Κυριακή ΙΣΤ’ Ματθαίου: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., – ομιλίαι των Αγ.: Γερμανού Κων/πόλεως και Ι. του Χρυσοστόμου, “εις την παραβολήν των ταλάντων”.

Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: ΚΕ.14 – 30.

Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην: «άνθρωπός τις αποδημών, εκάλεσε τους ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς τά υπάρχοντα αυτού. Και ώ μέν έδωκε πέντε τάλαντα, ώ δέ δύο, ώ δέ έν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν, και απεδήμησεν ευθέως. Πορευθείς δέ ο τά πέντε τάλαντα λαβών, ειργάσατο εν αυτοίς και εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα. Ωσαύτως και ο τά δύο, εκέρδησε και αυτός άλλα δύο. Ο δέ το έν λαβών απελθών ώρυξεν εν τη γή και απέκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού. Μετά δέ χρόνον πολύν, έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και συναίρει μετ’ αυτών λόγον. Και προσελθών ο τά πέντε τάλαντα λαβών, προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων: «κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας, ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ’ αυτοίς.» Έφη αυτώ ο κύριος αυτού: «εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επι ολίγα ής πιστός, επι πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου.» Προσελθών δέ και ο τά δύο τάλαντα λαβών είπε: «κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας. Ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ’ αυτοίς.» Έφη αυτώ ο κύριος αυτού: «εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επι ολίγα ής πιστός, επι πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου.» Προσελθών δέ και ο το έν τάλαντον ειληφώς, είπε: «κύριε, έγνων σε ότι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας, και φοβηθείς, απελθών έκρυψα το τάλαντόν σου εν τη γή. Ίδε έχεις το σόν.» Αποκριθείς δέ ο κύριος αυτού, είπεν αυτώ: «πονηρέ δούλε και οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα και συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! Έδει ούν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ, εκομισάμην άν το εμόν σύν τόκω. Άρατε ούν απ’ αυτού το τάλαντον και δότε τω έχοντι τά δέκα τάλαντα. Τω γάρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, απο δέ του μή έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ’ αυτού. Και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον. Εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.» Ταύτα λέγων, εφώνη: «ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω.»

Απόδοση.

Ο Κύριος είπε την ακόλουθη παραβολή: «Η βασιλεία του Θεού μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο ο οποίος φεύγοντας για ταξίδι, κάλεσε τους δούλους του και τους εμπιστεύτηκε τα υπάρχοντά του. Σ’ άλλον έδωσε πέντε τάλαντα σ’ άλλον δύο, σ’ άλλον ένα, στον καθένα ανάλογο με την ικανότητά του, κι έφυγε αμέσως για το ταξίδι. Αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα πήγε, τα εκμεταλλεύτηκε και κέρδισε άλλα πέντε. Κι εκείνος που έλαβε τα δύο τάλαντα κέρδισε επίσης άλλα δύο. Εκείνος όμως που έλαβε το ένα τάλαντο πήγε κι έσκαψε στη γη και έκρυψε τα χρήματα του κυρίου του.
Ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γύρισε ο κύριος εκείνων των δούλων και έκανε λογαριασμό μαζί τους. Παρουσιάστηκε τότε εκείνος που είχε λάβει τα πέντε τάλαντα και του έφερε άλλα πέντε, λέγοντας: “Κύριε, μου εμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα• κοίτα, κέρδισα με αυτά άλλα πέντε”. Του είπε ο κύριός του: “εύγε, καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος σε μικρές υποθέσεις, γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ μεγαλύτερες. Έλα να γιορτάσεις μαζί μου”. Παρουσιαστηκε κι ο άλλος με τα δύο τάλαντα και είπε: “Κύριε, μου εμπιστεύτηκες δύο τάλαντα• κοίτα, κέρδισα άλλα δύο”. Του είπε ο κύριός του: «εύγε, καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος σε μικρές υποθέσεις, γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ μεγαλύτερες. Έλα να γιορτάσεις μαζί μου”. Παρουσιάστηκε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και είπε: “Κύριε, ήξερα πως είσαι σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και συνάζεις καρπούς εκεί που δε φύτεψες. Γι’ αυτό φοβήθηκα και πήγα κι έκρυψα το τάλαντό σου στη γη. Να τα λεφτά σου”. Και του αποκρίθηκε ο κύριός του: “δούλε κακέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω όπου δεν έσπειρα, και συνάζω καρπούς απ’ όπου δε φύτεψα! Τότε έπρεπε να βάλεις τα χρήματά μου στην τράπεζα, κι εγώ όταν θα γυρνούσα πίσω θα τα έπαιρνα με τόκο. Πάρτε του, λοιπόν, το τάλαντο και δώστε το σ’ αυτόν που έχει τα δέκα τάλαντα. Γιατί σε καθέναν που έχει θα του δοθεί με το παραπάνω και θα ’χει περίσσευμα• ενώ απ’ όποιον δεν έχει, θα του πάρουν και τα λίγα που έχει. Κι αυτόν τον άχρηστο δούλο πετάξτε τον έξω στο σκοτάδι. Εκεί θα κλαινε, και θα τρίζουν τα δόντια». Και λέγοντας αυτά, πρόσθεσε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει».

