ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ.
Κατ’ εκείνων οι οποίοι τρώγουσι τα μη παραδεδομένα.
Εάν λοιπόν πρέπη να απέχωμεν κατά καιρούς και από αυτά τα κρέατα, καθώς το μαρτυρούσιν οι Απόστολοι και οι άγιοι, παραδίδοντες εις ημάς να νηστεύωμεν την Τετράδα και Παρασκευήν, πολλώ μάλλον πρέπει να απέχωμεν από ακάθαρτα ζώα και από κρέατα θηρίων, εις των οποίων την βρώσιν και αυτή μάλιστα η φύσις μας αηδιάζει και εναντιούται. Αυτό λοιπόν είναι ακρασίας σημείον και θηριώδους γνώμης και διαθέσεως. Διότι μόνα τα αιμοβόρα θηρία κρεωφαγούσι και όχι όλα τα ζώα. Αλλά και αυτά τα κρεωφάγα θηρία, δεν πλησιάζουσιν εις πάσαν σάρκα, αλλά εις την καθαρωτέραν και υγιειονοτέραν. Λοιπόν αυτή η κατάχρησις των σαρκικών βρωμάτων και η άλογος ακρασία, είναι μιας φύσεως χειροτέρας και από αυτά τα θηρία, και ίδιον μόνον μιας αλόγου ψυχής. Αλλά περί μεν τα τοιαύτα ούτως έχουσι, και ικανώς είπομεν.
Τους δε ιερούς οίκους κάμνουσιν εις όλους βατούς και κοινούς ομοίως, και αυτά τα άδυτα και φρικτά Άγια των Αγίων. Εισέρχονται δε εις αυτά όχι μόνον γυναίκες, αλλά και πάσα ηλικία, και δεν στοχάζονται παντάπασι μήτε της αυτοαληθείας τους λόγους. Το «μη δότε τα άγια τοις κυσί», και το «ο οίκος μου, οίκος προσευχής κληθήσεται», και τα λοιπά. Μήτε τον ζήλον του Ιησού περί τούτου, ότι μετεχειρίσθη φραγγέλιον δι’ αυτό ο πραύς και ήμερος, και μήτε άφινεν, ως γέγραπται, δια να φέρη κανείς σκεύος δια μέσου του ιερού, αν και ήτο νομικός και σκιώδης εκείνος ο ναός. Νυν δε μεγαλύτερον από το ιερόν εκείνο είναι ώδε, καθώς λέγει ο Σωτήρ δια τα ιδικά του.
Δια τούτο πάλιν δυνάμεθα να είπωμεν, ότι όσοι ενεωτέρισαν περί την πίστην, εξέκλιναν και κατά την ζωήν. Επειδή η πίστις και η ζωή είναι σχετικά και αλληλένδετα, δια τούτο και από τους ορθοδόξους μερικοί, αν και είναι κατά την πίστιν ορθοί, αλλά αμελείς εις την ζωήν και εις τα έργα, είναι ένοχοι κολάσεως, αν ίσως δεν διορθωθούν με την μετάνοιαν και με την αποχήν των κακών. Έκαστος δύναται να το καταλάβη, αν το στοχασθή καλά, ότι όσοι κυλίονται εις αμαρτίας, είναι αργοί και ψυχροί και ράθυμοι εις τους λόγους και εις τα έργα της πίστεως, και άνευ ζήλου τινός δια τα έθιμα και τας τάξεις της Εκκλησίας. Όθεν αληθές είναι εκείνο το οποίον είπε ο θεάδελφος: «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί, ομοίως και τα έργα χωρίς της πίστεως».
Κληρικός: Και πώς λοιπόν, Δέσποτα, μερικοί από τους ιδικούς μας τα νομίζουν αυτά μικρά, και ζητούν από αυτούς (τους Δυτικούς), μόνον την ορθήν ομολογίαν του ιερωτάτου συμβόλου, και λέγουσιν ότι εάν εις τούτο μόνον ήθελον οι Δυτικοί συμφωνήσει, δεν ήσαν απόβλητοι δια τα άλλα, και αν και αυτά δεν είναι μικρά, καθώς προείπας, και πολλοί άγιοι άνδρες έδειξαν μάλιστα δι’ αυτά και μέχρι θανάτου μέγιστον ζήλον; Ποίος είναι λοιπόν, ειπέ μου παρακαλώ, περί τούτου ο λόγος των;
Αρχιερεύς: Νομίζω, αδελφέ, ότι οι τοιούτοι από τους ιδικούς μας, δεν ηξεύρουν καθαρώς όλα τα των Δυτικών, ει δε και από αυτά μερικά ηξεύρουν, επειδή και δια τα άζυμα γράφουν πολλοί πολλά, ότι δεν είναι νόμιμον να προσφέρωνται άζυμα. Τα περισσότερα όμως δεν τα ηξεύρουν, όθεν οικονομικώς στοχάζομαι ότι λέγουν εν τοιούτον, δια να τους διορθώσουν πρότερον εις το καιριώτερον της πίστεως, και ούτω κατά μικρόν να τους φέρωσιν εις την διόρθωσιν και των επιλοίπων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ.
