Κοντάκιο στην Αποκεφάλισι του Προδρόμου
Προϊμιον Ι
Πρόδρομε, αντάξιος έπαινος σου πρέπει,
αφού για την αιώνια επέθανες ζωή,
επειδή την πρόσκαιρη δεν ελογάριασες.
Προοίμιον ΙΙ
Η του Προδρόμου ένδοξη αποκεφάλισι ήταν μια
οικονομία θεϊκή,
για να κηρύξη στους ένοικους του Άδη τον ερχομό του
Λυτρωτή.
Ας θρηνή, το λοιπόν, η Ηρωδιάδα, γιατί φόνον εζήτησε
παράνομο,
γιατί στ’ αλήθεια δεν αγάπησε την αιώνια ζωή του
Θεού,
αλλά την ψεύτικη, την πρόσκαιρη.
Οίκοι
α΄ Η γιορτή των γενεθλίων του Ηρώδη έγινε αξιοκατάκριτη
για όλους,
καθώς ανάμεσα στους γλεντοκόπους η Κεφαλή του
Νηστευτή
σαν φαγητό προσφέρθηκε.
Στη χαρά προστέθηκεν η λύπη και με το γέλιο έσμιξε
θρήνος πικρός,
γιατί το Κεφάλι του Βαπτιστή, βαλμένο στο πινάκιο
μπήκε κι έβλεπαν όλοι, όπως το ζήτησεν η κόρη.
Και εξ αιτίας της ακολασίας έπεσε θρήνος πάνω σ’ όλους
που εγευμάτιζαν αντάμα ετότε με το βασιλιά.
Όντως δεν ευχαρίστησεν εκείνους ούτε τον ίδιο τον Ηρώδη.
Ελυπήθη, λέει, δηλαδή με λύπη όχι αληθινή
αλλά ψεύτικη, πρόσκαιρη.
β΄ Ο Ηρώδης δηλαδή δεν αργοπόρησε ούτε ανέβαλε τη
λύπη
αλλ’ όπως ακριβώς αμέσως το μελέτησε, ευθύς και
έπραξε την ασέβεια,
για να ευχαριστήση τη μοιχαλίδα του.
Η μοιχαλίδα δηλαδή, όχι η κόρη, ζητούσε ν’ αποκόψη
τον Καρπό της στείρας Ελισάβετ,
η οποία γρήγορα και πριν την αποκεφάλισι
φανέρωνε στην κόρη της την απόφασί της, δυνατά
φωνάζοντας σ’ αυτήν:
«Έλα, παιδί μου, να συνεννοηθής με τη μητέρα σου,
μιας κι έχω λόγο μυστικό σε σέ ν’ αποκαλύψω.
Σου φανερώνω τη θέλησί μου: επιθυμώ να φονέψω
το γιό του Ζαχαρία, γιατί μου έδωκε πληγή
αιώνια, όχι πρόσκαιρη.»
γ΄ Και καθώς με προσοχή άκουσε το κορίτσι το παράνομο
μελέτημα
έφριξε, έκφραξε: «Μητέρα, πόσο φοβερό είναι το πάθος
σου.
Άφησέ το αγιάτρευτο.
Γιατί, αν ικανοποίησι θελήσης, κάνεις για σένα την
πληγή χειρότερη.
Αποκοίμισε μέσα σου ετούτη τη σκέψι,
μήπως έρθη συμφορά στο σόι μας,
γιατί θάνατο απ’ αυτό δε θάχης σύ μονάχα
αλλά κι εγώ και ο Ηρώδης και οι απόγονοί μας.
Αν αποθάνη ο Ιωάννης, έγιναν νεκρά τα πάντα
και θαφτήκαμε ζωντανοί κι αφήσαμε μνήμη κακή,
αιώνια, όχι πρόσκαιρη.»
δ΄ «Τι έγινε με σένα, κοριτσάκι; Τι σου συνέβη ξαφνικά;
Από πού κι ως που λυπήθηκες τον Ιωάννη και τη
μητέρα αγάπησες περισσότερο
κι απ’ τον εχθρό της ζωής μας;
Αγνοείς, παιδί μου, τα όσα συμβούλεψε πολλές φορές
τον Ηρώδη εξ αιτίας μου,
έλεγε: ‘Δεν σου επιτρέπεται νάχης τη γυναίκα
του Φιλίππου τ’ αδελφού σου. Να την παραμερίσης’.
