Απομαγνητοφωμημένο Κήρυγμα του π. Θεοδώρου Ζήση καθηγητού του Α.Π.Θ., για την Κυριακή Ε’ Λουκά
31/10/2010
(παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου), «Άνθρωπος δε τις ην πλούσιος και πτωχός δε τις ονόματι Λάζαρος» (Λουκ. ιστ’ 19-20).
Πλούτος και πτωχεία, πλούτος και φτώχια, πλούσιοι και πτωχοί, είναι καταστάσεις ζωής, καταστάσεις βίου οι οποίες έχουν και πολλές πνευματικές διαστάσεις και πολλές επίσης πνευματικές παρανοήσεις.
Στη σκέψη και στο υποσυνείδητο όλων μας ασφαλώς υπάρχει η επιθυμία να είμαστε πλούσιοι και με αποστροφή σκεφτόμαστε τη φτώχια, ιδιαίτερα μάλιστα αυτή την περίοδο της οικονομικής ,όπως τη λέμε, κρίσεως έχουμε την αίσθηση ότι όλοι έχουμε γίνει πτωχότεροι και εξαιτίας αυτής της πτωχεύσεώς μας, εν τινι μέτρω, σε πολλούς από μας αυτή η κατάσταση οδηγεί σε μελαγχολίες, σε απογοητεύσεις, σε αγωνίες: τι θα γίνει στο μέλλον, πώς θα τα βγάλουμε πέρα, γιατί γίνονται αυτές οι αδικίες, γιατί επιτρέπει ο Θεός ορισμένους να πλουτίζουν και μάλιστα αθέμιτα, όχι με νόμιμους τρόπους, και γιατί επιτρέπει ο Θεός ορισμένοι να είναι πτωχοί και να υποφέρουν στη ζωή τους μέσα στη φτώχια και μέσα στη δυσκολία;
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή η οποία μας παρουσιάζει την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, όπως επίσης και πολλά άλλα κείμενα μέσα από την Καινή Διαθήκη, από τη διδασκαλία και του Κυρίου και των Αποστόλων και στη συνέχεια και από ερμηνευτικές και θεολογικές αναλύσεις των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, μας δίνουν ικανοποιητικές απαντήσεις στο πρόβλημα αυτό, το κοινωνικό λεγόμενο πρόβλημα, της υπάρξεως πλουσίων και της υπάρξεως πτωχών.
Δικαιολογεί ο χριστιανισμός τον πλούτο; Τι λένε οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας για τον πλούτο; Πρέπει να επιδιώκουμε στη ζωή μας να γίνουμε πλούσιοι, να είμαστε πλούσιοι; Από πού προέρχεται ο πλούτος; Είναι νόμιμες όλες οι πηγές του πλούτου; Κι αν συμβεί να είμαστε πλούσιοι, πώς πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτόν τον πλούτο που μας εχάρισε και μας έδωσε ο Θεός; Αλλά ακόμα κι αν συμβεί να είμαστε πτωχοί, πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε από τη μία πλευρά τη δική μας την πτώχια κι από την άλλη πλευρά τους πλουσίους: πρέπει να τους ζηλεύουμε, να τους φθονούμε, να τους μισούμε, να κάνουμε κοινωνικές επαναστάσεις, να ανατρέπουμε κυβερνήσεις και καθεστώτα εις τρόπον ώστε να απολαύσουμε κι εμείς αυτά που απολαμβάνουν οι πλούσιοι, οι οιοδήποτε πλούσιοι; Γνωρίζουμε όλοι μας πόσο ταλαιπωρήθηκε η ανθρωπότης από τέτοιου είδους εξεγέρσεις πτωχών εναντίον των πλουσίων. Ο περασμένος μάλιστα αιώνας, ο 20ος αιώνας, σχεδόν στο σύνολό του διήρεσε την ανθρωπότητα σε δύο μισά. Εκεί όπου εκυριάρχησε ο κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός, όπου ουσιαστικώς οι πτωχοί, οι προλετάριοι, οι εργάτες επαναστάτησαν εναντίον των πλουσίων και θέλησαν κι αυτοί να μοιραστούν τα αγαθά των πλουσίων, να μοιραστούν τα υλικά αγαθά.
