Κυριακή Β’ Ματθαίου: Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου- ομιλία ΙΔ’ εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον.

(Ματθ. δ 18-22)

Υπόμνημα εις τον Άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, ομιλία ΙΔ’

Για ποιό λόγο αναχωρεί; Επειδή θέλει να μας διδάξη πάλι να μην συμπλεκώμαστε με τον πειρασμό αλλά να υποχωρούμε και να παραμερίζωμε μπροστά του. Δεν είναι έγκλημα να μη ρίχνης τον εαυτό σου στον κίνδυνο, αλλά να μη σταθής με γενναιότητα, όταν πέσης σ’ αυτόν. Αυτό λοιπόν θέλει να διδάξη και να διασκεδάση έτσι το φθόνο των Ιουδαίων γι’ αυτό αναχωρεί στην Καπερναούμ. Και την προφητεία εκπληρώνει και βιάζεται να συλλάβη στο δίχτυ του τους δασκάλους της οικουμένης,
αφού εκεί τους είχε φέρει η τέχνη τους. Εμείς ας προσέξωμεν πως έχοντας στο νου παντού να φύγη στους Εθνικούς, παίρνει από τους Ιουδαίους αιτίες. Γιατί
εδώ με την επιβουλή τους εναντίον του Προδρόμου και το κλείσιμό του στη φυλακή τον ωθούν στην ειδωλολατρική Γαλιλαία. Ότι δεν εννοεί ένα μέρος του Ιουδαϊκού,
έθνους, ούτε όλες τις φυλές, πρόσεξε πως ορίζει εκείνο το χωρίο ο προφήτης λέγοντας έτσι. «Η χώρα της φυλής Νεφθαλείμ που απλώνεται κοντά στη θάλασσα και
πέρα από τον Ιορδάνη, η ειδωλολατρική Γαλιλαία. Ο λαός που κάθεται στο σκοτάδι είδε μέγα φως». Σκότος εδώ λέγει όχι το αισθητό αλλά την πλανημένη πίστη
και ασέβεια. Γι’ αυτό και πρόσθεσε. Σ’ αυτούς που κάθονται στη χώρα που τη σκεπάζει η σκια του θανάτου, ανέτειλε το φως γι’ αυτούς. Για να εννοήσωμε ότι
δεν λέει ούτε το φως, ούτε το σκότος το αισθητό, μιλώντας για το φως, δεν είπε απλώς φως αλλά φως μεγάλο, που σ’ άλλο σημείο το λέει αληθινό. Το σκοτάδι
πάλι με περίφραση το είπε «σκια θανάτου». Κι έπειτα δείχνοντας ότι δε βρήκαν αυτοί επειδή είχαν ζητήσει αλλά ο Θεός από ψηλά τους φανερώθηκε λέει• «Φως
ανέτειλε γι’ αυτούς» δηλαδή το ίδιο το φως ανέτειλε, και έλαμψε δεν έτρεξαν αυτοί πρώτοι προς το φως. Γιατί οι άνθρωποι είχαν φτάσει στα τελευταία τους
πριν από την παρουσία του Χριστού. Δεν περπατούσαν στο σκοτάδι αλλά εκάθοντο στο σκοτάδι. Αυτό είναι σημάδι ότι μήτε καν έλπιζαν ότι θα γλυτώσουν απ’ αυτό.
Γιατί σαν να μην ήξεραν καν που πρέπει να προχωρήσουν, έτσι τους είχε προλάβει το σκοτάδι κι εκάθησαν, αφού στο τέλος μήτε να σταθούν δεν μπορούσαν.