Επιμέλεια κειμένων Ιωάννης Τρίτος.

Των Αγίων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως: Γερμανού του Β (το Α κείμενο) και Ιωάννου του Χρυσοστόμου (το Β κείμενο).

Ομιλία εις την παραβολήν των ταλάντων.

Α.
Οι γεωργοί που φυλάσσουν τους αγρούς και τα περιβόλια των αρχόντων, έχουν συνήθεια να συνάζουν όσα άνθη εύρουν ωραία και ευωδέστατα, και να τα προσφέρουν στους κυρίους των, και εάν έχουν και άλλους φίλους, δίδουν και σ’ αυτούς. Εκείνοι, δεχόμενοι τα κρίνα περιχαρώς, ευχαριστούν και φιλοδωρούν τους γεωργούς, αν και δεν λαμβάνουν από τα άνθη εκείνα άλλην ωφέλειαν, εκτός από το ότι ευχαριστούν για λίγην ώραν την όράσι και ότι ευωδιάζουν την όσφρησίν τους. Εμείς δε οι πνευματικοί γεωργοί και διδάσκαλοι, που μας έχει εμπιστευθή ο Κύριος τον αειθαλή λειμώνα του αγίου Ευαγγελίου, και περιποιούμεθα τόσον ωραίον και πανευφρόσυνον περιβόλι, δεν προσφέρουμε μόνον μίαν φοράν τον χρόνον σ’ εσάς τους ηγαπημένους αδελφούς και φίλους, άνθη καλοκαιρινά και ευμάραντα, αλλά καθημερινώς συνάζουμε λόγους πνευματικούς από τον αειθαλή Παράδεισον της Γραφής και σας διδάσκουμε με πολύν πόθο και επιμέλειαν, ευφραίνοντας τις ψυχές σας με διάφορες νουθεσίες και υποδείγματα, με τα οποία ωφελείσθε, μετανοείτε για τις αμαρτίες σας και ευρίσκετε σωτηρίαν αιώνιον. Περιχαρώς λοιπόν να υποδέχεσθε την διδαχήν, αδελφοί, και εκδιώκετε την δυσωδίαν της αμαρτίας, με την ευωδίαν του Αγίου Πνεύματος και αφού έτσι καθαρισθήτε, θα γίνετε ναός του Θεού και κατοικητήρια θείας χάριτος. Ακούσετε λοιπόν και την σημερινήν παραβολήν του Κυρίου μας, να λάβετε στην ψυχήν πολλήν ωφέλειαν, και ιδιαιτέρως οι αμελείς και ράθυμοι, οι οποίοι δεν επιμελούνται να μεταδώσουν στον αδελφόν και πλησίον τους από το χάρισμα που έχει κάθε ένας κατά την τέχνην και την επιστήμην του. Προσέχετε λοιπόν με πολλήν ακρίβειαν.

«Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην. Άνθρωπός τις αποδημών, εκάλεσε τους ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού. Και ω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν. Και απεδήμησεν ευθέως», και τα λοιπά. Εκείνος λοιπόν που έλαβε τα πέντε τάλαντα, επεμελήθη και τα εδιπλασίασεν. Ομοίως και εκείνος που έλαβε τα δύο, εκέρδισε από αυτά άλλα δύο. Ο άλλος όμως, που έλαβε το ένα, έσκαψε την γην και έκρυψε εκεί το αργύριον του Κυρίου του. Και μετά πολύν χρόνον έρχεται ο Κύριος των δούλων εκείνων να αξιολογήση το έργον τους.
Θέλοντας ο Δεσπότης και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να μας φανερώση το έξαφνον της Δευτέρας του Παρουσίας, μας νουθετεί με την παραβολήν ταύτην σοφώτατα. Και αφού πρώτα είπε, «γρηγορείτε ότι ουκ οίδατε την ημέραν, ουδέ την ώραν εν η ο Υιός του ανθρώπου έρχεται», αμέσως μετά προσέθεσε και αυτά: καθώς ένας άνθρωπος που απομακρύνεται από τον τόπον του, έτσι και ο Κύριος, όταν έφευγε από τον κόσμον τούτον σωματικώς για τους ουρανούς, προσεκάλεσε τους δούλους του και τους παρέδωσε τα ουράνια και θεία μυστήρια. Οι δούλοι είναι οι θείοι Απόστολοι και όλοι οι διάδοχοί τους, οι μυσταγωγοί της Εκκλησίας, δηλαδή οι αρχιερείς, ιερείς και διάκονοι, στους οποίους έχει ανατεθή η διακονία του λόγου, έλαβαν δε και πνευματικά χαρίσματα, άλλοι μεγαλύτερα και άλλοι μικρότερα, διότι τα χαρίσματα διαχωρίζονται και διαφέρουν το ένα από το άλλο. Πλην όμως αυτός ο Θεός, το Πνεύμα το Άγιον, είναι που ενεργεί σε όλους και τους ενισχύει. «Και άλλω μεν διά του Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας», κατά την Γραφήν, «άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων…», και σε άλλους άλλα χαρίσματα. «Πάντα δε ταύτα ενεργεί εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται». Και πάλιν σε αυτήν την επιστολήν ο θείος Απόστολος λέγει: «Υμείς εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους. Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον Αποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών». Λοιπόν δεν είναι όλοι Απόστολοι η δυνάμεις, και δεν έχουν όλοι το χάρισμα να θεραπεύουν η να ομιλούν γλώσσες και να ερμηνεύουν, αλλά κάθε ένας κατά την δύναμίν του λαμβάνει το χάρισμα, δηλαδή κατά το μέτρον της πίστεως και της καθάρσεως.

Διότι ανάλογα με την πρόοδον που παρουσιάζει κάποιος στην κατά το ευαγγέλιον ζωήν, λαμβάνει από τον Θεόν την δωρεάν και το χάρισμα. Εάν δώσωμεν ολίγον, ολίγην χάριν λαμβάνουμε, εάν όμως δώσωμε μεγάλην προσπάθεια, λαμβάνουμε και μεγάλην χάριν. Όπως και εκείνος που έλαβε τα πέντε τάλαντα δεν έδειξεν οκνηρίαν, ούτε ποσώς παρημέλησεν, αλλά παρευθύς προσεπάθησε ως ευγνώμων δούλος και οικονόμος επιμελέστατα, να διπλασιάση το χάρισμα. Επειδή όποιος έχει λόγον ή πλούτον ή άλλην τέχνην και δύναμιν και δεν κοιτάζει μόνον τον εαυτόν του, αλλά προσπαθεί να ωφελήση και τον πλησίον του, αυτός διπλασιάζει το χάρισμα το οποίον έλαβεν από τον Θεόν ως ευγνώμων. Ο δε αχάριστος και άχρηστος, ο οποίος παρέχωσε το τάλαντον, είναι αυτός που φροντίζει να ωφελήση μόνον τον εαυτόν του, και για την σωτηρία των άλλων δεν τον ενδιαφέρει καθόλου. Γι’ αυτόν τον λόγον, ο τοιούτος κατακρίνεται και δικαίως καταδικάζεται, διότι έκρυψε την χάριν την οποίαν έλαβεν από τον Κύριον. Ομοίως όταν κάποιος είναι ευφυής και επιτήδειος άνθρωπος και γνωρίζει πολλά, δεν επιδίδεται όμως σε πράγματα που αφορούν την ψυχήν, αλλά σε πρόσκαιρες φροντίδες και δολιότητες, κατακρίνεται και αυτός μαζί με εκείνον που έκρυψε το τάλαντον, διότι δεν εχρησιμοποίησε την ευφυΐαν και την προκοπήν του σε θεία και ωφέλιμα πράγματα αλλά σε ανωφελή και γήινα.

