Κυριακή Ε. επιστολών – Η Αποστολική Περικοπή της Θ. Λ., το πινέλο, λόγος του αειμήστου επισκ. Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου.

Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας.
Προς Ρωμαίους Ι. 1 – 10.

ΑΔΕΛΦΟΙ, η μέν ευδοκία της εμής καρδίας και η δέησις η προς τον Θεόν υπέρ του Ισραήλ εστίν εις σωτηρίαν’ μαρτυρώ γάρ αυτοίς ότι ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν. Αγνοούντες γάρ την του Θεού δικαιοσύνην, και την ιδίαν δικαιοσύνην ζητούντες στήσαι, τη δικαιοσύνη του Θεού ουχ υπετάγησαν. Τέλος γάρ νόμου Χριστός εις δικαιοσύνην παντί τω πιστεύοντι. Μωϋσής γάρ γράφει την δικαιοσύνην την εκ του νόμου, ότι ο ποιήσας αυτά άνθρωπος ζήσεται εν αυτοίς” η δέ εκ πίστεως δικαιοσύνη ούτω λέγει” μή είπης εν τη καρδία σου, τίς αναβήσεται εις τον ουρανόν? Τούτ’ έστι Χριστόν καταγαγείν” ή τίς καταβήσεται εις την άβυσσον? Τούτ’ έστι Χριστόν εκ νεκρών αναγαγείν. Αλλά τί λέγει? Εγγύς σου το ρήμά εστιν, εν τω στόματί σου και εν τη καρδία σου, τούτ’ έστι το ρήμα της πίστεως ο κηρύσσομεν. Ότι εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση’ καρδία γάρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δέ ομολογείται εις σωτηρίαν.

Απόδοση.

Αδερφοί, η σφοδρή επιθυμία της καρδιάς μου και η δέησή μου στο Θεό είναι να οδηγηθούν οι Ιουδαίοι στη σωτηρία. Μπορώ να σας βεβαιώσω πως έχουν ζήλο Θεού, αλλά χωρίς τη σωστή γνώση. Γι’ αυτό, στην πράξη αγνοούν το γεγονός πως μόνο ο Θεός μπορεί να δικαιώσει τον άνθρωπο, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να δικαιωθούν με τα έργα τους. Το αποτέλεσμα είναι πως δεν αποδέχτηκαν τη δικαίωση που προσφέρει ο Θεός μέσω του Χριστού. Γιατί ο Χριστός είναι το τέλος του νόμου, αφού εκπληρώνει το σκοπό του, δίνοντας τη σωτηρία σ’ όποιον πιστεύει.
Ο Μωυσής γράφει για τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο, ότι όποιος πράττει σύμφωνα με τις εντολές του νόμου, θα βρει σ’ αυτές τη ζωή. Για τη δικαίωση όμως που πηγάζει από την πίστη, λέει: «Μην αναρωτηθείς ‘ποιος μπορεί ν’ ανέβει στον ουρανό;’» για να κατεβάσει δηλαδή το Χριστό. «Ούτε να πεις ‘ποιος μπορεί να κατεβεί στον άδη;’» για ν’ ανεβάσει δηλαδή το Χριστό από τους νεκρούς. Αλλά τι λέει; Κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα σου και στην καρδιά σου, και εννοεί το λόγο της πίστεως που κηρύττουμε. Αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου πως ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα βρεις τη σωτηρία. Πραγματικά, όποιος πιστεύει με την καρδιά του, οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα οδηγείται στη σωτηρία.

Επιμέλεια κειμένου Κωνσταντίνα Κυριακούλη.

ΤΟ ΠΙΝΕΛΟ

«Ζήλον Θεού έχουσιν, αλλά ου κατ’ επίγνωσιν»

Είναι πολύ διδακτική και διαφωτιστική, αγαπητέ αναγνώστα, η παρατήρησις αυτή του Αποστόλου Παύλου. Ήξευρε καλά τους Ιουδαίους ο μέγας αυτός και ακατάβλητος αετός του πνεύματος. Τους είχε ψυχολογήσει. Ζήλον δια τον Θεόν είχαν, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα και υπερβολικόν. Αλλά ο ζήλος αυτός δεν ήτο φωτισμένος. Δεν ξεκινούσε από την ορθή γνώσιν περί των καθηκόντων μας προς τον Θεόν. Έτσι εδημιουργούσε πλάνες, παρεξηγήσεις και συγκρούσεις, και αυτό ήτο κακόν. Δεν ήτο σύμφωνον με το αληθινό πνεύμα της πίστεως. Και ο Παύλος δεν ήθελε να παρουσιάζωνται τέτοια ζητήματα και εις τους χριστιανούς. Έβλαπταν την Εκκλησίαν.

