Είναι ευχάριστα όμορφο και εξόχως διδακτικό, να διαπιστώνεις ακόμη και πολλούς αιώνες μετά την κοίμηση ενός ανθρώπου, την κρηστάλινη και θεάρεστη βιωτή του, μέσα από κείμενα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων. Και για να μην μακρύνουμε τον λόγο, εξηγούμε, πως αναφερόμαστε στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, του οποίου τιμούμε την μνήμη στις 13 Νοεμβρίου.
Δεν θα θέλαμε εδώ να παραθέσουμε τα γεγονότα της πολύπαθης ζωής του, αλλά μόνον να σας καταστήσουμε κοινωνούς περικοπών μιας θαυμασίας επιστολής που μας άφησε, προσπαθώντας να παρηγορήσει τον συνεξόριστότου επίσκοπο Κυριακό, άνδρα άξιο της υψηλής του αποστολής, συνάμα δε και αρκετά ευαίσθητο, όπως συμπεραίνουμε από τα αποσπάσματα του κατωτέρω κειμένου, το οποίον παραθέτουμε σε ελεύθερη Νεοελληνική απόδοση. Το κείμενο αυτό απεστάλη στον εν λόγω επίσκοπο, καθώς ο ιερός Χρυσόστομος βρισκόταν στη «δύση» του επί γης βίου του, εξόριστος στην Κουκουσώ του πόντου. Είχε δυστυχώς υποστεί τα πάνδεινα, μα το φρόνημά του διατηρούνταν ακμαιότατο. Αντιθέτως, ο σεβάσμιος Κυριακός, είχε αρχίσει να προβληματίζεται για τα εμπόδια που συναντούσε το σώμα των πιστών στην επί γης τουπωρεία, και ανύσιχος ζητούσε τις συμβουλές και τις απόψεις του εμπειροτάτου φίλου και πνευματικού του πατέρα.
Επιστολή Ιωάννου, αρχιεπισκόπου νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως,προς τον επίσκοπον Κυριακόν.
Κουκουσώς, 407 μετά Χριστόν.
Έλα λοιπόν αδελφέ, να εξαλείψω την πληγή της αθυμίας σου, και να απομακρύνω το σύννεφο του ταραγμένου σου λογισμού. Γιατί λυπάσαι και αδημονείς? Λυπάσαι μήπως, επειδή είναι βαρύς ο Χειμώνας και πικρό το ναυάγιο, που βρήκε ξαφνικά την εκκλησία μας? Και εγώ το ξέρω, μα κανένας δεν πρόκειται να αντιστρέψει την κατάσταση, παρά μόνον ο Θεός.
Αλλά, εάν θέλεις, επίτρεψε μου να σου παραστήσω με μια εικόνα, τα γεγονότα. Βλέπουμε λοιπόν, μια θάλασσα, που αναταράζεται συνεχώς από αυτά τα βάθη της αβύσσου, κάτωθε της, ενώ οι ναύτες της νοητής Νηώς, δηλ’ της εκκλησίας, έχουν πλέξει τα χέρια γύρω από τα γόνατά τους, και γεμάτη από αμήχανη απορία, λόγω του βαρέως Χειμόνος, αφού άλλωστε δεν βλέπουν πουθενά ουρανό αλλά πέλαγος, πουθενά ξηρά, αλλά παντού μανιασμένη θάλασσα, πέφτουν στο κατάστρωμα, και κλαίνε απαρηγόρητα απελπισμένοι. Και βέβαια, έτσι γίνεται στην αισθητή και μανιασμένη θάλασσα.
Τώρα, σε ότι αφορά την εκκλησία, ο θόρυβος είναι χειρότερος, και τα κύματα δυστυχώς περισσότερα. Πάρα ταύτα, παρακάλεσε τον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος μπορεί νααντιμετοποίσει τον βαρύ Χειμόνα, όχι με την ναυτική τέχνη και δεξιότητα, αλλά με ένα του νεύμα ή νόημα. Κι αν πάλι τον έχεις ήδη παρακαλέσει και δεν εισακούστηκες, μην αδιαφορήσεις. Γιατί συνηθίζει ο φιλάνθρωπος Κύριος, που προνοεί τα πάντα για την σωτηρία μας, να ενεργεί και κατ’ αυτόν τον τρόπο. Παραδείγματος χάριν’ μήπως δεν μπορούσε να γλυτώσει εκείνους τους τρεις ππαίδας, ώστε να μην ριχτούν στο καμίνι της Βαβυλόνος? Ασφαλώς και ξέρεις πως μπορούσε. Τι έγινε όμως? Μόλον ότι εκείνοι ήταν αιχμάλωτοι, και παραπεταμένοι σε μια βάρβαρη χώρα, και είχαν μάλιστα χάσει την κληρονομιά των προγόνων τους, και τέλος πάντων, ήταν ξεχασμένοι από όλους,
και συνεπώς δεν τους έμενε τίποτε, εκείνη ακριβώς την στιγμή, ο αληθής Θεός έκανε το θαύμα του, διασκορπίζοντας τη φωτιά της καμίνου των Χαλδαίων.
