Ηλία Μηνιάτη – Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου
Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη.
Αυτή είναι η πλέον ζωντανή και πρεπώδης εικών της μεταστάσης εις ουρανόν Θεομήτορος, οπού εζωγράφισε με θεοκίνητον κάλαμον ο Προφητάναξ. Και προς την θεωρίαν της εικόνος ταύτης, προσκαλώ σήμερον τα όμματα της ευλαβούς σας διανοίας, ω φιλέορτον σύστημα.
Μη στοχασθήτε εδώ κάτω τα θλιβερά εκείνα σύμβολα του θανάτου. Εκεί, δηλαδή, οπού φαίνεται ένα σώμα νεκρόν, ηπλωμένον επάνω εις ένα κράββατον, κηδευόμενον
σεπτώς παρά των ιερών Αποστόλων, παραδόξως συνηγμένων εκ των περάτων της γης. Εις την αγιωτάτην Παρθένον όλα εστάθησαν υπέρ άνθρωπον. Εις τούτο μόνον έδειξε πως ήτον φύσεως ανθρωπίνης, διατί σήμερον φαίνεται, πως είναι φύσεως θνητής’ αλλά και εις τούτο εφάνησαν τα προνόμια της θείας χάριτος. Διατί, καθώς όταν η πανάμωμος Μαρία συνέλαβεν, η σύλληψις εστάθη άσπορος, και όταν εγέννησεν, η κύησις εστάθη αδιάφθορος. Έτζι όταν απέθανεν, η νέκρωσις εστάθη αθάνατος.
Δεν είναι θάνατος, όχι, ετούτος, ωσάν εκείνος ο τύραννος του γένους μας, ο υιός της κατάρας και πατήρ φθοράς, οπού εις το σκοτεινόν του βασίλειον κρατεί
αιχμάλωτον του Αδάμ την κληρονομίαν. Αυτός είναι ή ένας γλυκύς ύπνος, με τον οποίον θέλησε η πάναγνος Δέσποινα ωσάν να αναπαυθή ολίγον εις το πέρας της
επικήρου ταύτης ζωής, διά να αρχίση την οδόν εκείνης της ακηράτου’ ή μία θαυμαστή έκστασις θείου έρωτος, εις την οποίαν, η μεν μακαριωτάτη εκείνη ψυχή
σπεύδουσα το ογληγορώτερον να φθάση προς τον ηγαπημένον θείον Υιόν, άφησε δι’ ολίγον το ομοδίαιτον σώμα. Και τούτο ομοίως αιρόμενον υπό χερουβικού άρματος, ηκολούθησε τον αυτόν δρόμον, και ανέβη δεδοξασμένον εις ουρανούς.
Ίδετε τον τάφον εις το χωρίον Γεθσημανή, και θέλετε τον εύρει κενόν. Διατί τάφος δεν δύναται να χωρίση την Μητέρα της ζωής, το δοχείον της σεσωρευμένης θεότητος, του οποίου τόπος αντάξιος είναι ο θρόνος της θείας δόξης. Και επάνω εις τοιούτον θρόνον, εκ δεξιών του Βασιλέως Θεού, μεταστάσα η Μήτηρ του Θεού, κάθεται ως Βασίλισσα των ουρανίων και επιγείων, υπερτέρα πάσης κτίσεως.
«Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου». Βασίλισσα των επιγείων. Εις αυτήν αποδίδει τας δευτέρας, μετά Θεόν, τιμητικάς λατρείας των πιστών η Εκκλησία. Εις τους αχράντους αυτής πόδας ρίπτουσι τα σκήπτρα και διαδήματα οι ευσεβείς Βασιλείς. Αυτής τον υψηλόν θρόνον περικυκλώνουσι των Ορθοδόξων τα συστήματα. Και ποίος παρακαλεί υγείαν εις τας νόσους, τούτος παρηγορίαν εις τας θλίψεις, εκείνος βοήθειαν εις τας συμφοράς. Όλοι ζητούσιν έλεος από την πηγήν του ελέους’ και ο παρακαλών λαμβάνει, και ο ζητών ευρίσκει’ διατί ανεξάντλητον είναι το πέλαγος, ακένωτος είναι η πηγή των αγαθών.