20 αιώνες επέρασαν από τότε. Και όμως και σήμερα συχνά βλέπει κανείς εις τους πιστούς ζήλον δια τον Θεόν, αλλά λαθεμένον, παρεξηγημένον, αντίθετον προς το γνήσιο περιεχόμενο της θρησκείας μας. Και το σοβαρόν είναι ότι εξ αιτίας αυτού δημιουργείται μεγάλη ζημία. Αξίζει συνεπώς να ασχοληθή το σημερινόν μας φυλλάδιον με αυτό το ζήτημα. Θα είναι αρκετά κατατοπιστικό.

1. Η σύγχρονη εικόνα.

Αν θα ηθέλαμε να σχηματίσωμεν μίαν εικόνα της συγχρόνου θρησκευτικής καταστάσεως, θα διαπιστώναμε ότι εις την κοινωνίαν μας άθεοι εκ πεποιθήσεως δεν υπάρχουν πολλοί. Οι περισσότεροι που κάνουν τον άπιστον είναι θύματα της παλαιάς νοοτροπίας, που από «εξυπνάδα» ο α’ ή ο β’ έκαμνε τον άθεον. Όλοι αυτοί, στην πρώτη τρικυμία της ζωής, θυμούνται τον Θεόν, την προσευχήν, και αφήνουν τη μάσκα της αθείας.

Περισσότεροι στην κοινωνία είναι οι αδιάφοροι. Αυτοί παρασύρονται από τη μέριμνα της ζωής, από το υλιστικό πνεύμα, και ξεκόβουν από την Εκκλησίαν και την θρησκείαν. Δεν είναι βέβαια εχθροί, αλλά δεν θέλουν και να έχουν σχέσεις με την πίστιν. Είναι οπαδοί του δόγματος: «φάγωμεν, πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν».

Μια άλλη κατόπιν μερίδα ανθρώπων, που τα τελευταία χρόνια έγινε κάπως σημαντική, είναι η μερίδα των συνειδητών χριστιανών. Είναι αυτοί που θρησκεύουν με θερμότητα, με καλλιεργημένην συνείδησιν, με αγιότητα βίου, με πνεύμα γνήσιον και καθαρόν. Βέβαια δεν είναι πολύ μεγάλη αυτή η παράταξις. Αλλά κάποτε θα πρέπη να γίνη.

Έτσι φθάνομεν εις μίαν τετάρτην κατηγορίαν ανθρώπων, που δεν είναι ούτε άπιστοι, ούτε αδιάφοροι, αλλά ούτε και απόλυτα συνειδητοί χριστιανοί. Αυτοί έχουν έναν ζήλον δια τον Θεόν. Τους συγκινεί η χριστιανική πίστις, τους επηρεάζει. Όμως αυτός ο ζήλος των είναι, όπως σημειώνει ο Απόστολος Παύλος

2. «Ου κατ’ επίγνωσιν».

Είναι ανάγκη, φίλε αναγνώστα, να σταθώμεν Ιδιαιτέρως εις την κατηγορίαν αυτήν των ανθρώπων. Δεν έχομεν καμμίαν διάθεσιν, βέβαια, κατηγορητηρίου. Αλλά πρέπει να σημειωθούν μερικαί αλήθειαι με ειλικρίνειαν και αγάπην. Μόνον έτσι θα διορθωθούν τα λανθασμένα, τα άσχημα.

Είναι κατ’ αρχήν γεγονός ότι πολύς λαός θρησκεύει. Αλλά η πίστις του αυτή είναι άλλοτε αδύνατη και άλλοτε παρεξηγημένη.