Είναι λοιπόν δικαιολογημένα από τη μία πλευρά να απολαμβάνουν οι πλούσιοι μόνοι τους τα αγαθά τους κι από την άλλη πλευρά και οι πτωχοί να ζηλεύουν και να φθονούν και να μισούν τους πλουσίους και να επιχειρούν να τους ανατρέψουν; Και είναι δικαιολογημένη ίσως και αυτή η πικρία κι αυτή η αγωνία που νιώθουμε και σήμερα όλοι μας μπροστά σ’ αυτήν την οικονομική κρίση, μπροστά σ’ αυτήν τη μερική πτωχεία στην οποίαν έχουμε οδηγηθεί εξαιτίας αυτής της οικονομικής κρίσεως;
Ας κάνω εξαρχής την παρατήρηση ότι από κάποιας πλευράς όλοι μας, επί πολλές δεκαετίες, τις τελευταίες ιδιαίτερα δεκαετίες, ήμασταν πλούσιοι και μοιάζαμε τον πλούσιο της περικοπής: Άνθρωπός τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. (Λουκ. ιστ’ 19). Κι εμείς ντυνόμασταν και αγοράζαμε και ρούχα και φορέματα και ευφραινόμασταν και τρώγαμε και πίναμε, στα συμπόσια και στο σπίτι μας και στα κέντρα, ευφραινόμενοι καθ’ ημέραν λαμπρώς. Πλούσιοι λοιπόν κι εμείς, σαν τον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Είναι κακό λοιπόν να είναι κανείς πλούσιος;
Θα κάνω μερικές σκέψεις, με βάση τα όσα οι Άγιοι Πατέρες μας έχουν παραδώσει, για να δούμε σήμερα πολύ σύντομα –αυτό θέλει εδώ, ώρες πολλές παραδόσεων, έχουν γραφεί χιλιάδες συγγράμματα για την αντιμετώπιση του κοινωνικού λεγομένου προβλήματος, σε σχέση μάλιστα με την επανάσταση των πτωχών εναντίον των πλουσίων.
Ποια λοιπόν είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, των Αγίων Πατέρων σχετικά με το πρόβλημα του πλούτου και της φτώχιας; Πώς πρέπει κι εμείς σύντομα να τοποθετηθούμε απέναντι σ’ αυτές τις δύο καταστάσεις της ζωής;
Θα πρέπει να σας πω βέβαια, ότι το πρόβλημα του πλούτου και της φτώχιας δεν απησχόλησε μόνο την χριστιανική σκέψη, ούτε υπάρχει μόνο μέσα στο Ευαγγέλιο σχετική διδασκαλία. Αν οι άνθρωποι είχαν ακολουθήσει τη διδασκαλία του Ευαγγελίου δεν θα υπήρχαν προβλήματα στον κόσμο, θα είχε επιλυθεί το κοινωνικό πρόβλημα και θα είχε επιλυθεί το πρόβλημα του πλούτου και της φτώχιας. Αλλά επειδή οι άνθρωποι ακολουθούν δικές τους σκέψεις, δικές τους διδασκαλίες, δικές τους επιθυμίες, δικά τους συμφέροντα γι’ αυτό υπάρχει αυτή η κοινωνική αναστάτωσις.
