Εικαστικές εκφράσεις των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού – Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου.

Οι τοιχογραφίες στον εξωνάρθηκα του αφιερωμένου στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου καθολικού της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος, από το 1312, ανιστορούν με λειτουργική τάξη και συγκλονιστική στη δραματική τους αλήθεια ποιητική δύναμη των δρωμένων, τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού. Επιλεγμένες με διαύγεια θεολογικής σκέψης, μνημειακές σε μέγεθος και ρωμαλέας ζωγραφικής παραστάσεις, ζωντανεύουν στις επιφάνειες τα αναγνώσματα των ευαγγελίων της Μεγάλης Εβδομάδας και της Εβδομάδας της Διακαινησίμου.

Εικονίζονται ο Μυστικός Δείπνος, ο Νιπτήρας, η Διδασκαλία του Ιησού για το νόημα του Νιπτήρα, η Προσευχή, η Προδοσία, η Προσαγωγή του Χριστού στο πραιτόριο, η Μαστίγωση, ο Χριστός «αγόμενος επί σταυρού», η Αποκαθήλωση και ο Επιτάφιος Θρήνος, οι Μυροφόροι στο Μνήμα (Λίθος), η Κάθοδος του Χριστού στον Άδη, η Εμφάνιση του Κυρίου στους μαθητές (Ειρήνη υμίν) και η Ψηλάφηση (Απιστία του Θωμά)” με αρχή και πέρας του κύκλου την αλληγορική, προεικονίζουσα την ταφή και την ανάσταση του Χριστού, παράσταση του Εμμανουήλ ως Αναπεσόντος στη δυτική πλευρά, επάνω από την είσοδο. Η Σταύρωση έχει, όπως κατά κανόνα, τη θέση της στον κύκλο των μεγάλων χριστολογικών εορτών του κυρίως ναού, όπου, με βάρος επίσης στα Πάθη, περιλαμβάνονται πάλι ο Δείπνος, ο Νιπτήρας, η Διδασκαλία για το νόημα του Νιπτήρα, ο Επιτάφιος Θρήνος και η Κάθοδος του Χριστού στον Άδη.

Η σπουδαιότητα και η έκταση που προσλαμβάνει η εικονογράφηση του θείου δράματος και των αναστάσιμων γεγονότων στο ναό του Βατοπεδίου συντάσσονται με το πνεύμα της υστεροβυζαντινής εποχής και την πλουτισμένη με εγκώμια και ύμνους λατρεία. Ανάλογοι ή πολύ ευρύτεροι κύκλοι τους στη Μακεδονία, τον Μυστρά, τη Σερβία, με συνήθη ανάπτυξη στον κυρίως ναό, καταδηλώνουν την εξέχουσα θέση που, σε σύμπνοια της ζωγραφικής με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, κατείχαν
στις παλαιολόγειες διακοσμήσεις.

Αλλά η σπάνια στους χρόνους της ιστόρηση του εξωνάρθηκα στο καθολικό του Βατοπεδίου με τα Πάθη και την Ανάσταση φαίνεται να διασώζει, επιπλέον, ιδιαίτερη και σημαντική μαρτυρία του εκκλησιαστικού τυπικού, καθώς είναι πολύ πιθανό ότι ενέχει την ανάμνηση από τη σύμφωνη με την παλαιά τάξη τέλεση στο νάρθηκα ουσιαστικού μέρους από τις ακολουθίες των αγίων ημερών. Με διάφορες εικονογραφικές εκφάνσεις, η ανάμνηση αυτού του τελετουργικού ανιχνεύεται στις προηγούμενες εποχές, όπως κατά τον 11ο αιώνα στις περίλαμπρες ψηφιδωτές διακοσμήσεις μονών της ελλαδικής επαρχίας του Βυζαντίου. Στον Όσιο Λουκά της Φωκίδας, ο Νιπτήρας, η Σταύρωση, η Ανάσταση και η Απιστία του Θωμά• στη Νέα Μονή της Χίου, εισαγωγικές του Πάθους η Έγερση του Λαζάρου και η Βαϊοφόρος, ο σπάνιος κύκλος συνθέσεων του Νιπτήρα, η Προσευχή και η Προδοσία• στο Δαφνί της Αττικής ο Μυστικός Δείπνος, ο Νιπτήρας και η Προδοσία, βρίσκουν θέση στο νάρθηκα. Σταθερή η προτελευταία παράσταση, προσδιορίζει τη χρήση του χώρου για την τελετή του Νιπτήρα.