Έτσι λοιπόν για εκείνους τους τρεις το καμίνι έγινε εκκλησία, από την οποίαν προσκαλούσαν όλη την πλάση, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, τα ορώμενα και τα αόρατα, να δοξάσουν τον Κύριο. Βλέπεις, πώς η υπομονή των τριών δικαίων ανδρών, μετέβαλε τη φωτιά σε δροσιά, μαλάκωσε τον τύραννο Ναβουχοδονόσορα, και τελικώς τους έκανε γνωστούς σε όλη την οικουμένη?
Τούτο επιβεβαιώνει και ο άτεγκτος βασιλεύς, ο οποίος ομολογεί, πως είναι μεγάλος ο Θεός του Ανανία, του Αζαρία και του Μησαήλ! Πρόσεξε δε μάλιστα, με πόση αυστηρότητα συνεχίζεται το βασιλικό εκείνο διάταγμα. Εάν κάποιος, προσθέτει, τολμήσει να κακολογήσει έστω και για λίγο τους τρεις αυτούς παίδες, θα του πάρω το σπίτι, και θα του δημεύσω
τα υπάρχοντά του.
Λοιπόν, μη στενοχωρηθείς αδελφέ μου κυριακέ. Εγώ μάλιστα, όταν με εξόριζαν από την Πόλη μου, δεν φρόντιζα για τίποτε από όλα αυτά, αλλά έλεγα στον εαυτό μου. Θέλει η βασίλισσα να με εξορίσει? Ας με εξορίσει. Στο Θεό μου ανήκει η γη, και ότι υπάρχει σ’ αυτήν. Αν θέλει να με πριωνήσει, ας με πριωνήσει. Έχω σαν παράδειγμά μου τον προφήτη Ησαϊα. Αν θέλει να με ρίξει στη θάλασσα, θυμάμαι
τον προφήτη Ιωννά. Εάν θέλει να με ρίξει σε κανένα λάκκο, θα ακολουθήσω τον Δανιήλ που τον έριξαν στα λιοντάρια. Αν θέλει πάλι να με λιθοβολήσει, έχω υπόδειγμά μου τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, που έπαθε κάτι παρόμοιο. Εάν θέλει να μου πάρει το κεφάλι, θυμάμαι τον Βαπτιστή. Αν θέλει να μου πάρει τα υπάρχοντά μου, εάν έχω κάτι, ας μου τα πάρει. Γυμνός γεννήθηκα από τη μάνα μου, γυμνός και θα πεθάνω. Εμένα με προτρέπει και ο απόστολος Παύλος, λέγοντας, πως ο Θεός
δεν είναι προσωπολήπτης, και ότι, αν ήθελα να ήμουν αρεστός στους ανθρώπους, δεν θα μπορούσα να είμαι δούλος του Χριστού. Μα και ο Δαβίδ με οπλίζει λέγοντας, είχα το θάρρος να μιλάω σωστά ενώπιον πάντων, ακόμη και των βασιλέων, και γι’ αυτό
δεν ντρεπόμουνα.
Πολλά πονηρά μηχανεύτηκαν εναντίον μου, αλλά όλα τα έκαναν από φθόνο. Αλλά μήπως σε λυπεί, αδελφέ Κυριακέ, ότι όχι μόνον με εξόρισαν, αλλά και παρουσιάζονται στην αγορά, συνοδευόμενοι από πλήθος ακολούθων κολάκων?
Αν πράγματι κάτι τέτοιο σου βαραίνει την καρδιά, τότε θυμήσου τον πλούσιο και τον Λάζαρο της ευαγγελικής παραβολής. Ποιος κακοπέρασε σ’ αυτήν την ζωή, και ποιος απήλαυσε? Σε τι έβλαψε τον Λάζαρο η φτώχια του? Μήπως δεν οδηγήθηκε ως αθλητής και νικητής στους κόλπους του Αβραάμ? Κι απ’ την άλλη, σε τι ωφέλησε
τον πλούσιο ο πλούτος, αυτόν που ντυνόταν με πορφυρά και μεταξωτά ρούχα?
