Του Οσίου Πατρός ημών Φωτίου του Μεγάλου – ομιλία πρώτη, εις την έφοδον των Ρως(Ρώσων).

Τίτλος της ομιλίας αυτής του Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως είναι: «ομιλία πρώτη εις την έφοδον των Ρώς. Εκφωνήθηκε κατ’ άλλους το 866, κατ’ άλλους το 864, ενώ κατά τον Σ. Αρίσταρχο, που εξέδωκε το 1900 μαζί με αυτές τις δεκαεννέα γνήσιες κατά τον Β. Λαούρδα μεγάλο αριθμό νόθων ομιλιών, το 861, που είναι και το ορθότερο. Κατά την έφοδο αυτή των Ρώσων εναντίον της Βασιλεύουσας, που συνέβη τον Ιούνιο του 860, όπως και κατά τη δεύτερη, δημιουργήθηκε ανάμεσα στο λαό αυτής, παρά τον μικρό αριθμό επιδρομέων, μεγάλη ταραχή, και ο λόγος ήταν, όπως διαφαίνεται από την ομιλία αυτή, επειδή κατά το χρονικό εκείνο διάστημα η πόλη ήταν έρημη από στρατιώτες, που είχαν ακολουθήσει τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ. κατά την εκστρατεία του στην Ασία.

Ε. ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ

α’. Τί τούτο; Τίς η χαλεπή αύτη και βαρεία πληγή και οργή; Πόθεν ημίν ο υπερβόρειος ούτος και φοβερός επέσκηψε κεραυνός; Ποία νέφη παθών πυκνωθέντα, τίνων δε κριμάτων σφοδραί παροτρίψεις, την ανυπόστατον ταύτην καθ’ ημών εξυπηρήνισαν αστραπήν; Πόθεν η βαρβαρική αύτη και πυκνή και αθρόα κατερράγη θάλασσα, ου καλάμην σίτου κείρουσα και τον στάχυν συμπατάσσουσα, ουδέ κληματίδας αμπέλου μαστίζουσα και τον καρπόν άωρον τεμαχίζουσα, ουδέ φυτών τα στελέχη τύπτουσα και τους κλάδους διασχίζουσα, ο πολλοίς πολλάκις μέτρον επλήρωσεν εσχάτης κακώσεως, άλλ’ ανθρώπων αυτών οικτρώς τα σώματα συναλήθουσα και το γένος άπαν πικρώς ολοθρεύουσα; Πόθεν ή πώς των τηλικούτων και τοσούτων κακών ο τρυγίας, ό,τι μη μείζον ειπείν, εξεχύθη εφ’ ημάς; Άρ’ ου δια τας αμαρτίας ημών ταύτα πάντα ήλθεν εφ’ ημάς; Ουκ έλεγχος ταύτα και ανάγραπτος θρίαμβος των ημετέρων παραπτωμάτων; Ουχί δε και τεκμηριοί το των παρόντων φοβερόν τα των