Συνακόλουθες με τη λειτουργική ιδιότητα των χώρων, οι τοιχογραφίες από τα Πάθη και την Ανάσταση στην ταφική κρύπτη του Οσίου Λουκά, του 11ου αιώνα, σηματοδοτούν σε άλλο, χαρακτηριστικό δείγμα επίσης, την οικεία διακόσμηση εδώ, με συνθέσεις που συνάρμοζαν το σωτηριολογικό νόημά τους με τον προορισμό της ταφικής εκκλησίας, και τις τελούμενες νεκρώσιμες ιερουργίες. Στην αντιστοιχία τους, διατύπωναν με ευπρέπεια και ενάργεια την πίστη, και δυνάμωναν την ελπίδα για την ανάσταση των κοιμημένων στη μέλλουσα ζωή.

Έχοντας θεμελιακή αξία για τη χριστιανική διδασκαλία τα Πάθη και η Ανάσταση, ως κορυφαία γεγονότα της Πρώτης Παρουσίας του Χριστού, κράτησαν απαρχής περίβλεπτη θέση στο κοσμητικό σύστημα του ορθόδοξου ναού με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και εικόνες. Σε συμφωνία με τα Ευαγγέλια, με ερμηνείες πατερικών ομιλιών και ύμνων, των οποίων αποτελούσαν απείκασμα, οι παραστάσεις συνδέθηκαν στην εικονογραφική διατύπωση, τη θεματολογική συγκρότηση και χωροθεσία τους, με την ανάπτυξη της θείας Λειτουργίας, προσφέροντας σε θέαση των πιστών και στο διαρκές παρόν της ευχαριστιακής Θυσίας αποκαλυπτική μαρτυρία του έργου της Οικονομίας για τη λύτρωση του ανθρώπου. Η γένεση, η εξέλιξη, η τυπολογική ποικιλία και η καθόλου εικαστική έκφρασή τους παρείχαν προπάντων εικόνα πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, καθώς τη διαμόρφωναν στους καιρούς δογματικά και συνοπτικά άλλα ζητήματα και καταστάσεις ζωής. Οι επιταγές των πατέρων, συνάμα η ελευθερία επιλογής και έκφρασης των δημιουργών, διαφέντευαν στα συντεταγμένα όριά τους τη διακονία της τέχνης, που ομολογούσε το υπερβατικό, κατανοούσε τα ανθρώπινα και φώτιζε το θείο δράμα με λεπτούς και συγκρατημένους στην κλασική θεωρία και την ιερατική της αντίληψη τόνους συγκίνησης ή με συναρπαστική στη δύναμη του αισθήματος και την πραγματιστική πλοκή των θεμάτων ορμή.