Ήδη θέλω, λοιπόν, την παρρησία την ενοχλητική
του τολμηρού, αν εύρω ευκαιρία, ν’ αφαιρέσω.
Θα του κόψω τη γλώσσα, μάλλον δε το κεφάλι
και μετά δεν λυπάμαι έχοντας εξασφαλισμένη
τη ζωή μου την πρόσκαιρη.»
ε΄ «Ασεβούμε, μητέρα, όχι σ’ άλλους αλλά σε μας και τη
ζωή μας,
όπως ακριβώς η Ιεζάβελ, που τον ενάρετο Ηλία να
απολέση θέλοντας,
τον εαυτό της απώλεσε μάλλον.
Ο μεν Ηλίας έντονα κι ο Ιωάννης νόμιμα τον έλεγχο
μας έκανε.
Ο Ερημίτης μ’ αυστηρότητα είπε
συμβουλεύοντας τον Ηρώδη ‘δεν έχεις το δικαίωμα’.
Και ο Θεσβίτης με πραότητα εμπόδισε
του Αχαάβ τις νεφέλες. Δηλαδή δεν έβρεξε.
Γι’ αυτό, αρχόντισσά μου, θάψε αυτό που σκέφθηκες
ετώρα,
αυτόν να σταματήσης τον αγώνα, να μην κάνης όπως
πάντα
την ντροπή την πρόσκαιρη.»
στ΄ «Από μένα, σιχαμένη, να διδάσκεσαι∙ να με νουθετήσης,
μην επιχειρείς.
Όταν όλα τα μάθης, λοιπόν, όλα τα τωρινά θέλεις
ξεχάσει.
Δεν κατανοείς ούτε όντως το μπορείς.
Αν δηλαδή ο Βαπτιστής επιμένη να με βρίζη και
συνεχίζη να ζη.
Κανείς δε θα με λογαριάζη
κι όσα θέλη, όπως θέλει εναντίον μου θα λέγη,
σα νάμουνα μια τυχαία κι όχι βασίλισσα
ωσάν ιδιώτη νάμουνα γυναίκα και όχι αξιοσέβαστου.
Μα ησύχασε, κορούλα, μιας και περισσότερο από σένα
και από πολλούς
το συμφέρον γνωρίζω. Ξέρω ν’ αποκτήσω τιμή
αιώνια, όχι πρόσκαιρη.»
ζ΄ «Σε ρωτώ, μητέρα. Πότε αυτό να γίνη σκέφτεσαι;
Στο φως για στο σκοτάδι; Μιας και η βέβηλη απόφασί σου
αντάξια είναι της νύχτας.
Λοιπόν, ποιος θα το εκτελέση; Ποιος θα τολμήση να
φονέψη του Χριστού τον Προφήτη;»
«Ω θυγατέρα μου εσύ, έλα μαζί με τη μητέρα σου
να σκοτώσω τον εχθρό μου και να γίνης χέρι μου.»
«Παρακαλώ, μητέρα, όχι από μένα τη αθλία
να δεχτή η γη το αθώον αίμα του σοφού.
Καθώς εσφάγη ο Ζαχαρίας, τώρα ο Ιωάννης θ’
αποκεφαλισθή.
Κι εγώ δεν θα βοηθήσω, μήπως λάβω πληγή
αιώνια, όχι πρόσκαιρη.»
η΄ «Προτίμησες τον Ιωάννη, ω παναθλία και ταλαίπωρη,
από τη μάνα που σε γέννησε; Το Βαπτιστή αναγκαιότερο
σου ’δειξεν η ανοησία σου;
Τους μαστούς μου δε σέβεσαι, που σου έδωκαν τροφή.
Μακάρι να μη σ’ είχα.
Τι ζητούσα, στ’ αλήθεια, για βάσανά μου ν’ αναθρέψω
αυτή που με εχθρεύεται με την απείθεια;
Και γιατί βιάστηκα να βρεθώ κοντά στο βασιλιά
να περισώσω εκείνην που με θλίβει;
Και γιατί λυπούμαι από πριν; Ας γίνη η απόφασί μου.
Κι αυτό που θέλω εκτελείται. Και χωρίς να θέλης, κάνεις
την απόφασί μου, την πρόσκαιρη.
θ΄ Τώρα, λοιπόν, θα ησυχάσω και δεν θα φανερώσω στην
σκληρότατη τις αποφάσεις μου.