Βασίλισσα των ουρανίων. Αυτήν σέβονται και προσκυνούσιν όλα των ασωμάτων τα τάγματα. Οι Άγγελοι, το καθαρώτατον έσοπτρον της αγνείας’ οι Αρχάγγελοι, το πολύτιμον σημείον των θείων αποκαλύψεων’ αι Εξουσίαι, το πανσθενές κράτος των πιστών’ αι Δυνάμεις, το ακαταμάχητον τείχος της Εκκλησίας’ αι Αρχαί, την σωτήριον αρχήν της παγκοσμίου απολυτρώσεως’ αι Κυριότητες, την υπερτάτην Κυρίαν του παντός’ οι Θρόνοι, τον έμψυχον θρόνον του Βασιλέως της δόξης’ τα Χερουβίμ,
την θεοδίδακτον μυσταγωγόν της υψηλής γνώσεως’ τα Σεραφίμ, την άσβεστον λαμπάδα της θείας καθαρωτάτης αγάπης. Βασίλισσα, την οποίαν ασπάζεται αυτή η τρισήλιος Θεαρχία. Το Πνεύμα το άγιον, την ανύμφευτον νύμφην’ ο Υιός και Λόγος, την απήρανδρον Μητέρα’ ο Θεός και Πατήρ, την ηγαπημένην θεόπαιδα. «παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου».
Αλλ’ η δοξασμένη Παντάνασσα του ουρανού και της γης, είναι (λέγει), «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»’ δηλαδή το θεούφαντον ένδυμα της μακαριότητος οπού την στολίζει, είναι διάχρυσον, διά τας υπερκάλλους αγλαύας του απροσίτου φωτός. Ειναι πεποικιλμένον, ήγουν διακεκριμένον με διάφορα χρώματα, οπού θέλει να ειπή. Καθώς εις την Παρθένον ζώσαν επί της γης, ήσαν όλοι οι διάφοροι χαρακτήρες των αρετών,οπού εις πάντων των Αγίων τας ψυχάς τυπώνει η χάρις, έτζι εις την Παρθένον, μεταστάσαν εις ουρανούς, είναι όλα τα διάφορα χρώματα των θείων ελλάμψεων, οπού εις πάντων των Μακαρίων τα πρόσωπα ζωγραφίζει της θείας δόξης το τρισόλβιον φως.
Όταν ο Ήλιος φθάση εις την μέσην αψίδα του ουρανού, εξίσου χύνει εις όλα τα μέρη των ακτίνων το φως, μα εξίσου δεν φωτίζονται πάντα τα φωτιζόμενα σώματα.
καθώς είναι, ή αραιότερα ή πυκνότερα, έτζι, ή περισσότερον ή ολιγώτερον λαμβάνουσι το προσβάλλον απαύγασμα της ηλιακής λαμπηδόνος. Τα μεν καθαρά, εκλάμπουσιν ολόφωτα, τα δε διαφανή, διαλάμπουσιν εύδια’ και τα στερεά και αντίτυπα, αντιλάμπουσιν όσον μόνον γίνονται ορατά. Μα όταν λάχη και ο Ήλιος προσβάλη τας ακτίνας του εις ένα ακηλίδωτον καθρέπτην, όχι μόνον τον φωτίζει, αλλ’ αυτός όλος ο ήλιος εκεί φαίνεται να εισεβαίνει, και να περικλείεται εις τρόπον, ότι εκείνος δεν φαίνεται τόσον ένα κρύσταλλον οπού φωτίζεται, αλλ’ αυτός ο Ήλιος οπού φωτίζει. Αυτή είναι, ανάμεσα των άλλων φωτιζομένων σωμάτων, και του καθρέπτου η διαφορά. Ότι δηλ. τα μεν άλλα λαμβάνουσι μόνον του Ηλίου το φως, ο καθρέπτης λαμβάνει αυτόν όλον τον Ήλιον, και ακτινοβολεί ωσάν Ήλιος.
