Κυριακή Δ. των Νηστειών – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, Περί επιμελείας των εσωτερικών λογισμών.

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον: Θ.17 – 31.

Τω καιρώ εκείνω, αποκριθείς είς εκ του όχλου είπεν τω Ιησού: διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. Και όπου άν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται” Και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν. Ο δέ αποκριθείς αυτώ λέγει: ώ γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι? Έως πότε ανέξομαι υμών? Φέρετε αυτόν προς με. Και ήνεγκαν αυτόν προς Αυτόν. Και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα, εσπάραξεν αυτόν και πεσών επί της γής εκυλίετο αφρίζων. Και επηρώτησε τον πατέρα αυτού: πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ? Ο δέ είπε: παιδιόθεν. Και πολλάκις αυτόν και εις πύρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν. Αλλ’ εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν, σπλαχνισθείς εφ’ ημάς. Ο δέ Ιησούς είπεν αυτώ: το ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. Και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε: πιστεύω, κύριε, βοήθει μου τη απιστία. Ιδών δέ ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτώ: το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Και κράξας και πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. Ο δέ Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός ήγειρεν αυτόν, και ανέστη. Και εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατ’ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. Και είπεν αυτοίς: τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν, ει μή εν προσευχή και νηστεία.
Και εκείθεν εξελθόντες, παρεπορεύοντο δια της Γαλιλαίας, και ουκ ήθελεν ίνα τις γνώ’ εδίδασκε γάρ τους μαθητάς αυτού και έλεγεν αυτοίς, ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και αποκτανθείς, τη τρίτη ημέρα αναστήσεται.

Απόδοση.

Τότε, ένας από το πλήθος Του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα το γιό μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα, που τον κάνει άλαλο. Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω, και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές Σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν.» Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «άπιστη γενιά, ως πότε θα είμαι μαζί σας? Πόσο καιρό ακόμα θα σας ανέχομαι? Φέρτε μου εδώ το παιδί.» Εκείνοι Του το έφεραν. Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί κ’ εκείνο έπεσε κατά γης, και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσος καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό?» Ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε” «από τότε που ήταν μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα, και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά, για να τον εξολοθρέψει. Αλλά, αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησε μας.» Και ο Ιησούς του είπε τούτο” «εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει.» Αμέσως τότε, φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού, και είπε με δάκρυα: «πιστεύω Κύριε, βοήθησε με όμως, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή.» Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα με αυτά τα λόγια. «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω, βγες απ’ αυτόν, και μην ξαναμπείς πια σ’ αυτόν.» Το πνεύμα, αφού έκραξε δυνατά και συντάραξε το παιδί, βγήκε. Το παιδί τότε έμεινε αναίσθητο, ώστε πολλοί να λένε ότι πέθανε. Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, και αυτό στάθηκε όρθιο. Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές Του ιδιαιτέρως: «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα?» Και ο Ιησούς τους απάντησε. «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία.»
Έφυγαν από ‘κεί και προχωρούσαν, διασχίζοντας την Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από εκεί, γιατί δίδασκε τους μαθητές Του και τους έλεγε: «ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα Τον θανατώσουν. Την Τρίτη όμως μέρα μετά τον θάνατό Του θα αναστηθεί.»

Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.

Ομιλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, με θέμα το Ευαγγέλιον το αναγιγνωσκόμενον κατά την Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών, όπου γίνεται λόγος και για την επιμέλεια των εσωτερικών λογισμών.

Αν και πολλές φορές ομίλησα προς την αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, και μάλιστα κατά τις ιερές αυτές ημέρες, δεν ήρκεσαν για να πληροφορήσω τις φιλόθεες ψυχές και τις ακοές σας ποία δώρα χαρίζουν στους εραστάς των, και πόσων αγαθών γίνονται πρόξενοι σε εκείνους που τις ασκούν. Αυτό γίνεται ιδιαιτέρως φανερόν από τους λόγους του Κυρίου που αναγινώσκονται στο σημερινόν Ευαγγέλιο. Και ποίον είναι αυτό; Μεγάλο, το μεγαλύτερον από όλα θα ελέγαμε. Διότι εκτός των άλλων ημπορεί να τους παρέχη εξουσίαν εναντίον των πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλουν και να τα εκδιώκουν, και να ελευθερώνουν τους δαιμονιζομένους από την επήρειά τους. Πράγματι, όταν οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριον περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό», ο Κύριος είπε προς αυτούς: «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται, ει μη εν προσευχή και νηστεία».