Μήπως ψάξη και πράξη αναίρεσι του σχεδίου μου,
αυτή που γεννήθηκε για βάσανό μου.»
Ενώ τέτοια σκεφτότανε και έλεγε συχνά η μητέρα,
η μεν θυγατέρα ησύχαζε,
η δε μητέρα ψιθύριζε τότε στον άνδρα
λέγοντας: «Άντρα, έχεις τα γενέθλιά σου.
Κάνε για χάρι μας ημέρα χαρούμενης γιορτής.
Στα γερατειά να ευφρανθούμε. Επειδή τη νιότη μου
έλαβε ο αδελφός σου και καταταλαιπώρησε
στο βίο, τον πρόσκαιρο.»
ι΄ Εξαπατημένος, λοιπόν, ο Ηρώδης από της ύπουλης τα
λόγια
βροντοφώναξε και ως άμυαλος με γέλιο
ύψωσε τη φωνή του λέγοντας:
«Σύντροφέ μου, γυναίκα, σ’ ευχαριστώ και γι’ αυτή σου
την αγάπη.
Αν, λοιπόν, εορτάσω τα γενέθλια,
τι αντάξιό μου δώρο θα προσφέρης;»
«Τι να σου προσφέρω; Τον εαυτό μου κι ακόμα
την κόρη μου χορεύτρια για χάρι σου να παρουσιάσω,
που πολύ σε ευφραίνει και στ’ αλήθεια θα λαμπρύνω
τη γιορτή, βασιλιά, της γέννησής σου
για την απόλαψη την πρόσκαιρη.
ια΄ Στον παράνομο, λοιπόν, υπενθύμισαν της ανάξιας
γέννησής του
την τρισκατάρατη μέρα, την οποία κι αυτός καταράσθηκε
ο Ιώβ και έτσι την ονόμασε
ή καθώς είπε ο Ζαχαρίας: «Σκοτάδι κι όχι φως εκείνη
η μέρα θάναι.»
Αν και τούτο ειπώθηκε βέβαια για την ημέρα εκείνη
που το φως των σκοτισμένων βρισκόταν στο Σταυρό,
όμως αρμόζει και στην ημέρα του Ηρώδη,
γιατί θάνατον έλαβε κατ’ αυτήν ο φίλος του Φωτός.
Κι ο φονιάς δεν υπάρχει, το δε θύμα και υπάρχει
και λαλεί μετά θάνατον τους πάντες έλκοντας σε ζωή
αιώνια κι όχι πρόσκαιρη.
ιβ΄ Όλα τούτα ο Ηρώδης τα απέρριψε και τον εαυτό του
ξαναβρήκε
κι όταν των γενεθλίων η ημέρα έφθασε, καθώς είναι
γραμμένο,
δείπνον έκαμεν ετότε
στους μεγιστάνες και τους φίλους, στους χιλιάρχους και
συμβούλους σ’ όλους ομαδικά.
Κι ενώ το συμπόσιο προχωρούσε με χαρά
και οι συμπότες έτρωγαν ευχάριστα,
σε παγίδα ξαφνικά το τραπέζι μετετράπη
και έγινε το φαγητό γι’ αυτούς δοκιμασία,
επειδή την κρυμμένη παγίδα του Βαπτιστή
δεν σύντριψαν, αν κι ήξεραν, αλλ’ ανεχόντουσαν να
βλέπουν,
για την τέρψι την πρόσκαιρη.
ιγ΄ Καθώς, λοιπόν, τους πάντες είδε μεθυσμένους η
πολυμήχανη Ηρωδιάδα,
ευρήκεν ακριβώς την ευκαιρία που ζητούσε και
μονολόγησε:
«Ιδού η ευκαιρία που εζήταγα.
Τώρα μπορεί να γίνη ό, τι ήθελα και να φονευτή εκείνος
που με κράζει μοιχαλίδα.
Έλα, λοιπόν, παιδί μου,
δώρο καλό θα σου προσφέρω κατάλληλο για την ημέρα
που υποτάσσει σε μας τον Ηρώδη.
Έμπα μέσα, τέκνο μου, ευχαρίστησε με το χορό σου
το βασιλιά και τους φίλους του όλους.
Προς εμάς να μεταστρέψης την καρδιά του Σεβαστού,
που σαν τόξο στραβό είναι τώρα και θα κερδίσουμε τιμή
αιώνια, όχι πρόσκαιρη.»