Μετά δε χρόνον πολύν, έρχεται ο Κύριος που έδωσε το αργύριον ή τα λόγιά του, διότι «αργύριον πεπυρωμένον» είναι τα λόγια του Θεού, ή και κάθε χάρισμα γενικώς ημπορείς να ειπής ότι είναι αργύριον, επειδή λαμπρύνει εκείνον που το έχει και τον κάνει ένδοξον. «Και συναίρει λόγον» ο Δεσπότης, εξετάζει δηλαδή εκείνους οι οποίοι έλαβαν τα τάλαντα και τους ζητεί να του αποδώσουν όχι μόνον το κεφάλαιον, αλλά και το όφελος. Γι’ αυτό και κάθε ένας που έλαβε χάρισμα, είναι χρεώστης στον Θεόν, να αγωνισθή να το διπλασιάση το γρηγορώτερον, δηλαδή να ωφελήση και τον πλησίον του. Διότι όποιος διδάσκει τον αδελφόν του, ή του κάνει κάποιαν άλλην ευεργεσίαν, ας γνωρίζη ότι περισσότερο τον εαυτόν του ωφελεί, επειδή διπλασιάζει το κέρδος του και λαμβάνει από τον Δεσπότην πλουσίαν την ανταπόδοσιν.

Και εκείνοι μεν οι οποίοι ηγωνίσθησαν εργαζόμενοι αυτά που έλαβαν, επαινούνται από τον Δεσπότην ως δούλοι καλοί και χρήσιμοι και αξιώνονται, τόσον εκείνος που έλαβε τα δύο, όσον και ο άλλος που έλαβε τα πέντε τάλαντα, ομοίας υποδοχής, ακούγοντας και οι δύο τον ίδιον λόγον από τον Κύριον, δηλαδή το «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Αγαθός νοείται εδώ αληθώς εκείνος που έχει αγαπητικήν διάθεσιν, απηλλαγμένην από φθόνον, και μεταδίδει προς τον πλησίον την καλωσύνην του. Και επειδή στα ολίγα εφάνησαν πιστοί και αγαθοί δούλοι, κληρονομούν πολλά από τον Θεόν εκεί στην Βασιλείαν του, τα οποία υπερβαίνουν κάθε φαντασίαν! Διότι αν και εδώ αξιώνονται να λάβουν δωρήματα, όμως αυτά δεν είναι τίποτε συγκρινόμενα με τα μέλλοντα αγαθά τα οποία κληρονομούν στον Παράδεισον. Χαρά δε του Κυρίου είναι η παντοτεινή και αιώνιος ευφροσύνη, την οποίαν έχει ο Θεός, ευφραινόμενος στα έργα του, κατά τον Προφήτην: «Ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού». Τοιαύτην λοιπόν ευφροσύνην και αγαλλίασιν απολαμβάνουν οι Άγιοι, ευφραινόμενοι «επί τοις έργοις αυτών», ενώ οι αμαρτωλοί αντιθέτως πικραίνονται για τα έργα τους και μεταμελούνται ανώφελα. Οι δε Άγιοι, οι οποίοι έχουν τον πλούτον του Κυρίου, χαίρουν με αυτόν και αγάλλονται, και εκείνος που έλαβε τα δύο αξιώνεται ίσης τιμής και αγαθών με τον άλλον που έλαβε τα πέντε τάλαντα, διότι όταν κάποιος οικονομήση καλά την μικρήν χάρι που έλαβε, απολαμβάνει ίσην τιμήν με εκείνον που κατώρθωσε τα πολλά, αφού ο καθένας τους εδιπλασίασε το χάρισμα που έλαβε, και απολαμβάνουν ομοίαν τιμήν, επειδή και ομοίαν προσπάθειαν επέδειξαν. Ή, ας το ειπούμε και με άλλον τρόπον: επαινούνται μεν ίσα και τοποθετούνται σε έναν τόπον, αλλά ο καθένας απολαμβάνει την ανταμοιβήν ανάλογα με το κέρδος που έκαμε.