Είναι αδύνατη, ίσως, διότι δεν έτυχεν η μεγάλη μάζα του Ελληνικού λαού να διδαχθή σωστά και ολοκληρωμένα την χριστιανικήν αλήθειαν. Επεράσαμε, βλέπετε, ως έθνος πολλές περιπέτειες. Τα 400 Ιδίως χρόνια της σκλαβιάς, μας εκράτησαν σε μίαν κατάστασιν αγωνίας και μαρασμού ψυχικού. Όλο το έθνος εκοίταζε πώς να απελευθερωθή από τον ζυγόν. Οι κληρικοί μας ήσαν ολίγης μορφώσεως. Οι ολίγοι μορφωμένοι ηγωνίζοντο με σχολές και άλλους τρόπους να διαδώσουν τα γράμματα, αλλά και οι συνθήκες δεν ήσαν ευνοϊκές. Ο λαός έμενε αδιαφώτιστος. Ό,τι ήξευρε, το εμάθαινε σχεδόν μόνον από τους καλογήρους και τους κληρικούς. Είχε μια πίστη πατροπαράδοτη. Σταθερή ίσως, αλλά ακαλλιέργητη, ανακατεμένη και με προλήψεις και με έθιμα ειδωλολατρικά.

Ήλθεν έπειτα η επανάστασις του 1821 και η δημιουργία του Ελληνικού Κράτους. Αλλά αι δυσκολίαι δεν έλειψαν. Πόλεμοι, επαναστάσεις, περιπέτειαι, αποτυχίαι εθνικαί, δεν έδωσαν την ευχέρειαν να γίνη συστηματική εργασία διαφωτίσεως του λαού εις τα θέματα της πίστεως. Έτσι, μέχρι τα τελευταία σχεδόν χρόνια ο λαός μας εζούσε με τας παραδόσεις του μόνον, με την πίστιν των πατέρων του, που ήταν αρκετά έντονη, δεν είχεν όμως πάντοτε γνήσιο χριστιανικό πνεύμα και περιεχόμενο.

Βέβαια, είναι κατ’ αρχήν ευτύχημα, ότι μέσα στις περιπέτειες του έθνους, ο λαός μας είχε αυτήν την πίστιν, έστω και αναιμικήν. Διότι θα ήταν μέγα ατύχημα αν ευρίσκετο χωρίς πνευματικό στήριγμα σε τέτοια περίοδο σεισμού. Όμως σήμερα πρέπει να ομολογήσωμεν ότι δεν φθάνει αυτό. Είναι απόλυτος ανάγκη διαφωτίσεως και ενισχύσεως της πίστεως.

3. Παρανοήσεις, νοσηρότητες, πλάνες.

Είναι κοινή πλέον ομολογία, αγαπητέ, ότι από απόψεως ορθότητος δόγματος, από πλευράς καθαράς πίστεως, ανοθεύτου και γνησίας, η Ορθόδοξος Εκκλησία κατόρθωσε να μείνη εις το σημείον αυτό αδιάβλητος, αληθινά ορθόδοξος, χωρίς να επιτρέψη καμμίαν αλλοίωσιν της αληθείας.

Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τους πιστούς. Ημείς οι άνθρωποι παρασυρόμεθα και πλανώμεθα. συχνά. Έτσι συμβαίνει, από άγνοιαν πολλάκις, να παρουσιάζωμεν εις την θρησκευτικήν μας ζωήν ορισμένες πλευρές που θεωρούνται ως ζήλος Θεού, ενώ είναι έλλειψις ορθής πίστεως. Δεν εννοούμεν εδώ τους αιρετικούς, οι οποίοι εν γνώσει των διαστρέφουν την αλήθειαν και εμφανίζονται ως ζηλωταί, ενώ κατά βάθος είναι πράκτορες, που επώλησαν την συνείδησίν των εις το χρήμα. Αυτοί είναι προδόται της πίστεως. Εννοοούμεν όμως εκείνους που εκδηλώνουν μίαν θρησκευτικότητα θολήν και επηρεασμένην από προλήψεις, ξένας προς το γνήσιον χριστιανικόν πνεύμα.