Από τότε άρχισε ο Χριστός να κηρύττη και να λέη• «Μετανοείτε, πλησίασε η βασιλεία των ουρανών». Πότε από τότε; Αφότου φυλακίστηκε ο Ιωάννης. Και γιατί
δεν τους μίλησε απ’ την αρχή; Και τι του χρειαζόταν ο Ιωάννης, όταν τα έργα μαρτυρούσαν γι’ αυτόν μεγαλόφωνα; Για να αναγνωρίσης κι’ από δω την αξία του•
ότι δηλαδή όπως ο Πατέρας του, έχει κι αυτός τους προφήτες. Αυτό έλεγε κι ο Ζαχαρίας. Και, συ, παιδί, θα ονομαστής προφήτης του Υψίστου. Και για να μην
αφήση καμμιά δικαιολογία στους αναίσχυντους Ιουδαίους, ακούτε κι ο ίδιος τι είχε πει. Ήρθε ο Ιωάννης που μήτε τρώει, μήτε πίνει και λένε• έχει δαιμόνιο
μέσα του. Ήρθε ο Γιος του ανθρώπου που και τρώει και πίνει και λένε, να, ένας φαγάς και μέθυσος φίλος των τελωνών και των αμαρτωλών. Και δικαιώθηκε η σοφία
του, από τις συνέπειές της. Εξ άλλου ήταν κι ανάγκη από κάποιον άλλον πρωτύτερα να λεχθούν οι λόγοι για κείνον κι όχι από τον ίδιο. Γιατί αν ακόμα κι ύστερα
από τόσες πολλές και μεγάλες μαρτυρίες και αποδείξεις έλεγαν• Συ μαρτυρείς για τον εαυτό σου• η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή. Αν χωρίς να έχη πει τίποτε
ο Ιωάννης, έβγαινε στη μέση ο ίδιος και μαρτυρούσε, τι δε θα μπορούσαν να πουν; Γι’ αυτό ούτε εκήρυξε πριν απ’ αυτόν, ούτε έκαμε θαύματα προτού εκείνος
κλειστή στη φυλακή, για να μη γίνη έτσι διχασμός στο πλήθος. Γι’ αυτό επίσης και ο Ιωάννης δεν έκαμε κανένα θαύμα για να παραδώση το πλήθος και γι’ αυτό
το λόγο στον Ιησού, επειδή τα θαύματα θα το τραβούσαν κοντά του. Γιατί αν έγιναν τόσα πριν και μετά τη φυλακή κι όμως οι πολλοί υποψιάζονται ότι ο Ιωάννης
ήταν ο Χριστός κι όχι εκείνος, τι θα γινόταν, αν δεν είχε συμβή τίποτε απ’ αυτά; Γι’ αυτό ο Ματθαίος υπογραμμίζει, ότι από τότε άρχισε να κηρύττη. Και
όταν άρχισε το κήρυγμα, εδίδασκε ο,τι και ο Ιωάννης και τίποτε ποτέ για τον εαυτό του δεν λέγει το κήρυγμά του. Γιατί αυτό ως τότε μπορούσαν να παραδεχθούν,
επειδή δεν είχαν ακόμη γι’ αυτόν τη γνώμη που έπρεπε.

Γι’ αυτό και αρχίζοντας δεν τους φορτώνει κανένα βαρύ φορτίο, όπως εκείνος τσεκούρι και δένδρο που κόβεται, μήτε τους αναφέρει το φτυάρι και το αλώνι και
την άσβεστη φωτιά. Αλλά στο προοίμιο της διδασκαλίας του αναφέρεται σε επιθυμητά, μιλώντας σ’ αυτούς που ακούνε για τους ουρανούς και τη βασιλεία την ουράνια.
Και περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, το Σίμωνα που τον έλεγαν Πέτρο και τον Ανδρέα τον αδελφό του. Έρριχναν τα δίχτυα τους
στη θάλασσα, σαν ψαράδες που ήσαν. «Ακολουθήστε με, τους είπε, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων». Άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν. Ο Ιωάννης βέβαια
αναφέρει αλλοιώτικα την κλήση τους, κι αυτό σημαίνει ότι αυτή είναι η δεύτερη πρόσκλησή τους, που μπορεί κανείς από πολλά να διαπιστώση. Γιατί εκεί λέει
ότι ήλθαν κοντά του προτού κλειστή ο Ιωάννης στη φυλακή. Ενώ εδώ αφού κλείστηκε σ’ αυτήν. Κι εκεί ο Ανδρέας καλεί τον Πέτρο• ενώ εδώ και τους δύο ο Ιησούς.