Πού πήγαν τελικώς η ακόλουθοι του? Πού πήγαν οι ραβδούχοι? Πού πήγαν τα χρυσσοχαλινομένα άλογα? Πού πήγε η βασιλική τράπεζα που τον έτρεφε καθημερινά? Δεν οδηγήθηκε στον τάφο δεμένος σαν ληστής, έχοντας γυμνή και αστόλιστη την ψυχή του, φωνάζοντας απαρηγόρητα, (πατέρα μου Αβραάμ, λυπήσου με, και στείλε τον Λάζαρο να βάψει την άκρη του δακτύλου του με νερό, για να μου δροσίσει την γλώσσα μου, γιατί βασανίζομαι πικρά? Μα, φτωχέ μου πλούσιε, γιατί λες πατέρα σου τον Αβραάμ, αφού δεν μιμήθηκες καθόλου την ζωή του? Εκείνος, φιλοξενούσε κάθε άνθρωπο στο σπίτι του, ενώ εσύ, δεν φρόντισες ούτε έναν φτωχό.
Δεν είναι άξιον πένθους και κλαυθμού, το ότι, αυτός που είχε εδώ στην γη τα πάντα, τώρα παρακαλεί για μια σταγόνα νερό? Τον «Χειμώνα» δεν έσπειρε έλεος, και όταν ήλθε το «Καλοκαίρι», δεν μπορούσε πια να θερίσει. Μα και τούτο είναι Θείο σχέδιο το ότι δηλαδή, έφτιαξε την κόλαση απέναντι από τον Παράδεισο, ώστε ο ένας να βλέπει τον άλλο, και να καταλαβαίνει τι κέρδισε, ή να καταλαβαίνει τι έχασε. Τότε, ο δήμιος θα σταθεί απέναντι από τον καταδικασμένο, οπότε το θύμα του θα κάνει τον εκτελεστή του να ντρέπεται!
Τότε η πραγματικότητα θα παρομοιάζει με έναν οδοιπόρο, ο οποίος βαδίζοντας μέσα στην αφόρητη ζέστη, μάταια θα επιθυμεί μια δροσερή πηγή. Ή για να χρησιμοποιήσω μιαν άλλη εικόνα, οι κολασμένοι θα μοιάζουν με έναν επί πολύ καιρό πεινασμένο, που παρακάθεται τελικά σε ένα ελκιστικότατο και πλούσιο τραπέζι. Έρχεται όμως ένας δυνατότερος συνδετιμόνας του, και του απαγορεύει να γευθεί οτιδήποτε! Έτσι, και ο διψασμένος τιμωρείται περισσότερο με την έλλειψη του νερού, και ο πεινασμένος υποφέρει και από την έλλειψη του φαγητού και από την αδυσώπητη απαγόρευση του χορτασμού. Το ίδιο θα γίνει και κατά την ημέρα της Κρίσεως. Οι ασεβείς θα υποφέρουν βλέποντας τους Αγίους να ευφραίνονται, ενώ αυτοί δεν θα μπορούν να απολαύσουν το Δεσποτικό Τραπέζι.
Θυμήσου εξάλλου, πως και ο Θεός θέλοντας να κολάσει τον Αδάμ, του υπέδειξε να εργάζεται την γη απέναντι από τον Παράδεισο, ώστε βλέποντας καθημερινά τον αλησμόνητο για εκείνον τόπο της πρώτης του διαμονής, να έχει πάντοτε στην ψυχή του τον πόνο της στερήσεώς του.
Έτσι, κιάν εδώ δεν συναντήσει ο ένας τον άλλον, εκεί όμως τότε, κανείς δεν θα μπορέσει να μας εμποδίσει να βρεθούμε, και να διάγουμε αιωνίως μαζί. Τότε επίσης, θα δούμε κατά πρόσωπο αυτούς που μας εξόρισαν, όπως είδε και ο Λάζαρος τον πλούσιο, και οι μάρτυρες τους τυράννους – δημίους τους. Λοιπόν αγαπητέ, μη στενοχωριέσαι, αλλά θυμήσου τον προφητικό λόγω. «Μη φοβηθείτε την ανθρώπινη αποδοκιμασία, και μην αφήνετε τον εαυτό σας να ηττηθεί από την διαστροφή των διωκτών σας.»
Σκέψου επίσης προσεκτικά, και τον Δεσπότη μας Χριστό, ο οποίος διώκονταν από τα σπάργανά του ακόμη, και ο οποίος βρέθηκε όντας βρέφος, «παραπεταμένος» στην Αίγυπτο, την γη των βαρβάρων! Αυτός που κατέχει τον κόσμο, μας έγινε πρότυπο ώστε να μην κακοκαρδιζόμαστε από τους διάφορους πειρασμούς. Θυμήσου εξάλλου και το Πάθος του Σωτήρος μας, και πόσες ύβρεις υπέστη για χάρη μας. Άλλοι δηλαδή τον έλεγαν αιρετικό – Σαμαρείτη, κι άλλοι τον αποκαλούσαν δαιμονισμένο και ψευδοπροφήτη, γιατί, όπως πολύ καλά ξέρεις, έλεγαν, «να, ένας άνθρωπος φαγάς και οινοπότης», και ακόμη χειρότερα, ότι «βγάζει τα δαιμόνια με την βοήθεια του αρχησατανά».