ιδ΄ Μεταποίησεν η βέβηλη με τα λόγια τούτα το κορίτσι
και για το έργο εστολίστηκε τ’ αδιάντροπο
και ατιμία ντύθηκε σαν φόρεμα.
Οι δε φίλοι του Ηρώδη το μεν κάλλος της παιδούλας
επαίνεψαν πολύ,
όμως της μάνας τη σταθερή απόφασι
και τον σκοπό κατανοώντας, είπανε στα κρυφά:
«Βλέπετε το σκοπό της πόρνης Ηρωδιάδος
πως κι αυτήν που γέννησε θέλει όμοιά της να κάνη;
Και στην αδιαντροπιά της δεν αρκέσθηκε
μα και το σπλάχνο της εμόλυνε μπροστά μας,
για την τέρψι την πρόσκαιρη.
ιε΄ Είναι αψευδής ο λόγος της Σοφίας Σολομώντος: «Των
μοιχών τα παιδιά προκοπή δεν θα κάνουν
και κλίνης παράνομης σπέρμα ολότελα θ’ αφανισθή’.
Όπως ακριβώς ετούτο το κορίτσι,
που αρχικά μεν ντράπηκε μετά όμως από λίγο, κάνει
κάτι, πολλές φορές χειρότερο».
Κι ενώ ετούτα όλα λεγόντουσαν κρυφά,
ήρθαν κατόπιν των λόγων τα έργα τα πονηρά.
Η παιδούλα δηλαδή εχόρεψε στο μέσον
και οι συμποσιαστές πολύ εκραύγασαν
και είπαν: «Βασιλιά Ηρώδη, προμελετημένη φαίνεται
αυτή η χορεύτρια. Παραέχει στην ψυχή
την πορεία την πρόσκαιρη.»
ιστ΄ Νικήθηκεν ο βασιλιάς απ’ τους επαίνους των θαυμαστών
της κορασιάς
κι ορκίσθηκε τότε μπροστά σε όλους: «Ό, τι μου ζητήσης
θα στο δώσω,
για τούτο το χορό που χόρεψες».
Και η παιδούλα εβγήκε και στη μητέρα απευθύνεται:
«Τι να ζητήσω;»
«Ζήτησε, τέκνο μου, την κεφαλή Ιωάννου
του Βαπτιστού, γιατί αυτήν μονάχα δεν έχω.»
«Αλλοίμονο, μητέρα, μακάρι να κοβόντουσαν τα πόδια μου
και να μην έτρεχα κοντά σου τη συμβουλή σου για να
πάρω.
Και μακάρι φίμωτρο νάβανα και να μη σε ρωτούσα,
όσα δεν έπρεπε. Μακάρι σιγή να κράταγα
αιώνια, όχι πρόσκαιρη.»
ιζ΄ Έτσι η παιδούλα έπρεπε να πη. Όμως τίποτα τέτοιο
δεν άρθρωσε,
γιατί ήταν από γης αγκαθοφόρα, ρίζας κακής ανώφελο
ζιζάνιο
με θανάσιμο νόσημα.
Κι απ’ αυτό εγεύθη ο Ηρώδης και δεν απαλλάχθηκε,
αλλά το κράτησε μέσα του
και αφού δεν το χώνεψε τέτοιον φόνον ερεύτηκε
και του θείου Προδρόμου ξέρασε την αποτομή.
Πράγμα που εγέννησε πόνο στον εκτελεστή του φόνου
και τιμή σ’ όσους τιμούνε την Αποκεφάλισι.
Δηλαδή ο φονιάς αφανίσθηκε κι οι τιμώντες πιστοί
υπάρχουν ακόμα και ζούνε εξασφαλίζοντας ζωή
αιώνια, όχι πρόσκαιρη.
ιη΄ Γιέ του όντως ιερέα, τέκνο της στείρας και προφήτιδας,
Ιωάννη, θρέμμα της ερήμου, επειδή τη νηστεία σου
εθυμηθήκαμε,
δύναμι δώσε να νηστέψουμε.
Μιμητές σου να γενούμε, όσο τουλάχιστον μπορεί ετούτο
ο καθένας μας.