Κι ενώ ο Ιωάννης γράφει ότι όταν είδε ο Ιησούς τον Σίμωνα να έρχεται του είπε «Συ είσαι ο Σίμων ο γιος του Ιωνά, θα ονομαστής Κηφάς, που θα πη Πέτρα» -ο
Ματθαίος γράφει ότι είχε αυτό το όνομα ο Πέτρος. Όταν είδε, λέει το Σίμωνα που τον έλεγαν Πέτρο. Και από το μέρος όπου έγινε η κλήση και από πολλά άλλα
θα το διαπίστωνε κανένας κι από την πρόθυμη υπακοή κι από την εγκατάλειψη των πάντων. Ήσαν ήδη καλά προετοιμασμένοι. Στην πρώτη ο Ανδρέας έρχεται στο σπίτι
και ακούει πολλά. Στη δεύτερη γίνεται μια απλή πρόσκληση κι ακολουθούν αμέσως. Γιατί βέβαια είναι φυσικό μόλο που τον ακολούθησαν από την αρχή, να τον
αφήσουν ξανά κι επειδή είδαν τον Ιωάννη στη φυλακή και τον ίδιο να φεύγη – και να ξαναγυρίζουν στην τέχνη τους. Γι’ αυτό και τους βρίσκει να ψαρεύουν.
Κι εκείνος ούτε όταν πρώτα θέλησαν ν’ αναχωρήσουν τους εμπόδισε ούτε όταν έφυγαν τους άφησε ως το τέλος. Υποχώρησε όταν ξεγλίστρησαν και τώρα έρχεται για
να τους ξανακερδίση. Αυτός είναι καλύτερος τρόπος ψαρέματος.

Πρόσεξε όμως και την πίστη και την υπακοή τους. Όταν άκουσαν το κάλεσμά του, ήσαν στη μέση της εργασίας και ξέρετε πόσο αχόρταγο είναι το ψάρεμα. Κι όμως
δεν άφησαν γι’ αργότερα, δεν είπαν• «Άμα γυρίσωμε στο σπίτι θα μιλήσωμε με τους δικούς μας». Αλλά τ’ άφησαν όλα και τον ακολούθησαν, όπως έκαμε ο Ελισσαίος
στα χρόνια του Ηλία. Τέτοια υπακοή ζητεί από μας ο Χριστός, ώστε μήτε δευτερολέπτου αναβολή να μην κάνωμε, ακόμα κι αν κάτι από τα πιο απαραίτητα μας βιάζη.
Γι αυτό και κάποιον άλλον που τον πλησίασε και ζήτησε να θάψη τον πατέρα του, μήτε αυτό δεν τον άφησε να κάμη δείχνοντας ότι από όλα πρέπει να προτιμούμε
να τον ακολουθήσωμε. Και να πης ήταν μεγάλη η υπόσχεση; Γι’ αυτό και τους θαυμάζω πιο πολύ, επειδή μόλο που δεν είχαν δει ακόμα κανένα σημείο, επίστεψαν
σε τόσο μεγάλη υπόσχεση και όλα τα άλλα τα θεώρησαν δευτερεύοντα μπροστά στο να τον ακολουθήσουν. Γιατί με όποια λόγια πιάστηκαν οι ίδιοι, πίστεψαν ότι
με αυτά θα μπορούσαν κι άλλους να πιάσουν. Τούτο είχε υποσχεθή σ’ αυτούς, σ’ εκείνους όμως που ήσαν μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη τίποτα τέτοιο δε
λέει. Γιατί η υπακοή των πρώτων άνοιξε έπειτα το δρόμο και σ’ αυτούς. Εξ άλλου είχαν ακούσει προηγουμένως πολλά γι’ αυτόν. Κοίταξε και πόσο καθαρό υπαινιγμό
κάνει και για την φτώχεια τους• τους βρήκε να ράβουν τα δίχτυα τους. Τόσο μεγάλη ήταν η φτώχεια τους, ώστε να διορθώνουν τα χαλασμένα, επειδή δεν μπορούσαν
ν’ αγοράσουν άλλα. Δεν ήταν κι αυτό τότε μικρό δείγμα αρετής, η εύκολη ανοχή της φτώχειας, η απόκτηση της τροφής από τίμιο μόχθο, ο σύνδεσμος μεταξύ τους
με τη δύναμη της αγάπης το γηροκόμισμα κι η περιποίηση του πατέρα τους. Κι όταν τους έπιασε στα δίχτυα του, τότε αρχίζει, ενώ είναι μαζί του, να θαυματουργή,
βεβαιώνοντας με τα έργα του ο,τι είχε πει γι’ αυτόν ο Ιωάννης. Βρισκόταν αδιάκοπα στις συναγωγές κι εκεί τους έλεγε ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος ούτε
πλάνος αλλά έχει έρθει με το θέλημά του Θεού. Κι εκεί δεν εκήρυττε μόνο παρά έκαμε και θαύματα.