Πιστεύει λόγου χάριν ο Χριστιανός εις τον Θεόν, όμως δίδει εμπιστοσύνην και εις τα όνειρα, το κλαψοπούλι, την πλάτη του αρνιού, το παίξιμο του ματιού, την εύνοιαν της τύχης. Φτιάχνει ωραίο εικονοστάσι στο σπίτι και το τοποθετεί εις την καλυτέραν θέσιν, παραλλήλως όμως κρεμάει και ένα χρυσωμένο πέταλο στην πόρτα, για «το καλό» του σττιτιού.

Αρρωσταίνει το παιδί του; Θα πάη βέβαια εις την Εκκλησίαν, θα κάμη Θείαν Λειτουργίαν, ευχέλαιον, παρακλήσεις. Όμως ένα βραδάκι θα καταφύγη και στη μάγισσα, που μιλάει με τα άστρα! Πώς κατώρθωσεν αλήθεια ο άνθρωπος να ανακατέψη το χρυσάφι με τα κάρβουνα, τα μύρα με τη λάσπη!

Και αν του πης κάτι, ότι αυτό δηλαδή δεν είναι σωστό, είναι ικανός να σε υβρίση, και τον βλέπεις να κουράζεται, να τρέχη, να αγωνιά για πράγματα που δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με την γνησίαν χριστιανικήν πίστιν. Και θλίβεσαι δια την παρανόησιν και πικραίνεσαι δια τα λάθη αυτά.

Αλλά υπάρχει και η μερίδα των ζηλωτών από φανατισμόν. Πιστεύουν στον Θεό. Έχουν μέσα των αρκετό ζήλο. Αλλά ο ζήλος αυτός είναι κακής ποιότητος. Διότι η θρησκευτικότης των φαίνεται ότι συνδέεται περισσότερον μάλλον με τους ξηρούς τύπους παρά με τον Χριστόν. Δημιουργούνται λοιπόν έτσι καταστάσεις τας οποίας χαρακτηρίζει περισσότερον ο φανατισμός και το πείσμα παρά η καθαρά ευσέβεια. Και όπου υπάρχει φανατισμός, εκεί θα γίνονται και λάθη. Έτσι παρουσιάζονται ενίοτε κρούσματα περιέργου αφοσιώσεως εις τύπους, χωρίς καμμίαν ιδιαιτέραν σημασίαν δια την χριστιανικήν ζωήν, που κάποτε καταντούν πίστις εις «βεβήλους και γραώδεις μύθους», όπως με πολύν πόνον σημειώνει ο Απόστολος Παύλος. Επάνω εις μίαν τοιαύτην κατάστασιν αντιλήψεων„ δεν είναι κατόπιν καθόλου δύσκολον να δημιουργηθούν πείσματα, αντιδράσεις, πικρόχολα σχόλια, συκοφαντικαί ενίοτε ενέργειαι και αδικίαι. Και έτσι, εν ονόματι δήθεν του Θεού και της πίστεως, θολώνεται η αλήθεια, φυγαδεύεται η αγάπη, υψώνονται φραγμοί και τείχη στις καρδιές των ανθρώπων, και τελικά συκοφαντούνται, ως είναι επόμενον, η γνησία πίστις και η ζωή η χριστιανική.

Και οι άνθρωποι, επάνω εις τον φανατισμόν των, νομίζουν ότι έτσι εκδηλώνουν ζήλον Θεού. Και ομως δεν θα είναι. Διότι όταν λείπη η αγάπη, όταν φύγη η κατανόησις, τι είδους ζήλος προς τον Θεόν είναι αυτό; Τι να την κάμη λόγου χάριν ο Θεός τη νηστείαν μας, όταν πληγώνωμεν τους αδελφούς μας; Τι μας ωφελεί να θυσιάζωμεν χρήματα και απολαύσεις της ζωής, όταν δεν κατωρθώσαμεν να θυσιάσωμεν τους εγωισμούς και τα πείσματά μας; Μεγάλη καρδιά, συνιστά ο Απόστολος Παύλος, απέραντη καλοσύνη, ευρύ πνεύμα, αυτό είναι το αληθινό περιεχόμενο της πίστεώς μας.

4. Η ορθή γραμμή.