Γιατί δεν κυριαρχεί σε κανέναν μας η κοιλιά μας
αλλά εμείς επικρατούμε πάντα στην κοιλιά,
σύμφωνα με τον Παύλο: «Οι τροφές είναι για την κοιλιά
και η κοιλιά για τις τροφές». Όμως εμείς είμαστε του
Χριστού,
που θεληματικά ενήστεψε και κατάργησε
την αρχαία πείνα μας, την οποίαν ο Αδάμ επείνασε,
για την τέρψι, την πρόσκαιρη.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού Κοντάκιον
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΤΟΜΗΝ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Προοίμιον Ι
Πρέπει σοι, Πρόδρομε, έπαινος άξιος,
ότι της αιωνίας ζωής υπέρ απέθανες
ως μισήσας την πρόσκαιρον.
Προοίμιον ΙΙ
Η του Προδρόμου ένδοξος αποτομή
οικονομία γέγονε τις θεϊκή,
ίνα και τοις εν Άιδη του σωτήρος κηρύξη την έλευσιν∙
θρηνείτω ουν Ηρωδιάς άνομον φόνον αιτήσασα∙
ουμενούν γαρ τον του θεού ζώντα αιώνα ηγάπησεν,
αλλ’ επίπλαστον, πρόσκαιρον.
Οίκοι
α΄ Τα γενέσια τα του Ηρώδου πάσιν εφάνησαν ανόσια,
ότε εν μέσω των τρυφώντων η κεφαλή η του νηστεύοντος
παρατέθη ώσπερ έδεσμα∙
τη χαρά συνήφθη λύπη, και τω γέλωτι εκράθη
πικρός οδυρμός,
ότι την κάραν του βαπτιστού πίναξ φέρων∙
επί των πάντων εισήλθεν, ως είπεν η παίς∙
και δια στρήνον θρήνος επέπεσε πάσι
τοις αριστήσασι τότε συν τω βασιλεί∙
ου γαρ έτερψεν εκείνους ούτε Ηρώδην αυτόν∙
φησί γαρ ελυπήθη λύπην ουκ αληθινήν,
αλλ’ επίπλαστον, πρόσκαιρον.
β΄ Ουκ ανέμεινε γαρ ο Ηρώδης ούτε εχρόνισε λυπούμενος∙
αλλ’ ώσπερ ήδη μελετήσας το ασεβές ευθύς εποίησεν,
ίνα τέρψη ην εμοίχευσεν∙
η μοιχάς γαρ, ουχ η κόρη αποκόψαι τον της στείρας
εζήτει καρπόν∙
ήτις και τάχα προ της τομής την ιδίαν
γνώμην εδήλου τη κόρη βοώσα αυτή∙
«Δεύρο μοι, τέκνον, συναίνεσον τη μητρί σου∙
λόγον γαρ κρύφιον έχω γυμνώσαι προς σε∙
φανερώ σοι την βουλήν μου∙ επιθυμώ ανελείν
τον υιόν Ζαχαρίου∙ έδωκε γαρ μοι πληγήν
αιωνίαν, ου πρόσκαιρον.»
γ΄ Υπακούσασα δε η παιδίσκη του παρανόμου μελετήματος
έφριξεν, έκραξεν∙ «Ω μήτερ, ω τι δεινόν εστί το πάθος σου∙
άφες τούτο ανιάτρευτον∙
αν γαρ θέλης θεραπεύσαι χαλεπώτερον το τραύμα
ποιείς σεαυτή∙
κοίμησον ένδον των λογισμών σου το ρήμα,
μήποτε γένηται πτώμα τω γένει ημών∙
ούτε γαρ μόνη τον εξ αυτού μόρον δέχη,
αλλά καγώ και Ηρώδης και οι εξ ημών∙
εάν θάνη Ιωάννης, γέγονε πάντα νεκρά,
και ετάφημεν ζώντες μνήμην λείψαντες κακήν,
αιωνίαν, ου πρόσκαιρον.»
δ΄ «Τι εγένετο σοι, ω παιδίσκη; τι σοι συμβέβηκεν αιφνίδιον;
πόθεν εφείσω Ιωάννου και της μητρός υπερηγάπησας
τον μισούντα την ζωήν ημών;
αγνοείς πολλάκις, τέκνον, α υπέθετο Ηρώδη ένεκεν
εμού,
‘ουκ έξεστί σοι’, λέγων, ‘έχειν την γυναίκα
Φιλίππου του αδελφού σου∙ απόθου αυτήν’.