Στην εποχή που ακολούθησε την Αναστήλωση των εικόνων (843) η Σταύρωση, κατ’ εξοχήν εικόνα του Πάθους, και η Κάθοδος του Χριστού στον Άδη, η παράσταση που
επικράτησε για την Ανάσταση στο Βυζάντιο, είχαν πάγια θέση στο δωδεκάορτο που, ιστορώντας στα κύρια το σωτήριο έργο της θείας Οικονομίας με τις μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές, καθιερώθηκε στη μνημειακή ζωγραφική των ναών και με σειρά εικόνων στο επιστύλιο του τέμπλου. Τα ζωγραφικά προγράμματα αναπτύχθηκαν κατά σημαντικό μέρος με συνθέσεις από τα Πάθη και την Ανάσταση, που εμπλούτιζαν το δωδεκάορτο ή απάρτιζαν ανεξάρτητους εικονογραφικούς κύκλους, με επίδραση από τη διεξοδική εικονογράφηση ευαγγελίων με μικρογραφίες με θέματα και τόπους γνωστούς από την πρωτοβυζαντινή περίοδο, και με άλλους που διαμορφώνονταν στη συνέχεια, σε συνάρτηση επίσης με τις ανθρωπιστικές τάσεις στους χρόνους των Μακεδόνων και των Κομνηνών, κατόπιν των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων, για να
φθάσουν σε έξαρση στις τοιχογραφικές διακοσμήσεις κατά την ύστερη βυζαντινή, καθώς και τη μεταβυζαντινή εποχή. Θέματα όπως η Αποκαθήλωση και ο Επιτάφιος Θρήνος σε συνάφεια με τον Ενταφιασμό το 12ο αιώνα, ο Λίθος και το «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» το 13ο ή τα δραματικά συμβάντα της δίκης του Ιησού με τα συνεχόμενα έως την Ανάβαση στο Σταυρό και οι λεπτομερείς, εμπνευσμένες από τα εωθινά ευαγγέλια παραστάσεις κατά το 14ο αιώνα, συνδέονταν με θεολογικές και άλλες απόψεις, αντανακλούσαν επίσης την ιδιαίτερη ψυχικότητα των ανθρώπων σε αυτούς τους καιρούς. Ύστερα από την Άλωση, τα Πάθη και η Ανάσταση διατήρησαν στην ηπειρωτική τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, με συνέχεια από την παλαιολόγεια παράδοση, σημαίνουσα θέση στον τοιχογραφικό διάκοσμο των ναών σε κρίσιμη εποχή και σε εχθρικό, και με την ανεικονική τέχνη του, περιβάλλον των κατακτητών προβάλλοντας το διδακτικό, μυσταγωγικό και παρηγορητικό περιεχόμενό τους. Από τους μεταβυζαντινούς χρόνους, το κατάκοσμο με τοιχογραφίες καθολικό της Μονής των Φιλανθρωπηνών στο νησί των Ιωαννίνων κρατεί ασφαλώς τη λαμπρότερη στη δυναμική και εκτενή της αφήγηση συλλογή παραστάσεων με τα Πάθη και τα αναστάσιμα, από δύο φάσεις εργασιών του 16ου αιώνα.

Ανάλογα πύκνωναν, ήδη από τη μεσοβυζαντινή εποχή, οι εικόνες με τα Πάθη και τα αναστάσιμα γεγονότα στο διευρυμένο, αν το επέτρεπε η ευρυχωρία των ναών,
δωδεκάορτο του τέμπλου, όπως δείχνουν τα σωζόμενα τμήματα από δύο επιστύλια της Μονής Βατοπεδίου, του 12ου αιώνα, και μεγάλο, ακέραιο επιστύλιο του 14ου-15ου
αιώνα στην Κύπρο. Σε τμήματα άλλου, του 16ου αιώνα, στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, που θα πρέπει να είναι έργο του Θεοφάνη του Κρητός, προέχουν επίσης οι παραστάσεις του Πάθους.

Στα ύψη του τέμπλου δέσποζε, ίσως κιόλας στους παλαιολόγειους χρόνους, ο μεγάλος σταυρός με ζωγραφική παράσταση του Εσταυρωμένου Χριστού, με τη Θεοτόκο και τον Ιωάννη κοντά του, ως κορυφαία της Οικονομίας εικόνα στο εικονοστάσιο. Θαυμάσια δείγματα του 14ου αιώνα προσφέρουν οι σταυροί των Μονών της Μεγίστης Λαύρας και του Παντοκράτορος στο Άγιον Όρος. Στους μεταβυζαντινούς χρόνους, η Παναγία και ο Ιωάννης παράστεκαν τον Εσταυρωμένο στη στέψη του τέμπλου, συχνά σε χωριστά εικονίδια (λυπηρά)• άλλοτε και οι άγιες γυναίκες, ο εκατόνταρχος και οι συμμαρτυρήσαντες δύο στρατιώτες, με σύμμετρη διάταξη των εικονιδίων
εκατέρωθεν του σταυρού, όπως σώζονται κυρίως στα ξυλόγλυπτα εικονοστάσια της Ζακύνθου από το 17ο αιώνα, που φιλοτέχνησαν πρώτοι οι Κρητικοί στο νησί.