Γιατί παντού όπου γίνεται κάτι διαφορετικό και παράδοξο και η νομοθέτηση καινούργιας ζωής, συνηθίζει ο Θεός να κάμη θαύματα, δίνοντας ενέχυρα για τη δύναμή
του σ’ εκείνους που είναι να δεχτούν τους νόμους. Έτσι όταν ήταν να πλάση τον άνθρωπο, δημιούργησε όλον τον κόσμο και τότε του έδωσε το νόμο εκείνο μέσα
στο παράδεισο. Και όταν ήταν να δώση το νόμο του Νώε, πάλι μεγάλα θαύματα έκαμε, με τα οποία αναδημιούργησε όλη τη πλάση και κράτησε ολόκληρο χρόνο το
φοβερό εκείνο πέλαγος κι έκανε όλα εκείνα, με τα οποία έσωσε τον δίκαιον εκείνον μέσα σε τόσα χαλασμό. Και στα χρόνια του Αβραάμ παρουσίασε πολλά θαύματα,
τη νίκη στον πόλεμο, την πληγή που έδωσε στο Φαραώ, την απαλλαγή από τους κινδύνους. Κι όταν νομοθετούσε στους Εβραίους παρουσίασε τα θαυμαστά και τρισμεγάλα
εκείνα σημεία και τότε τους έδωσε το νόμο. Έτσι κι εδώ θέλοντας να δώση έναν ανώτερο τρόπο ζωής και να τους πη όσα ποτέ δεν είχαν ακούσει, επιβεβαιώνει
τους λόγους με την παρουσίαση των θαυμάτων. Επειδή δηλαδή δε φαινόταν η βασιλεία που κήρυττε, αυτήν την αόρατη με τα φαινόμενα τη φανερώνει και πρόσεξε
τη λιτότητα του Ευαγγελιστού, πως δε μας διηγείται για τον καθένα από όσους εθεραπεύονταν αλλά με δυό λόγια παρατρέχει νιφάδες ολόκληρες από θαύματα. Του
έφεραν λέει όλους όσοι ταλαιπωρούνταν από λογής ασθένειες και βασανίζονταν, δαιμονισμένους, σεληνιακούς, παραλυτικούς και τους εθεράπευσε. Αλλά τι περίεργο
είναι τούτο; Γιατί δεν ζήτησε από κανένα τους πίστη ούτε είπε αυτό που έπειτα φανερά έλεγε• «Πιστεύετε ότι μπορώ να το κάμω αυτό»; Επειδή δεν είχε δώσει
ακόμα απόδειξη της δυνάμεώς του. Εξ άλλου και μόνο ότι έρχονταν είτε τους έφερναν μαρτυτούσε όχι τυχαία πίστη. Τους έφερναν από μακρυά και δε θα τους είχαν
φέρει, αν δεν είχαν πείσει ολότελα τον εαυτό τους γι’ αυτόν. Ας τον ακολουθήσωμε λοιπόν κι εμείς. Γιατί έχομε πολλές ασθένειες της ψυχής κι αυτές θέλει
πρώτα να θεραπεύση. Γι’ αυτό αποκαθιστά τις σωματικές ασθένειες για να εξορίση τις ψυχικές από την ψυχή μας. Ας έρθωμε λοιπόν κοντά του και τίποτα βιοτικό
ας μη του ζητήσωμε παρά μόνο συγχώρηση των αμαρτιών μας• την παραχωρεί και τώρα αν τη ζητούμε σοβαρά. Τότε είχε φτάσει η φήμη του ως τη Συρία τώρα έχει