Οι αγαθοί λοιπόν και ευγνώμονες δούλοι τοιαύτης χαράς και τιμής ηξιώθησαν, ο δε πονηρός και οκνηρός έλαβε την παίδευσιν που του έπρεπε, σύμφωνα με την απολογίαν και την πονηρίαν του. Επειδή απεκάλεσες σκληρόν τον Δεσπότην, γι’ αυτό κατεκρίθης περισσότερο και ασυγχώρητα. Διότι αφού εγνώριζες ότι ο Κύριός σου ήταν σκληρός και έπαιρνε τα ξένα πράγματα, έπρεπε και συ, ανόητε άνθρωπε, να επαυξήσεις αυτά που έλαβες και να κάμης μαθητάς, να λάβη ο Δεσπότης από εκείνους το οφειλόμενον. «Τραπεζίτας» ωνόμασε τους μαθητάς, επειδή αυτοί έχουν την διάκρισι να δοκιμάσουν τον λόγο και να αποδοκιμάσουν ό,τι δεν είναι γνήσιον. Από αυτούς ζητεί την ωφέλειαν, δηλαδή την επίδειξι των έργων. Διότι όταν ο μαθητής δέχεται τον λόγον από τον Διδάσκαλον, ωφελείται μεν και αυτός, αποδίδει δε και τον λόγον ολόκληρον, ακόμη δε αποδίδει και την εργασίαν του καλού, ως ωφέλειαν. Από τον πονηρόν όμως δούλον το χάρισμα στρέφεται οπίσω, διότι όποιος έλαβε το χάρισμα για να ωφελήσει άλλους και δεν το μεταχειρισθεί για την ωφέλεια των άλλων, αλλά ζητεί να εξυπηρετή μόνον τον εαυτόν του, τότε χάνει και αυτό που έλαβε. Σε εκείνον δε ο οποίος αγωνίζεται να επαυξήση το χάρισμα, ο Κύριος του επιστρέφει περισσοτέραν δωρεάν, διότι σε όποιον αγωνίζεται, η χάρις θα πολλαπλασιασθή, ενώ από εκείνον που δεν αγωνίζεται, του παίρνουν και εκείνο το ολίγον χάρισμα που φαίνεται πως έχει, επειδή το ημαύρωσε με την οκνηρίαν και την αμέλειάν του.

Β.
Δεν φθάνει όμως μέχρις εδώ η ζημία για όποιον αδρανεί, αλλά και η τιμωρία είναι αφόρητος, και μαζί με την τιμωρία και η απόφασις είναι γεμάτη από πολλήν κατηγορία. Διότι «τον αχρείον δούλον», λέγει, «εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον. Εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων». Είδες πως όχι μόνον οι άρπαγες και οι πλεονέκτες, ούτε μόνον όσοι πράττουν το κακόν τιμωρούνται με την εσχάτη κόλασι, αλλά και εκείνοι που δεν πράττουν το αγαθόν; Ας ακούσωμε λοιπόν τους λόγους τούτους. Όσον είναι καιρός ας επιμεληθούμε την σωτηρία μας, ας λάβωμεν έλαιον στις λαμπάδες μας, ας εκμεταλλευθούμε το τάλαντον. Διότι αν αδρανήσωμε και περάσωμε εδώ την ζωή μας με οκνηρία, δεν πρόκειται κανείς να μας ελεήση εκεί, έστω και αν θρηνούμε ακατάπαυστα. Κατέκρινε τον εαυτόν του και εκείνος που φορούσε τα ακάθαρτα ρούχα, αλλά δεν ωφελήθη καθόλου. Επέστρεψε την παρακαταθήκη και αυτός που του είχε εμπιστευθή ο Κύριος το τάλαντον, αλλά και έτσι κατεδικάσθη. Παρεκάλεσαν και οι παρθένες, και προσήλθαν και εκτύπησαν την πόρτα, άδικα όμως και ματαίως. Σκεπτόμενοι λοιπόν αυτά, ας προσφέρωμε και χρήματα και προσπάθεια και προστασία και τα πάντα για την ωφέλεια του πλησίον. Διότι τάλαντα εδώ είναι η δύναμις του καθενός, είτε για προστασίαν είτε σε χρήματα, είτε προς διδασκαλίαν, είτε σε οτιδήποτε παρόμοιον πράγμα. Κανείς να μη λέγη ότι ένα μόνον τάλαντον έχω, δεν ημπορώ να κάμω τίποτα. Διότι και με ένα ημπορείς να ευδοκιμήσης. Δεν είσαι πτωχότερος από την χήραν εκείνην, δεν είσαι πιο ακαλλιέργητος από τον Πέτρον και τον Ιωάννην, οι οποίοι και αμόρφωτοι και αγράμματοι ήσαν, αλλά όμως επειδή επέδειξαν προθυμίαν και όλα τα έκαναν για το κοινό συμφέρον, εκέρδισαν τον ουρανόν. Διότι τίποτε δεν αγαπά τόσον ο Θεός, όσον το να ζη κάποιος κοινοφελώς. Γι’ αυτό και μας έδωσε λόγον και χέρια και πόδια και σωματικήν δύναμιν και νουν και σύνεσιν, για να τα χρησιμοποιήσωμε όλα αυτά και για την ιδικήν μας σωτηρίαν και για την ωφέλειαν των πλησίον. Διότι