Και όμως, πρέπει χωρίς αναβολήν να διορθωθή το κακόν. Είναι έγκλημα και αμαρτία να αφήνωμεν τα ζιζάνια, τις πλάνες, τις παρανοήσεις, τους φανατισμούς να δηλητηριάζουν την ζωήν μας.

Η ‘Εκκλησία βέβαια θα πρέπη να κινηθή δραστηριώτερα προς την κατεύθυνσιν του διαφωτισμού του λαού μας. Κηρύγματα, κατηχητικά, ραδιόφωνον, έντυπον, Θεία Λατρεία, όλα επιβάλλεται να τεθούν εις την διάθεσιν αυτού του μεγάλου σκοπού. Αλλά και συ, φίλε αναγνώστα, πρέπει να βοηθήσης, να διαφωτίσης. Να νουθετήσης όπου ημπορείς. Να διαλύσης πλάνας, να παρουσιάσης τας νοσηρότητας και να υπογραμμίσης το κακό που κάνουν αυτές στην κοινωνία. Έχομεν εύπλαστον λαόν. Και φιλότιμον και ευγενικόν. Συγκινείται από το καλόν, ηλεκτρίζεται από την αλήθειαν. Όταν πιστέψη αληθινά, γίνεται φλογερός και ακλόνητος. Αλλά πρέπει να ακούση, να μάθη, να πιστέψη. Η Ορθόδοξος πίστις είναι μεγαλειώδης και κρυσταλλίνη. Η γνήσια χριστιανική ζωή έπειτα είναι αγάπη, φως, δύναμις, πολιτισμός και δημιουργία. Πότε άραγε θα τα αποκτήση; Όταν γίνη αυτό, τότε μόνον θα σωθή. Διότι μόνον τότε θα απαλλαγή από τις νοσηρότητες και τις πλάνες και θα ανεβή στα ύψη της αληθινής χριστιανικής ευδαιμονίας και χαράς. Αλήθεια, έτσι γίνονται οι λαοί πρωτοπόροι. Έτσι μόνον μεγαλουργούν.

Αγαπητοί,
Κάποιος νέος ζωγράφος, εθαύμαζεν έναν μεγάλο καλλιτέχνη, που κατώρθωνε να ζωντανεύη με το πινέλο του τις μορφές και τα τοπία. Ο καλλιτέχνης αυτός κάποτε πέθανε. Ο νέος τότε σκέφθηκε πως ήταν ευκαιρία να αναδειχθή κι αυτός μεγάλος ζωγράφος. Επήγε λοιπόν στη χήρα του καλλιτέχνου και με πολλή ευγένεια της εζήτησε να του δανείση το πινέλο του συζύγου της. Εκείνη του το έδωκεν ευχαρίστως. Έπειτα όμως από μερικές ημέρες ξαναγύρισε και ρώτησε. Κυρία μου, είσθε βεβαία πως αυτό που μου εδώσατε ήταν το πινέλο του μεγάλου ζωγράφου; Βέβαια, απήντησεν αυτή. Αλλά γιατί αμφιβάλλετε; Να, ξέρετε, απήντησε τότε εκείνος με αφέλεια, προσεπάθησα τόσο, αλλά δεν μπόρεσα να ζωγραφίσω όπως εζωγράφιζεν ο σύζυγός σας. Παιδί μου, είπε τότε στοχαστικά η κυρία, εκείνο που εζωγράφιζε δεν ήταν το πινέλο αλλά η ψυχή του συζύγου μου. Αυτή κινούσε τον χρωστήρα και έδινε ζωή στα χρώματα.

Αδελφοί,
Ο ζήλος είναι το πινέλο που έχομε ο καθένας. Αλλά δεν φθάνει μόνον αυτός. Χρειάζεται και φωτισμένη και ζωντανή ψυχή. Τότε το πινέλο των προσπαθειών, των αγώνων μας και του ζήλου μας θα παρουσιάση στη ζωή μας ψυχικά μεγαλουργήματα. Τότε.

Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 76 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς.

Παράβαλε και. . .
Κυριακή Ε Ματθαίου – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., Βασιλείου Επισκ. Σελευκείας, λόγος εις τον δαιμονιζόμενον των Γεργεσηνών.

Δημοσιεύθηκε στην Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.