μελλόντων φρικτά και αδέκαστα δικαιωτήρια; Ουκ ελπίς απάντων ημών, μάλλον δε κοινή προκειμένη όψις, ίνα μηδέ της συμφοράς τοις έπειτα πυρφόρος εκφύγη, μηκέτι μηδένα εις το περιείναι εγκαταλειφθήναι; Όντως «ελασσονούσι φυλάς αμαρτίαι» και ως ρομφαία δίστομος πάσι τοις χρωμένοις αυτή. Ερρύσθημεν κακών, οις πολλάκις συνεσχέθημεν˙ δέον ευχαριστείν, ουκ ευγνωμονήσαμεν˙ εσώθημεν, ημελήσαμεν˙ εφρουρήθημεν, κατεφρονήσαμεν εφ’ οις δέος ην τιμωρίαν υποσχείν.
Ώ γνώμης ωμής και αδιακρίτου, και τί γαρ ουχί των δυσχερών και δεινών πάσχειν αξίας; Τους μικρά τινά και των ευτελεστάτων οφείλοντος, αποτόμως εισπραξάμεθα, ετιμωρησάμεθα. Ουκ εμνήσθημεν της ευχαριστίας, παρελθούσης της ευεργεσίας˙ ουδ’ ότι συγγνώμης ετύχομεν, τους πλησίον ωκτειρήσαμεν, άλλ’ εν ώ των επικρεμασθέντων φόβων και κινδύνων απηλλάγημεν, αγριώτεροι τούτοις κατέστημεν, μήτε το πλήθος και μέγεθος των οικείων οφλημάτων και την επί τούτοις του Σωτήρος συγχώρησιν λογισάμενοι, μήτε την των ομοδούλων οφειλήν βραχυτάτην ούσαν και μηδέ εν στάθμη λόγου ζυγοστατουμένην προς τας ημετέρας αιδεσάμενοι, πολλών δε και μεγάλων φιλανθρώπως ελευθερωθέντες αλγεινών, άλλους και αφιλανθρώπως εδουλώσαμεν. Ευφράνθημεν, ελυπήσαμεν, εδοξάσθημεν, ητιμώσαμεν˙ ισχύσαμεν, ευθηνήσαμεν, εξυβρίσαμεν, ηφρονευσάμεθα. Ελιπάνθημεν, επαχύνθημεν, επλατύνθημεν, και, ει μη τον Θεόν ως ο πάλαι Ιακώβ εγκατελίπομεν, άλλ’ ως ο ηγαπημένος πλησθέντες απελακτίσαμεν και ως δάμαλις παροιστρώσα των του Κυρίου προσταγμάτων παροιστρήσαμεν και των δικαιωμάτων αυτού κατωλιγωρήσαμεν. Δια τούτο φωνή πολέμου και συντριβή μεγάλη εν τη γη ημών˙ δια τούτο ήνοιξε Κύριος τον θησαυρόν αυτού και εξήνεγκε τα σκεύη της οργής αυτού˙ δια τούτο λαός εξείρψεν από βορρά ως την άλλην επελαύνων Ιερουσαλήμ και έθνη εξηγέρθη απ’ εσχάτου της γης, «τόξον και ζιβύνην κρατούντες»˙ ιταμός εστί και ουκ ελεεί˙ φωνή αυτού ως θάλασσα κυμαίνουσα…