Ομοίως ο άδυτος εκείνος της δικαιοσύνης Ήλιος, οπού λάμπει εν ταις λαμπρότησι των αγίων, εξίσου χύνει εις όλα τα πνεύματα των Μακαρίων, της θείας δόξης το
ανέσπερον φως, μα εξίσου δεν φωτίζονται πάντα. Καθένας λαμβάνει το ίδιον μέτρον της θείας φωτοχυσίας, ωσάν ένα μερικόν χρώμα μακαρίας ελλάμψεως’ και δέχεται
ή περισσότερον ή ολιγώτερον το μέτρον του θείου τούτου φωτός, καθώς είναι δεκτικόν, κατά τον βαθμόν δηλαδή και αναλογίαν της ιδίας του καθαρότητος. Έτζι αλλέως φωτίζονται οι άγιοι Άγγελοι, οπού είναι άϋλα πνεύματα, αλλέως οι άνθρωποι, οπού είναι φύσεως παχυτέρας. Και πάλιν, ανάμεσα και εις τους Αγγέλους
διαφορετικά φωτίζονται από τας Κυριότητας οι Θρόνοι, από τους θρόνους τα Χερουβίμ, και από τα Χερουβίμ τα Σεραφίμ. Και ανάμεσα εις τους ανθρώπους, από τους Προφήτας οι Απόστολοι, από τους Ομολογητάς οι Μάρτυρες, και τους Ασκητάς αι Παρθένοι. Όλοι είναι άστρα του νοητού στερεώνατος, όθεν οι δίκαιοι εκλάμψουσιν
ως φωστήρες’ πλην «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξει», κατά το ρητόν.
Η Παναγία Παρθένος είναι ανάμεσα εις όλους τους Μακαρίους, ακηλίδωτος καθρέπτης αγνείας και καθαρότητος. Όλη καλή, όλη άμωμος, καθώς την ονομάζει εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον• «όλη καλή η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοι». Καθαρωτέρα ασυγκρίτως και των ανθρώπων και των Αγγέλων.Όθεν όχι μόνον εις αυτήν χύνει της μακαριότητος το φως, αλλ’ εις αυτήν εισεβαίνει και ωσάν περικλείεται όλη, όλη εκείνη η πολυχεύμων πηγή του φωτός, όλος, όλος της δόξης
ο Ήλιος, εις τρόπον, ότι ως άλλος δεύτερος της δόξης Ήλιος, ακτινοβολεί της Παναγίας Παρθένου το μακάριον πρόσωπον, και κάνει διπλούν το φως της ανεσπέρου ημέρας. Καταλάβετε δε την διαφοράν της μακαριότητος, οπού χαίρονται των λοιπών δικαίων τα πνεύματα, και της μακαριότητος, οπού χαίρεται η θεομήτωρ Μαρία. Ότι δηλαδή, εκείνοι μεν κατά μέρος δέχονται της θείας δόξης το φως, αυτή δε όλον δέχεται της δόξης τον Ήλιον. Εκείνοι μερικώς έλαβον εδώ την χάριν, και κατά το μέτρον της χάριτος απολαμβάνουσιν εκεί την δόξαν. Αυτή είναι δοχείον δεκτικόν εκεί όλης της δόξης, καθώς εδώ εστάθη δοχείον δεκτικόν όλης της χάριτος. Όθεν εδώ
ήτον, καθώς την ωνόμασεν ο Αρχάγγελος, κεχαριτωμένη, είχε δηλαδή όλον το πλήρωμα της θείας χάριτος. Το ομολογεί και ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Εκάστοις των εκλεκτών η χάρις κατά μέγεθος εδόθη, τη δε Παρθένω άπαν το της χάριτος πλήρωμα». Εκεί δε είναι δεδοξασμένη, έχει δηλαδή όλον το πλήρωμα της θείας δόξης, καθώς την επροείδεν ο Ιεζεκιήλ. «Και είδον, και ιδού, πλήρης δόξης ο οίκος του Κυρίου». Και «παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».
Αδύνατον είναι, Χριστιανοί, ο νους μας να φαντασθή το υπέρλαμπρον εκείνο φως, με το οποίον αστράπτει η μακαρία Παρθένος εις τον Παράδεισον. Η Σελήνη, ο
Ήλιος, είναι σκοτεινά πράγματα παραβαλλόμενα με εκείνο το ανεκλάλητον κάλος, το οποίον βλέπουσι και δεν χορταίνουσιν οι μακάριοι. Τι ωραίον! τι φαεινόν!