Να πω λοιπόν σύντομα ότι ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα ο πλούτος εκτιμώταν θετικώς και υπολογιζόταν ανάμεσα στα μεγάλα αγαθά της ζωής όπως επίσης και στην Παλαιά Διαθήκη. «Εάν εισακούσητέ μου τα αγαθά της γης φάγεσθε» (Ησαΐας, 1, 19). Και είναι σπουδαίο αγαθό να είναι κανείς πλούσιος και στην αρχαία Ελλάδα, όπως επίσης και στην Παλαιά Διαθήκη. Πάντως η ελληνική θέση απέναντι στον πλούτο δεν ήταν σκληρή και άκαμπτη. Πολλές φορές επενέβαιναν οι νομοθέτες και επέβαλαν στους πλουσίους φόρους, για την ενίσχυση των αποροτέρων τάξεων. Ή μερικές φορές ακόμη προέβαιναν και σε ανακατανομή των κτημάτων. Ηθικά δε αξιολογούμενος ο πλούτος στην αρχαία Ελλάδα, στηρίζεται στο πώς αποκτάει κανείς τον πλούτο, με νόμιμα μέσα ή με ηθικά μέσα, ή αν τον αποκτάει επίσης με ανήθικα μέσα. Επίσης δινόταν μεγάλη σημασία στην κοινωνική λειτουργία του πλούτου: ωφελεί ο πλούτος την κοινωνία, διατίθεται ο πλούτος για να βοηθεί τους ασθενεστέρους; Και στην αρχαία Ελλάδα ακόμη. Και υπήρχε επίσης κι ένα σπάσιμο αυτής της απεριόριστης αντιλήψεως πως όταν είναι κανείς πλούσιος κάνει ό, τι θέλει τον πλούτο του: δικά μου είναι τα χρήματα, δικά μου είναι τα κτήματα, ό, τι θέλω τα κάνω! Ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα έχει σπάσει αυτή η αντίληψις. Υπάρχει στον Ευριπίδη μία θέση η οποία λέει: «ούτοι τα χρήματα ίδια κέκτηνται βρωτοί». Οι άνθρωποι δεν έχουν δικά τους χρήματα. «Τα των θεών δ’ έχοντες επιμελούμεθα». Είμαστε επιμεληταί, διαχειρισταί αυτών των οποίων μας έχει δώσει ο Θεός. Είναι ακριβώς σαν τη χριστιανική θέση η οποία δέχεται πως ο Θεός μας τα δίνει όλα, του Θεού είναι όλα, δεν είμαστε εμείς ιδιοκτήτες, εμείς είμαστε διαχειρισταί των πραγμάτων: «τα των θεών δ’ έχοντες επιμελούμεθα».
Ο Ξενοφώντας επίσης στην «Κύρου παιδεία» λέει ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ευτυχείς τους πλουσίους. Ευτυχείς είναι εκείνοι που απέκτησαν έντιμα τον πλούτο και τον χρησιμοποιούν για το καλό των ανθρώπων. Μόνον εκείνοι. Αφήνω το χωρίο το σχετικό.
Δυστυχώς όμως εκτός από αυτήν την ελαστική, την όχι σκληρή αντίληψη για τον πλούτο, υπάρχει μια άλλη, ρωμαϊκή αντίληψη νομική, περί ιδιοκτησίας και πλούτου, η οποία θεωρεί ότι ο πλούτος είναι φυσικό δικαίωμα, προέκταση της φύσεως του ανθρώπου. Αφού εγώ γεννήθηκα πλούσιος, αφού είμαι πλούσιος, κάνω ό, τι θέλω τον πλούτο μου! Είναι στη φύση μου το να έχω κτήματα, η ιδιοκτησία είναι μέσα στη φύση μου! Δεν μπορεί κανένας να μου καταστρέψει το δικαίωμα αυτό να είμαι πλούσιος. Και αυτή η αντίληψη περί του ότι ο πλούτος είναι φυσική προέκταση, φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου, πέρασε δυστυχώς στη Δύση, πέρασε και στα νεώτερα χρόνια, στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στον καπιταλισμό ο οποίος σαν μόνο κίνητρο έχει το κέρδος: δεν τον νοιάζει για το κοινωνικό καλό και για το αν υπάρχουν φτωχοί. Ε, εκεί παραμόνευε ο κομμουνισμός και ο μαρξισμός: Αν εσείς νομίζετε ότι μπορείτε να κάνετε τα αγαθά της γης ότι θέλετε οι πλούσιοι, κάνετε λάθος. Θα επαναστατήσουμε και δια της βίας θα σας τα πάρουμε.