φτάσει σ’ όλη την οικουμένη. Κι εκείνοι έτρεχαν μαζεμένοι, όταν άκουγαν μόνο πως εθεράπευσε δαιμονισμένους• συ όμως που έχεις περισσότερες και μεγαλύτερες
αποδείξεις για τη δύναμή του, γιατί δε σηκώνεσαι να τρέξης σ’ αυτόν; Κι εκείνοι άφησαν και πατρίδα και φίλους και συγγενείς• συ όμως δε θέλεις μήτε το
σπίτι σου ν’ αφήσης, για να πας κοντά του και να λάβης πολύ περισσότερα; Και μήτε που ζητούμε αυτό από σένα. Άφησε μόνο την κακή συνήθεια και μένοντας
στο σπίτι σου μαζί με τους δικούς σου θα μπορέσης εύκολα να σωθής. Τώρα αν έχωμε ένα πάθος σωματικό, κάνουμε το κάθε τι και προσπαθούμε ν’ απαλλαγούμε
απ’ ο,τι μας στενοχωρεί. Αν όμως η ψυχή μας είναι σε κακή κατάσταση αναβάλλομε και αποφεύγομε. Γι’ αυτό ακριβώς δεν γλυτώνωμε ούτε από κείνα. Επειδή εμείς
μετατρέπομε τα αναγκαία σε πάρεργα και τα πάρεργα σε αναγκαία και αφήνοντας την πηγή των κακών θέλομε τα ρυάκια να καθαρίσουμε. Γιατί ότι αιτία των σωματικών
κακών είναι η κακία της ψυχής το εδήλωσε και ο παράλυτος επί τριάντα οκτώ χρόνια κι αυτός που τον κατέβασαν από τη στέγη κι ο Κάιν πριν απ’ αυτούς. Κι
από πολλά μπορεί κανείς να το διαπιστώση. Ας βγάλωμε από τη μέση την πηγή των κακών κι όλα τα ρεύματα των ασθενειών θα σταματήσωμε. Δεν είναι μόνο η παράλυση
ασθένεια αλλά και η αμαρτία• και η δεύτερη σημαντικώτερη από την πρώτη, όσο ανώτερη είναι από το σώμα η ψυχή. Ας έρθωμε λοιπόν και τώρα κοντά του και ας
τον παρακαλέσωμε να σφίξη την ψυχή μας που έχει παραλύσει και παραμερίζοντας τα βιοτικά ας λογαριάζωμε τα πνευματικά μόνο. Κι αν με δύναμη προσηλωθής σ’
αυτά, τότε φρόντιζε και για κείνα. Μήτε ν’ αδιαφορής για την αμαρτία σου, επειδή δε σου προκαλεί λύπη• γι’ αυτό ακριβώς να στενάζης περισσότερο, επειδή
δε δοκιμάζεις πόνο για την αμαρτία. Αυτό δε συμβαίνει επειδή δεν δαγκώνει η αμαρτία αλλά επειδή είναι αναίσθητη η ψυχή που σφάλλει. Σκέψου λοιπόν εκείνους
που νιώθουν τα αμαρτήματά τους, πως θρηνούν πιο λυπηρά απ’ όσους κάνουν εγχειρήσεις η καυτηριάσεις, πόσα κάνουν και πόσα υποφέρουν, πόσους θρήνους και
οδυρμούς κάνουν για ν’ απαλλαγούν από τη κακή συνείδηση. Δε θα το έκαναν αυτό αν δεν ένιωθαν σφοδρό ψυχικό πόνο.