Αυτός ήταν και ο λόγος, όπως φαίνεται, για τον οποίο, κατεβαίνοντας μετά από την προσευχή που έκανε στο όρος Θαβώρ, και την κατά την διάρκειά της εμφάνιση της θεϊκής αυγής, αμέσως ήλθε στον τόπο όπου ευρίσκετο ο κατεχόμενος από εκείνον τον δαίμονα. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους προκρίτους των μαθητών, ανέβη στο όρος για να προσευχηθή, και έλαμψε σαν τον ήλιο, και ιδού επαρουσιάσθησαν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι οποίοι συνομιλούσαν μαζί του. Αυτοί οι δύο είχαν περισσότερο από όλους σχεδόν τους ανθρώπους ασκήσει την προσευχή και την νηστεία, γι’ αυτό και επαρουσιάσθησαν κατά την ώρα της προσευχής, για να δείξουν ότι η προσευχή και η νηστεία αγαπούν να είναι πάντα μαζί, ώστε όταν η προσευχή ομιλή προς τον Κύριο, να συμμετέχη και η νηστεία στην συνομιλία. Πράγματι” εάν φωνή αίματος του αδικημένου Άβελ βοά προς τον Κύριον, όπως ο ίδιος είπε προς τον Κάιν, καθώς εμάθαμε από τον Μωυσή, άρα οπωσδήποτε και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, όταν κακοπαθούν με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο. Και απευθυνόμενα προς τον Κύριον σαν να συμπροσεύχωνται με την προσευχή του νηστεύοντος, δικαίως θα την καταστήσουν πλέον ευπρόσδεκτο, δικαιώνοντας αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας.

Αφού λοιπόν ο Κύριος προσηυχήθη και έλαμψε θεοπρεπώς, κατέβη από το όρος και ήλθε προς τον όχλο και τους μαθητάς, προς τους οποίους είχε προσαχθή εκείνος που είχε το δαιμόνιον, ώστε, όπως έδειξεν ότι αυτό που συνέβη στο όρος ήταν βραβείο της νηστείας και της προσευχής όχι απλώς μεγάλο αλλά περισσότερο από μεγάλο, έτσι και τώρα που κατέβη θα επιδείξη ότι αυτών έπαθλο είναι και η εξουσία κατά των δαιμόνων.

Αλλά επειδή κατά την παρούσα Κυριακήν των Ιερών Νηστειών αναγινώσκεται στην Εκκλησία η διήγησις του θαύματος αυτού, ας εξετάσωμε από την αρχήν όλη την ευαγγελικήν περικοπή που το περιγράφει.

Μόλις λοιπόν, λέγει, ήλθε ο ‘Ιησούς προς τους μαθητάς και τους παρευρισκομένους μαζί τους και τους ηρώτησε τι συζητούν, κάποιος από τον όχλον απεκρίθη: «διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον, και όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού και ξηραίνεται». Πώς λοιπόν αυτός άφριζε και έτριζε τα δόντια και εξηραίνετο; Του δαιμονιζομένου πρώτον και περισσότερον από τα άλλα όργανα του σώματος πάσχει ο εγκέφαλος, διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί το ψυχικόν πνεύμα που υπάρχει εκεί ως όχημα, και από αυτό, σαν από κάποιαν ακρόπολη, καταδυναστεύει όλο το σώμα. Και όταν πάσχη ο εγκέφαλος, εκκρίνεται από εκεί ένα αφρώδες και φλεγματώδες υγρόν προς τα νεύρα και τους μυς του σώματος, το οποίον αποφράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος. Από αυτό προκαλείται σπασμός και τρόμος και ακούσιες κινήσεις σε κάθε μέλος που υπόκειται στην βούληση, και ιδιαιτέρως στις γνάθους, επειδή αυτές ευρίσκονται πλησιέστερα στο όργανο που επλήγη πρώτο. Καθώς δε το περισσότερον υγρό ρέει προς το στόμα λόγω της χωρητικότητος των κοιλοτήτων του και της εγγύτητος προς τον εγκέφαλο, και η εκπνοή δεν ημπορεί να γίνη ελεύθερα εξ αιτίας της ατάκτου κινήσεως των οργάνων, ο εκπνεόμενος αέρας αναμιγνύεται με το πλήθος του υγρού, και δημιουργείται στους πάσχοντες αφρός. Με αυτόν τον τρόπο εκείνο το δαιμόνιο προεκάλεσε τον αφρό στο στόμα και τον τριγμό στα δόντια του νέου, τα οποία κτυπούσε φοβερά και έσφιγγε με μανία. Όπως οι ατμοί κινούμενοι από την θερμότητα των ηλιακών ακτίνων, και ιδίως όταν αυτή είναι πολύ υψηλή, διασκορπίζονται και εξατμίζονται εντελώς, έτσι και η υγρότης των σπλάχνων καταναλώνεται από την επήρεια του δαίμονος. Όταν δε αυτή είναι σφοδροτέρα, δαπανάται σε λίγο και η φυσική υγρασία του σώματος, και ο δαιμονιζόμενος καταξηραίνεται.