Ο χριστιανισμός, αγαπητοί μου, τι διδάσκει για όλα αυτά; Ο χριστιανισμός διδάσκει, οι πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι υπάρχουν δύο ειδών αγαθά. Υπάρχουν τα ελεύθερα αγαθά, τα οποία δίνει ο Θεός με αφθονία σε όλους εξίσου: είναι ο αέρας, το φως και το νερό. Όλοι έχουμε τον αέρα, όλοι έχουμε το φως κι όλοι έχουμε το νερό, μολονότι τώρα και το νερό το αγοράζουμε και θα ‘ρθει λένε εποχή κατά την οποία θα γίνονται πόλεμοι ακόμη και για το νερό. Ο Θεός πάντως το νερό το δίνει ίσα σε όλους.
Εκτός όμως από τα ελεύθερα αυτά αγαθά τα οποία ο Θεός δίνει εξίσου σε όλους, υπάρχουν και τα λεγόμενα οικονομικά αγαθά τα οποία οφείλονται στην ανθρώπινη συμβολή για να αποκτηθούν. Κάποιος είναι εργατικός, επιμελής και αποκτάει αγαθά με τη δική του προσπάθεια. Είναι τα οικονομικά αγαθά, υπάρχει ανθρώπινη συμβολή, δεν είναι του Θεού. Αυτά λοιπόν τα ανθρώπινα αγαθά, τα θεωρούν πολλοί πως μπορούν να τα κάνουν ό, τι θέλουν.
Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας και το Άγιο Ευαγγέλιο διδάσκουν ότι ακόμη και τα οικονομικά αγαθά, αυτά τα οποία αποκτάει ο άνθρωπος με την εργασία του, με έντιμα μέσα, ακόμη κι αυτά δεν είναι δικά του. Δεν μπορεί π.χ. λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να διεκδικήσει την απόλυτη κυριότητα του σπιτιού του. Όλοι θεωρούμε πως είμαστε απόλυτοι κύριοι του σπιτιού μας. Γιατί λέει εκτός του ότι τα υλικά που χρησιμοποιεί για την κατασκευή του, το χώμα, το νερό, δεν είναι δικά του αλλά είναι του Θεού, επιπλέον αυτός ο ίδιος που κατασκευάζει το σπίτι και το διεκδικεί, ανήκει στον Θεό ο οποίος του έδωσε την ψυχή και το σώμα. Και ρωτάει ο Μέγας Βασίλειος: ποία ειπέ μοι σαυτού; Ποια δικά σου; Ποια δικά σου, ιδιοκτησία δική σου; Πόθεν λαβών εις τον βίον εισήνεγκας; Πού τα βρήκες; Στον κόσμο ερχόμαστε γυμνοί, πόθεν λαβών εις τον βίον εισήνεγκας; Και λέει κι άλλα ο Μέγας Βασίλειος.
Εξαιτίας λοιπόν αυτής της διδασκαλίας, ότι δεν ανήκουν τα αγαθά στους πλουσίους, οι Άγιοι Πατέρες διαμόρφωσαν τη διδασκαλία ότι και οι πλούσιοι είναι απλώς διαχειρισταί και οικονόμοι των αγαθών. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούν για δική τους ωφέλεια, για δική τους απόλαυση τα αγαθά τους, απλώς είναι ένα λειτούργημα ο πλούτος: οικονόμοι Θεού. Κι ότι αυτά πρέπει να τα χρησιμοποιούν για την κοινωνική λειτουργία του πλούτου.