Εξαίρετο δημιούργημα της βυζαντινής πνευματικότητας, οι εικόνες συνόδευαν στα προσκυνητάρια τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και της Λαμπρής με φωτόλουστες στο αΐδιο χρυσό του κάμπου, συνάδουσες των ημερών συνθέσεις. Στην τελετουργική διαδοχή τους, ήταν στις κυριότερες ο Νιπτήρας, η Σταύρωση, η Αποκαθήλωση, ο Επιτάφιος Θρήνος και η θριαμβική Κάθοδος του Χριστού στον Άδη” προσήκουσες άλλες, ο Μυστικός Δείπνος, η Προσευχή, ο Ελκόμενος Χριστός, η Ανάβαση στο Σταυρό. Σπανιότερα παριστάνονταν σε συνέχεια τα Πάθη, όπως σε ωραία εικόνα του 14ου αιώνα της Μονής Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη, είτε περιέβαλλαν με μικρογραφημένες σκηνές την κεντρική Σταύρωση.

Από το 12ο αιώνα εμφανίζεται σε εικόνες που έβγαιναν σε προσκύνηση τη Μεγάλη Παρασκευή εξέχουσα του Πάθους παράσταση, με πυκνά στην εικαστική έκφρασή της νοήματα. Εικονίζεται ο Χριστός η Άκρα Ταπείνωση, νεκρός μπροστά στο Σταυρό, όρθιος στη σαρκοφάγο. Είναι ο Νυμφίος της Εκκλησίας, «Ο Βασιλεύς της Δόξης», «Ο Υιός του Θεού του Ζώντος», που συνοδεύεται αργότερα και με την επιγραφή «Η Αποκαθήλωσις». Στις τοιχογραφίες ναών η παράσταση κόσμησε επίσης την κόγχη
στην πρόθεση, ιδίως τη μεταβυζαντινή εποχή. Παράλληλα τότε με την Άκρα Ταπείνωση, – συχνά με δυτική μορφή που εισήγαγαν οι ζωγράφοι της βενετοκρατούμενης Κρήτης το 15ο αιώνα, μαζί με την Πιετά, την υστερογοτθικού ύφους Σταύρωση, ή τη δυτικού τύπου Ανάσταση- διαδόθηκε στις εικόνες και στη θύρα της Ωραίας Πύλης, κυρίως στα νησιά του Ιονίου από το 17ο αιώνα, η ελκόμενη από τη δυτική εικονογραφία παράσταση του Νυμφίου στον τύπο «Ίδε ο Άνθρωπος».