Ο δε πατέρας του δαιμονιζομένου προσέθεσε στον Κύριον ότι είπε στους μαθητάς να εκβάλουν το δαιμόνιο και δεν ημπόρεσαν. Και ο Κύριος αποτεινόμενος όχι μόνον προς αυτόν αλλά και προς όλους, λέγει: «ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι, έως πότε ανέξομαι υμών;». Μου φαίνεται πως οι τότε παρόντες Ιουδαίοι, παίρνοντας αφορμή από την αδυναμία των μαθητών να εκδιώξουν τον δαίμονα, κάποιαν βλασφημία θα εξεστόμισαν. Τί δεν θα είπαν τώρα που ηύραν αφορμήν, αυτοί που, και όταν ετελούντο θαύματα, δεν άφηναν την βλασφημία; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς των, τους ελέγχει και τους καταισχύνει παντοιοτρόπως, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς αλλά και με έργα και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία. Πράγματι, προστάσσει λέγοντας «φέρετέ μοι αυτόν ώδε. Και ήνεγκαν, και ιδόν τον Κύριον το δαιμόνιον εσπάραξε τον άνθρωπον, και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων». Διότι του επετράπη να φανερώση την κακία του. Ο δε Κύριος ηρώτησε τον πατέρα του παιδιού, «πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτών». Αυτήν την ερώτηση την κάμει ο Κύριος από φιλανθρωπία, για να τον βοηθήση να πιστεύση και να παρακαλέση με πίστη. Επειδή τόσον απείχεν ο άνθρωπος αυτός από την πίστη, ώστε δεν ικέτευε ούτε για την σωτηρία του παιδιού του. Γι’ αυτό δεν παρεκάλεσε καν ούτε τους μαθητάς. Τους είπα, λέγει, να το εκβάλουν. Δεν προσέπεσε, δεν ικέτευσε, δεν παρεκάλεσε, αλλά ούτε τον Κύριο φαίνεται να παρεκάλεσε ακόμη. Γι’ αυτό, αφήνοντας ο Κύριος το παιδί να κείτεται ελεεινώς εμπρός στα μάτια του, απευθύνεται σ’ εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς αίτηση. Εκείνος απεκρίθη ότι του συμβαίνει αυτό από την παιδική ηλικία, και πολλές φορές τον έρριψε στο πυρ και στα ύδατα για να τον σκοτώση. Και προσθέτει «αλλ’ ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν, σπλαχνισθείς εφ’ ημάς».

Βλέπετε πόση είναι η απιστία του ανδρός; Διότι αυτός που λέγει: «αν ημπορής» φανερώνει βεβαίως ότι δεν πιστεύει πως ο άλλος έχει την δυνατότητα. Ο δε Κύριος είπε το «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Και αυτό το λέγει όχι επειδή αγνοεί την απιστίαν εκείνου, αλλά προάγοντάς τον βαθμιαίως προς την πίστη, και συγχρόνως δεικνύοντας ότι η αιτία που και οι μαθηταί δεν εξέβαλαν τον δαίμονα ήταν η ιδική του απιστία. Πρόσεχε τον ευαγγελιστή. Δεν είπε ότι ο Κύριος με τα λόγια «ει δύνασαι πιστεύσαι» εζήτησε από τον πατέρα του παιδιού πίστη για την θεραπεία, όπως πάντοτε σχεδόν απαιτεί την πίστη από αυτούς που επιζητούν τις ιάσεις. Αλλά επειδή είναι και των ψυχών Δεσπότης και κηδεμών, προσπαθούσε να τις θεραπεύση κι αυτές με την πίστη. Και εκείνος, ο πατέρας του παιδιού, καθώς ήκουσε ότι η θεραπεία εξαρτάται από την πίστη του, έλεγε με δάκρυα: «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Βλέπετε αρίστην προκοπήν ηθών: Όχι μόνον επίστευσε περί της θεραπείας του υιού του, αλλά και ότι ο Κύριος ημπορεί να κατανικήση και την απιστία του, εάν το θελήση. Επειδή δε με τον διάλογον αυτόν είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται κόσμος, επετίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτον πνεύμα λέγοντάς του: «το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού, και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν».