Υπάρχουν στο χριστιανισμό, και τελειώνω μ’ αυτά για να μη σας κουράσω πολύ, υπάρχουν στο χριστιανισμό τρεις αρχές οι οποίες διακρίνουν την διδασκαλία για τον πλούτο και την πτωχεία σε σχέση και με τον καπιταλισμό, τον νεοφιλελευθερισμό, σε σχέση και με τον σοσιαλισμό και με τον κομμουνισμό. Ποιες είναι αυτές οι αρχές;
Κατ’ αρχήν είναι η αρχή η πρώτη της αγάπης. Δεν υπάρχει αγάπη στον φιλελευθερισμό τον οικονομικό, το κέρδος είναι η αρχή: δεν με νοιάζει, ας πεθαίνει ο άλλος, θα δείξω εγώ αγάπη σ’ αυτόν; Κριτήριο είναι το κέρδος, η δική μου απόλαυση. Δεν υπάρχει αγάπη ούτε και στον κομμουνισμό: φθονούν και μισούν οι φτωχοί τους πλουσίους και θέλουν κι εκείνοι να γκρεμίσουν τους πλουσίους για να απολαύσουν κι αυτοί τα υλικά αγαθά. Επομένως υλισμός υπάρχει και στη μια πλευρά και στην άλλη πλευρά. Και στην πλευρά των πλουσίων οι οποίοι θέλουν να απολαύσουν μόνοι τους τα αγαθά και στην πλευρά των πτωχών οι οποίοι θέλουν να γίνουν αυτοί πλούσιοι.
Δεν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει όμως και ασκητικότητα. Νομίζετε πως αν ο κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός εκεί έτεινε, πού έτεινε ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός; Έτεινε να δημιουργήσει μία κοινωνία του μέλλοντος, έτσι έλεγαν, θα περάσουν αυτές οι δυσκολίες, έτσι δίδασκαν τους λαούς εκεί, θα περάσουμε τώρα τις δυσκολίες και θα ‘ρθει μια εποχή εδώ που θα κάνουμε μία κοινωνία όπου όλοι θα είναι πλούσιοι, όπου όλοι θα απολαμβάνουν τα υλικά αγαθά.
Επομένως υλισμός και εδώ, ίσοι στην απόλαυση των υλικών αγαθών. Ο χριστιανισμός λέει ότι αυτή η εκ μέρους και των πλουσίων και των πτωχών διεκδίκηση των υλικών αγαθών είναι η αιτία της αναστατώσεως που υπάρχει στον κόσμο. Λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Έως πότε πλούτος; Η του πολέμου υπόθεσις, δι’ ον ακονάται ξίφη, δι’ ον συγγενείς αγνοούσι φύσιν και αδελφοί φονικόν κατ’ αλλήλων βλέπουσι;» Ακόμη και οι αδελφοί για περιουσιακά θέματα αρχίζουν και διαιρούνται και νιώθουν μίσος ο ένας για τον άλλον. Αυτή λοιπόν η τάση μας για την απόλαυση των υλικών αγαθών.
Ο χριστιανισμός διδάσκει ότι τα υλικά αγαθά δεν έχουν καμία αξία, είναι προσωρινά, φεύγουν. Τι έπαθε ο φτωχός, ο Λάζαρος και τι έπαθε ο πλούσιος; Πέρασε αυτή η ζωή. Ο φτωχός ο Λάζαρος πήγε στις αγκαλιές του Αβραάμ ευτυχισμένος και ο πλούσιος οδυνάτω εν τη φλογί. Περνούν αυτά. «Ουδαμόθεν άλλοθεν ο φθόνος ή εκ του προστετηκέναι τοις παρούσι, μάλλον δε πάντα τα κακά» λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο φθόνος προέρχεται από το ότι είμαστε κολλημένοι στα υλικά αγαθά. «Ει γαρ μηδέν είναι ενόμιζες τα χρήματα και την δόξαν του κόσμου τούτου, ουκ αν τοις έχουσιν εβάσκηνας». Γιατί εσύ πτωχέ, αν θεωρούσες πως τα υλικά αγαθά δεν είναι τίποτε, δεν θα είχες φθόνο και βασκανία εναντίον των πλουσίων.