ο λόγος δεν είναι χρήσιμος μόνο για ύμνον και ευχαριστίαν, διδασκαλίαν και συμβουλήν. Και αν μεν έτσι τον χρησιμοποιήσωμε, εγίναμε όμοιοι με τον Δεσπότην. Αν όμως για τα αντίθετα, με τον διάβολον. Επειδή και ο Πέτρος, όταν μεν ωμολόγησε τον Χριστόν, εμακαρίσθη επειδή είχεν ειπή ό,τι και ο Πατήρ. Όταν όμως τον απέτρεψε από τον Σταυρόν και τον ηρνήθη, επετιμήθη εντόνως, επειδή έδειξε φρόνημα όμοιο με του διαβόλου. Και αν είναι τόση η κατάκρισις όταν ο λόγος οφείλεται σε άγνοιαν, τι συγγνώμη θα λάβωμεν εάν πράττωμεν εκουσίως πολλές αμαρτίες; Ας λέγωμε λοιπόν λόγους που να φανερώνουν ότι είναι λόγοι του Χριστού.

Και δεν λαλώ λόγια του Χριστού μόνον όταν ειπώ «έγειραι και περιπάτει» ούτε όταν ειπώ «Ταβιθά ανάστηθι». Αλλά πολύ περισσότερον, εάν υβρισθώ και απαντήσω με λόγους καλούς, αν κάποιος με πειράξη και εγώ προσευχηθώ γι’ αυτόν. Προηγουμένως έλεγα ότι η γλώσσα μας είναι ένα χέρι το οποίον αγγίζει τα πόδια του Θεού. Τώρα όμως λέγω ότι είναι κάτι πολύ περισσότερον: Είναι γλώσσα που μιμείται την γλώσσα του Χριστού, εάν δείξη την ακρίβειαν που αρμόζει, εάν λέγωμε αυτά που εκείνος θέλει. Και ποία είναι αυτά που εκείνος θέλει να λέγωμε; Τα λόγια που είναι γεμάτα από επιείκειαν και πραότητα. Όπως ακριβώς ωμιλούσε και ο ίδιος λέγοντας σ’ εκείνους που τον ύβριζαν: «Εγώ δαιμόνιον ουκ έχω», και πάλιν «ει μεν κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού». Εάν λοιπόν έτσι ομιλής και συ, εάν λαλής αποβλέποντας στην διόρθωσι των συνανθρώπων σου, τότε η γλώσσα σου έχει ομοιάσει με την γλώσσαν εκείνην. Αυτά τα λέγει ο ίδιος ο Θεός. Διότι λέγει «ο εξάγων τίμιον εξ αναξίου, ως στόμα μου έσται». Όταν λοιπόν η γλώσσα σου φθάση να γίνη όπως η γλώσσα του Χριστού, και το στόμα σου γίνη στόμα του Πατρός και συ είσαι ναός του αγίου Πνεύματος, τότε ποία τιμή μπορεί να υπάρξη ίση με αυτήν; Επειδή και από χρυσάφι ακόμη αν ήταν το στόμα σου ή και από πολυτίμους λίθους, δεν θα έλαμπε τόσο πολύ όσο τώρα που φωτίζεται από τον στολισμόν της καλωσύνης. Διότι τι είναι πιο ποθητόν από το στόμα που δεν γνωρίζει να υβρίζη, αλλά έχει μάθει να ομιλή με καλωσύνη; Εάν δεν ημπορείς να ευλογής αυτόν που σε καταράται, τουλάχιστον σίγησε. Και αν τώρα κατορθώσης αυτό, προχωρώντας και προσπαθώντας όπως πρέπει, θα φθάσης και σ’ εκείνο, θα αποκτήσης στόμα όπως αυτό που είπαμε. Μη νομίσεις ότι είναι τολμηρός ο λόγος μου. Διότι ο Κύριος είναι φιλάνθρωπος, και αυτό έρχεται ως δώρον της αγαθότητός του. Τολμηρόν είναι να έχεις στόμα που ομοιάζει με του διαβόλου, να έχεις αποκτήσει γλώσσαν ομοία με πονηρού δαίμονος, και μάλιστα συ που μετέχεις τοιούτων μυστηρίων και κοινωνείς την ιδίαν την σάρκα του Δεσπότου.