θέλω ουν ήδη την άκαιρον παρρησίαν
του τολμηρού αποκόψαι, αν εύρω καιρόν∙
αφελώ αυτού την γλώτταν, μάλλον δε την κεφαλήν,
και λοιπόν ου λυπούμαι έχουσα εν ασφαλεί
την ζωήν μου την πρόσκαιρον.»
ε΄ «Ασεβούμεν, μήτερ, ουκ εις άλλους,
αλλ’ εις ημάς και την ζωήν ημών,
ώσπερ Ιεζάβελ τον Ηλίαν ολέσαι θέλουσα τον δίκαιον
εαυτήν μάλλον απώλεσεν∙
Ο Ηλίας μεν εντόνως, Ιωάννης δε εννόμως ήλεγξεν
ημάς∙
ο ερημίτης συν αυστηρότητι είπεν
ως παραινών τω Ηρώδη∙ ‘ουκ έξεστι σοι’∙
ο δε Θεσβίτης μετά πραΰτητος είρξε
του Αχαάβ τας νεφέλας∙ ουκ έβρεξε γαρ∙
δια τούτο, δέσποινά μου, θάψον το σκέμμα σου νυν
και το σκάμμα νεκρώσης, μη ποιήσης ως αεί
την αισχύνην την πρόσκαιρον.»
στ΄ «Παρ’ εμού διδάσκου, ανοσία, μη επιχείρου νουθετήσαι
με∙
όταν γαρ πάντα μάθης πλήρις τα νυν επιλανθάνει σε∙
ου νοείς∙ ουδέ γαρ δύνασαι∙
αν γαρ ούτος ο βαπτίζων επιμείνη με υβρίζων
και φαίνηται ζων,
έκαστος αίρει την προς εμέ παρρησίαν,
και, άπερ θέλει, ως θέλει λέγει κατ’ εμού
ως της τυχούσης, ουχί δε βασιλευούσης,
ως γυναικός ιδιώτου και ου σεβαστού∙
αλλ’ ησύχασον, παιδίσκη∙ πλέον γαρ σου και πολλών
το συμφέρον γιγνώσκω∙ οίδα κτήσασθαι τιμήν
αιωνίαν, ου πρόσκαιρον.»
ζ΄ «Ερωτώ σε, μήτερ, το τοιούτον
πότε βουλεύει τελεσθήναι σοι;
εν τω φωτί ή εν τω σκότει; το ασεβές γαρ σου ενθύμημα
της νυκτός εστίν επάξιον∙
δια τίνος ουν τελείται; τις μη ναρκήσει φονεύσαι
προφήτην Χριστού;»
«Σύ ως θυγάτηρ συνέρχου τη σε τεκούση
του ανελείν τον εχθρόν μου και γένη μοι χείρ»∙
«Δέομαι, μήτερ, μη δι’ εμού της αθλίας
δέξεται η γη το αθώον αίμα του σοφού∙
ως εσφάγη Ζαχαρίας, νυν Ιωάννης τμηθή∙
καγώ μη υπουργήσω, μήπως λήψωμαι πληγήν
αιωνίαν, ου πρόσκαιρον.»
η΄ «Ιωάννης σοι προετιμήθη, ω παναθλία και ταλαίπωρε,
της βαστασάσης σε κοιλίας; ο βαπτιστής αναγκαιότερος
κατεφάνη τη ανοία σου;
ουκ αιδείσαι τους μαστούς μου, οι εποίησαν τροφήν σου;
ως είθοις γε μη∙
τι γαρ εζήτουν κατ’ εμαυτής αναθρέψαι
την δια της απειθείας εχθραίνουσαν με;
τι δε ηπείχθην τω βασιλεί συναφθήναι
δια το περισωθήναι την θλίβουσαν με;
δια τι δε προλυπούμαι; γένηται ρήμα εμόν∙
και ο θέλω τελείται∙ και μη θέλουσα ποιείς
την βουλήν μου την πρόσκαιρον.
θ΄ Νυν ουν ησυχάσω και μη δείξω
τη παγκακούργω α βουλεύομαι∙
μήποτε σκέψηται και εύρη του ενθυμίου μου αναίρεσιν
η τεχθείσα μου εις κόλασιν.»