Ότι πρέπει να προσέχωμεν και εις όσα μας φαίνονται μικρά.
Ότι δεν εφρόντιζαν οι Απόστολοι να διορθώσουν, και από τα φαινόμενα μικρά τους ευσεβείς, είναι φανερόν από εκείνα όσα έγραψαν δια μέσου του Παύλου και του Βαρνάβα εις εκείνους οίτινες επέστρεψαν από τα έθνη εις την πίστιν. Ότι πρέπει δηλαδή να απέχουν από ειδωλόθυτα και πορνείας και πνικτά. Το οποίον, το περί του πνικτού δηλαδή, και εις πολλούς ιδικούς μας φαίνεται μικρόν, αν και είναι παντελώς εναντίον εις τους λόγους των Αποστόλων. Εν τούτοις και αυτοί το έχουν έργον όλοι σχεδόν απαραίτητον, ομοίως δε μερικοί και το να έχουν παλλακίδας, και να πορνεύουν αναισχύντως, το δοξάζουσιν ανέγκλητον. Δεν εδόξαζον όμως ούτως οι Απόστολοι, αλλά έγραψαν όσα έγραψαν περί τούτου, και απέδειξαν ίσον αμάρτημα με την ειδωλολατρείαν, την πορνείαν και την χρήσιν των πνικτών. Επειδή και ο Θεός ο ίδιος το ενομοθέτησεν αυτό προ του Νόμου εις τον Νώε.
Λοιπόν μήτε εκείνα, όσα ο Θεός ενομοθέτησεν εις τους παλαιούς, είναι καλόν να προβλέπωμεν όλα, αλλά να τα εννοώμεν και να τα βάλλωμεν και εκείνα εις πράξιν πνευματικώς, επανορθώνοντες αυτά προς το υψηλότερον, και να κάμνωμεν περισσότερα από τον νόμον. Όχι όμως και να παραπονώμεν. «Εάν γαρ μη περισσεύση η δικαιοσύνη ημών», λέγει το Ευαγγέλιον, «πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Και: «Ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου, έως αν πάντα γένηται». Πλην, δεν πρέπει να γίνωνται ιουδαϊκώς, αλλά υπέρ τον νόμον, πνευματικώς. Διότι καθώς αντί της περιτομής μάς εδόθη το βάπτισμα, και η εν Χριστώ ηγιασμένη ζωή, αντί των αλόγων θυμάτων μάς εδόθη η λογική και ζώσα και αναίμακτος θυσία, η δια του άρτου και ποτηρίου, ήτοι δια του αληθινού σώματος και αίματος του Χριστού τελουμένη. Αντί της πολυγαμίας ή πορνείας, μάς εδόθη o γάμος, ο τίμιος και καθαρός, και έτι η παρθενία, αντί της χηρείας, η υψηλοτέρα του γάμου και των Αγγέλων ισότιμος.
Ομοίως και εις τα φαγητά, αντί της ακρασίας εδόθη η εγκράτεια και η νηστεία, πολύ υψηλοτέρα από την νομικήν. Όθεν έχομεν και αποχήν κρεάτων εις διωρισμένας ημέρας και καιρούς. Λοιπόν δεν είναι κατάλυσις νόμου η αργία του νόμου, αλλά έργον υψηλότερον, θειότερον και πνευματικώτερον. Επειδή εκείνα μεν τα νομικά είναι σκιά και προτυπώσεις συμβολικαί. Τα ιδικά μας όμως είναι σαφώς η αλήθεια. Και εκεί διδάσκαλος είναι ο Μωυσής, εδώ ο Χριστός, ο του Θεού Λόγος, ο δι’ ημάς ενανθρωπήσας. Δια τούτο και νέος Ισραήλ λεγόμεθα ημείς, όσοι εννοούμεν και γνωρίζομεν αληθώς τον μόνον εν Τριάδι όντως Θεόν, και εδέχθημεν τον αληθινόν Μεσίαν τον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του ζώντος Θεού, και ελάβομεν όλα τα πνευματικά και του νόμου υψηλότερα, τα οποία πρέπει να φυλάττωμεν και όχι να ζώμεν αδιαφόρως και όχι ως έτυχε, και να πολιτευώμεθα βαρβαρικώς και αλόγως. Επειδή δεν είμεθα ημείς πλέον σκότος αλλά φως, δια της φιλανθρωπίας του Κυρίου μας.
Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.
***
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.