τι θεοειδές θέαμα εις τα μάτια των Σεραφίμ. Τούτο επεθύμησε να ιδή ένας νέος, πολλά ευσεβής, της Παρθένου την δόξαν, και έκαμε προς αυτήν τοιαύτην δέησιν. «Μαρία, γλυκύτατον όνομα, όπου εγώ μετά Θεόν σέβω και προσκυνώ με όλον τον πόθον και ευλάβειαν της ψυχής μου, διατί είσαι της ψυχής μου η παρηγορία και η χαρά, αν εύρηκα χάριν ενώπιόν σου ο ταπεινός δούλος σου, μίαν χάριν να μου κάμης σε παρακαλώ, ανάμεσα εις τας άλλας ευεργεσίας. Να με αξιώσης να σε ιδώ καθώς είσαι εις τον Παράδεισον. Αξίωσόν με, αειπάρθενε Κόρη, αξίωσόν με, Μήτερ ελέους. Ας σε ιδώ, και ευχαριστούμαι να χάσω ένα από τα μάτια μου». Εισήκουσεν η Πάναγνος Δέσποινα του ευλαβούς της δούλου την προσευχή. Του εφάνη μίαν νύκτα εις τον ύπνον του ολολαμπής, με όλον εκείνο το φως της δόξης, με το οποίον λάμπει εις τον ουρανόν. Εξύπνησεν ο νέος και, αληθινά, έχασε το ένα από τα ομμάτια του, μα από την χαράν οπού είχεν, ότι ηξιώθη να ιδή την Βασίλισσαν του ουρανού
και της γης, δεν ελυπάτο ολότελα, ότι εστερήθη το φως του. Μάλιστα πάλιν παρακαλεί να την ιδή άλλην μίαν φοράν, και ευχαριστείται να χάση και το άλλο ομμάτι, οπού του έμεινε. Και πάλιν ηξιώθη, πάλιν την είδε. Μα τι λογιάζετε, Χριστιανοί; πως τάχα να έμεινε τυφλός και από τα δύο ομμάτια; η συμπαθεστάτη Μήτηρ του Θεού, ωσάν του εφάνη την δευτέραν φοράν, όχι μόνον δεν τον εστέρησεν από το ένα ομμάτι οπού του έμεινεν, αλλά του έστρεψε και το άλλο οπού είχε χαμένον. Εξύπνησεν ο νέος εκείνος, και με τα δύο ομμάτια υγιή, και όλος εκστατικός από την διπλήν χαρά, με πολλά δάκρυα ευλαβούς αγαλλιάσεως, έδωκε τη Θεομήτορι χιλίας ευχαριστίας.
Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, από την άφθονον εκείνην ηλιοβολίαν του θείου φωτός οπού χαίρεσαι, παρισταμένη εκ δεξιών του μονογενούς σου Υιού,
πέμψον εδώ κάτω και εις ημάς τους ευλαβείς δούλους σου μίαν μακαρίαν ακτίνα, οπού να είναι και φως εις τον εσκοτισμένον μας νουν, και φλόγα εις την ψυχραμένην
μας θέλησιν, διά να βλέπωμεν, να περιπατούμεν σπουδαίοι εις την οδόν των θείων δικαιωμάτων. Ημείς, μετά Θεόν, εις εσέ του Θεού την Μητέρα, και Μητέρα ημών,
έχομεν την ελπίδα της σωτηρίας μας. Από σε ελπίζομεν τας νίκας της γαληνοτάτης Αυθεντίας, τα τρόπαια των Ευσεβών Βασιλέων, την στερέωσιν της Εκκλησίας,
την αντίληψιν του Ορθοδόξου γένους, την σκέπην της ευλαβούς του ταύτης πολιτείας, οπού είναι αφιερωμένη εις την άμαχόν σου βοήθειαν. Ναι, Παναγία Παρθένε, ναι, Μαρία, όνομα οπού είναι η χαρά, η παρηγορία, το καύχημα των Χριστιανών. Δέξου την νηστείαν και παράκλησιν των αγίων τούτων ημερών, οπού εκάμαμε εις τιμήν σου, ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον’ και αξίωσόν μας, καθώς εδώ εις την Εκκλησίαν ευλαβώς ασπαζόμεθα την αγίαν και θαυματουργόν ταύτην εικόνα, έτζι και εκεί, εις τον Παράδεισον, να ιδούμεν αυτό το μακάριόν σου πρόσωπον, το οποίον να προσκυνούμεν συν τω Πατρί, και τω Υιώ, και τω αγίω Πνεύματι, εις τους απεράντους αιώνας.
Αμήν.
Υμνολογική εκλογή.
Απολυτικιον. Ήχος α’.
Εν τη Γεννήσει, την παρθενίαν εφύλαξας. Εν τη Κοιμήσει, τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαίς λυτρουμένη, εκ θανάτου τας ψυχάς ημών.
Απόδοση.
Κατά την γέννηση του Υιού σου, Θεοτόκε, εφύλαξες την παρθενία σου, και με την κοίμησή σου δεν εγκατέλειψες τον κόσμο. Αναχώρησες και πορεύθηκες προς τη Ζωή, τον Υιό σου, καθώς είσαι η μητέρα της Ζωής. Και με τις πρεσβείες σου λυτρώνεις από τον θάνατο τις ψυχές μας.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Μετά την α’ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ήχος δ’. Κατεπλάγη Ιωσήφ.