1.Τί είναι αυτό; Τί είναι αυτό το φοβερό και βαρύ πλήγμα και η οργή; Γιατί όρμησε εναντίον μας από τον απόμακρο βορρά ο φοβερός αυτός κεραυνός; Ποιά σύννεφα παθών που συμπυκνώθηκαν, ποιών κριμάτων συγκρούσεις ισχυρές εξαπόλυσαν εναντίον μας αυτή την αβάσταχτη αστραπή; Πώς ξέσπασε η πυκνή αυτή και ογκώδης βαρβαρική θάλασσα, που δεν θερίζει την καλαμιά του σιταριού καταστρέφοντας μαζί και τα στάχυα, ούτε χτυπάει τους βλαστούς του αμπελιού και κομματιάζει τον καρπό άγουρο, ούτε χτυπάει τα δένδρα και σπάζει τα κλαδιά τους, πράγμα που για πολλούς είναι εκπλήρωση του μέτρου έσχατης καταστροφής, άλλ’ αλέθει οικτρά των ίδιων των ανθρώπων τα σώματα και εξολοθρεύει οδυνηρά ολόκληρο το γένος. Για ποιό λόγο και πώς αυτό το κατακάθι κρασιού, για να μη πω κάτι χειρότερο, χύθηκε επάνω μας; δεν ήρθαν άραγε όλα αυτά σ’ εμάς εξαιτίας των αμαρτιών μας, δεν είναι αυτά απόδειξη και θρίαμβος αναγραμμένος των παραπτωμάτων μας; και τα φοβερά αυτά που συμβαίνουν τώρα, δεν επιβεβαιώνουν τις φρικτές και αδέκαστες τιμωρίες του μέλλοντος; Δεν είναι κοινή ελπίδα όλων μας, ή μάλλον κοινό θέαμα μπροστά στα μάτια μας, για να μην διαφύγει για τους μεταγενέστερους ούτε πυρφόρος από τη συμφορά, ούτε ν’ απομείνει κανένας στη ζωή; Πράγματι «λιγοστεύουν οι αμαρτίες φυλές» και είναι σαν ρομφαία δίστομη γι’ αυτούς που τη χρησιμοποιούν. Σωθήκαμε από τα δεινά τα οποία πολλές φορές μας περικύκλωσαν˙ ενώ έπρεπε να ευχαριστούμε τον Θεό, δεν του εκφράσαμε ευγνωμοσύνη˙ σωθήκαμε, αλλά δείξαμε αμέλεια˙ δεχθήκαμε τη φρούρησή του, αλλά περιφρονήσαμε αυτά για τα οποία υπήρχε φόβος να υποστούμε τιμωρία.
Ώ γνώμη απάνθρωπη και χωρίς διάκριση˙ και ποιά από τα δυσχερή και δεινά δεν είναι άξια να πάθει; Από αυτούς που μας όφειλαν μικρά κι ασήμαντα, τα εισπράξαμε βάναυσα και τους τιμωρήσαμε. Δεν θυμηθήκαμε να ευχαριστήσουμε τον Θεό, όταν πέρασε η ευεργεσία. Ούτε, ενώ ελάβαμε συγγνώμη, δείξαμε οίκτο στους συνανθρώπους μας, αλλά, αφού απαλλαχθήκαμε από τους φόβους και τους κινδύνους που μας απειλούσαν, γίναμε αγριότεροι προς αυτούς, και ούτε σκεφθήκαμε το πλήθος και το μέγεθος των οφειλών μας και τη συγχώρηση του Σωτήρα μας γι’ αυτά, ούτε σεβασθήκαμε την οφειλή των ομοδούλων μας που ήταν πολύ μικρή και που δεν ισορροπούσε στη ζυγαριά με τις δικές μας οφειλές. Ενώ ελευθερωθήκαμε από πολλά και μεγάλα οδυνηρά από φιλανθρωπία, υποδουλώσαμε άλλους τελείως απάνθρωπα. Ευφρανθήκαμε, αλλά προξενήσαμε λύπη˙ τιμηθήκαμε, αλλά προξενήσαμε ατίμωση˙ αποκτήσαμε δύναμη και άφθονα αγαθά, άλλ’ όμως ταπεινώσαμε τους άλλους, δείξαμε αφροσύνη. Πλουτίσαμε, παχύναμε, αυξηθήκαμε, και όμως όπως ο παλαιός Ιακώβ εγκαταλείψαμε τον Θεό, όπως ο αγαπημένος εκείνος, αν και γεμίσαμε από ευεργεσίες, εμείς τον κλωτσήσαμε και σαν δαμάλα ξέφρενη απομακρυνθήκαμε ανόητα από τα προστάγματα του Κυρίου, και δείξαμε μεγάλη αδιαφορία για τις δίκαιες αποφάσεις του. Γι’ αυτό ξέσπασε αυτή η φωνή του πολέμου και η μεγάλη συντριβή στη γη μας. Γι’ αυτό άνοιξε ο Κύριος το σκευοφυλάκιό του κι έβγαλε από εκεί τα σκεύη της οργής του. Γι’ αυτό ξεκίνησε λαός από τον βορρά και όρμησε σα να είχε μπροστά του μια άλλη Ιερουσαλήμ, και ξεσηκώθηκαν έθνη από τα πέρατα της γης κρατώντας τόξα και ακόντια. Είναι θρασύς και δεν δείχνει έλεος˙ η φωνή του είναι σαν θάλασσα τρικυμισμένη…

Του Οσίου Πατρός ημών Φωτίου του Μεγάλου – ομιλία πρώτη εις την έφοδον των Ρως=Ρώσων.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.