Το καλύτερο είναι να μην αμαρτάνης καθόλου• το δεύτερο, να νιώθης την αμαρτία σου και να διορθώνεσαι. Αν μας λείπη αυτό, πως θα παρακαλέσωμε το Θεό και
θα ζήσωμε τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, εμείς που καθόλου δε τις λογαριάζομε; Όταν συ, που αμάρτησες, δε θέλης μήτε αυτό ν’ αναγνωρίσης, ότι δηλαδή αμάρτησες,
για ποιά αμαρτήματα θα παρακαλέσης το Θεό; Γι’ αυτά που δε γνωρίζεις; Και πως θα γνωρίσης το μέγεθος της ευεργεσίας; Ανάφερε λοιπόν χωριστά τις αμαρτίες
σου, για να μάθης για ποιές παίρνεις συγχώρηση, για να νιώσης ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη σου. Όταν ερεθίσης κάποιον άνθρωπο, και φίλους και γείτονες
και θυρωρούς παρακαλείς και ξοδεύεις χρήαμτα και χάνεις πολλές ημέρες να πηγαίνης να τον βρίσκης και να παρακαλής και αν μια και δυό και αμέτρητες φορές
σε αποκρούση ο θυμωμένος, δεν ησυχάζεις αλλά μεγαλώνει η αγωνία σου και πληθύνεις τις παρακλήσεις. Ενώ, όταν θυμώση ο Θεός των όλων, αδρανούμε και ησυχάζουμε
και διασκεδάζομε και μιλούμε κι από τα συνηθισμένα μας καθόλου δε βγαίνομε. Πότε θα μπορέσωμε να τον εξιλεώσωμε; Πως μ’ αυτό τον τρόπο δε θα τον εξοργίσωμε
περισσότερο; Πιο πολύ από την αμαρτία τον κάνει να αγανακτή περισσότερο και να οργίζεται η απουσία της λύπης για την αμαρτία. Γι’ αυτό αξίζει να κατεβούμε
μέσα στη γη και μήτε τον ήλιο ν’ αντικρύζωμε μήτε ν’ αναπνέωμε καθόλου, γιατί παρόλο που έχομε έναν τόσο καλόβουλο Κύριο, τον θυμώνομε και αφού τον θυμώνομε
τουλάχιστο δε μετανοούμε. Μ’ όλο που εκείνος κι όταν θυμώνη, δε μας μισεί ούτε μας αποστρέφεται αλλά θέλει να μας τραβήξη έστω και με τον τρόπο αυτό. Γιατί
αν μας ευεργετούσε αδιάκοπα και μεις τον υβρίζαμε, περισσότερο θα τον περιφρονούσαμε. Για να μη γίνη αυτό, μας αποστρέφεται προσώρας, για να μας έχη κοντά
του παντοτινά. Ας έχωμε θάρρος λοιπόν στην φιλανθρωπία του κι ας δείξωμε μετάνοια μελετημένη, πριν φτάση η ημέρα που η μετάνοια δε θα μας ωφεληση. Τώρα
όλα είναι στο χέρι μας• τότε όμως η απόφαση είναι μόνο στο χέρι του δικαστού. Ας τον προσπέσωμε λοιπόν κι ας εξομολογηθούμε, ας κλάψωμε κι ας θρηνήσωμε.