των τοιούτων εσκεμμένων και πολλάκις ειρημένων
υπό της μητρός
η μεν θυγάτηρ εν ησυχία διήγεν,
η δε τεκούσα ενήχει τότε τω ανδρί
λέγουσα∙ «Άνερ, των γενεσίων σου ώρα∙
ποίησον ημίν ημέραν φιαδράς εορτής∙
ευφρανθώμεν εν τω γήρει∙ την γαρ νεότητα μου
λαβών ο αδελφός σου περιέσυρε κακώς
εις τον βίον τον πρόσκαιρον.»
ι΄ Ο Ηρώδης ουν υπό των λόγων της επιβούλου
βουκολούμενος
μέγα εκραύγασε βοήσας και ως ασύνετος εν γέλωτι
την φωνήν αυτού ανύψωσε∙
«Κοινωνέ μου», λέγων, «γύναι, και εν τούτω χάριν έχω
τω φίλτρω τω σω∙
αν ουν τελέσω των γενεσίων την ώραν,
συ τι προσάγεις μοι δώρον άξιον εμού;»
«Τί σοι προσάξω; δούλην εμαυτήν, και πάλιν
την εξ εμού παραστήσω ορχήστριάν σοι,
την ευφραίνουσάν σε πάνυ, και φαιδρυνώ αληθώς
την της γενέσεως ημέραν, ην ποιήσεις, βασιλεύ,
δια τέρψιν την πρόσκαιρον.»
ια΄ Υπεκλίθη ουν τω παρανόμω της πονηράς αυτού γενέσεως
η τρισκατάρατος ημέρα, ην και αυτός κατηράσατο
ο Ιώβ ούτω φθεγξάμενος,
η ως είπε Ζαχαρίας∙ «Η ημέρα έσται εκείνη
σκότος και ου φως»∙
καν γαρ ερρέθη τούτο περί της ημέρας,
ότε το φως των εν σκότει ην εν τω σταυρώ,
όμως αρμόττει τη του Ηρώδου ημέρα,
ότι εν ταύτη εκτάνθη φίλος του φωτός∙
και ο κτείνας μεν ουκ έστιν, ο δε κτανθείς και εστί
και λακεί μετά θνήσιν έλκων πάντας προς ζωήν
την αεί και ου πρόσκαιρον.
ιβ΄ Ρίψας ταύτα πάντα ο Ηρώδης των εαυτού λοιπόν εγένετο,
και της ημέρας συμφθασάσης των γενεσίων, καθώς
γέγραπται,
εν αυτή δείπνον εποίησε
μεγιστάσι και τοις φίλοις, χιλιάρχοις και συμβούλοις
πάσιν ομαδόν∙
του δε αρίστου μετά χαράς τελουμένου
και εσθιόντων ηδέως των αριστητών,
άφνω ετράπη η τράπεζα εις παγίδα,
και εγενήθη τι βρώμα σκάνδαλον αυτοίς,
επειδή την κεκρυμμένην παγίδα του βαπτιστού
ου συνέτριψαν γνόντες, αλλ’ ηνέσχοντο οράν
δια τέρψιν την πρόσκαιρον.
ιγ΄ Ως ουν είδε πάντας μεθυσθέντας Ηρωδιάς η πολυμήχανος,
ήνπερ εζήτει ευκαιρίαν ευρούσα, είπεν εν ψυχή αυτής∙
«Ίδε, ώρα ην εθήρευον∙
νυν τελείται όπερ ήθελον, και φονεύεται ο λέγων
μοιχάδα εμέ∙
δεύρο ουν, τέκνον, προσάξω σε τη ημέρα
δώρον καλόν υποτάσσον Ηρώδην ημίν∙
είσελθε, τέκνον, χαρίτωσον τω ποδί σου
τον βασιλέα και πάντας τους φίλους αυτού∙
μεταστρέφης την καρδίαν του σεβαστού προς ημάς
ως στρεβλόν τόξον άρτι∙ κερδανούμεν τιμήν
αιωνίαν, ου πρόσκαιρον.»
ιδ΄ Μετεποίησεν η ανοσία τοις λόγοις τούτοις το κοράσιον,
και κοσμηθέν επί το πράγμα το αναιδές περιεβάλλετο
ατιμίαν ως ιμάτιον∙
οι δε φίλοι του Ηρώδου το μεν κάλλος της παιδίσκης
ήνεσαν πολύ,
της δε τεκούσης την αδιάτρεπτον γνώμην
και τον σκοπόν εννοούντες είπαν εν κρυφή∙
«Βλέπετε γνώμην Ηρωδιάδος της πόρνης,
πως και ην έτεκε θέλει δείξει κατ’ αυτήν;
ουκ ηρκέσθη τη ιδία αναισχυντία αυτής,
αλλά και την εκ σπλάγχνων έχρανεν επί ημών
δια τέρψιν την πρόσκαιρον.