Όλα δεικνύουν ότι αυτό το δαιμόνιον είναι φοβερότατο και θρασύτατο. Διότι η σφοδρότης της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθη πλέον, φανερώνει ακριβώς την θρασύτητα του δαιμονίου, το οποίο φαίνεται πως, αν δεν το επιτιμούσε, θα επανήρχετο. Διότι είχε σε μεγάλο βαθμόν κυριεύσει τον άνθρωπο, και δύσκολα ημπορούσε να αποσπασθή, ήταν δε και κωφό και άλαλον, ώστε να αδυνατή να αμυνθή κάπως η φύσις στην υπερβολικήν μανία του, γι’ αυτό και είχε καταντήσει σε σχεδόν τελείαν αναισθησία. Έπειτα προσθέτει ότι «και κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν, εξήλθε, ο δε άνθρωπος εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν». Η κραυγή δεν αντίκειται στο γεγονός ότι το δαιμόνιον ήταν άλαλο. Επειδή η μεν λαλιά είναι φωνή που εκφράζει κάποιαν έννοια, ενώ η κραυγή είναι φωνή χωρίς νόημα. Αφήνεται δε το δαιμόνιο και να σπαράξη τον άνθρωπο τόσο και να τον αφήση σαν νεκρό, για να φανερωθή όλη του η κακία. Ο Κύριος όμως, παίρνοντας το παιδί από το χέρι, το ανήγειρε, και αυτό εσηκώθη, δεικνύοντας έτσι ότι έχει πολλήν ενέργεια. Το ότι εκράτησε τον νέο από το χέρι ήταν της ιδικής μας κτιστής ενεργείας, ενώ το να ανεγερθή απηλλαγμένος από κάθε κακού ήταν της ακτίστου και θεϊκής και ζωαρχικής ενεργείας.

Όταν δε τον ηρώτησαν έπειτα οι μαθηταί ιδιαιτέρως: «διατί ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό;» τους είπε ότι αυτό το δαιμόνιον «εν ουδενί δύναται εξελθείν, ει μη εν προσευχή και νηστεία». Και ορισμένοι λέγουν ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνεται από τον πάσχοντα. Δεν είναι όμως έτσι. Διότι αυτός που ενεργείται από πονηρόν πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερόν, αφού είναι όργανον εκείνου και από εκείνο καταδυναστεύεται, πώς θα ήταν δυνατόν να προσευχηθή ή να πιστεύση προς όφελος του εαυτού του;

Φαίνεται δε ότι αυτό το δαιμόνιον είναι της ακολασίας, το οποίον άλλοτε ρίπτει αυτόν που κατέλαβε στο πύρ —τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και ανέραστοι έρωτες—, άλλοτε τον καταβυθίζει στα ύδατα δια της αδηφαγίας και των αμέτρων ποτών και συμποσίων. Είναι δε και σ’ αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιον τούτο. Διότι όποιος πείθεται στις υποβολές του δεν υπομένει εύκολα ούτε να ακούη ούτε να λαλή τα θεία. Εάν όμως κάποιος δεν έχει αυτό το πονηρόν πνεύμα ως ένοικον, αλλά άγεται και φέρεται από τις υποβολές του, όταν συνέλθη και θελήση να επιστρέψη (επειδή έχει ακόμη το αυτεξούσιον) έχει ανάγκη από προσευχήν και νηστεία, ώστε με την μεν νηστεία να χαλιναγωγήση το σώμα και να καταστείλη τις επαναστάσεις του, με την προσευχή δε να αδρανοποιήση και να κατευνάση τις χαραγμένες στην ψυχή του εμπειρίες και παραστάσεις, και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος. Και έτσι, απελαύνοντας με την προσευχή και την νηστεία την σατανικήν επίθεση και επήρεια, να κυριαρχήση στο πάθος. Όταν όμως δεν ενεργείται απλώς από την υποβολήν του δαίμονος, αλλά έχει ένοικο τον ίδιο, τότε δεν πάσχει πλέον ανθρωπίνως ούτε ημπορεί να πράξη κάτι ο ίδιος προς θεραπείαν του, αλλά αυτό που θα έκανε εκείνος, αν είχε τον νου του ελεύθερο, αυτό πραττόμενο για χάρη του από τους ελευθέρους και μάλιστα αυτούς που είναι μέτοχοι Θείου Πνεύματος, πάρα πολύ θα συντελέση στο να εκβληθή το δαιμόνιο.

