόσταξαν με έδικτον, ήτοι με βασιλικόν έγγραφον, ορισμόν, ότι να ψάλλεται το Τρισάγιον εις όλας τας Εκκλησίας του Θεού.
*
Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Παύλου, Τάττης, και τών τέκνων αυτών, Σαβινιανού, Μαξίμου, Ρούφου, και Ευγενίου.
Πατήρ ο Παύλος μαρτυρεί συν τοις τέκνοις,
Μεθ’ ων σεαυτήν Τάττα τάττεις εμφρόνως.
[Α148]
Ούτοι οι Άγιοι, Παύλος και Τάττα οι ομόζυγοι, και οι τέσσαρες παίδες αυτών Σαβινιανός, Μάξιμος, Ρούφος, και Ευγένιος, εκατάγοντο από την Δαμασκόν, το νυν λεγόμενον τουρκιστί Σάμ. Επειδή δε εδιαβάλθησαν ως Χριστιανοί, ησφαλίσθησαν οι πόδες αυτών εις το ξύλον το τιμωρητικόν, και με αλύσεις εδέθησαν. Αφ’ ου δε εκρίθησαν, εδάρθησαν δυνατά. Έπειτα στρεβλωθέντες κατά τα μέλη του σώματος από τους απίστους, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, από τον οποίον έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)