Αναβόησον Δαυίδ, τίς η παρούσα Εορτή? Ην ανύμνησα φησίν, εν τω βιβλίω των Ψαλμών, ως θυγατέρα θεόπαιδα και Παρθένον, μετέστησεν αυτήν, προς τας εκείθεν μονάς, Χριστός ο εξ αυτής, άνευ σποράς γεννηθείς’ και δια τούτο χαίρουσι, μητέρες και θυγατέρες, και νύμφαι Χριστού, βοώσαι’ Χαίρε, η μεταστάσα, προς τα άνω βασίλεια.
Απόδοση.
ρώτησε παρακαλώ, με απορία, Δαυβίδ: Ποια είναι τούτη η εορτή? Είναι Αυτή που ανύμνησα, λέγει, στο βιβλίο των ψαλμών. Και το έκανα αυτό, θεωρόντας την ως θυγατέρα, θεόπαιδα και παρθένο. Την μετέφερε από τη γη προς τον ουρανό, για να κατοικήσει εκεί, ο Χριστός, που γεννήθηκε από αυτήν χωρίς σπορά ανθρώπινη. Και γι’ αυτό χαίρονται οι μητέρες και οι θυγατέρες και οι νύμφες του Χριστού λέγοντας: Χαίρε Εσύ που αναχώρησες και κατοικείς στα άνω βασίλεια του Θεού.
Μετά την β’ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Ο πάντιμος χορός, των σοφών Αποστόλων, ηθροίσθη θαυμαστώς,
του κηδεύσαι ενδόξως, το σώμα σου το άχραντον, Θεοτόκε Πανύμνητε’ οις συνύμνησαν, και των Αγγέλων τα πλήθη, την Μετάστασιν, την σήν σεπτώς ευφημούντες’ ην πίστει εορτάζομεν.
Απόδοση.
Ο χορός των σοφών αποστόλων, που τιμάται παντού και από όλους, συγκεντρώθηκε με θαυμαστό τρόπο, για να κηδεύσει με δόξα το σώμα σου το άχραντο, Θεοτόκε πανύμνητε. Μαζί με τους αποστόλους, σε ύμνησαν και τα πλήθη των αγγέλων. Και εμείς οι πιστοί δοξολογώντας την μετάστασή σου, με σεβασμό εορτάζουμε.
Μετά τον Πολυέλεον, Κάθισμα. Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Εν τη Γεννήσει σου, σύλληψις άσπορος’ εν τη Κοιμήσει σου, νέκρωσις άφθορος’ θαύμα εν θαύματι διπλούν, συνέδραμε Θεοτόκε’ πώς γαρ η απείρανδρος, βρεφοτρόφος αγνεύουσα? πώς δε η Μητρόθεος, νεκροφόρος μυρίζουσα? Διό συν τω Αγγέλω βοώμέν σοι’ Χαί¬ρε η κεχαριτομένη.
Απόδοση.
Κατά τη γέννηση του Υιού σου Θεοτόκε, συνέβη σύλληψη, χωρίς ανθρώπινη σπορά. Κατά δε την κοίμησή σου, υπήρξε νέκρωση χωρίς φθορά. Συνυπήρξε δηλαδή, ένα θαύμα διπλό μέσα στο θαύμα. Πώς δηλαδή αυτή που δεν εγνώρισε άνδρα τρέφει βρέφος και παραμένει αγνή, και πώς η μητέρα του Θεού φέρεται νεκρή, περιποιημένη με μύρα? Γι’ αυτό μαζί με τον άγγελο σου λέγουμε: Χαίρε η Κεχαριτωμένη.
Κοντάκιον. Ήχος πλ. β’. Αυτόμελον.
Την εν πρεσβείαις ακοίμητον θεοτόκον, και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν’ ως γαρ ζωής Μητέ¬ρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον.
Απόδοση.
Ας υμνήσουμε την Θεοτόκο, που είναι ακοίμητη, για να πρεσβεύει για τους ανθρώπους, και είναι η ελπίδα των ανθρώπων, που δεν μετακινείται, για να μας προστατεύει. Αυτήν μάλιστα, δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν ο τάφος και η νέκρωση, γιατί ο Υιός της την μετέφερε στη ζωή των ουρανών, αφού είναι η μητέρα της Ζωής, αφού άλωστε, Αυτός είναι που κατοίκησε σε μήτρα που έμεινε για πάντα παρθενική.
