Ivan Andreyev, Russia’s Catacomb Saints, Lives of the New Martyrs, Saint Herman of Alaska Press, Platina, California, 1982, σ.σ. 85-88.
Τριάντα περίπου μίλια μακρυά από την Πετρούπολι, βρίσκεται η κωμόπολις Γκατσίνα, φημισμένη για τους κήπους της, τα πάρκα και τα μέγαρά της. Εκεί ζούσε πριν από την επανάστασι του 1917 μία μοναχή, η Μαρία, που ήταν γνωστή όχι μόνο στους κατοίκους της Γκατσίνα, αλλά ακόμη και σε πολλούς κατοίκους της Πετρουπόλεως.
Η επανάστασις βρήκε την γερόντισσα Μαρία στο κρεββάτι του πόνου. Κατ’ αρχάς υπέφερε από εγκεφαλίτιδα -φλεγμονή του εγκεφάλου. Αργότερα την βρήκε η νόσος του Πάρκινσον -όλο της το σώμα ήταν ακίνητο, το πρόσωπο της αναιμικό σαν μάσκα! Μπορούσε να μιλήση μόνο με μισάνοικτο το στόμα, ανάμεσα από τα δόντια, προφέροντας τις λέξεις αργά και μονότονα. Ήταν εντελώς ανήμπορη, χρειαζόταν πάντα βοήθεια και προσεκτική φροντίδα.
Συνήθως αυτή η αρρώστεια, καθώς εξελίσσεται, προκαλεί έντονες ψυχολογικές αλλαγές -οξυθυμία, μια κουραστική επιμονή στην επανάληψι στερεοτύπων ερωτήσεων, ένα διογκωμένο εγωισμό και εγωκεντρισμό, εκδηλώσεις άνοιας και τα όμοια- με αποτέλεσμα οι ασθενείς αυτοί να τελειώνουν τη ζωή τους σε ψυχιατρεία. Αλλά η Γερόντισσα Μαρία, αν και είχε πλήρη φυσική αδυναμία, όχι μόνο δεν παρουσίαζε φυσική κατάρρευσι, αλλά έδειξε εντελώς ασυνήθιστα στοιχεία προσωπικότητος και χαρακτήρος, που δεν παρατηρούνται σε τέτοιους ασθενείς, όπως άκρα πραότητα, ταπείνωσι, υποταγή, αυτοσυγκέντρωσι, αποφυγή κάθε απαιτήσεως. Αφοσιώθηκε στην αδειάλειπτη προσευχή, υποφέροντας την δύσκολη κατάστασί της, χωρίς τον ελάχιστο γογγυσμό.
Σαν ανταμοιβή για την ταπείνωσι και την υπομονή της, ο Κύριος της έδωσε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων. Εντελώς ξένοι και άγνωστοι άνθρωποι που υπέφεραν από λύπες, πόνο, κατάθλιψι ή αποθάρρυνσι, άρχισαν να την επισκέπτωνται και να συζητούν μαζί της. Και όποιος ερχόταν σ’ αυτήν, έφευγε παρηγορημένος, ένοιωθε ότι ο πόνος του απάλυνε, οι λύπες του καθησύχαζαν, οι φόβοι του ειρήνευαν, η κατάθλιψις και η αποθάρρυνσις φυγαδεύονταν. Τα νέα για την ασυνήθιστη αυτή μοναχή, βαθμιαία απλώθηκαν πολύ μακρύτερα από την περιοχή της πόλεως Γκατσίνα!