Αυτά λοιπόν αναλογίσου και γίνε, όσον σου είναι δυνατόν, όπως εκείνος. Τότε, έτσι που έγινες, ο διάβολος δεν θα ημπορέση ούτε να σε αντικρύση, διότι αναγνωρίζει τα βασιλικά χαρακτηριστικά, γνωρίζει τα όπλα του Χριστού, με τα όποια ενικήθη. Και ποια είναι αυτά; Η επιείκεια και η πραότης. Διότι όταν ο Χριστός εδέχθη την επίθεσί του στο όρος, τον ανέτρεψε και τον έρριψε κάτω όχι επειδή ανεγνωρίσθη από αυτόν ότι ήταν ο Χριστός και τον εφοβήθη, αλλά τον συνέλαβε χρησιμοποιώντας αυτού του είδους λόγια, τον ηχμαλώτισε με την επιείκεια, τον κατετρόπωσε με την πραότητα. Αυτό κάμε και συ: εάν ιδής έναν άνθρωπο να γίνεται διάβολος και να σου επιτίθεται, με τον ίδιον τρόπον νίκησέ τον και συ. Ο Χριστός σου έδωσεν εξουσία να γίνης όπως και αυτός, όσον σου είναι δυνατόν. Μη σε φοβίση αυτό που ακούς, να φοβηθής μήπως δεν γίνης όπως αυτός. Να ομιλής λοιπόν όπως εκείνος, και ως προς αυτό έγινες όπως εκείνος, όσο αυτό είναι δυνατόν στον άνθρωπο. Γι’ αυτό είναι μεγαλύτερος αυτός που ομιλεί έτσι, από εκείνον που προφητεύει. Διότι εκείνο μεν είναι εξ ολοκλήρου χάρις, ενώ αυτό είναι κόπος και Ιδρώτας ιδικός σου. Δίδαξε την ψυχή σου να σου διαπλάσση στόμα όμοιο με το στόμα του Χριστού, διότι έχει αυτήν την δυνατότητα, εάν θέλη. Γνωρίζει την τέχνην, εάν δεν είναι ράθυμος. Και πώς διαπλάσσεται τοιούτον στόμα; Από ποία χρώματα, με ποίαν ύλη; Με κανένα χρώμα και καμμίαν ύλη. Μόνο με την αρετή και την επιείκεια και την ταπεινοφροσύνην. Ας ιδούμε και πώς διαπλάσσεται το στόμα του διαβόλου, για να μη το κατασκευάσωμε ποτέ. Πώς λοιπόν διαπλάσσεται; Με κατάρες και ύβρεις, με την συκοφαντίαν και την επιορκίαν. Επειδή όταν κάποιος λέγη τους λόγους εκείνου, την γλώσσα εκείνου αποκτά. Τι συγχώρησι λοιπόν θα έχωμε, ή μάλλον ποίαν τιμωρία δεν θα υποστούμε, όταν αδιαφορήσωμεν αν η γλώσσα με την οποίαν ηξιώθημεν να γευθούμε την σάρκα την Δεσποτική, λαλεί τα του διαβόλου; Όχι, να μην αδιαφορήσωμε, αλλά ας κάνωμε κάθε προσπάθειαν, ώστε να την εκπαιδεύσωμε να μιμήται τον Κύριόν της. Διότι αν την εκπαιδεύσωμε σε αυτό, θα μας ανεβάση με πολλήν παρρησία στο βήμα του Χριστού. Εάν κάποιος δεν μάθη να ομιλή έτσι, τότε και ο δικαστής δεν θα τον ακούση. Όπως ακριβώς εάν τύχη ο κριτής να είναι Ρωμαίος, δεν θα ακούση κάποιον που απολογήται σε διαφορετικήν γλώσσαν, έτσι και ο Χριστός, εάν