Θυμήσου ακόμη, πως όταν τα αιμοβόρα εκείνα σκυλιά, γυμνό Τον έσερναν στο Μαρτύριό Του, όλοι οι μαθητές του Τον εγκατέλειψαν, αφού άλλος Τον αρνήθηκε, άλλος Τον πρόδωσε στους σταυρωτές Του, ενώ οι υπόλοιποι δραπέτευσαν. Και Εκείνος, κρεμόταν μόνος και γυμνός ανάμεσα στους εξαγριωμένους όχλους, επειδή λόγω της μεγάλης Εβραϊκής εορτής του Πάσχα, είχαν συγκεντρωθεί πολλοί επισκέπτες στα Ιεροσόλυμα εκείνη την εποχή. Και τελικά, τον σταύρωσαν σαν «κακούργο» ανάμεσα σε κακούργους, και έμεινε άταφος στον Σταυρό μέχρι να Τον Κατεβάσουν από εκεί, εωςώτου δηλ. κάποιος απ’ αυτούς Τον ζήτησε για να Τον θάψει! Μα δεν σταμάτησαν σ’ αυτά. Διέδωσαν μάλιστα και αναίσχυντη συκοφαντία εναντίον Του, πως δήθεν δεν αναστήθηκε ποτέ.
Έτσι συμβαίνει και τώρα αδελφέ. Μη στενοχωριέσαι λοιπόν. Άκουσα δε και για εκείνο τον παραμυθά τον Αρσάκιο, τον οποίον εγκατέστησε η βασίλισσα στον θρόνο μου, ότι, όπως πληροφορούμαι, ταλαιπωρεί τους αδελφούς, και ιδιαιτέρως τις παρθένες της Εκκλησίας, επειδή δεν θέλησαν να έχουν κοινωνία μαζί του. Πολλοί μάλιστα απ’ αυτούς πέθαναν και στις φυλακές για εμένα. Ο προβατόσχημος εκείνος λύκος, που φέρει το σχήμα του επισκόπου, είναι στην πραγματικότητα μοιχός. Διότι, όπως ονομάζουμε μοιχαλίδα την έγγαμη που συνάπτει σχέση με άλλον άνδρα ενώ συνδέεται ακόμη με τον σύζυγό της, έτσι κι αυτός είναι μοιχός, όχι σαρκικά αλλά πνευματικά, διότι μου άρπαξε τον θρόνο, αν και εγώ ζω ακόμη.
Αυτά σου τα γράφω από την Κουκουσό, όπου διέταξε να εξορισθώ η βασίλισσα. Και είναι αλήθεια, πως στο δρόμο με βρήκαν πολλές θλίψεις, αλλά δεν φρόντισα για καμία απ’ αυτές. Όταν όμως έφθασα στην χώρα των Καππαδοκών και στην Ταυροκιλικία, με συναντούσαν απ’ όπου κι αν περνούσα, πολλοί άγιοι πατέρες μα και αδελφότητες μοναχών και παρθένων, οι οποίοι έχυναν «ποτάμια» τα δάκρυα, και έκλαιγαν βλέποντας με να πηγαίνω στην εξορία, λέγοντας μεταξύ τους. «Θα ήταν καλύτερο να σκοτεινιάσει ο ήλιος, παρά να κλείσει το στόμα του Ιωάννου». Αυτά, και με θορύβησαν και με έθλιψαν περισσότερο, αδελφέ μου, επειδή δηλ. τους έβλεπα να κλαίνε για εμένα. Για τίποτε άλλο από τα δικά μου δεν φρόντισα.
Σε θερμοπαρακαλώ λοιπόν, απόρριψε το πένθος και την στενοχώρια σου, και προσευχήσου θερμά στον Θεό και για εμένα.
Από το Συναξάριον του Μηναίου της 27ης Ιανουαρίου.
Απολυτίκιον Ήχος πλ. δ’ Αυτόμελον
Η του στόματός σου καθάπερ πυρσός εκλάμψασα χάρις, την οικουμένην εφώτισεν, αφιλαργυρίας τω κόσμω θησαυρούς εναπέθετο, το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν, Αλλά σοίς λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ιωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τω Λόγω Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Κοντάκιον Ήχος πλ. β’ Την υπέρ ημών
Εκ των ουρανών εδέξω την θείαν χάριν, καί διά των σών χειλέων, πάντας διδάσκεις, προσκυνείν εν Τριάδι τον ένα Θεόν, Ιωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε Όσιε, επαξίως ευφημούμέν σε’ υπάρχεις γάρ καθηγητής, ως τα θεία σαφών.
Επιμέλεια, Ιωάννης Παπαχρήστος.