Η γερόντισσα ζούσε σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι στα περίχωρα της πόλεως, όταν την επισκέφθηκα τον Μάρτιο του 1927. Καθώς περίμενα να με δεχθή, εξέταζα τις αναρίθμητες φωτογραφίες στον χώρο αναμονής και πρόσεξα δύο: του Μητροπολίτου Πετρουπόλεως Βενιαμίν του Νεομάρτυρος και του Μητροπολίτου Ιωσήφ, ο οποίος λίγο αργότερα έγινε ηγέτης της κινήσεως των Ιωσηφιτών[1]. Ο Μητροπολίτης Ιωσήφ είχε γράψει πάνω στην φωτογραφία του μια συγκινητική αφιέρωσι στην γερόντισσα Μαρία, αντιγράφοντας ένα εκτενές απόσπασμα από το έργο του, “Εν αγκάλαις του Πατρός”, ενώ ο Μητροπολίτης Βενιαμίν είχε γράψει τα εξής: “Στην πολυσέβαστη και πολύπαθη γερόντισσα Μαρία, η οποία μαζί με πολλούς άλλους θλιβομένους παρηγόρησε και μένα τον αμαρτωλό…”.
Είχα την ευτυχία να παρευρεθώ στις θαυμαστές εκδηλώσεις των θλιβομένων ψυχών, μετά την θεραπεία τους. Ένας νεαρός, ο οποίος είχε απογοητευθή μετά την σύλληψι και εξορία του πνευματικού του πατρός, έφυγε από την γερόντισσα με ένα ολόχαρο χαμόγελο, με την απόφασι να εισέλθη στον ιερό κλήρο ως διάκονος. Μία νέα η οποία προηγουμένως ήταν θλιμμένη, τώρα έλαμπε από χαρά και αποφάσισε να γίνη μοναχή. Ένας ηλικιωμένος, που υπέφερε πολύ λόγω του θανάτου του γιου του, έφυγε από τη γερόντισσα ενισχυμένος και ενθαρρυμένος. Μία ηλικιωμένη γυναίκα που είχε έρθει με δάκρυα, έφυγε ήρεμη και ενισχυμένη.
Όταν με κάλεσε κοντά της, της είπα ότι με έπιανε μια τρομερή κατάθλιψις, η οποία κάποτε διαρκούσε μερικές βδομάδες και δεν μπορούσα να απαλλαγώ απ’ αυτήν με τίποτε. “Η κατάθλιψις είναι ένας πνευματικός σταυρός”, μου είπε, “που στέλνεται για να βοηθήση αυτόν που μετανοεί αλλά δεν ξέρει πώς να μετανοήση πραγματικά, δηλαδή μετά την μετάνοια πέφτει ξανά στις προηγούμενες αμαρτίες… Και έτσι μόνο δύο τρόποι υπάρχουν για να γιατρευτή η ψυχή από αυτή την ασθένεια, η οποία μερικές φορές είναι πολύ οδυνηρή. Ο άνθρωπος πρέπει: ή να μάθη να μετανοή πραγματικά και να έχη καρπούς μετανοίας, ή να σηκώση αυτόν τον πνευματικό σταυρό -την κατάθλιψι- με ταπείνωσι, πραότητα, υπομονή και μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, με τον λογισμό ότι την αποδοχή αυτού του σταυρού την λογαριάζει ο Κύριος σαν καρπό μετανοίας…
Και πάνω απ’ όλα, είναι πολύ παρήγορο το να αναγνωρίζη κανείς ότι αυτή η κατάθλιψις είναι ένας ανεπίγνωστος καρπός μετανοίας, μία ασυνείδητη αυτοτιμωρία, που οφείλεται στην έλλειψι των απαραιτήτων καρπών της μετανοίας…! Με αυτόν τον λογισμό, μπορεί ο άνθρωπος να φθάση στην μετάνοια και τότε η κατάθλιψις σβήνει βαθμιαία και εμφανίζονται οι αληθινοί καρποί της μετανοίας…” Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ένοιωσα σαν κάποιος να έκανε μια πραγματική εγχείρησι στην ψυχή μου και μου αφήρεσε ένα πνευματικό όγκο… Έφυγα από κει άλλος άνθρωπος.