Αν μπορέσωμε να παρακαλέσωμε τον δικαστή πριν από την δίκη να συγχωρέση τις αμαρτίες, δε θα χρειαστή μήτε να μπούμε στο δικαστήριο. Όπως πάλι αν δε γίνη
αυτό, θα ακούση την απολογία μας μπροστά σε ολόκληρη την οικουμένη, που θα είναι παρούσα και δεν έχομε καμμιά ελπίδα για συγχώρηση. Κανένας από τους εδώ
που δεν πήρε άφεση για τα αμαρτήματά του, δε θα μπορέση ν’ αποφύγη τις ευθύνες του γι’ αυτά. Αλλά όπως οι φυλακισμένοι εδώ με τις αλυσίδες τους οδηγούνται
στο δικαστήριο, έτσι κι όλες οι ψυχές όταν φύγουν από δω βαρημένες μ’ όλες τις σειρές των αμαρτημάτων τους, οδηγούνται στο φοβερό βήμα. Γιατί καθόλου καλύτερη
από φυλακή δεν είναι ο βίος αυτός. Αλλά όπως στο κτίριο εκείνο όταν μπούμε τους βλέπομε όλους αλυσοδεμένους, έτσι και τώρα όταν απομακρύνωμε από τα μάτια
μας τα εξωτερικά φαινόμενα και εισέλθωμε μέσα στη ζωή καθενός και μέσα στην ψυχή του θα τη βρούμε δεμένη με αλυσίδες χειρότερες από τις σιδερένιες. Ακόμα
χειρότερα αν μπης μέσα στις ψυχές των πλουσίων. Όσο περισσότερα είναι τα ενδύματά τους τόσο χειρότερα είναι τα δεσμά τους. Όπως λοιπόν όταν δης το δεσμώτη
να είναι σιδεροδεμένος και στην πλάτη και στα χέρια και συχνά και στα πόδια, γι’ αυτό και περισσότερο τον ελεεινολογείς, έτσι και τον πλούσιο, όταν δης
να είναι ντυμένος μύρια όσα, μην τον θεωρής πλούσιο γι’ αυτά αλλά άθλιο εξ αιτίας τους, γιατί εκτός από τα δεσμά αυτά, έχει και δεσμοφύλακα βαρύ, την κακήν
επιθυμία των χρημάτων. Αυτή δεν τον αφήνει να πηδήση τη φυλακή αυτήν και φτιάχνει μύρια εμπόδια και φύλακες και πόρτες και μάνταλα και αφού τον ρίξη στο
βαθύτερο κελλί, τον καταφέρνει ακόμα και να χαίρεται γι’ αυτά τα δεσμά κι έτσι μήτε μια ελπίδα να μην του γεννηθή απαλλαγής από τις συμφορές που τον περιμένουν.
Κι αν με τη σκέψη αντικρύσης την ψυχή κάποιου, θα την βρης νάναι όχι μόνο αλυσοδεμένη αλλά κι αχτένιστη κι άπλυτη και γεμάτη ζωύφια. Γιατί καθόλου καλύτερα
απ’ αυτά δεν είναι οι σαρκικές ηδονές αλλά και πιο σιχαμερές και χειρότερα απ’ αυτά καταστρέφουν το σώμα μαζί με την ψυχή και προξενούν και σ’ αυτό και
σ’ εκείνη αμέτρητες πληγές. Για όλα αυτά ας παρακαλέσωμε το Λυτρωτή των ψυχών μας, ώστε και τα δεσμά μας να σπάση, και τον κακό αυτόν φύλακα ν’ απομακρύνη
κι αφού μας απαλλάξη από το φορτίο των σιδερένιων αλυσίδων ας κάμη το φρόνημά μας ελαφρότερο κι από το φτερό. Και πρακαλώντας τον ας του φέρωμε και τα
δικά μας δώρα, ζήλο και γνώμη και προθυμία αγαθή. Έτσι θα επιτύχωμε και μάλιστα σε σύντομο χρόνο ν’ απαλλαγούμε από τα κακά που μας κατέχουν και να αντιληφθούμε
που βρισκόμαστε πρώτα και να αποκτήσωμε την ελευθερία που μας αρμόζει. Αυτήν μακάρι να επιτύχωμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού που σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.

(Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, Τόμος Δεύτερος, Αθήναι 1969, σελ.114-123)

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης – iak.gr: 20 Ιουνίου 2014

Παράβαλε και:
Κυριακή Β. Ματθαίου: Η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., λόγος του Οσίου πατρός ημών Βασιλείου Επισκ. Σελευκείας.
Κυριακή Β. επιστολών: Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ, “μόνον ο Θεός” – λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Κυριακή Β. Ματθαίου: Η οριστική κλήσις των 4 μαθητών – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Κυριακή Β’ Ματθαίου: Εξάρτησις καί εξαρτήσεις – ομιλία του μακαριστού Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου (video).

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.