Πόλοι της εκκλησιαστικής εικονογραφίας, η Ενσάρκωση και το Πάθος, συνοίκιζαν στις εικόνες με διαλεκτική παρρησία και κρυστάλλινη στην οικονομία τους σύνθεση παραστάσεων και μορφών. Η περίφημη εικόνα της Θεοτόκου Οδηγήτριας στην Κωνσταντινούπολη, παλλάδιο της Βασιλεύουσας, φαίνεται ότι είχε ζωγραφισμένη, άγνωστο από πότε, τη Σταύρωση σε δεύτερη όψη. Σύμφωνα με το πρότυπό της, οι περισσότερες αμφιπρόσωπες εικόνες της Οδηγήτριας έφεραν πίσω τη Σταύρωση, κατά κανόνα σε λιτό, ολιγοπρόσωπο τύπο, όπως και άλλες εικόνες της Παναγίας, με παλαιότερη γνωστή μια εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, ίσως του 9ου αιώνα στην πρώτη μορφή της. Σώζεται η Σταύρωση με ζωγραφικές επεμβάσεις έως το 13ο αιώνα, όπου ο Χριστός, όπως στις πρωτοβυζαντινές παραστάσεις, εικονιζόταν αρχικά με ανοιχτά μάτια, ζωντανός στο Σταυρό, Ως Θεός, ανεωγμένος τους οφθαλμούς της θεότητος” η αρχική Παναγία στην κύρια όψη θα καλύφθηκε από την υπάρχουσα του 16ου αιώνα. Η Άκρα Ταπείνωση είτε ο Ελκόμενος και η Αποκαθήλωση κοσμούσαν επίσης τη δεύτερη όψη, ενώ αξιοσημείωτη μία μεσοβυζαντινή εικόνα της Οδηγήτριας στη Βουλγαρία, έχει πίσω την Αποκαθήλωση και τον Επιτάφιο Θρήνο, που περιβάλλονται στις δύο πλευρές από συναφείς μικρογραφημένες σκηνές. Σε άλλη περίπτωση, συγκεκριμένα στο σπάνιο δίπτυχο του 14ου αιώνα της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου (Μεταμόρφωση) στα Μετέωρα, με μαρτυρημένη αργότερα χρήση τη Μεγάλη Παρασκευή, είναι η Παναγία θρηνούσα, στο αριστερό φύλλο, που συνοδεύει τον Χριστό στην Άκρα Ταπείνωση, στο δεξιό.

Η προφητεία του Συμεών στην Υπαπαντή δεν έπαυσε να ρίχνει βαριά τη σκιά της στην όψη της γλυκύτατης Θεοτόκου. Στις εικόνες της Παναγίας βρεφοκρατούσας, σε όλους τους εικονογραφικούς τύπους της, το προβαλλόμενο δόγμα της Ενσάρκωσης συνέχεται με την πρόγνωση του μελλοντικού Πάθους, που εκδηλωνόταν ιδιαίτερα στην τυπολογία της Γλυκοφιλούσας με την αντίθεση, και απερίφραστα διατυπώθηκε στις εικόνες της Παναγίας του Πάθους, με τους αρχαγγέλους να επιδεικνύουν τα φοβερά σύμβολά του. Στην ίδια συσχέτιση δογματικών εννοιών κινήθηκε η εικονογράφηση της αψίδας του Ιερού Βήματος των ναών από το 12ο αιώνα, τότε ακριβώς που εμφανίστηκε και η Παναγία του Πάθους, με την παράσταση της Θεοτόκου ψηλά, και του Χριστού θυομένου Αμνού στο Μελισμό κάτω.

Η δυναμική της θεολογίας και της τέχνης απέδωσε σε όλες τις κατηγορίες της εικαστικής δημιουργίας σπουδαία ως προς τη σύλληψη, την εικονογραφική πραγμάτευση και την έκφραση, έργα εμπνευσμένα από τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού και, ευρύτερα, συνδεόμενα με εορτές και τελετές της Εκκλησίας από το Σάββατο του Λαζάρου έως την Ανάληψη. Ανάμεσά τους είναι και το ιερότερο άμφιο του επιταφίου, με το λεγόμενο λειτουργικό κατά τη βυζαντινή και τον ιστορικό κατά
τη μεταβυζαντινή εποχή τύπο του. Είναι ο επιτάφιος που, στην αδιάκοπη συνέχεια της λατρείας, με δέος προσκυνούν οι πιστοί τη Μεγάλη Παρασκευή συνδοξάζοντας το μέγα του μυστηρίου και απόρρητον και ανέκφραστον, του ενταφιασμού τα ανήκουστα και εκστατικά, όπως έγραφε σε επιστολή του στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο ο πατριάρχης Αθανάσιος Α’ στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα.

Η Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου είναι Επίτιμος Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών.

Από το «ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΜΕΓΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ», Αθήνα 2001, Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον. © 2002 Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η-Υ ΠΗΓΗ
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/potamianou1.html

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.