Γύρω στο 1930 η γερόντισσα Μαρία συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για αντιεπαναστατική προπαγάνδα και για συμμετοχή σε αντιεπαναστατική οργάνωσι, σύμφωνα με τις παραγράφους 10 και 11 του άρθρου 58 του Σοβιετικού Ποινικού Κώδικα. Ο αδελφός της επίσης συνελήφθη. Η “οργάνωσις” απετελείτο μόνο από δύο μέλη! Και η “προπαγάνδα” εναντίον του Κομμουνισμού ήταν το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων! Όσοι παρευρέθηκαν κατά την σύλληψι, περιγράφουν μια φρικτή εικόνα χλευασμού και εγκληματικής βιαιοπραγίας εναντίον μιας ήρεμης, πολύπαθης ανάπηρης, η οποία ήταν παράλυτη και εντελώς ανίκανη για κάθε κίνησι. Το “πολιτικο-θρησκευτικό έγκλημα” της γερόντισσας, έγινε βαρύτερο με την άρνησί της να αναγνωρίση τον μητροπολίτη Σέργιο και την διαβόητη Διακήρυξί του, τού 1927, με την οποία οδήγησε σε σχίσμα την Ρωσική Εκκλησία.
Η φτωχή, πολύπαθη ανάπηρη, σύρθηκε από τα χέρια, που τα είχαν στρίψει πίσω από την πλάτη της, πάνω στο πάτωμα και στο έδαφος, από το κρεββάτι της μέχρι την κλούβα, από δύο άνδρες της Τσε-Κα[2]. Σήκωσαν μετέωρο το πολύπαθο παράλυτο σώμα της, το πέταξαν μέσα στην κλούβα και αμέσως απομακρύνθηκαν. Τον αδελφό της τον πήραν με ένα άλλο αυτοκίνητο, το μαύρο κοράκι -μία μαύρη λιμουζίνα που χρησιμοποιούσαν ειδικά για την μεταφορά των θυμάτων που συλλαμβάνονταν στο πηχτό σκοτάδι της νύκτας, όπως το περιγράφει ο Σολζενίτσιν στον πρώτο τόμο του έργου του Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ.
Όσοι εσέβοντο και τιμούσαν την γερόντισσα Μαρία, την ευσπλαχνίσθηκαν και άρχισαν να της φέρνουν απέρριτα δέματα στην φυλακή. Για ένα μήνα τα εδέχοντο. Κάποια μέρα, εντελώς ξαφνικά, δεν δέχθηκαν τα δέματα και είπαν ξερά: “Πέθανε στο νοσοκομείο”. (Τέτοιους ανήμπορους ασθενείς συνήθως τους σκότωναν). Το σώμα της δεν το παρέδωσαν ποτέ[3].
Ο αδελφός της, ένας ασθενικός, μικροκαμωμένος, πραγματικά ευγενής άνθρωπος, ο οποίος είχε αναλάβει να την περιποιήται με αυτοθυσία και να υποδέχεται τους επισκέπτες, μετά από ανακρίσεις εννέα μηνών, καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκισι σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Σιβηρίας.
[1] Τον Ιούλιο του 1927, οι κομμουνιστές ανάγκασαν τον μητροπολίτη Σέργιο του Νίζνι-Νόβγκοροντ, τον μετέπειτα τοποτηρητή του Πατριαρχικού θρόνου της Μόσχας, να απευθύνη την διαβόητη Διακήρυξι εμπιστοσύνης της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς την Σοβιετική Κυβέρνησι! Πολλοί ευσυνείδητοι χριστιανοί δεν δέχθηκαν την Διακήρυξι και αποσχίσθηκαν, ακολουθώντας τον μητροπολίτη Ιωσήφ -μετέπειτα Πετρουπόλεως-και γι’ αυτό ωνομάσθηκαν Ιωσηφίται.
[2] Τσε-Κα: παλαιότερη ονομασία της Σοβιετικής Μυστικής Αστυνομίας.
[3] Κοιμήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1930.
Από το περιοδικό: Αγιορείτικη Μαρτυρία.
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 12-13