Το να εκδιώκωμε όμως τα δαιμόνια δεν μας απαιτείται, και αν ημπορέσωμε να το κάνωμε, καθόλου δεν θα ωφεληθούμε, εάν ο βίος μας είναι απρόσεκτος. Διότι λέγει «πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα. Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν; Και ερώ προς αυτούς, ουκ οίδα υμάς, αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν». Ώστε πολύ πιο κερδισμένοι θα είμεθα όταν σπεύσωμε να εκβάλωμε από την ψυχή μας το πάθος της πορνείας και της οργής και του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλωμε δαιμόνια. Διότι δεν αρκεί να απαλλαγούμε μόνον από την σωματικήν αμαρτία, αλλά πρέπει να αποκαθαίρωμε και την ενέργεια η οποία είναι εγκατεστημένη μέσα στην ψυχή. Διότι από την καρδία μας ανεβαίνουν οι κακοί διαλογισμοί, οι μοιχείες, οι πορνείες, οι φόνοι, οι κλοπές, οι πλεονεξίες και τα παρόμοια, καθώς αυτά τα εσωτερικά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο, αφού λέει: «ο εμβλέψας γυναικί προς το επιθυμήσαι αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού». Διότι, και όταν το σώμα απρακτή, υπάρχει η δυνατότης να ενεργείται η αμαρτία με τον λογισμόν. Εάν όμως η ψυχή αποκρούση την εσωτερικήν προσβολή του πονηρού με προσευχή και προσοχή, με την μνήμη του θανάτου και την κατά Θεόν λύπη και το πένθος, γίνεται και το σώμα μέτοχον της αγιωσύνης, και αποκτά την απραξία των κακών. Αυτό είναι που λέγει ο Κύριος ότι δεν έχει καθαρίσει και το εσωτερικό του ποτηρίου αυτός που εκαθάρισε το εξωτερικόν, αλλά «ποιήσατε το εντός του ποτηρίου καθαρόν, και ούτως έσται καθαρόν όλον». Πράγματι, εάν όλη σου η προσπάθεια εντοπισθή στο να είναι κατά Θεόν η εσωτερική σου εργασία, τότε θα νικήσης και τα εξωτερικά πάθη. Επειδή εάν η ρίζα είναι αγία, θα είναι και οι κλάδοι, εάν είναι η ζύμη θα είναι και όλο το φύραμα.

Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την ιουδαϊκήν περιτομήν, αλλά την τελειοποίησε. Διότι αυτός είναι που λέγει «ουκ ήλθον καταλύσαι τον νόμον, αλλά πληρώσαι». Πώς λοιπόν τον τελειοποίησε; Εκείνος ο νόμος ήταν σφραγίς και φανέρωσις και συμβολική διδασκαλία της περιτομής των πονηρών λογισμών που γίνεται μέσα στην καρδία. Οι Ιουδαίοι αυτήν την φροντίδα δεν την είχαν, και ονειδίζοντο από τους Προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδία, και εμισούντο από αυτόν που βλέπει μέσα στην καρδία και κατήντησαν να γίνουν τελείως απόβλητοι. Διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπον, ενώ ο Θεός στην καρδία, και αν αυτή είναι γεμάτη από ακαθάρτους ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος της θείας αποστροφής. Γι’ αυτό πάλιν ο Απόστολος παραινεί να κάνωμε τις προσευχές χωρίς οργήν και διαλογισμούς.