δεν ομιλής με τον ιδικόν του τρόπον, δεν θα σε ακούση ούτε θα σε προσέξη. Ας μάθωμε λοιπόν να ομιλούμε έτσι όπως συνηθίζει να ακούη ο βασιλεύς μας. Ας προσπαθήσωμε να μιμηθούμε την γλώσσαν εκείνην. Και αν σε εύρη κάποιο πένθος, πρόσεχε να μη διαστρέψη το στόμα σου το βάρος της λύπης, αλλά να λαλήσης όπως ο Χριστός. Διότι και αυτός επένθησε τον Λάζαρον και τον Ιούδαν. Αν σου τύχη φόβος, ζήτησε πάλι να λαλήσης όπως αυτός. Διότι και αυτός εδοκίμασε φόβο προς χάριν σου, όπως απαιτούσε η οικονομία. Ειπέ και συ: «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλά ως συ». Και αν κλαίης, δάκρυσε ήρεμα όπως αυτός. Και αν πέσης σε συκοφαντίες και λύπες, να συμπεριφερθής και τότε όπως ο Χριστός. Διότι και εσυκοφαντήθη και ελυπήθη, και είπε «περίλυπος εστίν έως θανάτου». Όλα τα υποδείγματα σου τα έδωσε, για να τα φυλάσσης ως μέτρα, να μην αχρηστεύσεις τους κανόνες. Έτσι θα ημπορέσης να αποκτήσης στόμα όμοιο με εκείνον. Με τον τρόπον αυτόν, αν και θα βαδίζης επάνω στην γη, θα μας παρουσιάσης γλώσσαν ομοίαν με του καθημένου στους ουρανούς. Θα τηρήσης το μέτρο στην στενοχώρια, στην οργή, στο πένθος, στην αγωνία. Πόσοι από εσάς επιθυμούν να ιδούν την μορφήν του Χριστού; Ιδού ότι είναι δυνατόν όχι μόνον να τον ιδούμε, αλλά και να γίνωμε όπως αυτός, εάν προσπαθήσωμε. Μην αναβάλλουμε λοιπόν. Δεν ασπάζεται έτσι το στόμα των Προφητών, όσο των επιεικών και πράων ανθρώπων. Διότι λέγει: «πολλοί ερούσι μοι… ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν;… Και ερώ αυτοίς. Ουκ οίδα υμάς». Το στόμα όμως του Μωυσέως, επειδή ήταν πάρα πολύ επιεικής και πράος, διότι λέγει «ο Μωυσής άνθρωπος πραότατος παρά πάντας τους ανθρώπους τους επί της γης», το ησπάζετο και το αγαπούσε τόσον, ώστε να ειπή: «ενώπιος ενωπίω, ως ει τι λαλήσει προς τον εαυτόν φίλον». Τότε, εάν έχεις κάμει το στόμα σου να ομοιάση με το στόμα του Χριστού, δεν θα προστάξης τους δαίμονες, αλλά το πυρ της γεέννης. Θα προστάξης την άβυσσον του πυρός, και θα της ειπής: «Σιώπα, πεφίμωσο», και με πολλήν παρρησία θα ανεβής στον ουρανόν και θα απολαύσης την βασιλείαν. «ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί άμα τω Αγίω Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμή, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 285 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.