Και τελειώνω αγαπητοί μου, γιατί μπορεί κανείς να πει πολλά, ότι στον χριστιανισμό και ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην Εκκλησία των Πατέρων ιδεώδης κοινωνικός τύπος δεν είναι ο homo economicus, δεν είναι ο έμπορος, δεν είναι ο επαγγελματίας, δεν είναι ο πλούσιος, ο καλοντυμένος, ο καλοπερασάκιας, ο υλιστής, ο homo economicus των ακραίων συστημάτων, των ατομοκρατικών είτε καπιταλιστικών είτε σοσιαλιστικών. Αλλά ιδεώδης τύπος στον χριστιανισμό είναι ο ασκητής, ο άγιος ο οποίος περνάει λιτά τη ζωή του.
Αν είχαμε υιοθετήσει αυτήν την φιλοσοφία, όλοι μας, ακόμη κι οι επίσκοποί μας οι οποίοι προκλητικά μερικές φορές ζουν ζωή, και κρίθηκε αυτό από τους επισκόπους, επίσκοπος αυτές τις ημέρες έγραψε ότι δίνουμε κακό παράδειγμα στον λαό γιατί εμείς οι επίσκοποι και οι κληρικοί ζούμε με ευημερία και σπαταλούμε. Αν ήσαν ασκητικοί κι αν ήμασταν όλοι ασκητικοί στη ζωή μας, δεν θα υπήρχε κοινωνικό πρόβλημα και θα ζούσαμε όλοι αγαπημένοι μεταξύ μας και οι πλούσιοι και με τους φτωχούς. Οι πλούσιοι θα βοηθούσαν τους φτωχούς και οι φτωχοί δεν θα φθονούσαν τους πλουσίους.
Από τη σημερινή λοιπόν μικρή ευκαιρία που μας δόθηκε εδώ να αναφερθούμε στο θέμα του πλούτου και της φτώχιας που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα, το πρόβλημα αυτό, από την αρχή της γενέσεώς της, ας έχουμε στην εικόνα μας την κατάσταση του πλουσίου της ευαγγελικής περικοπής και του πτωχού. Ευφραινόταν κάθε ημέραν λαμπρώς ο πλούσιος. Έτρωγε και έπινε και ντυνόταν. Κι ο Λάζαρος ηλκωμένος. Αλλά το μέλλον, δεν είναι το παρόν, είναι το μέλλον.
Και εμείς να μην επιδιώκουμε αυτόν τον πλούτον, υπάρχει ένας άλλος πλούτος, πνευματικός πλούτος. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, υπάρχει ο πλούτος της Βασιλείας του Θεού. Λέει κάπου το Ευαγγέλιο αν βρει κάποιος ένα διαμάντι, πουλάει λέει όλη την περιουσία του για να πάει να αποκτήσει αυτό το διαμάντι. Υπάρχει λοιπόν το διαμάντι της Βασιλείας του Θεού, η Βασιλεία του Θεού είναι το διαμάντι. Πρέπει να τα πουλήσουμε όλα για να αποκτήσουμε το μέλλον μας, να κάνουμε επένδυση πνευματικά στο μέλλον μας. Και πολλές φορές λέω ,και το ξαναλέω και τώρα, ότι οι χριστιανοί και οι ασκηταί και οι μοναχοί δεν είναι ανόητοι. Έτσι τους θεωρούν οι άλλοι. Οι μοναχοί και οι ασκηταί που τα περιφρονούν όλα τα πλούτη και τα λοιπά και πηγαίνουν να ασκητέψουν είναι οι μόνοι έξυπνοι, είναι οι μεγαλέμποροι, είναι αυτοί οι οποίοι θεωρούν ότι όλα αυτά εδώ είναι σκουπίδια περαστικά, και είναι όλα περαστικά, κι επιλέγουν τον πνευματικό πλούτο, τον πλούτο της χάριτος του Θεού, της Βασιλείας του Θεού, τον οποίον μακάρι να χαρίζει και σ’ όλους μας, όπως τον εχάρισε ο Θεός στους αγίους και στο φτωχό Λάζαρο.
Αμήν.
Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.
Παράβαλε και:
Κυριακή Ε. Λουκά: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αστερίου Επισκ. Αμασείας, εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού – κοντάκιον Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.
Κυριακή Ε. Λουκά: Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.