Θέλοντας δε ο Κύριος να μας διδάξη να φροντίζωμε για την πνευματικήν περιτομή της καρδίας, μακαρίζει τους «καθαρούς τη καρδία» και τους «πτωχούς τω πνεύματι». Και αφ’ ενός μεν διαβεβαιώνει πως έπαθλον αυτής της καθαρότητος είναι η Θεοπτία, αφ’ ετέρου δε στους πτωχούς υπόσχεται την Βασιλεία των Ουρανών. Πτωχούς εννοεί εκείνους οι οποίοι ζουν μέσα σε ένδεια και ευτέλεια. Και δεν μακαρίζει απλώς τους πτωχούς, αλλά τους πτωχούς στο φρόνημα, δηλαδή αυτούς οι οποίοι έχοντας την εσωτερικήν ταπείνωση της καρδίας και την αγαθήν προαίρεση, συμπεριφέρονται αναλόγως και εξωτερικώς. Και απαγορεύει όχι μόνο τον φόνον, αλλά και την οργή, και προστάζει να συγχωρούμε από την καρδία μας αυτούς που μας πταίουν. Και δεν δέχεται το δώρο που του προσφέρουμε, εάν προηγουμένως δεν συνδιαλλαγούμε με αυτούς και αφήσωμε την οργή.

Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη. Και αυτήν την από περιέργειαν θέα και την από αυτήν επιθυμία διεκήρυξε ότι την θεωρεί μοιχεία διαπραττομένην στην καρδία. Και εξετάζοντας γενικότερα το θέμα λέγει: εάν το φως που έχεις μέσα σου, ο νους δηλαδή και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αλαμπείς προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθησις, τα οποία καθ’ εαυτά δεν έχουν φέγγος νοερόν που γεννά την αλήθεια και την απάθεια; Εάν όμως το φως που έχεις μέσα σου είναι καθαρόν και δεν το συσκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι ολοκληρωτικά φωτεινός στην ψυχή, καθώς όταν σε φωτίζη ο λύχνος με την λάμψη του. Τοιαύτη είναι η πνευματική περιτομή που πραγματοποιείται στην καρδία, δια της οποίας ετελειοποίησε ο Κύριος την νομικήν περιτομή της σαρκός που εδόθη στους Ιουδαίους για να φανερώνη εκείνην και να οδηγή προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν εφρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους έγινε ακροβυστία, όπως λέγει ο Παύλος1θ, και απεξενώθησαν από τον Θεόν, ο οποίος δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδία, στις αφανείς κινήσεις των λογισμών που συμβαίνουν μέσα μας.

Ας προσέχωμε λοιπόν και εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, και ας καθαρίσωμε από κάθε μολυσμόν την καρδία μας, για να μην παρασυρθούμε μαζί μ’ αυτούς που κατεκρίθησαν. «Ει γαρ ο δια Μωσέως λαληθείς νόμος εγένετο βέβαιος και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα της ημετέρας αμελήσαντες σωτηρίας, ήτις αρχήν λαβούσα λαλείσθαι παρά του Κυρίου, δια των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη, συνεπιμαρτυρούντος του Θεού σημείοις και τέρασι και ποικίλαις δυνάμεσι και Πνεύματος αγίου μερισμοίς;». Ας φοβηθούμε λοιπόν αυτόν που εξετάζει τις καρδιές και τους νεφρούς. Ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων. Ας κάνωμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμόν, την κατανυκτικήν προσευχήν, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδεί τον Κύριον. Ας ποθήσωμε με βεβαίαν πίστη την θέαν εκείνη που έχει προαναγγελθή για τους «καθαρούς τη καρδία», και ας πράξωμε τα πάντα για να επιτύχωμε αυτήν, με την οποία συνυπάρχει η αιώνιος ζωή, το άφθαρτον κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτος και απέραντος τρυφή και δόξα και βασιλεία. Αυτά είθε όλοι μας να επιτύχωμε, «εν αυτώ τω Βασιλεί των αιώνων Χριστώ. Ω μόνω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ καί ζωοποιώ Πνεύματι, εις απεράντους αιώνας. Αμήν».

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 547 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Παράβαλε και:
Κυριακή Δ. των νηστειών – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., ο κεραυνός, λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Κυριακή Δ. των νηστειών, μνήμη του Αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος – Συναξάριον, υμνολογική εκλογή.
Πρέπει να ορκιζόμαστε, ή όχι; – Χάρης Ανδρεόπουλος, Θεολόγος.

Δημοσιεύθηκε στην Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.