Ο Οίκος
Τείχισόν μου τας φρένας Σωτήρ μου’ το γαρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ, την άχραντον Μητέρα σου’ εν πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με, και εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με’ συ γαρ βοάς, των αιτούντων πιστώς τας αιτήσεις πληρούν. Συ ούν μοι δώρησαι γλώτταν, προφοράν, λογισμόν ακαταίσχυντον” πάσα γαρ δόσις ελλάμψεως, παρα σου καταπέμπεται φοταγωγέ, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον.
Απόδοση.
Φρούρησε σαν τείχος το νου μου, Σωτήρ, γιατί τολμώ να ανυμνήσω το τείχος του κόσμου, την άχραντη Μητέρα Σου. Ενίσχυσέ με τώρα που βρίσκομαι πάνω στον πυργο, δηλαδή στο ύψος των λόγων, που θα χρησιμοποιήσω, για να την υμνήσω, καιοχύρωσέ με με έννοιες ανάλογες με το βάρος του μεγαλείου της, γιατί Εσύ υποσχέθηκες πως θα εκπληρώνεις τις αιτήσεις όσων με πίστη Σου ζητούν. Συ, λοιπόν, δώρισε μου γλώσσα, σωστό τρόπο εκφράσεως, σκέψη καθαρή, γιατί κάθε δόση που λάμπει και φωτίζει τον νου, από Σένα αποστέλλεται, από Σένα που κατοίκησες σε μήτρα αειπάρθενον.
Συναξάριον
Τη Ι Ε’ του αυτού μηνός μνήμη της σεβασμίας Μεταστάσεως της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μα¬ρίας.
Στίχοι.
Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Του κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος.
Ζή αεί θεομήτωρ, καν δεκάτη Θάνε πέμπτη.
Είναι θαύμα να πεθαίνει η Κόρη, που έσωσε τον κόσμο, η μητέρα Αυτού που έπλασε τον κόσμο και πέθανε κατά την σάρκα για χάρη του ανθρώπου. Ζη πάντοτε η Θεομήτωρ, και ας πέθανε κατά την δεκάτη πέμπτη ημέρα του μηνός.
Ής ταις αγίαις πρεσβείαις, ο θεός, ελέησον και σώσον ημάς, ως αγαθός και φιλάνθρωπος.
Εξαποστειλάριον, Ήχος γ.
Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα” και σύ Υιέ και θεέ μου, παράλαβε μου το πνεύμα.
Απόδοση.
Απόστολοι του Κυρίου και Θεού μου, συγκεντρωθείτε από όλα τα μέρη και τα πιο ακραία του κόσμου,κηδεύσετέ μου το σώμα στον χώρο της Γεθσημανή. Και Συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβε το πνευμα μου.
Εις τους αίνους. Δόξα. Και νυν. Ήχος πλ. β’.
Τη αθανάτω σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτερ της ζωής, νεφέλαι τους Αποστόλους, αιθερίους διήρπαζον’ και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν, τω αχράντω σου σώματι’ οι και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ, μελωδούντες ανεβόον’ Χαίρε κεχαριτωμένη, Παρθένε Μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετα σου. Μεθ’ ων ως Υιόν σου και θεόν ημών, ικέτευε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Απόδοση.
Κατά την κοίμησή σου, που δενέφερε το θάνατο, Θεοτόκε, η μητέρα της ζωής, οι νεφέλες άρπαξαν στον αέρα τους αποστόλους, και ενώ ήσαν διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο, τους οδήγησαν στον ίδιο χώρο, κοντά στο άχραντο σου σώμα. Και αφού σε εκήδευσαν με σεβασμό, ψάλλοντας με τη φωνή του Γαβριήλ, σου έλεγαν: Χαίρε, Κεχαριτωμένη παρθένε, μητέρα ανύμφευτη, ο ΚΎΡΙΟς ας είναι Μαζί ΣΟΥ. Μ’ αυτούς λοιπόν τους αποστόλους ικέτευε τον Υιό σου και Θεό μας, να σώσει τις ψυχές μας.
Απόδοση, Ιωάννης Τρίτος.
Παράβαλε και:
15 Αυγούστου, η Κοίμησις της Θεοτόκου – τα Λειτουργικά Αναγνώσματα της εορτής.