ιε΄ Αψευδής ο λόγος της σοφίας∙ ‘τέκνα μοιχών έσται
ατέλεστα,
και παρανόμου κοίτης σπέρμα αφανισθήσεται εις τέλειον’∙
ώσπερ τούτο το κοράσιον,
ο προς ώραν μεν ησχύνθη, μετ’ ολίγον δε πολλάκις
χείρον τι ποιεί»∙
τούτων δε πάντων ου φανερώς λεγομένων,
ήλθε κατόπιν των λόγων έργα πονηρά∙
η γαρ παιδίσκη ορχησαμένη εν μέσω
των αριστώντων το στόμα έπλησε κραυγών∙
«Βασιλεύ», φησίν, «Ηρώδη, ως εκ μελέτης εστίν
η ορχήστρα αύτη∙ πάνυ έχει εν ψυχή
την πορείαν την πρόσκαιρον.»
ιστ΄ Νικηθείς ο άναξ τοις επαίνοις των ευφημούντων το
κοράσιον
ώμοσε τότε επί πάντων∙ «Ο αν αιτήση με, παρέχω σοι
υπέρ ταύτης της ορχήσεως»∙
η δε παίς εξήλθε και φησί προς την τεκούσαν∙
«Αιτήσομαι τι;»
«Αίτησον, τέκνον, την κεφαλήν Ιωάννου
του βαπτιστού, ότι ταύτης μόνης υστερώ»∙
«Οίμοι, τεκούσα, είθε ετμήθην τους πόδας
και μη εξέδραμον προς σε μαθείν παρά σου∙
είθε πάλιν εφιμώθην και μη ηρώτησα σε
α ουκ έδει∙ είθε ήσκησα σιγήν
αιωνίαν ου πρόσκαιρον.»
ιζ΄ Ούτως έδει λέξαι την παιδίσκην∙ όμως ουδέν τούτων
εφθέγξατο∙
ην γαρ εκ γης ακανθηφόρου, ρίζης κακής πικρόν ζιζάνιον,
νόσον έχουσα θανάσιμον∙
ης γευσάμενος Ηρώδης ουκ απέπτυσεν, αλλ’ έσχειν
ένδον εαυτού∙
όθεν μη πέψας τούτο ηρεύξατο φόνον
και την του θείου προδρόμου ήμεσε τομήν
πόνον γεννώσαν τω εκτελέσαντι φόνον
και την τομήν τοις τιμώσι νέμουσαν τιμήν∙
ηφανίσθη γαρ ο κτείνας, οι δε τιμώντες πιστοί
εισίν έτι και ζώσι ποριζόμενοι ζωήν
αιωνίαν, ου πρόσκαιρον.
ιη΄ Υιέ του όντως ιερέως, τέκνον της στείρας και προφήτιδος,
θρέμμα ερήμου, Ιωάννη, ότι νηστείας σου εμνήσθημεν,
δος ισχύν ινά νηστεύσωμεν∙
γενηθώμεν μιμηταί σου, καν εις τούτο ο ισχύει
έκαστος ημών∙
ου γαρ δεσπόζει τινός ημών η κοιλία,
αλλά ημείς της κοιλίας κρατούμεν αεί
κατά τον Παύλον∙ «Τα βρώματα τη κοιλία
και η κοιλία τοις βρώμασιν»∙ ημείς δε Χριστού
του νηστεύσαντος βουλήσει και αφελόντος ημών
την πείναν και την αρχαίαν, ην επείνασεν Αδάμ
δια τέρψιν την πρόσκαιρον.
Από το βιβλίο Ρωμανού Μελωδού, «Ύμνοι», Απόδοση στα νέα ελληνικά Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, Τόμος Δεύτερος, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Χ. Μπούρας, Αθήνα ( Σελ. 46 -65).
Επι΄μέλεια κειμένου Κωνσταντίνα Κυριακούλη.
Παράβαλε και:
29 Αυγούστου, η Αποτομή της κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου: Υμνολογική εκλογή.